Γερμανία, 1987. Διάρκεια: 127'. Σκηνοθεσία: Βιμ Βέντερς. Σενάριο: Πήτερ Χάνκε- Βιμ Βέντερς. Πρωταγωνιστούν: Μπρούνο Γκαντζ, Πίτερ Φολκ, Σολβέιγ Ντομαρτέν, Ότο Σάντερ. Κινηματογραφική ελεγεία του Βέντερς, ταινία καθαρής ποίησης και ταυτόχρονα ερωτική εξομολόγηση στη ζωή, τους ανθρώπους, την πίστη, την αμφιβολία, τον έρωτα, την αυταπάτη. Με εκπληκτικές εναέριες λήψεις στο Βερολίνο, ο σκηνοθέτης μας αφηγείται την ιστορία δύο αόρατων στους ανθρώπους, αλλά ορατών στα παιδιά, αγγέλων. Ο ένας από αυτούς ο Νταμιέλ, βαρέθηκε να είναι απλός γνώστης και αποφασίζει να γίνει πάλι άνθρωπος ώστε να ζήσει τον έρωτα του για τη Μαριόν, μια ακροβάτισσα του τσίρκου, αλλά και κάθε μικρή απόλαυση της καθημερινής ζωής των κοινών θνητών: να αγγίζει, να γεύεται το φαγητό, να ακούει μουσική, να νιώθει τη βροχή, να πίνει καφέ. Συνειδητά και με τη θέλησή του απορρίπτει τα προνόμια της αθανασίας και τη θλίψη της μοναξιάς, «εκπίπτει» στους περιορισμούς του χρόνου, την αρρώστια, τον πόνο και το θάνατο για να κερδίσει τη δυνατότητα να ζήσει την περιπέτεια της ζωής. Βουτάει στη γη (σε μια αξέχαστη κινηματογραφική σκηνή) και γίνεται άνθρωπος μπροστά στο Τείχος, σε ένα χώρο που τότε δεν ήταν ούτε Δύση, ούτε Ανατολή, αλλά ένας «no man’s land». Ο σκηνοθέτης ποιητικός και ευκρινής μας ψιθυρίζει τρυφερά μελαγχολικές ιστορίες για την παιδική ηλικία, τον άντρα και τη γυναίκα, την αθωότητα και τη σοφία, την Ευρώπη και την Αμερική, τον κινηματογράφο, τη ζωή που ονειρευόμαστε και τη ζωή που ζούμε. Κερδίζει Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες το 1987 και μια θέση στην ιστορία του κινηματογράφου ως ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες της Ευρώπης. Όπως λέει ο ίδιος «…Η γέννηση αυτής της ταινίας είναι βαθιά συνδεδεμένη με την Επιθυμία: τις επιθυμίες μου να κάνω μια ταινία για και στο Βερολίνο, την επιθυμία μου να ξαναβρώ τη γλώσσα μου και τα γερμανικά που τα είχα εγκαταλείψει κινηματογραφικά εδώ και πολύ διάστημα. H επιθυμία να πω επίσης: πώς μπορεί να ζει κανείς στο σημερινό κόσμο; H ιστορία μου δε θα μπορούσε να διεξαχθεί πουθενά άλλου, το Βερολίνο δεν είναι μόνο η ενσάρκωση και η καρδιά της Γερμανίας, αλλά επίσης ολίγον τι ολόκληρου του κόσμου. Είναι η μόνη πόλη που μ’ ενδιαφέρει από τη χώρα μου. Οπουδήποτε άλλου δε νιώθεις τίποτα, εκτός από τη φρενήρη ανάγκη να ξεχασθεί το παρελθόν. Αντίθετα το Βερολίνο κουβαλά τα τραύματα του έντιμα, θα έλεγα με υπερηφάνεια. Τα σημάδια του πολέμου δεν εξαφανίστηκαν, μένουν μάλιστα παρόντα ακόμα και στην αρχιτεκτονική. Είναι το μόνο μέρος όπου δεν προσπαθούν να λησμονήσουν. Σ’ αυτή τη συμβολική πόλη βρίσκεις ίχνη του 19ου αιώνα, της δεκαετίας του ’20, του πολέμου, του μεταπολέμου, όπως φυσικά της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας». Χρησιμοποιεί συμβολικά τους αγγέλους γιατί χάρη σε αυτούς όπως λέει: «θέλω να αφηγηθώ πράγματα, που δύσκολα θα μπορούσα να πω με διαφορετικό τρόπο. Οι άγγελοι έχουν ένα πιο αντικειμενικό βλέμμα, εφόσον παρατηρούν τους ανθρώπους από ψηλά, από έξω, αλλά και ταυτόχρονα υποκειμενικό όταν το βλέμμα αυτό επικεντρώνεται πάνω σε πρόσωπα που τους αγγίζουν ιδιαίτερα. Ο άγγελος βλέπει τα πάντα, μπορεί να μπει μέσα στο νου, να ακούσει τις κρυφές σκέψεις, είναι ένα απόλυτα καλό ον κι εκφράζει ένα ολότελα ελεύθερο πνεύμα… Μεγάλοι ταξιδευτές, μάρτυρες χωρίς δυνατότητα συμμετοχής, οι άγγελοι σταμάτησαν στο Βερολίνο. Δεν έχουν ψυχολογία, δεν την έχουν ανάγκη, γιατί η αντίληψη τους είναι διαφορετική. Τι είναι ένας άγγελος; Συμβολίζει το παιδί που ήμασταν κάποτε και που το ξεχάσαμε, τη χαμένη αθωότητα με τίμημα την ενήλικη σοφία… Από την εποχή της αιωνιότητας, είναι γνώστες χωρίς εμπειρία, δεν έχουν βιώσει τίποτα…» Ο Βιμ Βέντερς χρησιμοποιεί συμβολικά και τα χρώματα. Όσο ο Νταμιέλ είναι ακόμα άγγελος το φιλμ είναι ασπρόμαυρο και γίνεται έγχρωμο όταν αυτός γίνεται θνητός. Όπως λέει: «Τα χρώματα σηματοδοτούν το πέρασμα στον κόσμο των θνητών, με όλες αυτές τις επιθυμίες του να γευτείς, να αισθανθείς να δεις, ν’ αγγίξεις. Οι άγγελοι δε γνωρίζουν τις ανθρώπινες εμπειρίες του σώματος, γνωρίζουν μόνο την ουσία των πραγμάτων, όχι την επαφή μαζί τους. Δεν διακρίνουν τα χρώματα, παρά φευγαλέα καμιά φορά, όπως τις στιγμές της αφηρημάδας του Νταμιέλ, όταν αφήνει να τον κατακλύσουν οπτικές άλλων που δεν είναι δικές του. Το πρώτο ήμισυ της ταινίας κολυμπά τόσο πολύ σ’ ένα ονειρικό κλίμα που το ασπρόμαυρο ήταν επιβεβλημένο. Από τη στιγμή που ο Νταμιέλ γίνεται θνητός, η ταινία κλίνει ολοκληρωτικά προς το χρώμα…». Τα παραπάνω είναι αποσπάσματα από συνέντευξη του Wim Wenders στο La Revue du Cinema, No 431, Οκτώβρης 1987. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=0htOcy1QUkk το trailer της ταινίας
0 Comments
Leave a Reply. |