Νότια Κορέα. Διάρκεια:116΄.Σκηνοθεσία: Hae-jun Lee. Σενάριο: Lee Hey-jun. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Kim Byung-seo. Μουσική: Kim Hong-jip. Πρωταγωνιστούν: Jae-Yeong Jeong, Ryeowon Jung. Ο ''Ναυαγός στο φεγγάρι'', δεν είναι απλά ένα ακόμα φιλμ. Είναι χιλιάδες συναισθήματα και ερωτήματα από καιρό μπλεγμένα μέσα στον καθένα μας που ψάχνουν τρόπο να λυθούν. Μια ποιητική δημιουργία, μια ρομαντική κομεντί που με αιχμηρά σχόλια, μαύρο χιούμορ και αισιοδοξία τοποθετείται πάνω στον σύγχρονο τρόπο ζωής του καπιταλισμού, τον στιγματισμό των ανθρώπων, την αποξένωση τη μοναξιά, την καταπίεση, την κατάθλιψη και την οικολογία. Ένας νοτιοκορεάτης γιάπης, με ένα υπέρογκο χρέος στις τράπεζες και αποτυχημένη προσωπική ζωή, αφού η γυναίκα του τον θεωρεί άχρηστο, χάνει τη δουλειά του. Στα όρια της κατάθλιψης αποφασίζει να αυτοκτονήσει πέφτοντας από μια γέφυρα του ποταμού Χαν στη μέση της μητρόπολης Σεούλ. Καθώς δεν ξέρει να κολυμπάει του φαίνεται σίγουρος τρόπος για να πετύχει το σκοπό του. Δεν πνίγεται όμως και ξυπνώντας το άλλο πρωί ανακαλύπτει ότι βρίσκεται σε άγνωστο έδαφος, σκεπασμένος με άμμο. Στιγμιαία νομίζει ότι είναι στον παράδεισο, αλλά σύντομα διαπιστώνει ότι το νερό τον έχει ξεβράσει σε ένα ανώνυμο, βρώμικο νησάκι στο κέντρο του ποταμού, μερικά χιλιόμετρα μόνο μακριά από τον πολιτισμό. Από εκεί που είναι μπορεί να παρακολουθεί τη ζωή της πόλης, να βλέπει την κίνηση στους δρόμους, τους τεράστιους ουρανοξύστες και τη μεγάλη γέφυρα από την οποία έπεσε, αλλά αφού δεν κολυμπάει με τίποτα δεν μπορεί να επιστρέψει. Προσπαθώντας να επιβιώσει από το παράδοξο αυτό ναυάγιο και σε πρωτόγνωρες για αυτόν συνθήκες, φέρεται σαν ναυαγός. Μόνος του μέσα στη φύση, ζει τελείως πρωτόγονα, τρώει μανιτάρια και ψάρια, ανάβει φωτιά για να ζεσταθεί, κοιμάται μέσα σε σκουπίδια. Παράλληλα έχει τον χρόνο να σκεφτεί και να ανακαλύψει με τον πιο γλυκό, αστείο και αληθινό τρόπο, αυτά που φοβόταν περισσότερο τη ίδια τη ζωή, τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, την κοινωνία και τη φύση. Στην πόλη, τώρα σε ένα από τους ουρανοξύστες απέναντι από το νησί βρίσκεται μια αγοραφοβική νεαρή κοπέλα, που έχει τρία χρόνια να βγει από το σπίτι της και να δει το φως του ήλιου. Με τα ατίθασα μαλλιά και τα παλιά, ξεφτισμένα της ρούχα μοιάζει με ναυαγό. Και όντως πρόκειται για μια ιδιότυπη «ναυαγό» της ζωής που «ζει» κυριολεκτικά μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή της, ενώ μέσω των πολλών ψεύτικων προφίλ της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαμορφώνει την ψευδαίσθηση μιας φυσιολογικής ζωής. Εκτός από το διαδίκτυο η μόνη της επαφή με τον έξω κόσμο είναι το φωτοτηλεσκόπιο της με το οποίο παρακολουθεί και φωτογραφίζει το φεγγάρι. Μια μέρα, με αυτό ακριβώς το τηλεσκόπιο, ανακαλύπτει τον άνδρα που ζει μόνος του στο έρημο νησί. Στην αρχή πιστεύει ότι είναι ο προσωπικός της εξωγήινος, αλλά μέρα με τη μέρα, η μοναχική και ήρεμη ζωή του κινεί όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον της και αρχίζει να επικοινωνεί μαζί του με ένα περίεργο τρόπο. Η επικοινωνία αυτή, κάνει και τους δύο να συνειδητοποιήσουν πως η ανθρώπινη ζωή έχει και άλλες πτυχές τι οποίες δεν είχαν φανταστεί. ’Έρχεται έτσι η ώρα που η κοπέλα αποφασίζει να αφήσει το δωμάτιό της στην αρχή φορώντας κράνος για να νοιώθει προστατευμένη σε έναν κόσμο που τον βρίσκει πολύ επικίνδυνο. Η ταινία είναι η πρώτη του Κορεάτη σκηνοθέτη Hae-jun Lee. Παρά την απειρία του θα καταφέρει να δημιουργήσει μια ποιητική ταινία, χρησιμοποιώντας μοντέρνα σκηνοθεσία, εκμεταλλευόμενος πλήρως ένα συμβολικό και σχεδόν σουρεαλιστικό σενάριο, ισορροπώντας υπέροχα ανάμεσα στο έξυπνο χιούμορ και τα δραματικά στοιχεία και αξιοποιώντας πολλά ποιητικά πλάνα από τη φύση, το ποτάμι και την πόλη. Μια ταινία που θέτει και απαντά με αισιοδοξία σε ερωτήματα που απασχολούν κάθε σύγχρονο άνθρωπο: Μπορεί σήμερα κάποιος από εμάς που έχουμε μάθει να υπερκαταναλώνει και να χρησιμοποιεί μόνο πιστωτικές κάρτες, να ανακαλύψει την πρωταρχική του φύση; Θα καταφέρει η νέα κοπέλα και κατ΄ επέκταση κάθε νέος σαν αυτή που ζει μια εικονική πραγματικότητα, απομονωμένη μπροστά στον υπολογιστή της να βρει το κίνητρο που θα την ωθήσει έξω από την ιδιότυπη φυλακή της; Αν τέλος, η κοινωνία είναι εχθρική προς τα μέλη της, ποιός ο λόγος να παραμένουμε σε αυτή; Οι ηθοποιοί είναι και οι δύο άψογοι και εξαιρετικά πειστικοί στους ρόλους ανθρώπων που έμειναν πολύ μόνοι τους και φοβούνται τους άλλους. Το φιλμ βραβεύτηκε με πολλά βραβεία σε ασιατικά και ευρωπαϊκά Φεστιβάλ. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=JmyqBGMb9qk το trailer της ταινίας
0 Comments
ΗΠΑ, 1969. Διάρκεια: 95’. Σκηνοθεσία: Dennis Hopper. Σενάριο: Peter Fonda, Dennis Hopper, Terry Southern. Πρωταγωνιστούν:Peter Fonda, Dennis Hopper, Jack Νicholson,Virgil Frye, Antonio Mendoza. Η ταινία, στην οποία αναβιώνουν παραστατικά η ζωή και η νοοτροπία της νεολαίας στην δεκαετία 1960, μια δεκαετία όπου έμεινε στην ιστορία ως η εποχή της επανάστασης των νέων που απορρίπτουν ως ψεύτικο τον κόσμο που τους περιβάλλει και αμφισβητούν κάθε είδος κατεστημένο και όλα όσα είχαν μέχρι τότε ισχύ θεσφάτου: τα ήθη και τα έθιμα, τις ηθικές αρχές και αξίες, τις διακρίσεις λόγω φυλής ή φύλου, τον πόλεμο και το κυνηγητό των εξοπλισμών, την εμπορευματοποίηση του σεξ, τον τρόπο που ασκείται η πολιτική σε βάρος των πολλών και υπέρ των ολίγων και γενικά όλα όσα αποτελούν τη καρδιά αυτού που συνήθως προσδιορίζουμε με το χαρακτηρισμό «αμερικάνικος τρόπος ζωής». Αποτελεί ορόσημο του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά και της κινηματογραφικής αντικουλτούρας, μια απόλυτη και ολοκληρωμένη αποτύπωση του πνεύματος άναρχης ελευθερίας, ανησυχίας, διαρκούς, συχνά ακραίας και πάντα απόλυτης αμφισβήτησης. Παρουσιάζει εικόνες και καταστάσεις που ακόμα και σήμερα μπορούν να σοκάρουν. Τότε ήταν απολύτως πρωτοποριακές: δεν είχαν ποτέ πριν αποτυπωθεί σε φιλμ. Σαν ένα είδος ροκ γουέστερν προβάλει την αίσθηση της ελευθερίας του ανοιχτού ορίζοντα και των ατέλειωτων αυτοκινητόδρομων, ενώ σαν ένα ρεαλιστικό δράμα διαπιστώνει την πικρή διάψευση του αμερικάνικου ονείρου. Το σενάριο είναι σχετικά απλοϊκό. Δύο περιθωριακοί τύποι, χίπις και μικροέμποροι ναρκωτικών, ο Γουάιτ και ο Μπίλι, μετά από μια επιτυχημένη πώληση αποφασίζουν να αναζητήσουν νέες εμπειρίες και να ξοδέψουν τα χρήματα που κέρδισαν διασχίζοντας την Αμερική από το Κολοράντο μέχρι το Καρναβάλι της Νέας Ορλεάνης. H κοινωνία γύρω τους είναι απορριπτέα για αυτό κύριο μέλημα τους είναι ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων τους με τα πάντα: την κοινωνία, τη φύση, την οικογένεια, τις σχέσεις με το άλλο φύλο κοκ. Ελεύθεροι και ωραίοι αγοράζουν δύο μηχανές Harley Davidson (που έκτοτε έγιναν σύμβολο κάθε ανεξάρτητου πνεύματος) και με αυτές ξεκινούν ένα ταξίδι ελευθερίας στον ανοιχτό ορίζοντα των ατελείωτων αυτοκινητόδρομων. Στην περιπλάνηση τους στην επαρχιακή Αμερική έρχονται σε επαφή με απρόοπτες καταστάσεις και παράξενους χαρακτήρες. Μπλέκουν με χίπικες ομάδες σε κοινόβια, έναν οικογενειάρχη αγρότη, δύο πόρνες, κυνηγιούνται από σκληροτράχηλους μπάτσους και χωρικούς που δεν κατανοούν, αντίθετα μισούν τους περίεργους νέους. Τίποτα δεν τους προσφέρει γαλήνη, χαρά και ελευθερία, μόνον ο δρόμος, και αυτός όχι για πολύ. Η συνάντησή τους με έναν απίθανο και φιλοσοφημένο αλκοολικό δικηγόρο, έχει σαν αποτέλεσμα να προστεθεί και αυτός στην παρέα τους και να τους βοηθήσει στην αναζήτηση του νοήματος της ζωής και της προσωπικής τους ελευθερίας. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί και όπως περίπου αναφέρει το μότο τους: «Ένας άντρας πήγε να ψάξει σε όλη την Αμερική για την αλήθεια της γενιάς του. Και δεν βρήκε πουθενά ούτε την αλήθεια ούτε την Αμερική. Και δεν θα μπορούσε να την βρει πουθενά…» Η ταινία θεωρείται κλασική και σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου. Είναι μια από τις πρώτες που προτείνουν ανανέωση της θεματολογίας και της κινηματογραφικής γραφής και σηματοδοτούν την νέα εποχή του αμερικανικού κινηματογράφου, του περιβόητου «New Hollywood Cinema». Αργές κινήσεις, γρήγορα κοψίματα, ακίνητες εικόνες, χρήση ασπρόμαυρης και έγχρωμης εικόνας, επιθετική χρήση του ήχου. Η χρήση του αποστειρωμένου χώρου των στούντιο σταματά και τα γυρίσματα γίνονται έξω στη φύση και εκ των πραγμάτων είναι δυσκολότερα. Η σημασία της πλοκής υποχωρεί, ενώ οι χαρακτήρες και η ανάλυσή τους γίνεται πιο ουσιαστικός παράγοντας της εξέλιξης του φιλμ. Οι ήρωες δίνουν τη θέση τους σε αντιήρωες, άτομα χαμένα, αποτυχημένα, χωρίς προσανατολισμό. Δεν είναι καλά παιδιά, αλλά παρόλα αυτά, είναι γοητευτικοί και συμπαθείς. Και βεβαίως δεν υπάρχει το αναμενόμενο happy end. Είναι σίγουρο ότι θα πεθάνουν, διότι ο νόμος κερδίζει πάντα σε σχέση με την παρανομία, αλλά δεν θα πεθάνουν έγκλειστοι, στη φυλακή ή κάπου αλλού, αλλά ελεύθεροι. Η ταινία επιφέρει, επίσης, μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο παραγωγής. Ο πόλεμος του Βιετνάμ και οι συνέπειες του αλλάζουν τη νεολαία και κατά συνέπεια τις προτιμήσεις των φίλων του κινηματογράφων. Οι ανώδυνες ταινίες που κατασκευάζονται βάσει παλαιότερων συνταγών δεν βρίσκουν πλέον θεατές, ενώ η τηλεόραση που αναπτύσσεται εκείνη ακριβώς την εποχή αποτελεί μεγάλη απειλή και συρρικνώνει ακόμα περισσότερο τον αριθμό του κοινού στους κινηματογράφους. Οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής στρέφονται προς τα τηλεοπτικά προϊόντα για να επιβιώσουν, αλλά οι νέοι κινηματογραφιστές, επηρεασμένοι από το γαλλικό νέο κύμα, το οποίο προτείνει ελευθερία έκφρασης και συγχρόνως εμπορικότητα, αρχίζουν να ψάχνουν για εναλλακτικές λύσεις παραγωγής και ανακαλύπτουν ότι μπορούν να αποκοπούν από τα στούντιο και να γυρίσουν μόνοι τους ποιοτικές ταινίες μικρού κόστους για το πλατύ κοινό. Πολλοί συγκεντρώνονται σε ομάδες και αρχίζουν να γυρίζουν φθηνές ταινίες και άλλοι, όπως στην περίπτωση του «Ξένοιαστου Καβαλάρη», μένουν τελείως ανεξάρτητοι. Μικρά συνεργεία, εξοπλισμένα με μηχανήματα μικρότερα και ελαφρύτερα, που χωρούν σε ένα φορτηγάκι, αρχίζουν να βγαίνουν στους δρόμους, για να μην έχουν το κόστος των στούντιο. Ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης» υπήρξε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Στοίχισε μόλις 340.000 δολάρια και απέφερε κέρδη 19 εκατομμυρίων. Ανέδειξε τρεις από τους κορυφαίους ηθοποιούς τους Fonda, Hopper και Nicholson. Οι δύο πρώτοι μέχρι τότε είχαν δουλέψει μαζί σε διάφορες ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού. Ο Nicholson είχε εμφανιστεί σε κάποιες «δεύτερες» ταινίες, χωρίς να ξεχωρίσει και μάλιστα, η βασική του επαγγελματική δραστηριότητα ήταν περισσότερο σεναριογράφος παρά ηθοποιός. Σε αυτή την ταινία, που η μόνη της υποψηφιότητα ήταν το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου, κλέβει την παράσταση από τους δύο πρωταγωνιστές και η καριέρα του αλλάζει άρδην. Κερδίζει υποψηφιότητες για Όσκαρ και BAFTA Β΄ ανδρικού ρόλου και δημιουργεί μεγάλη αίσθηση στο φεστιβάλ Καννών. Ο Dennis Hopper, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2010, διακρίθηκε σαν ηθοποιός, σκηνοθέτης και ζωγράφος, κέρδισε, εκεί, το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη. Στην ταινία ακούγονται αξέχαστες επιτυχίες μεγάλων μουσικών συγκροτημάτων της εποχής, όπως οι Steppenwolf (που τραγουδούν το εμβληματικό "Born to be wild"), The Byrds, The Band, The Jimi Hendrix Experience, Little Eva και The Electric Prunes. Παρά τα όσα αντιφατικά λέγονται από κοινό και κριτικούς το φιλμ είναι ένας μύθος για το σινεμά. Γοήτευσε και γοητεύει ακόμα και σήμερα εκατομμύρια θεατές, ιδιαίτερα νέους. Άσκησε και ασκεί τεράστια επιρροή, τόσο που θεωρείται «πηγή» για μια σειρά σημαντικών ταινιών δρόμου (road movie) που ακολούθησαν. Εδώ: http://www.cine.gr/trailer.asp?id=697 ο trailer της ταινίας ΗΠΑ,1994. Διάρκεια: 142΄. Σκηνοθεσία: Frank Darabont. Σενάριο: Frank Darabont, βασισμένο στο βιβλίο Stephen King "Rita Hayworth and Shawshank Redemption" (1982). Πρωταγωνιστούν: Tim Robbins, Morgan Freeman, Bob Gunton, William Sadler, Clancy Brown, Gil Belllows, Mark Rolston, James Whitmore. «Όποια κι αν είναι η φυλακή σου, υπάρχει πάντα ελευθερία μέσα σου». Το 1947, ο Άντι Ντυφρένς, ένας νεαρός επιτυχημένος τραπεζίτης, άνθρωπος ήρεμος και χαμηλών τόνων συλλαμβάνεται, για το φόνο της γυναίκας του και του εραστή της που βρέθηκαν δολοφονημένοι στο κρεβάτι με τέσσερις σφαίρες ο καθένας. Δικάζεται και, παρά το γεγονός ότι δηλώνει στο δικαστήριο κατηγορηματικά αθώος και όπως αποδεικνύεται αργότερα έτσι και είναι, καταδικάζεται σε δις ισόβια, ποινή, την οποία εκτίει πίσω από τα ψηλά κάγκελα της αποτρόπαιης φυλακής Shawshank. Όπως διηγείται αργότερα ο φίλος του: «Το πρώτο βράδυ του στη φυλακή του κόστισε ένα πακέτο τσιγάρα. Πολλοί έγκλειστοι τον έβρισκαν ψηλομύτη. Ήταν ήσυχος, περπατούσε και μιλούσε λες και όλα ήταν φυσιολογικά. Έκανε την βόλτα του στην αυλή, όπως ένας άντρας στο πάρκο χωρίς έγνοιες και στενοχώριες, λες και είχε ένα αόρατο παλτό που τον προστάτευε από αυτό το μέρος». Εκεί έρχεται σε επαφή με το σκληρό, απάνθρωπο και διεφθαρμένο σωφρονιστικό σύστημα των ΗΠΑ, την απληστία του διευθυντή, την βία και την παράνομη συναλλαγή ανάμεσα σε δεσμοφύλακες και κρατούμενους. Υφίσταται μια σειρά παρενοχλήσεις και βίαιες συμπεριφορές από όλους, που στο ήπιο του χαρακτήρα του αναγνωρίζουν ένα πιθανό θύμα. Παρόλα αυτά μένει όρθιος και αξιοπρεπής. Γνωρίζεται με τον Έλις Ρέντινγκ (Ρεντ) έναν αφροαμερικανό ισοβίτη που δηλώνει και ο «μόνος ένοχος σε όλη τη Shawshank». Ανάμεσα τους ξεκινάει μια σχέση φιλίας και παρά στις αντίξοες συνθήκες και το κλειστοφοβικό περιβάλλον της φυλακής βαθαίνει και χαρακτηρίζεται από ισχυρό αλληλοσεβασμό και υποστήριξη. Με την βοήθεια Ρεντ θα κερδίσει σταδιακά την εμπιστοσύνη των συγκρατουμένων του και την εύνοια του διευθυντή και των υπόλοιπων σωφρονιστικών υπαλλήλων. Εκμεταλλευόμενος τις γνώσεις του στα οικονομικά και την γενικότερη παιδεία του κρατάει τα λογιστικά βιβλία του διευθυντή Νόρτον και των περισσότερων σωφρονιστικών υπαλλήλων. Τους δίνει συμβουλές για το πώς να κάνουν επικερδείς επενδύσεις των οικονομιών τους. Ξεπλένει τα κέρδη του Νόρτον από κάθε είδους βρώμικη δουλειά όπως η παράνομη και καταχρηστική «αξιοποίηση» των κρατουμένων (για παράδειγμα τους ενοικιάζει σε εργολάβους δημοσίων έργων, προσφέροντας φθηνή εργασία και κερδίζοντας μίζες). Σαν αντάλλαγμα ο Άντι κάνει ό,τι μπορεί για να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης μέσα στη φυλακή. Οργανώνει, ανανεώνει και εμπλουτίζει τη βιβλιοθήκη ανοίγοντας αλληλογραφία με την πολιτεία. Ο εγκλεισμός του στη Shawshank δεν αλλάζει μόνο τον ίδιο, αλλά και τους γύρω του και την ίδια την φυλακή. Με το πέρασμα του χρόνου καθιερώνεται ένα κλίμα αξιοπρέπειας και σεβασμού. Ο Ρεντ διαθέτει την ικανότητα να βρίσκει διάφορα «περίεργα» πράγματα από τον εκτός φυλακής κόσμο, με τα οποία εφοδιάζει τους έγκλειστους. Ο Άντι του ζητά ένα σφυρί με το οποίο θα συνεχίσει το χόμπι του να δημιουργεί μικρά πιόνια σκακιού από πέτρα. Αργότερα του ζητάει μία αφίσα της Ρίτα Χέηγουορθ και στη συνέχεια μία της Μέριλιν Μονρόε και της Ράκελ Γουέλς, τις οποίες αναρτά σε περίοπτη θέση στον τοίχο του κελιού του χωρίς κανείς να μπορεί να φανταστεί τη σχέση που μπορεί να έχουν αυτές με το διακαή πόθο του για ελευθερία. Στον κύκλο των δύο φίλων ενσωματώνεται ένας άρτι αφιχθείς καταδικασμένος για κλοπές ο οποίος τους πληροφορεί ότι στην φυλακή που ήταν προηγούμενα άκουσε έναν κρατούμενο να κομπάζει ότι είχε διαπράξει τους φόνους για τους οποίους έχει καταδικαστεί ο Άντι. Ενημερώνουν το διευθυντή, ο οποίος φοβούμενος ότι με την αποφυλάκιση του Άντι κινδυνεύουν να αποκαλυφθούν οι απάτες του, όχι μόνον δεν πράττει τα νόμιμα για την απελευθέρωση του, αντίθετα σκληραίνει τη στάση του και τον στέλνει στην απομόνωση. Μετά την έξοδό του από την απομόνωση ο Άντι αρνείται αρχικά να συνεχίσει το ξέπλυμα χρημάτων, λυγίζει όμως όταν ο Νόρτον τον απειλεί ότι θα κάψει τη βιβλιοθήκη και θα άρει την προστασία του. Εξηγεί στον Ρεντ πως μόνο η ελπίδα για ελευθερία τον κρατά ζωντανό και του εξομολογείται το όνειρο του να ζήσει στο Ζουιτανέχο, ένα χωριό στο Μεξικό, δίπλα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο Ρεντ ανησυχεί για την ψυχική υγεία του Άντι, ειδικά όταν μαθαίνει ότι προμηθεύτηκε ένα σκοινί μήκους δύο μέτρων από έναν άλλο κρατούμενο. Παρόλα αυτά του υπόσχεται πως αν και όποτε αποφυλακιστεί θα επισκεφτεί ένα συγκεκριμένο χωράφι στο Μπάξτον, για να πάρει ένα πακέτο που είναι θαμμένο εκεί. Το επόμενο πρωί οι δεσμοφύλακες βρίσκουν το κελί του Άντι άδειο. Ο ήρωας μας, 19 χρόνια μετά τον εγκλεισμό έχει βρει το δρόμο για την ελευθερία, έχει δραπετεύσει. Αλλά πώς; Ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει λιτά, και χωρίς καμία τάση υπερβολής το θέμα του, ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα στην απλή περιγραφή και την πλήρη σκιαγράφηση των χαρακτήρων αναδεικνύοντας τις υψηλές αξίες της φιλίας, της αξιοπρέπειας της ελπίδας για μια ελεύθερη ζωή που σπάνια θα περίμενε κάποιος να αναπτυχθούν και να επιβιώσουν στις ζοφερές συνθήκες της φυλακής. Το σκηνικό περιβάλλον είναι ρεαλιστικό, ψυχρό, σκοτεινό και μυστηριώδες. Όλοι οι ηθοποιοί δίνουν υπέροχες, σχεδόν συνταρακτικές ερμηνείες. Ξεχωρίζουν ο Τιμ Ρόμπινς (Άντι) και ο πάντα εκπληκτικός αφροαμερικανός Μόργκαν Φρήμαν (Ρεντ). Όλοι οι συντελεστές συμβάλλουν στη δημιουργία μιας καθηλωτικής, σκοτεινής, γεμάτης αγωνία και δίψα για λύτρωση ταινίας, που μένει στη μνήμη του θεατή για πολύ μετά το εκπληκτικό τέλος της, εξιτάρει την φαντασία και κορυφώνει τη συγκίνηση του σε όλη τη διάρκεια της, τον ψυχαγωγεί αλλά και τον φέρνει αντιμέτωπο με πολλά εσωτερικά ερωτήματα περί ηθικής, δικαίου, αλήθειας, αλληλοκατανόησης και υποστήριξης. Η ταινία είχε 7 υποψηφιότητες για Όσκαρ. Δεν κέρδισε όμως κανένα, γιατί την ίδια χρονιά σάρωσε ο «Forest Gamp» μια ταινία που πολλοί είδαμε τότε αλλά ελάχιστοι θα θέλαμε να ξαναδούμε και επιπλέον ήταν και παραμένει όνειρο απλησίαστο για έγχρωμο ηθοποιό να πάρει το Όσκαρ (για Α΄ αντρικού ρόλου είχε προταθεί ο Φρήμαν). Έμεινε όμως κλασική εξαιτίας, κυρίως, της τρομακτικής ανταπόκρισης του κοινού. Σύμφωνα με την αξιολόγηση των χρηστών κατέχει σήμερα την πρώτη θέση ανάμεσα στα καλύτερα 250 φιλμ στο IMDb (Internet Movie Dara Base) την μεγαλύτερη και πληρέστερη βάση δεδομένων στο διαδίκτυο για τον κινηματογράφο. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (AFI) έχει συμπεριλάβει το "Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ" στη λίστα «AFI 100 Χρόνια 100 Επευφημίες» όπου καταλαμβάνει την 23η θέση και την λίστα «AFI 100 Χρόνια 100 Ταινίες», όπου βρίσκεται στην 72η θέση. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=pYU72NOz3i8 το trailer της ταινίας. Ταϊβάν, 1994. Διάρκεια: 124΄. Σενάριο: Ang Lee-James Schamus. Σκηνοθεσία: Ang Lee. Πρωταγωνιστούν: Sihung Lung, Yu-Wen Wang, Chien-Lien Wu, Kuei-Mei Yang, Sylvia Chang, Winston Chao, Chao-jung Chen. Μια συναρπαστικά ανθρώπινη ταινία, γεμάτη εκπλήξεις, ένα αριστούργημα απόλυτης ομορφιάς και κινηματογραφικής τέχνης για τις οικογενειακές σχέσεις, την μοναξιά, την απομόνωση, την ανάγκη για συντροφικότητα, την καταπίεση και την απελευθέρωση. Ένα φιλμ για τις αντιθέσεις στη σύγχρονη οικογένεια. Για την αντίθεση ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, την παράδοση και τη νεωτερικότητα, την Ανατολή και τη Δύση, τον άνδρα και τη γυναίκα, τους γονείς και τα παιδιά τους, την λογική και το συναίσθημα, το καθήκον και την επιθυμία, τις ατομικές αποφάσεις και το οικογενειακό συμφέρον. Ένα φιλμ που παρά το γεγονός ότι αναφέρεται σε άτομα ενός διαφορετικού πολιτισμού συγκινεί απόλυτα το δυτικό θεατή και τον κάνει να αισθανθεί μέρος αυτού του οικογενειακού συνόλου. Ο χήρος Chu είναι ο καλύτερος μάγειρας της Ταϊπέι και παρά το γεγονός ότι έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση, καλείται συχνά ως μάγειρας «σωτήρας» σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Χειρίζεται με απόλυτη δεξιοτεχνία τα αμέτρητα και ιδιαίτερα εργαλεία του: κατσαρόλες, τηγάνια, μαχαίρια με τα οποία τεμαχίζει παϊδάκια, ψαρικά, πουλερικά, ζυμώνει πίτες. Χρησιμοποιεί πολλά και συχνά άγνωστα υλικά δημιουργώντας αριστουργήματα τα οποία σερβίρει με αριστοτεχνικό τρόπο. Όσο όμως τα καταφέρνει στη μαγειρική τόσο δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με τις τρεις κόρες του που μένουν μαζί του στο σπίτι και για τις οποίες ετοιμάζει υπέροχα οικογενειακά γεύματα τις Κυριακές. Όλο αυτό το τελετουργικό αποτελεί για αυτές, που έχουν ταυτίσει την επαναστατική ορμή της ηλικίας τους με την ασέβεια προς το γονιό, βασανιστήριο και αγγαρεία, αλλά και μια ευκαιρία να εκφράσουν καταπιεσμένα συναισθήματα και επιθυμίες, να ανακοινώσουν αποφάσεις που αφορούν στην επαγγελματική και ερωτική τους ζωή και εν τέλει να αμφισβητήσουν τις παραδόσεις του κινέζικου πολιτισμού στις οποίες ο πατέρας τους είναι προσκολλημένος. Η μεγάλη κόρη, η Jen, είναι καθηγήτρια, έχει ασπαστεί το Χριστιανισμό, ακούει θρησκευτική μουσική στις διαδρομές με τη συγκοινωνία από και προς το σχολείο, γεγονός που τη διευκολύνει να απομονώνεται από τους υπόλοιπους επιβάτες. Η ίδια έχει αφήσει την οικογένειά της να πιστεύει ότι ο άνδρας με τον οποίο είχε σχέση της ράγισε την καρδιά εγκαταλείποντάς την. Στην πορεία αποκαλύπτεται ότι έχει «κατασκευάσει» αυτό το μύθο για να δικαιολογεί το φράγμα ενάντια σε κάθε οικειότητα που έχει υψώσει ανάμεσα σε αυτήν και την οικογένειά της. Η μεσαία, η Chien, έχει σπουδάσει στατιστική, δουλεύει σε ένα υπερσύγχρονο κτίριο γραφείων όπου για λογαριασμό μιας πολυεθνικής προσπαθεί να λύσει δύσκολα προβλήματα καθισμένη ατελείωτες ώρες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή της. Η Chien είναι η μοναδική από τα τρία κορίτσια που έχει κληρονομήσει το χάρισμα του πατέρα στην μαγειρική και έχει διακαή πόθο, που δεν ομολογεί ούτε στον εαυτό της, να δουλέψει σε αυτό το χώρο και να έχει μια αντίστοιχη με τη δική του καριέρα. Η μικρότερη κόρη η Ning, είναι φοιτήτρια και εργάζεται σε ένα εστιατόριο γρήγορου φαγητού όπου τα πάντα λειτουργούν θορυβωδώς, με απίστευτες ταχύτητες που έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με τις αργές και τελετουργικές πρακτικές του μάγειρα πατέρα. Την παρέα συμπληρώνουν ο «θείος» Wen ένας συνάδελφος, στενός φίλος του Chu και πολυαγαπημένο πρόσωπο των κοριτσιών και μια μονογονεϊκή οικογένεια με μια μικρή κόρη το σχολικό κολατσιό της οποίας επιμελείται με απόλυτη προσήλωση ο Chu. Την πλοκή πυροδοτούν δυο γεγονότα. Από τη μια η Ning ερωτεύεται το αγόρι της καλύτερης της φίλης και συναδέλφου της, μένει έγκυος και ανακοινώνει στην οικογένεια την απόφαση της να φύγει και να ζήσει μαζί του. Από την άλλη η Chien, βλέπει τους κόπους της να αναγνωρίζονται, επιβραβεύεται με προαγωγή και μετάθεση στο Άμστερνταμ, ενώ παράλληλα αντιλαμβάνεται ότι έχει πέσει θύμα της φούσκας της οικοδομής αφού η προκαταβολή, όλες δηλαδή οι μέχρι τότε οικονομίες της, έχουν κάνει φτερά μαζί με τους υπεύθυνους για την κατασκευή του συγκροτήματος κατοικιών όπου ανήκε και η δική της. Καθώς αναπτύσσεται η πλοκή τα μέλη της οικογένειας συναντούν καινούριους ανθρώπους, κάνουν νέους φίλους και ανθίζουν νέες σχέσεις. Αλλά είναι ο πατέρας που στο τέλος θα κάνει την έκπληξη και στο συναισθηματικό πεδίο. Ο ταλαντούχος Ταϊβανέζος σκηνοθέτης Ang Lee είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό από τις ταινίες του «Brokeback Mountain» και «Ζωή του Πι», για τις οποίες έχει βραβευτεί με Όσκαρ σκηνοθεσίας. Αυτός ο Ασιάτης παραμυθάς με εξαίρετη αφηγηματική ικανότητα, πινελιές γλυκού χιούμορ , συναισθηματική ένταση, θαυμάσιες φωτογραφίες και υπέροχες ερμηνείες από όλους τους πρωταγωνιστές του, μετατρέπει αυτή την κοινότοπη οικογενειακή ιστορία σε μια ώριμη, όμορφη, εκφραστικά αστεία, υπέροχα σαγηνευτική ταινία, μια λιχουδιά για τις αισθήσεις, αλλά κυρίως τροφή για το μυαλό και το συναίσθημα. Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από το κλασικό έργο του κινέζου φιλοσόφου Κομφούκιου «Βιβλίο των Ιεροτελεστιών» στο οποίο υποστηρίζει την ανάγκη οι βασικές επιθυμίες του ανθρώπου (φαγητό, ποτό, ερωτική ικανοποίηση) να αναγνωριστούν ως φυσικές. “To φαί, ποτό, αρσενικό, θηλυκό» μαζί με τις ταινίες «Γαμήλιο Πάρτι» και «Μαθήματα Ισορροπίας» συγκροτεί την ενότητα που ο ίδιος ο σκηνοθέτης αποκαλεί ειρωνικά «Ο πατέρας ξέρει καλύτερα» και αφορά στη χαλαρότητα των οικογενειακών δεσμών στην σύγχρονη εποχή, τη διαρκή επίδραση της παράδοσης στην κοινωνία, την οικογένεια και τα άτομα, καθώς και τη δυσκολία συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών. H ταινία είχε 5 υποψηφιότητες για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, Χρυσές Σφαίρες και ΒΑFTA, ενώ απέσπασε αναρίθμητα βραβεία και διακρίσεις σε ασιατικά, ευρωπαϊκά και αμερικανικά Φεστιβάλ. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=wUM9C4cgcG8 το trailer της ταινίας |