ΗΠΑ 1944. Διάρκεια: 88΄. Σκηνοθεσία: Otto Preminger. Σενάριο: Vera Caspary (μυθιστόρημα) Jay Dratler, Samuel Hoffenstein, Elizabeth Reinhardt (σενάριο). Πρωταγωνιστούν: Gene Tierney, Dana Andrews, Clifton Webb, Vincent Price, Judith Anderson. Η «Λάουρα», είναι ένα υποβλητικό, διαχρονικά σαγηνευτικό, κλασικό φιλμ νουάρ, από τα γοητευτικότερα της κινηματογραφικής ιστορίας, αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο από τον μεγάλο δημιουργό Otto Preminger. Μια ταινία για ασταθές της ανθρώπινης φύσης, τις φαντασιώσεις και τα πάθη των ανθρώπων, τη ζήλια, τον έρωτα, την απέχθεια, την ενοχή, την παράνοια, την αποξένωση. Δράμα, καταστροφικό πάθος συναρπαστικό μυστήριο, ρομαντισμός, μία ή τρεις τραγικές και καθόλου απλές ιστορίες έρωτα και αμαρτίας, ερωτική ψύχωση και σκοτεινά μυστικά συναντώνται σε ένα ανεπανάληπτο αριστούργημα που φλερτάρει με το σινεμά του φανταστικού και έμεινε στην ιστορία για το μυστήριό του, τις ασυνήθιστες εκπλήξεις και ανεπανάληπτες ανατροπές στο σενάριό του. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ το Σαββατοκύριακο που πέθανε η Λάουρα. Ένας ασημένιος ήλιος έκαιγε στον ουρανό σαν τεράστιος μεγεθυντικός φακός. Ήταν η πιο ζεστή Κυριακή που θυμάμαι. Ένιωθα σαν να είχα απομείνει ο τελευταίος άνθρωπος στη Νέα Υόρκη. Και πράγματι, μετά τον φρικτό θάνατό της είχα μείνει μόνος. Εγώ ο Γουάλντο Λίντεκερ, ο μοναδικός που ήξερε αληθινά τη Λάουρα, είχα αρχίσει να γράφω την ιστορία της όταν ήρθε να με δει ένας από αυτούς τους ντετέκτιβ…». Η φωνή του θεατρικού ηθοποιού Κλίφτον Γουέμπ, εκτός κάδρου, μας εισάγει ατμοσφαιρικά σε ένα από τα πιο ερωτικά φιλμ νουάρ από συστάσεως Χόλυγουντ. Ο σκληρός, επιφανειακά κυνικός και συναισθηματικά ανώριμος ντετέκτιβ Μαρκ ΜακΦέρσον, ήρωας έπειτα από μια συμπλοκή με γκάνγκστερ, με μια υφέρπουσα απέχθεια για τις ιδιοτροπίες της υψηλής κοινωνίας και καθόλου πίστη στους ανθρώπους, αναλαμβάνει να ερευνήσει τη δολοφονία της Λάουρα Χαντ, μιας πανέμορφης, χαριτωμένης και αγαπητής νεαρής διαφημίστριας με ευγενική ψυχή και λαϊκή καταγωγή που έκανε τους πάντες να την ερωτεύονται. Ο ντετέκτιβ που αγγίζει τα όρια του μύθου. Προκειμένου να μάθει και να ταιριάξει σωστά τις συνθήκες που κατέληξαν στον φόνο ξεκινά, ανυποψίαστος, μια έρευνα που καταλήγει σε δολοφονικό παιχνίδι. Ανακρίνει τους βασικούς υπόπτους, όλους δυνάμει δολοφόνους, που όμως κανένας τους δεν διαθέτει σοβαρό και επαρκές κίνητρο να διαπράξει το φόνο. Πρόκειται για τον αρραβωνιαστικό της Λάουρα, τον Σέλμπι Κάρπεντερ, ξεπεσμένο αριστοκράτη, τεμπέλη και άφραγκο, αμφιβόλου ηθικής που επιβιώνει εμπορευόμενος το όμορφο παρουσιαστικό του. Τον μεσήλικα εκκεντρικό και αδίστακτο κοσμικογράφο Γουάλντο Λίντεκερ, αριστοκράτη, με αντιφατική προσωπικότητα και βρετανικό φλέγμα, που υπήρξε μέντοράς της Λάουρα, την έβαλε στους κοσμικούς κύκλους της Νέας Υόρκης, έναν κόσμο διανοουμένων και νεόπλουτων, την θεωρεί ανεκτίμητο δημιούργημα του και την αντιμετωπίζει ως ατομική του ιδιοκτησία. Την πλούσια, ερωτευμένη με το Σέλμπι, θεία της, Αν Τρέντγουελ, μια γυναίκα κάποιας ηλικίας, με χαιρέκακο βλέμμα και ύποπτες προθέσεις και την πιστή αλλά με ελαφρά τάση προς την υστερία οικονόμο της, Μπέσι Κλέαρι. Μέσα από τις αντικρουόμενες μαρτυρίες τους διαμορφώνει άποψη για τον χαρακτήρα της νεκρής. Βλέποντας το κρεμασμένο στο σαλόνι πορτρέτο της, μαγεύεται από τη σπάνια ομορφιά της και επηρεάζεται τόσο, που σύντομα βρίσκεται και αυτός, όπως και οι υπόλοιποι άντρες της ιστορίας, ερωτευμένος και δέσμιος της ακαταμάχητης γοητείας της. Βυθίζεται στο πάθος του και ζει μια σειρά αγχωμένες φαντασιώσεις. Στο μέσον περίπου των ερευνών, ένα βράδυ ψάχνει στο δωμάτιο της, ανακατεύει τα συρτάρια, αγγίζει τα εσώρουχά της, αναπνέει το άρωμά της και τελικά κάθεται σε μια πολυθρόνα να διαβάσει το ημερολόγιο της ώσπου τον παίρνει ο ύπνος. Και τότε ένα απρόσμενο και ανατρεπτικό συμβάν τον υποχρεώνει να αναθεωρήσει όλα όσα έχει μάθει και σκεφτεί για την υπόθεση. Γιατί, όπως σε όλα τα φιλμ νουάρ έτσι και σε αυτό τίποτα δεν είναι όπως αρχικά φαίνονταν. Πίσω από το αριστοκρατικό περιβάλλον και τα φωτεινά ντεκόρ, κρύβονται πάθη και ύπουλα μυστικά καθώς και η διφορούμενη, υποκριτική, ψυχολογικά ασταθής και διεστραμμένη φύση των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων. Η Λάουρα δεν είναι τόσο αθώα και άψογη και ο ΜακΦέρσον είναι ένας σκληρός, ζηλόφθονος, σχεδόν σαδιστής ντετέκτιβ που δεν χάνει την ευκαιρία να δείξει το μίσος του για τους διανοουμένους που αυτή συναναστρεφόταν. Και εδώ η πραγματική «αλήθεια» κρύβεται πίσω από τα ίχνη και τις ενδείξεις, και η αποκάλυψή της συνδέεται με τον ξεχωριστό τρόπο που ο κάθε θεατής προσλαμβάνει τα στοιχεία που του παρέχονται. Εν ολίγοις ο καθένας μας βλέπει την αλήθεια που επιθυμεί ή είναι προετοιμασμένος να δει. Την πλοκή πυροδοτεί ο πόθος, που αυτοί οι τρεις, τόσο διαφορετικοί, άντρες τρέφουν για την Λάουρα. Αλλά ο σκηνοθέτης Otto Preminger, ένας φινετσάτος και συνειδητοποιημένος καλλιτέχνης χρησιμοποιεί την πλοκή ως αφορμή για να πλάσει αξέχαστους χαρακτήρες, να δημιουργήσει σκηνές που στοιχειώνουν με το στιλ και την υποβλητική τους ατμόσφαιρα, (η μουσική συμβάλλει καταλυτικά στη δημιουργία έντασης και σασπένς) και παραδίδει στο κοινό κάτι περισσότερο από ένα φιλμ νουάρ: μια ταινία–αποπλάνηση, από αυτές που παρακολουθούνται με αγωνία ώσπου να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του δολοφόνου και απαντηθούν τα δεκάδες ερωτήματα που γεννιούνται από την αστυνομική έρευνα. Η εκπληκτικής ομορφιάς Gene Tierney ερμηνεύει στα 24 χρόνια της το ρόλο της μοιραίας γυναίκας με ευαισθησία, άψογο στιλ και απόλυτη επάρκεια και περνάει στην αιωνιότητα. Ο Dana Andrews ενσαρκώνει άψογα τον ντετέκτιβ Μακφέρσον και καταφέρνει με μόνο ατού το πρόσωπο του να μας δείξει τον τρόμο που τον καταλαμβάνει όταν αντιλαμβάνεται ότι ερωτεύεται μια νεκρή και ένα πορτραίτο. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=u6f8jRplej8 το trailer της ταινίας
0 Comments
ΗΠΑ, 1970. Διάρκεια: 116'. Σκηνοθεσία: Robert Altman . Σενάριο: Robert Altman –Ring Lardner Jr, από το βιβλίο «MASH: A Novel About Three Army Doctors» του Richard Hooker. Πρωταγωνιστούν: Donald Sutherland, Elliot Gould, Tom Skerrit, Sally Kellerman, Robert Duvall. Πριν 50 σχεδόν χρόνια, η ταινία M*A*S*H άλλαξε τον κινηματογράφο, έκανε τον σκηνοθέτη της Robert Altman θρύλο και τους πρωταγωνιστές της Donald Sutherland, Elliot Gould, Tom Skerrit, Sally Kellerman, κ.ά, αστέρες. Τα μηνύματά του ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να είναι επίκαιρα και το ίδιο αναγνωρίζεται ως επαναστατικό ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο σκηνοθέτης κινήθηκε εκτός της νόρμας της εποχής και άδραξε την ευκαιρία να μιλήσει για την εθνική τραγωδία των ΗΠΑ: τον πόλεμο του Βιετνάμ, που εκείνη την περίοδο ήταν σε πλήρη εξέλιξη, η έκβασή του δεν είχε ακόμα κριθεί, ενώ το κίνημα, ιδιαίτερα της νέας γενιάς εναντίον του, μέσα στην ίδια τη χώρα και σε ολόκληρο τον κόσμο, βρίσκονταν στο ζενίθ του. Δημιούργησε μια ανατρεπτική σατιρική και μαύρη κωμωδία που καταγγέλλει ωμά και ρεαλιστικά τον παραλογισμό του πολέμου. Κάθε πολέμου. Ο σαρκασμός, η ειρωνεία και η διακωμώδηση κυκλοφορεί ευρύτατα στην ταινία, απαξιώνοντας τις μυθολογίες της αμερικάνικης κοινωνίας και αποδιαρθρώνοντας τις αξίες του αμερικάνικου στρατού, διαμορφώνοντας του ένα πορτραίτο απογυμνωμένο από κάθε επικό και ηρωικό στοιχείο. Το σενάριο επικεντρώνεται στην καθημερινότητα μιας ομάδας χειρουργών που υπηρετούν σε μια Κινητή Ιατρική Μονάδα του Αμερικανικού Στρατού στην πρώτη γραμμή του πολέμου της Κορέας, το 1951. Ο Ντιουκ Φόρεστ και ο Χώκαϊ "Ανοιχτομάτης" Πιρς δυο νεαροί γιατροί μαζί με τον μυστηριώδη χειρουργό θώρακος, Τζον Μακ Ίνταϊρ "Το Καμάκι", μπουχτισμένοι, κουρασμένοι και απελπισμένοι αντιμετωπίζουν καθημερινά την φρίκη και την παράνοια του πολέμου όπως και την ανοησία της στρατιωτικής γραφειοκρατίας. Μέσα στην αίθουσα του χειρουργείου είναι συνέχεια βουτηγμένοι στο αίμα, ακρωτηριάζουν τραυματισμένους στις μάχες στρατιώτες, κλείνουν αιμορραγούσες αρτηρίες. Προσποιούνται τους αδιάφορους και σκληρούς. Έξω από το χειρουργείο αφιερώνουν όλο το δυναμισμό τους στο να παραμείνουν ψυχικά υγιείς. Για να το πετύχουν επιλέγουν ένα διαφορετικό τρόπο αντίληψης και δράσης. Υιοθετούν αντί της αναισθησίας, ή του ντοπαρίσματος με ουσίες, το καθαρό χιούμορ, μεταλλάσσουν τη θητεία τους σε μια ανεπανάληπτη, σουρεαλιστική περιπέτεια και αποδεικνύουν ότι ακόμα και μέσα στην κόλαση του πολέμου, υπάρχει χώρος για σάτιρα και χαμόγελο, έστω ειρωνικό. Είναι σαν να υπάρχει κάτι στον ίδιο τον πόλεμο που τους εμπνέει να οργανώνουν, σαν παιδιά, φάρσες με τις οποίες φτιάχνουν το κέφι ολόκληρου του στρατοπέδου και μαζί του θεατή. Βάζουν μικρόφωνα κάτω από το κρεβάτι της αδελφής προϊστάμενης «Καυτά Χείλη», Μάργκαρετ Χούλιχαν και τα συνδέουν με μεγάφωνα έτσι που όλοι ακούν τις ερωτικές της περιπτύξεις ή στήνουν ενέδρα για να την δουν γυμνή στο ντους. Οι τρεις μαζί βιώνουν μια σειρά από «περίεργα» επεισόδια όπως ένας αγώνας ποδοσφαίρου με μια άλλη στρατιωτική μονάδα, ένα ταξίδι στο Τόκιο για να χειρουργήσουν το γιο ενός γερουσιαστή και να παίξουν γκολφ, ή ανακαλύπτουν ότι η αδελφή προϊσταμένη, είναι φυσική ξανθιά. Στην ταινία ο πόλεμος παρουσιάζεται τόσο ρεαλιστικά που κάποιοι κριτικοί σχολίασαν αρνητικά το γεγονός ότι οι στρατιώτες εμφανίζονται βρώμικοι σε σχέση με εκείνους αντίστοιχων ταινιών, για να πάρουν την αποστομωτική απάντηση του σκηνοθέτη ότι οι στρατιώτες στον πόλεμο είναι πάντα βρώμικοι. Ο Altman, ένας από τους σημαντικότερους αμερικανούς σκηνοθέτες , γύρισε στη διάρκειας μιας μακράς και ξέφρενα δημιουργικής καριέρας μερικές από τις κορυφαίες ταινίες (το Cine Δράση έχει προβάλει την ταινία του «Στιγμιότυπα») και έβαλε την υπογραφή του σε μερικά από τα πιο ασυνήθιστα και τολμηρά σε ύφος και θεματική σχέδια που ξεπήδησαν ποτέ στα χρονικά του μοντέρνου αμερικανικού σινεμά και της παγκόσμιας κινηματογραφίας. Στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 70, όταν το Χόλυγουντ ακροβατούσε προσπαθώντας, μάταια από όσο αποδείχτηκε στη συνέχεια, να ισορροπήσει ανάμεσα στη δύναμη της ανερχόμενης τηλεόρασης που απειλούσε την μέχρι τότε παντοκρατορία του και την διάχυτη αμφισβήτηση της αμερικάνικης νεολαίας, που διέβρωνε υπόγεια τις εικόνες του, δημιούργησε το M*A*S*H το πρώτο του μεγάλο αριστούργημα και την καλύτερη αντιπολεμική σάτιρα όλων των εποχών με την οποία έγινε γνωστός στους εξεγερμένους της εποχής. Εργάστηκε πάντα με τους δικούς του όρους εντός και εκτός χολιγουντιανού συστήματος, ύψωσε ανάστημα ενάντια σε ισχυρότατα στούντιο προκειμένου να υπερασπίσει το εκάστοτε όραμά του, ακολούθησε ανεξάρτητες και τυχοδιωκτικές διόδους για να χρηματοδοτήσει τις παράτολμες παραγωγές του. Λέγεται ότι όταν σκηνοθετούσε το φιλμ απήλαυσε μεγάλη καλλιτεχνική ελευθερία και καθόλου λογοκρισία γιατί την ίδια ακριβώς περίοδο η 20th Century Fox ήταν απορροφημένη στην επίβλεψη των πολεμικών υπερπαραγωγών «Πάττον, ο θρύλος της Νορμανδίας» και «Τόρα, Τόρα, Τόρα!» με τις οποίες φιλοδοξούσε να αποσπάσει μεγάλα χρηματικά ποσά και Βραβεία. Πράγματι ο «Πάττον» έκλεψε το Οσκαρ καλύτερης ταινίας από το M*A*S*H αλλά διαχρονικά το τελευταίο είναι αυτό που επέζησε ενώ τα δύο άλλα ξεχάστηκαν. Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών αλλά κυρίως των Sutherland και Gould, είναι κορυφαίες και συνέβαλαν ώστε το φιλμ να γίνει μεγάλη εμπορική επιτυχία και να έχει θερμή υποδοχή από κριτικούς και κοινό. Το M*A*S*H κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών (1970), είχε 5 υποψηφιότητες για Όσκαρ: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου (το κέρδισε), β΄ γυναικείου ρόλου και μοντάζ. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την περιέλαβε (56η) στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών και την κατέταξε 7η στη λίστα με τις καλύτερες κωμωδίες. Εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=4UeYGS0UU6E το trailer της ταινίας Σαουδική Αραβία 2012. Διάρκεια: 98'. Σκηνοθεσία- Σενάριο: Haifaa Al Mansour. Πρωταγωνιστούν: Reem Abdullah, Waad Mohammed, Abdullrahman Al Gohani, Ahd, Sultan Al Assaf. Η πρώτη ταινία που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στο Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, μια χώρα όπου εδώ και τριάντα χρόνια απαγορεύεται η λειτουργία κινηματογραφικών αιθουσών. Σκηνοθετήθηκε δε από γυναίκα η οποία, σε κάποιες υπέρ-συντηρητικές περιοχές έδινε εντολές με walkie-talkie για να μην προκαλέσει τους άντρες και τιμωρηθεί. Η τόλμη της δημιουργού να πραγματοποιήσει γυρίσματα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες προσδίδει ήδη στο φιλμ μια μεγάλη αξία. Αλλά οι αρετές του δεν περιορίζονται σε αυτό. Όπως αποδεικνύουν οι πολλές διεθνείς διακρίσεις του και η ανταπόκριση του κοινού στις αίθουσες που προβλήθηκε, πρόκειται για ένα φιλμ που παρουσιάζει με διεισδυτικό τρόπο ένα ακριβές πορτρέτο της κατάστασης των γυναικών στο Βασίλειο και αναδεικνύει την ανάγκη θεσμικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων τους σε μια αυστηρή και απόλυτα ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η ταινία ασκεί κριτική σε ακραίες και ανυπόφορες ιδεολογίες, λειτουργεί σε πολλά επίπεδα και αναδεικνύει με πείσμα, ευαισθησία, συγκίνηση και χιούμορ περίπλοκα θέματα όπως η ατομική ελευθερία, η ανοχή στο διαφορετικό, η ελπίδα και η επιμονή με τα οποία μπορούν να συνδεθούν όλοι οι πολιτισμοί του κόσμου. Η Σαουδική Αραβία είναι μία χώρα, που όπως όλες οι θεοκρατούμενες (όποιος και να είναι ο θεός τους) κυριαρχείται από κουλτούρα σεξισμού, νοσηρού πουριτανισμού, τυπολατρίας, ψεύτικου σεβασμού και υποκρισίας. Υπάρχει πάντα η απαίτηση οι γυναίκες, που στερούνται ακόμα και το δικαίωμα ψήφου, να συμπεριφέρονται σύμφωνα με το δόγμα: «η φωνή της γυναίκας δεν πρέπει να ακούγεται γιατί αυτό είναι που την εξευτελίζει». Βέβαια, για να μην ξεχνιόμαστε, οι γυναίκες έχουν παγκοσμίως περιορισμούς που τις εμποδίζουν να είναι ο εαυτός τους. Αν η συμπεριφορά τους αποκλίνει από τη νόρμα θεωρούνται αμφιλεγόμενες. Σε ένα οπισθοδρομικό μέρος όπως το Βασίλειο στιγματίζονται και τιμωρούνται αυστηρά. Οι άντρες, πατέρες κοριτσιών ενθαρρύνονται νομικά και κοινωνικά στην πολυγαμία ώσπου να βρουν την κατάλληλη νύφη που μαζί της θα αποκτήσουν αγόρι και θα διαιωνίσουν το όνομά τους. Μία μαθήτρια της έκτης δημοτικού, για παράδειγμα, υποχρεώνεται να παντρευτεί έναν κανονισμένο από τα πριν, άγνωστό της γαμπρό, που μπορεί να είναι οποιασδήποτε ηλικίας, αλλά δεν μπορεί να δείξει στις συμμαθήτριες της την τελετή και να «χαρεί» μαζί τους την «ευτυχία» της αφού οι φωτογραφίες όπως και τα λουλούδια είναι απαγορευμένα. Για έναν άντρα θεωρείται φυσικό να παρενοχλήσει στο δρόμο λεκτικά (και αυτό είναι το λιγότερο) μια νεαρή κοπέλα, αλλά το να ανέβει η ίδια σε ένα ποδήλατο αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την αγνότητά της. Εξάλλου η οδήγηση οποιουδήποτε οχήματος συμπεριλαμβανομένου και του ποδηλάτου απαγορεύεται για αυτές. Η συνάντηση στο σπίτι δύο συνομηλίκων εφήβων, ενός αγοριού και ενός κοριτσιού, θεωρείται ραντεβού με «παράνομο» αγαπητικό, είναι ρετσινιά την οποία η αστυνομία καταγράφει στο βιβλίο συμβάντων ως «απόπειρα κλοπής». Η ταινία βασίζεται σε μια απλή ιστορία. Η Wadjda είναι ένα δεκάχρονο πολυμήχανο καταφερτζίδικο αγοροκόριτσο με μεγάλα όνειρα, πολλές προοπτικές, αστείρευτο κέφι, δυναμικό χαρακτήρα και συνεχώς κινείται στα όρια του επιτρεπτού. Ζει σε ένα προάστιο του Ριάντ, της πρωτεύουσας της Σαουδικής Αραβίας, είναι κόρη δασκάλας και ενός «φευγάτου», σπάνια παρόντα παιχνιδοπώλη με συζυγικά προβλήματα. Για να ξεφεύγει από τους θρησκευτικούς ή κοινωνικούς περιορισμούς και τα σαθρά ήθη των μεγάλων καταφεύγει, όπως κάθε αθώο παιδί, στο ζην επικινδύνως: ακούει παράνομα στο σπίτι ποπ μουσική, ανταλλάσσει καλλυντικά με τις συμμαθήτριες της, πειράζει και κοντράρεται με ένα συνομήλικο φίλο της και άλλες τέτοιες «σατανικές» δραστηριότητες. Κάποια στιγμή ερωτεύεται ένα πράσινο ποδήλατο και αποφασίζει να κάνει τα πάντα για να το αποκτήσει. Στο δρόμο της θα βρει πολλά εμπόδια, με κυριότερα την απαγόρευση και την έλλειψη χρημάτων. Το χρηματικό βραβείο ενός σχολικού διαγωνισμού ανάγνωσης του Κορανίου, ενασχόληση που δεν είναι από τις αγαπημένες της, ίσως θα της επέτρεπε να το αποκτήσει. Θα τα καταφέρει να κατατροπώσει αυτό τον κυκεώνα των απαγορεύσεων και κατ΄ επέκταση αυτή και όλα τα κορίτσια σαν αυτή θα καταφέρουν να ανασχηματίσουν και να επαναπροσδιορίσουν τη χώρα τους; Στην ταινία εκτός από την Wadjda εμφανίζονται μερικοί πολύ δυνατοί θετικοί και αρνητικοί γυναικείοι χαρακτήρες, όπως η μητέρα της, η διευθύντρια του σχολείου κ.ά. Αν και δείχνει σαν μια ταινία που απευθύνεται στις γυναίκες στην πραγματικότητα μιλάει για τον κάθε μέσο Σαουδάραβα. Οι αντρικοί χαρακτήρες της δεν παρουσιάζονται στερεοτυπικά ως «κακοί», αλλά όλοι άντρες και γυναίκες εμφανίζονται ως συνταξιδιώτες στο πλοίο της ζωής, υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του συστήματος για οποιαδήποτε πράξη τους και πιεσμένοι αμφότεροι να συμπεριφέρονται και να αντιδρούν με συγκεκριμένο τρόπο. Η σκηνοθέτης Haifaa Al Mansour, έχει σαφείς επιρροές από τον ιρανικό σινεμά και θεωρείται από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του κινηματογράφου στη χώρα της. Εξ αιτίας της προσπάθειάς της έχει ανακινηθεί η ανάγκη να λειτουργήσουν πάλι οι κινηματογραφικές αίθουσες. Το έργο της έχει οπαδούς και αντίπαλους, καθώς τροφοδοτεί συζητήσεις για θέματα ταμπού και ανακινεί την υποχρέωση των Σαουδαράβων να αναθεωρήσουν τις παραδόσεις και την καταπιεστική τους κουλτούρα. Μέσα από τις ταινίες της και τη δουλειά της στην τηλεόραση και τα έντυπα, δίνει βήμα για να ακουστούν η φωνή βουβών και αποκομμένων από τη ζωή γυναικών. Η δωδεκάχρονη πρωταγωνίστρια, Waad Mohammed, κάνει εδώ το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, δίνει μια εξαιρετική, σχεδόν καθηλωτική, ερμηνεία και λειτουργεί σαν alter ego της σκηνοθέτριας και όλων αυτών που, ανεξαρτήτως κουλτούρας, επιθυμούν κάτι διαφορετικό, δεν συμβιβάζονται με την κρατούσα κατάσταση και επιδιώκουν την ανατροπή της. Η ταινία κατέκτησε 22 βραβεία σε διοργανώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο και είχε επιπλέον 32 υποψηφιότητες. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=OPs5zaiCFck, το trailer της ταινίας Μ.Βρετανία, 1949. Διάρκεια: 104’. Σκηνοθέτης: Carol Reed. Σενάριο: Graham Greene, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημά του. Φωτογραφία: Robert Krasker. Μουσική: Anton Karas. Πρωταγωνιστούν: Joseph Cotton, Orson Welles, Alida Valli, Trevor Howard, Bernard Lee, Ernst Deutsch. Για τον «Τρίτο άνθρωπο» έχουν γραφτεί πολλά από κριτικές, σχόλια, άρθρα, διδακτορικές διατριβές μέχρι ολόκληρα βιβλία. Ένας από τους μεγαλύτερους κριτικούς του κινηματογράφου ο Roger Ebert, που έφυγε από τη ζωή πρόσφατα, σημείωνε: «Από όλες τις ταινίες που έχω δει, αυτή ενσαρκώνει τη μαγεία του να πηγαίνεις σινεμά» Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, ανάμεσά τους το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο Φεστιβάλ Καννών (1949), Βραβείο καλύτερης Φωτογραφίας της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (1951), Βραβείο BAFTA καλύτερης βρετανικής ταινίας (1950). Θεωρείται η καλύτερη Αγγλική ταινία του 20ου αιώνα (British Film Institute) και ψηφίστηκε ως μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Και δικαίως αφού αποτελεί μια μαγική ιστορία μυστηρίου και αγωνίας, ένα γρήγορο, απολαυστικό θρίλερ εντυπωσιακού κινηματογραφικού στυλ, με συνεχείς ανατροπές στη δράση και στους χαρακτήρες των ηρώων που δεν αφήνουν το θεατή να πάρει ανάσα από την αρχή μέχρι το τέλος της και ίσως και μετά από αυτό. Σήμερα, σχεδόν 70 χρόνια από την δημιουργία της εξακολουθεί να παραμένει εντελώς μοντέρνα και σύγχρονη από κάθε άποψη. Από όλα όσα διαβάσαμε για το φιλμ η κριτική του Λουκά Κατσίκα: Carol Reed «Εκδόσεις του φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης» μας φάνηκε η πλέον αντιπροσωπευτική και σας την παραθέτουμε: «Πίσω από το εξαιρετικό σενάριο του Graham Greene, την απ’ όλες τις όψεις μοντέρνα σκηνοθεσία του Carol Reed, την ανορθόδοξη μουσική υπόκρουση του Anton Karas, τις υπέροχες φωτοσκιάσεις του Robert Krasker και την μυθική ολιγόλεπτη εμφάνιση του Orson Welles, το πιο επιδραστικό νουάρ στην ιστορία ολόκληρου του αγγλικού σινεμά εξακολουθεί να παραμένει στην καρδιά ένα περίτεχνο δράμα για μια χούφτα ανθρώπους και τα ίχνη που αφήνουν σε μια κατεστραμμένη από τον πόλεμο τοποθεσία της Ευρώπης. Ο τρίτος άνθρωπος είναι η ιστορία του Χάρι Λάιμ, ενός αμοραλιστή ήρωα που διάλεξε να πουλήσει την ψυχή στο διάβολο και αμέσως μετά σκηνοθέτησε περίτεχνα την εξαφάνισή του. Έγινε και αυτός σκιά σε μια ασπρόμαυρη και σκυθρωπή πόλη. Είναι επίσης η ιστορία του Χόλι Μάρτινς, ενός αφελούς αμερικανού συγγραφέα που μέχρι τότε γνώριζε τις έννοιες του καλού και του κακού μόνο μέσα από τις απλουστευμένες εκδοχές που τους έδινε η λαϊκή πένα των συγγραμμάτων του, για να έρθει η στιγμή να τις αντικρίσει πρώτη φορά κατά πρόσωπο. Είναι τέλος η ιστορία μιας γυναίκας που ζει με πλαστή ταυτότητα και με τη νωπή ακόμα ανάμνηση μιας χαμένης αγάπης. Ενός κυνικού, πραγματιστή στρατιωτικού, ο οποίος θέτει ως καθήκον του να εξαρθρώσει τη δολοφονική δράση του Λάιμ. Και μιας ολόκληρης γωνιάς στην Ευρώπη που επιχειρεί να ορθοποδήσει μέσα από τα ερείπια και τις ανοιχτές ακόμη πληγές που της άφησε ο πόλεμος. Στην πιο διάσημη από τις τρεις συνολικά συνεργασίες τους, ο συγγραφέας Graham Greene και ο σκηνοθέτης Carol Reed τοποθετούν τις αλληλοσυμπληρούμενες αυτές ιστορίες στο μέσο μιας επιβλητικής, μπαρόκ Βιέννης η οποία δεσπόζει στο φιλμ ως ρεαλιστικό σκηνικό αλλά και ως σύμβολο. Από τη μια πλευρά είναι η ρημαγμένη μητρόπολη που μαστίζεται καθημερινά από τη μαύρη αγορά, την παρανομία, την καταπιεστική αστυνόμευση, την πλήρη ψυχολογική κατάπτωση των κατοίκων της. Από την άλλη στέκει ως η ιδανικότερη αντανάκλαση ενός χαοτικού μεταπολεμικού κόσμου, ο οποίος τελεί κάτω από τον άγραφο νόμο της επιβίωσης, σε βάρος κάθε ηθικής αξίας. Γέννημα θρέμμα αυτού του αδυσώπητου κόσμου είναι ασφαλώς ο Χάρι Λάιμ. Ο σκηνοθέτης επιλέγει και σοφά να τον κρατήσει εκτός κάδρου για το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ. Με έναν ευρηματικό, εντούτοις, τρόπο κατορθώνει και τον διατηρεί συνεχώς παρόντα στη δράση, μέσω της αναζήτησης που αποπειράται ο φίλος του Χόλι, γι’ αυτόν. Μέσα από το γεγονός του αιφνίδιου και παντελώς μυστηριώδους θανάτου του. Μέσα από τις αφηγήσεις μιας πλειάδας οικείων του ανθρώπων, οι οποίες όμως καταλήγουν να είναι αντιφατικές μεταξύ τους. Μέσα από αυτά τα θραύσματα χαρακτηρολογίας ο Χάρι Λάιμ προκύπτει ως ένα γιγάντιο αίνιγμα, ένα συνεχές διφορούμενο για τον ερευνητή-ήρωα και για τον ίδιο τον θεατή. Υπήρξε πραγματικά ο εμπνευστής και εκτελεστής μιας μαζικής επιχείρησης νοθευμένων φαρμάκων, που είχε ως αποτέλεσμα μια ολόκληρη σειρά από ανθρώπινες απώλειες; Ή μήπως στάθηκε εξιλαστήριο θύμα για την αστυνομία και τον υπόκοσμο; Ο χαμός του ήταν όντως ατύχημα; Ή μήπως επρόκειτο για δολοφονία; Ο θάνατός του συνέβη πραγματικά; Ή μήπως αποτέλεσε μια έξοχα σκηνοθετημένη κίνηση; Μυθολογώντας, για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, τον μεγάλο, αμφιλεγόμενο απόντα της πλοκής, ο Reed τραβά στη συνέχεια την κουρτίνα και σαν γνήσιος θαυματοποιός λύνει αιφνίδια τα μάγια της εξαφάνισής του. Μία ώρα ακριβώς μετά το ξεκίνημα της ταινίας ο Χάρι Λάιμ επιστρέφει άξαφνα από τον κόσμο των νεκρών όπου υποτίθεται πως είχε μετοικήσει. Ξεπροβάλει κυριολεκτικά μέσα από το σκοτάδι, για να χαθεί δευτερόλεπτα μετά πάλι μέσα του. Σαν να βρίσκει σε αυτό το ασφαλές καταφύγιό του. Το μόνο που μένει στον θεατή από τη φευγαλέα του εμφάνιση είναι ένα ζευγάρι διαβολικά έξυπνα μάτια και ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Λίγη ώρα αργότερα ο Λάιμ θα επιστρέψει ξανά για να συναντήσει τον παλιό του γνώριμο Χόλι και να του συνοψίσει ολόκληρη την παγερή κοσμοθεωρία του σε έναν μονόλογο που έμελλε να μείνει κλασικός (και ο οποίος φημολογείται ότι γράφτηκε από το χέρι του ίδιου του Welles που υποδύθηκε τον ρόλο). Ερμηνευμένος με έναν ραδιούργο συνδυασμό γοητείας και κινδύνου από τον Orson Welles, ο Χάρι Λάιμ αποτελεί μια σαγηνευτική περίπτωση κακού. Γύρω από τον εντυπωσιακό αυτό χαρακτήρα που αποτελεί κινητήριο άξονα της δράσης, οι ήρωες του φιλμ συναντιούνται και χωρίζουν, κυνηγούν και κυνηγιούνται διανύοντας τις ίδιες κυκλικές, επαναληπτικές τροχιές που θα τους φέρουν μοιραία όλο και πιο κοντά στον προορισμό τους, την υποχρέωσή να διαλέξουν για τον εαυτό τους ένα σαφές ηθικό στρατόπεδο ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Να επιλέξουν την επαγρύπνηση ή τον εφησυχασμό. Την αντίσταση ή τη συνενοχή. Σε μια πραγματικότητα, όμως, όπου τα όρια ανάμεσα στη δικαιοσύνη και την ανομία, το σωστό και το άδικο μοιάζουν πλέον δυσδιάκριτα και συχνά διφορούμενα, το να ταχθείς με σαφήνεια σε ένα από τα δύο θεμελιώδη αυτά άκρα ίσως να είναι και η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση. Κάπου εδώ όμως βρίσκεται και το ουσιαστικό βάρος της ταινίας, το ζήτημα της ηθικής και η δυσκολία των ανθρώπων να αντεπεξέλθουν στα καλέσματα και τα αμέτρητα διλήμματά της, έτσι όπως αντανακλάται στις πράξεις και σφραγίζει τις επιλογές των πάντων μέσα στο φιλμ. Ο Reed διογκώνει το αίσθημα ανασφάλειας και αποπροσανατολισμού και διακρίνει τους ήρωες του, βάζοντάς τους να κινηθούν στους λαβυρίνθους ενός αστικού σκηνικού που αποπνέει μόνο αναρχία. Όλοι τους μοιάζουν κατατρεγμένοι από τις ίδιες σκιές που μεγεθύνονται τη νύχτα στους τοίχους, γλιστρούν από τις γωνίες της πόλης, παραμονεύουν σε κάθε στενό της ετοιμόρροπης αρχιτεκτονικής. Με τη βοήθεια της εντυπωσιακής εξπρεσιονιστικής φωτογραφίας, ο σκηνοθέτης συλλαμβάνει αυτούσια την υποβλητική συμφωνία του φωτός με το σκοτάδι, την ασταθή και κλειστοφοβική γεωμετρία της δαιδαλώδους Βιέννης, την αίσθηση της αβεβαιότητας, του αφιλόξενου και του απρόβλεπτου που αναδύεται από τα χαλάσματά της. Ο τρίτος άνθρωπος διαλέγει να χαθεί μέσα σε αυτό το ντεκόρ. Περιπλανιέται από την αρχή μέχρι το τέλος σε έναν κατ’ επίφασιν πολιτισμένο κόσμο όπου κάθε βήμα ισοδυναμεί συχνά με έναν μικρό ηθικό θάνατο». Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=YqdhxErZXjI το trailer της; ταινίας |