Η "Ερωτική επιθυμία" έκανε παγκοσμίως γνωστό πανηγυρικά, τον αποκαλούμενο «Κινέζο Ποιητή του Κινηματογράφου», σκηνοθέτη Γουόνγκ Καρ Γουάι, αφού στο Φεστιβάλ των Καννών το 2000, κατάφερε να αποσπάσει ένα μεγάλο αριθμό βραβείων (αντρικής ερμηνείας, φωτογραφίας, μοντάζ, καλλιτεχνικής διεύθυνσης) και στη συνέχεια κατέκτησε κοινό και κριτικούς σε όποιο μέρος της γης προβλήθηκε. Το φιλμ αποτελεί το δεύτερο μέρος της άτυπης τριλογίας που ξεκίνησε με την ταινία "Οι άγριες μέρες μας" (1991) και τελείωσε με το "2046" (2004), κοινός θεματικός άξονας των οποίων είναι το ερωτικό πάθος και οι ανθρώπινες σχέσεις σε μια εποχή βαθιάς αποξένωσης, χωρίς έρωτα, ερωτισμό ή ερωτική διάθεση. «Η εποχή της Ανθοφορίας», (όπως είναι ο κινέζικος τίτλος) είναι μια ταινία που προσεγγίζει μαγικά και εσωτερικά, ευαίσθητα και ρομαντικά, ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς αλλά προσεκτικά την ανδρική και γυναικεία ψυχοσύνθεση, το ηθικό και το ανήθικο, το σωστό και το λάθος, την απώλεια, τη μοναξιά, την απελπισία, την τρυφερότητα και κυρίως τον έρωτα που εμποδίζουν να αναπτυχθεί οι ηθικές αγκυλώσεις και οι κοινωνικές συμβάσεις. Και καθώς διαδραματίζεται στο παρελθόν αποτελεί ευκαιρία για τον σκηνοθέτη να αποτυπώσει την νοοτροπία ενός ολόκληρου λαού σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, να κρίνει και να κατακρίνει τα ήθη και τις συνήθειες του. Χόνγκ Κόνγκ 1962. Δύο ζευγάρια της μεσαίας τάξης μετακομίζουν την ίδια μέρα σε ένα συγκρότημα ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων. Οι βασικοί ήρωες, ο δημοσιογράφος τοπικής εφημερίδας Τσόου και η υπάλληλος ναυτιλιακής εταιρίας Τσαν ανακαλύπτουν αργά και βασανιστικά, μέσα από ένα κυκεώνα συμπτώσεων πως οι σύζυγοί τους, που είναι «υποχρεωμένοι» για επαγγελματικούς λόγους να απουσιάζουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα από την οικογενειακή εστία, διατηρούν ερωτικό δεσμό. Σοκαρισμένοι από την ανακάλυψη εκλαμβάνουν την απιστία ως απόρριψη που προήλθε από τη ανεπάρκεια τους να ικανοποιήσουν τους συζύγους τους και αποφασίζουν να διερευνήσουν τις αιτίες της εξαπάτησής τους. Για το σκοπό αυτό επιλέγουν να αναπαραστήσουν αυτό που φαντάζονται ότι συμβαίνει ανάμεσα στους εραστές. Έτσι, ο καθένας υποδύεται τον σύζυγο του άλλου σχεδιάζοντας διαλόγους και σκηνές με έμφαση ακριβώς στη στιγμή που οι σύζυγοί τους υποκύπτουν στην επιθυμία τους. Αλλά επειδή οι φανταστικοί κόσμοι γρήγορα κατεδαφίζονται και οι τεχνητές άμυνες καταρρίπτονται, το όριο ανάμεσα στο παιχνίδι και το αληθινό ειδύλλιο χάνεται και οι δύο απατημένοι ερωτεύονται με πάθος. Αλλά αντί να προχωρήσουν σε έναν ερωτικό δεσμό παραμένουν προσκολλημένοι στο παράξενο παιχνίδι προσπαθώντας εμμονικά να εξασφαλίσουν την ακριβή, κατά τη γνώμη τους, αναπαράσταση της αμοιβαίας αποπλάνησης των συζύγων τους. Ο Τσόου μετά από μια ερωτική εξομολόγηση φεύγει για τη Σιγκαπούρη μη αντέχοντας τα κουτσομπολιά των γειτόνων και της σπιτονοικοκυράς και το προφανές ότι η Τσαν δεν πρόκειται να αφήσει τον άντρα της. Πριν φύγει της προτείνει να τον ακολουθήσει. Με άλματα στα επόμενα χρόνια, βλέπουμε τους πρωταγωνιστές να αναζητούν ο ένας τον άλλον, τόσο διακριτικά που μια συνάντηση δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Ο Γουόνγκ Καρ Γουάι παρουσιάζει μια ιστορία απόλυτου έρωτα που δεν είναι κλασική ούτε συνηθισμένη. Δεν υπάρχει εδώ όλη αυτή η τρέλα που συναντάμε στις ταινίες έντονου ερωτικού πάθους. Σε αντίθεση με την ιστορία των συζύγων τους, που στην ταινία μένουν σχεδόν στην αφάνεια ως απρόσωπες φιγούρες, αφού παρακολουθούμε μόνον ελάχιστα φευγαλέα πλάνα τους και τους ακούμε σαν φωνές που έρχονται από ένα ακουστικό τηλεφώνου, ακριβώς για να τονιστεί ότι είναι πολλές οι άγνωστες πλευρές τους, οι δύο πρωταγωνιστές, παρά την εμφανή έλξη μεταξύ τους, δεν θα περάσουν ποτέ τα ηθικά και ψυχολογικά τους όρια ώστε να μετουσιώσουν την ερωτική τους επιθυμία σε ερωτική πράξη: Δεν υπάρχουν φιλιά ή σεξ, απουσιάζει οποιαδήποτε ερωτική σκηνή, άγριοι καυγάδες ή έστω κάποια δυναμική κορύφωση με έναν οδυνηρό χωρισμό ή μια παθιασμένη συνεύρεση. Για άλλη μια φορά οι κοινωνικές συμβάσεις έχουν θριαμβεύσει πάνω στις αληθινές επιθυμίες των ανθρώπων και το πρωταγωνιστικό ζευγάρι υποκύπτει στους ηθικούς φραγμούς και εμπόδια που ορθώνονται μπροστά του: ποθεί αλλά δεν αγγίζει, αγωνιά αλλά δεν μιλάει, παθιάζεται αλλά δεν ολοκληρώνει. Οι υποσχέσεις υπάρχουν μόνο στα βλέμματα και τις κινήσεις. Αυτή η αντιμετώπιση καθιστά τον ερωτά τους αγνό και άδολο, περισσότερο ψυχική επαφή παρά στεγνή σεξουαλική πράξη, όπως κατηγορείται ότι συμβαίνει στο «παράνομο» ζευγάρι. Άλλωστε αυτοί αποτελούν και τη δικαιολογία για την συνειδητή επιλογή της μη ολοκλήρωσης. Η αποστροφή προς την ανηθικότητα των συντρόφων τους όπως διατυπώνεται στη φράση «εμείς να μην γίνουμε σαν αυτούς» είναι ο βασικός λόγος που ο δικός τους έρωτας μένει ανολοκλήρωτος Οχυρωμένοι πίσω από την ανηθικότητα αυτή, πληγωμένοι από την μοναξιά και την απόρριψη, διαλύουν τις καρδιές και τα αισθήματα τους, αποστρέφονται τον έρωτα τους και τον καταδικάζουν στην αποτυχία, πιστεύοντας ότι έτσι του εξασφαλίζουν την αθανασία. Η σκηνοθεσία του Wong Kar Wai πετυχαίνει να αποδώσει μια έντονα ερωτική ατμόσφαιρα, κινηματογραφώντας τα βλέμματα και τις εκφράσεις των δύο πρωταγωνιστών και όχι ερωτικές σκηνές ή βαρύγδουπους διαλόγους, αν και υπάρχουν εξαιρετικοί διάλογοι στην ταινία. Ο εγκλωβισμός των ηρώων στις συμβάσεις αποδίδεται με την άψογη εικαστικά φωτογράφηση από τον μόνιμο συνεργάτη του σκηνοθέτη Κρίστοφερ Ντόιλ. Η μουσική του Μάικλ Γκαλάσο και οι συγκινητικές ερωτικές μελωδίες, που ερμηνεύει ο Νατ Κινγκ Κόουλ, κρατούν την ανάμνηση και την επιθυμία ζωντανές. Οι δύο πρωταγωνιστές Maggie Cheung και Tony Chiu Wai Leung αποτελούν ένα από τα πλέον αξέχαστα κινηματογραφικά ζευγάρια, ερμηνεύοντας εσωτερικά τους ρόλους τους. Η χημεία μεταξύ τους είναι εμφανής στην οθόνη όπως και το ταλέντο τους να υποδύονται ανθρώπους άλλης εποχής. Εκείνη είναι πανέμορφη, λυγερόκορμη, θελκτική, τρυφερή, δυνατή, γεμάτη συναισθήματα και πάθος, εκείνος κομψός και τζέντλεμαν. Η «Ερωτική Επιθυμία» είναι ένα πραγματικό αριστούργημα, μια ολοκληρωτική επίθεση που συνταράσσει τις αισθήσεις και του πιο δύσκολου θεατή. Τον κερδίζει από την πρώτη στιγμή και τον μεταφέρει σε έναν κόσμο γεμάτο κρυφό ερωτισμό και παράξενο ρομαντισμό. Αυτός επί μιάμιση ώρα της παραδίδεται, επιστρέφοντας μετά το τέλος της με μεγάλη δυσκολία στη δική του πραγματικότητα. Το φιλμ κατέκτησε 31 Διεθνή Κινηματογραφικά Βραβεία σε όλα τα μεγάλα Φεστιβάλ και Ακαδημίες Κινηματογράφου: Κάννες, Γαλλία, Γερμανία Χόνγκ Κόνγκ, Ασία, Αργεντινή, Μεγάλη Βρετανία για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, κινηματογράφηση, ερμηνείες. Επίσης είχε 23 επιπλέον Υποψηφιότητες για άλλα βραβεία. Διάρκεια: 98'. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Wong Kar-Wai. Πρωταγωνιστούν: Maggie Cheung, Tony Chiu Wai Leung, Ping Lam Sui.
0 Comments
ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 108΄. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Thomas McCarthy. Πρωταγωνιστούν: Richard Jenkins, Haaz Sleiman, Danai Jekesai Gurira, Hiam Abbass, Marian Seldes, Maggie Moore, Michael Cumpsty, Bill McHenry Richard Kind. «Σ’ έναν κόσμο 6 δισεκατομμυρίων ανθρώπων, δεν χρειάζεσαι παραπάνω από έναν για να αλλάξει η ζωή σου» Μια ακόμα ταινία για τη μετανάστευση; Όχι, αλλά μια ταινία που με αφορμή τη συνάντηση «ντόπιων» και «ξένων» μιλάει για την μεταναστευτική πολιτική, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ξενοφοβία, την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα και τις ασυνήθιστες και απρόσμενες φιλίες ανάμεσα σε ανθρώπους που διαφέρουν στα πάντα: την καταγωγή και την εθνική τους κουλτούρα, την οικονομική και κοινωνική τους θέση, τον χαρακτήρα και τον τρόπο να εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους. Ένα φιλμ για την δυνατότητα να συναντήσει κάποιος τη χαρά και την ευτυχία στα πλέον απίθανα μέρη, στις πλέον δύσκολες καταστάσεις. Ως «επισκέπτες» (visitors) στην ταινία εννοούνται όλοι. Και ο βέρος αμερικανός που επιστρέφει μετά από μακρά απουσία στο σπίτι του στην Νέα Υόρκη, ως ξένος εξαιτίας των συνθηκών που τον υποχρέωσαν να ζει και να δουλεύει σε άλλη πολιτεία και ο καθένας από τους μετανάστες που συναντά. Είτε πρόκειται για αυτούς που, εν αγνοία του, έχουν εγκατασταθεί στο σπίτι του, είτε για αυτούς που γνωρίζει στην πορεία να αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον σε μια ξένη γη, για να παραμένουν πάντα «ξένοι» και «προσωρινοί». Ο Γουόλτερ είναι 62 χρόνων και διδάσκει Οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ. Είναι μονόχνοτος και κυνικός και μετά το θάνατο της γυναίκας του έχει χάσει το πάθος για τη ζωή, το γράψιμο και τη διδασκαλία. Βυθισμένος στη ρουτίνα της καθημερινότητας, αποπειράται να γεμίσει τη μοναξιά και το συναισθηματικό κενό του, μαθαίνοντας κλασικό πιάνο, τη μεγάλη αγάπη της νεκρής συζύγου. Όταν το πανεπιστήμιο τον στέλνει σε ένα συνέδριο στο Μανχάταν επιστρέφει στο διαμέρισμά του και αιφνιδιάζεται βρίσκοντας εκεί ένα νεαρό ζευγάρι μεταναστών. Ο Σύρος Τάρεκ ταλαντούχος μουσικός, που κερδίζει τα προς το ζην παίζοντας στο δρόμο και σε μπαράκια της Νέας Υόρκης και η Σενεγαλέζα Ζαϊνάμπ, δεν έχουν «καταλάβει» το σπίτι, απλά έχουν πέσει θύματα υπενοικίασης από τον άνθρωπο που ο Ουόλτερ είχε εμπιστευτεί τα κλειδιά του διαμερίσματος. Στην αρχή τους ζητά να φύγουν, αλλά όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν έχουν άλλη στέγη, τους επιτρέπει να μείνουν μαζί του μέχρι να βρουν μόνιμο καταφύγιο. Την αρχική αμηχανία και τις πρώτες δυσκολίες διαδέχεται μια ευχάριστη συμβίωση και σε αυτό θα παίξει καταλυτικό ρόλο ο ανοιχτόκαρδος Τάρεκ, που συγκινημένος από την φιλοξενία επιμένει να διδάξει τον καθηγητή αφρικανικό τύμπανο. Ο μεσήλικας και παραιτημένος καθηγητής ενθουσιάζεται από της ζωηράδα και το δυναμισμό αυτού του άγνωστου για αυτόν είδους μουσικής και η επαφή με τους καινούργιους φίλους ανοίγει μπροστά του ένα καινούργιο κόσμο γεμάτο ρυθμό και έντονα συναισθήματα, ενώ ξυπνά μέσα του το θαμμένο ενδιαφέρον για ζωή. Ο Ουόλτερ αφήνει το παρελθόν πίσω του, αναγεννιέται και για πρώτη φορά μετά από καιρό δείχνει πραγματικό ενδιαφέρον για κάτι, αρχικά για τη μουσική στη συνέχεια για τους ανθρώπους γύρω του. Στην πορεία, του δίνεται η ευκαιρία να γευτεί τη χαρά να βοηθάς τον εαυτό σου μέσα από τη βοήθεια στους άλλους. Γιατί έρχεται η μοιραία στιγμή που η αστυνομία θα ανακαλύψει τυχαία, πως ο Τάρεκ δεν διαθέτει άδεια παραμονής, γεγονός που ισχύει για τη Ζαϊνάμπ και τη μητέρα του νεαρού, οι οποίες κατά συνέπεια αδυνατούν να τον βοηθήσουν στην δύσκολη κατάσταση που βρίσκεται. Ο Τάρεκ κινδυνεύει με απέλαση και το δύσκολο έργο της αποτροπής της αναλαμβάνει με μεγάλη προθυμία ο Ουόλτερ. Ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος Thomas McCarthy, εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς παρουσιάζοντας την πρώτη του ταινία, «Station Agent», στο Φεστιβάλ του Sundance. Το φιλμ προβλήθηκε στη Μέση Ανατολή στο πλαίσιο ενός προγράμματος πολιτιστικής προσέγγισης στο οποίο συμμετείχε και ο σκηνοθέτης. Σε αυτό το ταξίδι ο McCarthy, είδε από κοντά το βαθύ χάσμα που χωρίζει τους Αμερικανούς πολίτες από τους Ασιάτες. «Έμεινα κατάπληκτος από το πόσα λίγα γνωρίζω, για την περιοχή, για τους ανθρώπους, τη κουλτούρα. Η χώρα μου έχει επηρεάσει τις κοινωνίες των τόπων αυτών, με τις συνεχείς στρατιωτικές επεμβάσεις. Με όλα τα θλιβερά νέα των ειδήσεων και το δράμα που εκτυλίσσεται, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι άνθρωποι υπάρχουν και από τις δυο πλευρές, που οδηγούνται στο μίσος με ανεπανόρθωτες συνέπειες. Έμεινα άναυδος από τους καλλιτέχνες που συνάντησα εκεί. Με το πάθος και το ταλέντο τους. Αυτοί αποτελούν τη μαγιά που έπλασε τον Τάρεκ». Αυτή ήταν και η αφορμή της δεύτερης σκηνοθετικής και σεναριακής του προσπάθειας, που είχε σαν αποτέλεσμα το «The Visitor». Η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία αποτελώντας στην αρχή την αποκλειστική, αλλά καθοριστική δίοδο επικοινωνίας ανάμεσα στον Ουόλτερ και τον Τάρεκ. Το μεγάλο ατού της ταινίας είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών, ιδιαίτερα Richard Jenkins (Ουόλτερ), Haaz Sleiman, (Τάρεκ) και Hiam Abbass (μητέρα του Τάρεκ, γνωστή σε εμάς από την ισραηλινή ταινία «Η λεμονιά»). Ειδικότερα ο Richard Jenkins βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα, ερμηνεύοντας ήρεμα και δυνατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Δικαίως τιμήθηκε με υποψηφιότητα για Oscar. Το υπόλοιπο καστ συνδράμει επαρκέστατα την προσπάθεια και έτσι παραδίδεται στο κοινό μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, ένα ρεαλιστικό, λεπτοδουλεμένο δράμα χαρακτήρων με χιουμοριστικές πινελιές και πλήρη αποφυγή μελοδραματικών εντάσεων. Ένα φιλμ κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού, το οποίο εστιάζει κυρίως στην αδικαιολόγητα αρνητική αντιμετώπιση που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι αραβικής καταγωγής κάτοικοι των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Το φιλμ απέσπασε 18 Βραβεία, ενώ ήταν υποψήφιο και για 39 ακόμα διακρίσεις στα Φεστιβάλ όλου του κόσμου. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=KY0FEt3mBog τοtrailer της ταινίας ΗΠΑ, 1984. Διάρκεια: Διάρκεια 82’. Σκηνοθεσία-Σενάριο: Woody Allen. Dick Hyman. Πρωταγωνιστούν: Mia Farrow, Jeff Daniels, Danny Aiello, Irving Metzman, Stephanie Farrow, David Kieserman, Elaine Grollman. «Μια από τις καλύτερες ταινίες για ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ» Time Magazine Το 1985 ο Woody Allen σκηνοθετεί την μαγική, νοσταλγική κωμωδία «Το Πορφυρό ρόδο του Καΐρου» όπου σχολιάζει τις ανθρώπινες αυταπάτες και τις λεπτές διαχωριστικές γραμμές που χωρίζουν την φαντασία από την πραγματικότητα και τα παραμύθια από την άχαρη καθημερινότητα. Ένα λυρικό και ποιητικό φιλμ για τις μαγικές δυνάμεις της 7ης Τέχνης και την συντριπτική και συχνά καθόλου αθώα επιρροή που αυτή ασκεί στις συνειδήσεις και τις ζωές των ανθρώπων. Στους χαλεπούς καιρούς της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης, που ακολούθησε το μεγάλο κραχ του 1929 στις ΗΠΑ, η Σεσίλια, μια φτωχή, μοναχική και καταθλιπτική σερβιτόρα, παντρεμένη με έναν άξεστο, άνεργο και αλκοολικό σύζυγο που την τρομοκρατεί στο σπίτι και κατασπαταλά τα δικά της λεφτά στα ζάρια, περνά τον ελεύθερο της χρόνο στο σινεμά, που εκείνη την εποχή αποτελούσε για πολλούς αμερικανούς την πλέον φθηνή διέξοδο από την από τη εφιαλτική καθημερινή πραγματικότητα της φτώχειας, της ανεργίας και της αντικομουνιστικής υστερίας. Καθώς είναι ευφάνταστη εθίζεται στην παρακολούθηση χολιγουντιανών ρομάντζων. Δραπετεύει, «ξεχνά τις λύπες της», όπως λέει, βλέποντας στην οθόνη πλούσιους, γενναίους και αήττητους ήρωες, που αγαπούν με πάθος, χωρίς υστεροβουλία και θυσιάζονται για το αντικείμενο του έρωτά τους. Ενθουσιάζεται από την πλέον πρόσφατη, ένα τυπικό κοσμοπολίτικο μελόδραμα (σαπουνόπερα θα το λέγαμε σήμερα) «Το Πορφυρό ρόδο του Καΐρου», το οποίο βλέπει πολλές φορές ταξιδεύοντας μαζί του στην εξωτική Αίγυπτο και σε αριστοκρατικά γκαλά. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας προβολής εμβρόντητη αυτή, οι συν-θεατές της στην κινηματογραφική αίθουσα, αλλά και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές της ταινίας παρακολουθούν κάτι μαγικό. Ένας από τους ήρωες, ο γοητευτικός Τομ Μπάξτερ, που συστήνεται ως αρχαιολόγος, ποιητής και εξερευνητής και ο οποίος παρακολουθεί τη Σεσίλια κάθε φορά που αυτή επισκέπτεται το σινεμά, δραπετεύει από την οθόνη με σκοπό να της εξομολογηθεί τον παράφορο έρωτα που του έχει εμπνεύσει. Η αγάπη της Σεσίλια τού έδωσε σάρκα και οστά, τη δύναμη να κάνει το άλμα να περάσει στον άγνωστό του πραγματικό κόσμο και με αυτήν ως συνοδό να μυηθεί στα θαύματα της ζωής. Η κίνηση του αυτή προκαλεί χάος και εξωπραγματικές καταστάσεις. Οι θεατές στην κινηματογραφική αίθουσα διαμαρτύρονται και ζητούν τα λεφτά τους πίσω. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες της ταινίας περιφέρονται άσκοπα στην μεγάλη οθόνη, οργισμένοι κι αμήχανοι. Βγάζουν στην επιφάνεια τον εγωκεντρισμό τους, διαφωνούν για τη λύση του προβλήματος, ενώ κάποιοι από αυτούς απολαμβάνουν την πρόσκαιρη απελευθέρωση τους από τα σεναριακά και σκηνοθετικά δεσμά. Οι χολιγουντιανοί παραγωγοί ανήσυχοι στην σκέψη μιας οικονομικής αποτυχίας και έντρομοι στην προοπτική οι χαρακτήρες των ταινιών να αναπτύσσουν δική τους βούληση και αυτόνομη δράση, στέλνουν τον ηθοποιό Τζιλ Σέπερντ, που υποδύεται τον Τομ, να αποπλανήσει την Σεσίλια. Και εδώ αρχίζει να μπερδεύεται η φαντασία με την πραγματικότητα. Ο φανταστικός χαρακτήρας είναι ευγενικός και ρομαντικός, ο πραγματικός άνθρωπος που τον ενσαρκώνει, είναι κυνικός και αλαζόνας. Γοητευμένη και από τους δύο, η Σεσίλια μεταμορφώνεται κυριολεκτικά και ανθίζει σαν το ρόδο του Καΐρου. Εγκαταλείπει το σύζυγο της για να γνωρίσει το όνειρο. Αλλά σύντομα θα διαπιστώσει ότι αυτό που ζει είναι μια απατηλή κινηματογραφική «πραγματικότητα», ένα φανταστικό παιχνίδι που ορίζεται από το σενάριο και τις επιλογές του σκηνοθέτη. Και θα προσγειωθεί. Ο Woody Allen, ο σκηνοθέτης με το ιδιόμορφο στυλ, το περίεργο χιούμορ και τη μοναδική ικανότητα να «βγάζει» από τους ηθοποιούς του τον καλύτερό τους εαυτό, αποφεύγει εδώ τη γνωστή φόρμουλα με τους νευρωτικούς Νεοϋορκέζους, που έχουν προβλήματα με τις κάθε είδους σχέσεις τους και φτιάχνει μια ταινία που εμπεριέχει μια άλλη ταινία. Με αφετηρία το υπέροχο σουρεαλιστικό εύρημα της απόδρασης του ήρωα από την οθόνη και διάφορα σεναριακά και σκηνοθετικά τεχνάσματα όπως η μεταφορά από το ασπρόμαυρο στο έγχρωμο οριοθετεί την θέση του κινηματογράφου στην κοινωνία, υμνεί και ταυτόχρονα αμφισβητεί την κινηματογραφική τέχνη, την μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του, ενώ προβληματίζεται για την επικίνδυνη γοητεία που αυτή και το «σταρ σύστεμ» ασκούν στους θεατές. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι θαυμάσιες. Η Mia Farrow, που εδώ κάνει την 5η συνεργασία της με τον τότε σύζυγό της, υποδύεται μοναδικά το ρόλο της Σεσίλια προσδίδοντας του γοητεία και ντροπαλότητα. Ο δε Jeff Daniels, στον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο ενσαρκώνει τέλεια τόσο τον Τομ όσο και τον Τζιλ. Οι αντιδράσεις του υπόλοιπου καστ από όπου δραπετεύει ο ήρωας στοιχειοθετούν μερικές από τις καλύτερες στιγμές του φιλμ. Η φωτογραφία αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο άλλοτε την επιθυμία της Σεσίλια να αποδράσει από τη μίζερη ζωή της και άλλοτε την αναπόφευκτη επιστροφή στη σκληρή πραγματικότητα. Η ταινία έχει τιμηθεί με αρκετά βραβεία ανάμεσα τους το βραβείο BAFTA Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου (1985), το Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Καννών, το Βραβείο Cesar Καλύτερης Ξένης Ταινίας και άλλα. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=Bp6YDZVVbj0 το trailer Ελβετία (2006), Διάρκεια: 105'. Ντοκιμαντέρ. Σενάριο-σκηνοθεσία: Stefan Haupt. Κάμερα: Patrick Lindenmaier. Ήχος: Martin Witz. Μοντάζ: Stefan Kälin. Αφήγηση: Hanspeter Müller-Drossaart. Μουσική: Tomas Korber, Γιώργος Στεργίου. Συντελεστές: Αργύρης Σφουντούρης, Χρυσούλα Τζάθα-Σφουντούρη, Αστέρω Λιάσκου-Σφουντούρη, ο κληρικός Χαράλαμπος Γιάγκου, ο καλλιτέχνης Στάθης Σταθάς, (Δίστομο), η Κονδυλία Σφουντούρη, (Αθήνα), ο Albert Spiegel, πρέσβης της Ομοσπονδίας της Γερμανίας στην Αθήνα (2002–2005), Μίκης Θεοδωράκης συνθέτης (Αθήνα), Gabriele Heinecke, δικηγόρος (ομάδα εργασίας Δίστομο, Αμβούργο), Eberhard Rondholz, δημοσιογράφος (Σκόπελος και Βερολίνο), Rolf Surmann, ιστορικός, (Αμβούργο), Arthur Bill, πρώην πρόεδρος του παιδικού χωριού Πεσταλότσι, (στο Gerzensee/Βέρνη) και Λεωνίδας Σακελλαρίδης, βιβλιοπώλης (Ζυρίχη) Με φόντο την Γερμανική Κατοχή, τον Εμφύλιο πόλεμο και την Μεταπολίτευση, γεγονότα που στιγμάτισαν την Ελλάδα τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, αυτό το λιτό, δυνατό και συγκινητικό ντοκιμαντέρ του Stefan Haupt αναφέρεται στην συγκλονιστική ζωή και τον προσωπικό θρήνο του Αργύρη Σφουντούρη, ενός ανθρώπου που σε ηλικία 4 ετών έχασε στον πόλεμο τους γονείς του. Ένα φιλμ-ταξίδι στην αναζήτηση της προσωπικής γαλήνης. Μια ταινία για το χρέος, την καταγωγή, το παρόν, το μέλλον και τις σχέσεις ατόμου-κοινωνίας, πατρίδας- εξορία, πόλεμου-ειρήνης. Στις 10 Ιουνίου 1944, στο Δίστομο, οι Γερμανοί κατακτητές πραγματοποιούν μία από τις μεγαλύτερες και πλέον κτηνώδεις σφαγές στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες και ως αντίποινα για μια επίθεση ανταρτών εναντίον γερμανικών στρατευμάτων, εκτελούν 218 κατοίκους του χωριού, γυναίκες, άντρες, γέρους, μωρά, ακόμα και βρέφη. Μάρτυρας της σφαγής ο τετράχρονος τότε Αργύρης, που από τύχη μένει ζωντανός αλλά χάνει τους γονείς του και άλλους 30 συγγενείς. Περνά τα επόμενα χρόνια της ζωής του σε διάφορα ορφανοτροφεία της Αθήνας μαζί με άλλα ορφανά του πολέμου, επιλέγεται από μια αποστολή του Ερυθρού Σταυρού και μεταφέρεται στην Ελβετία, στο παιδικό χωριό Πεσταλότσι στο Τρόγκεν, όπου ζει μακριά από την Ελλάδα και την μεταπολεμική δυστυχία της. Σπουδάζει στην Ελβετία, κάνει τη διδακτορική του διατριβή στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης στα Μαθηματικά και την Αστροφυσική, αρχίζει να διδάσκει στα εκεί λύκεια, γράφει βιβλία, μεταφράζει Έλληνες ποιητές στα γερμανικά. Την τραυματική εμπειρία που έζησε ως παιδί δεν προσπαθεί να την «λησμονήσει», αλλά την μετατρέπει σε ευαισθησία και κινητήριο δύναμη στον αγώνα για ένα καλύτερο κόσμο. Γίνεται «παγκόσμιος πολίτης». Εργάζεται ως βοηθός του Ελβετικού Σώματος Βοήθειας για τα θύματα καταστροφών στη Σομαλία, το Νεπάλ και την Ινδονησία. Διατηρεί πάντα δεσμούς με την πατρίδα. Αναπτύσσει δραστηριότητα ενάντια στην επταετή δικτατορία. Όταν βρίσκεται στην Ευρώπη, πραγματοποιεί τακτικά ταξίδια στην Ελλάδα, όπου η παραμονή του γίνεται όλο και πιο μακρόχρονη, μέχρι που τελικά επιστρέφει στον τόπο του, κοντά στις αδελφές που επίσης επέζησαν. Συνειδητοποιώντας το ιστορικό του χρέος, εργάζεται αφοσιωμένα για την διεκδίκηση των Γερμανικών αποζημιώσεων προς τους συγγενείς των εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών που προκάλεσε στη χώρα μας η γερμανική κατοχή. Ο Αργύρης Σφουντούρης χαμηλόφωνα και ευγενικά παρουσιάζει τα στοιχεία του και αποκαλύπτει ότι επισήμως, η σφαγή στο Δίστομο δεν έχει αναγνωριστεί ως τέτοια, αλλά τοποθετείται στο πλαίσιο μιας στρατιωτικής στρατηγικής δράσης, υποβαθμίζεται ως γεγονός και ως εκ τούτου οι αποζημιώσεις απορρίπτονται για χρόνια. Η Γερμανία αντιμετωπίζει με τον γνωστό άκαμπτο τρόπο της το θέμα, ενώ ο Γερμανός πρέσβης, που για πρώτη φορά παρευρέθηκε στην 60ή επέτειο της σφαγής, απλά αρθρώνει διπλωματικές τυπικούρες περί συγχώρεσης και μνήμης. Η αλήθεια είναι ότι παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ και ζώντας για μια ακόμα φορά κάποιες τραγικές στιγμές της ιστορίας μας, δημιουργούνται στον κάθε θεατή επίκαιρα και επίμονα ερωτηματικά. Γιατί δεν γιορτάστηκε ποτέ, παρά μόνο πρόσφατα η Απελευθέρωση της Αθήνας και ολόκληρης της χώρας; Γιατί χρειάστηκε να περάσουν περισσότερο από 38 χρόνια για να αναγνωριστεί η Εαμική Εθνική Αντίσταση, μόλις το 1982; Γιατί η εκάστοτε πολιτική ηγεσία της χώρας σίγησε επί μακρόν ή ολιγώρησε, για να μην πούμε παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων; Γιατί εξάντλησε την παρέμβασή της σε μνημόσυνα και δεν επέδειξε την αναγκαία θέληση, τόλμη και ικανότητα να προβάλλει τα δικά μας ολοκαυτώματα, τα Καλάβρυτα, τη Βιάννο , το Δίστομο; Γιατί κυριάρχησαν οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες που επέβαλαν να αποσιωπηθεί ο ρόλος του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στην ηθική και βιολογική επιβίωση του ελληνικού λαού και καταστράφηκε έτσι ή διαστρεβλώνοντας μεγάλο μέρος της ιστορικής μνήμης; Όσα χρόνια και να περάσουν τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, που προκλήθηκαν από τη ναζιστική θηριωδία θα είναι απαράγραπτα. Και αυτό δεν το λέμε με καμία διάθεση εκδικητικότητας ή ρεβανσισμού, αλλά γιατί ο κάθε λαός πρέπει να έχει στην ιστορία τη θέση που του ανήκει. Και έτσι, όπως ακριβώς αναγνωρίζουμε στον ελληνικό λαό το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος που σταμάτησε τη ναζιστική πολεμική μηχανή από τον Οκτώβριο του 1940 έως τον Απρίλιο του 1941, έτσι πρέπει να αναγνωρίζεται σε κάθε αντιστασιακή οργάνωση το μέρος της συμβολής της σε αυτή την εποποιία. Και ακριβώς επειδή σήμερα γίνεται μια τεράστια προσπάθεια αναθεωρημένης ανάγνωσης της ιστορίας, θεωρούμε την προβολή του ντοκιμαντέρ «’Ενα τραγούδι για τον Αργύρη» σαν μια μικρή συμβολή στη διάδοση της επιστημονικής ιστορικής γνώσης. Η ταινία απέσπασε πολλά βραβεία και διακρίσεις ανάμεσά τους τα εξής: Βραβείο Κοινού στο 9o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης "Εικόνες του 21ου αιώνα" (Audience Award, 9th Thessaloniki Documentary Festival). Υποψήφιο Καλύτερο Ντοκιμαντέρ στα Ελβετικά Βραβεία Κινηματογράφου (Swiss Film Prize nomination for Best Documentary Film). Βραβεiο Κοινού στο 1ο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών στο Λος Άντζελες (Audience Choice Award, Los Angeles Greek Film Festival). Erasmus EuroMedia Medal, European Society for Education and Communication. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=kbqZve-QsMA το trailer της ταινίας ΗΠΑ, 2012. Διάρκεια:103'. Σκηνοθεσία-Σενάριο: Stephen Chbosky. Πρωταγωνιστούν: Emma Watson, Nina Dobrev, Paul Rudd, Logan Lerman, Mae Whitman, Melanie Lynskey, Ezra Miller, Kate Walsh ,Dylan McDermott Johnny Simmons, Nicholas Braun. Θεματικά η ταινία είναι πολλά πράγματα μαζί. Αντισυμβατική ιστορία αγάπης, ευαίσθητο και ειλικρινές πορτρέτο για τις άβολες στιγμές της εφηβείας και τη διαδρομή προς την ενηλικίωση μέσω της οποίας κάθε νέος συναντά, επώδυνα ή όχι, τον αληθινό κόσμο. Καταγγελία και μαζί διέξοδος για την σχολική παρενόχληση και την απομόνωση που αυτή συνεπάγεται. Ωδή για τη φιλία και την αξία των φίλων, των συμμάχων δηλαδή σε αυτή τη μάχη, που η παρουσία τους ή τα δώρα τους σε βγάζουν από τις δύσκολες στιγμές, σου χαρίζουν ανυπόκριτη ευτυχία και σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι ο κόσμος σου ανήκει. Όλος. To φιλμ διαδραματίζεται σε ένα αμερικάνικο σχολείο, την δεκαετία του΄90. Παρακολουθεί τον Τσάρλι, ένα ευφυές, ευαίσθητο και από αυτήν την άποψη «ελαττωματικό» παιδί κατά τη διάρκεια μιας συναρπαστικής, τραυματικής, αγχωτικής, αλλά τελικά απόλυτα θριαμβευτικής πρώτης σχολικής χρονιάς. Ο ήρωας μας, εκ πρώτης όψεως είναι περίεργος και μοναχικός, συμπαθής, χαριτωμένος, δειλός και σχεδόν ανύπαρκτος, όπως οι περισσότεροι έφηβοι και ευγενικός τόσο που επιτρέπει στους άλλους να τον πληγώνουν. Διαθέτει χαρίσματα και αρετές, που δεν τα ξέρει γιατί δεν οδηγούν στην αποδοχή των άλλων. Ξεκινά την πρώτη μέρα στο λύκειο με το φόβο ότι δε θα κάνει κανένα φίλο και, κατά κάποιο τρόπο, ο φόβος αυτός επιβεβαιώνεται. Άπειρος και εσωστρεφής δεν συγχρωτίζεται με τα θορυβώδη δημοφιλή παιδιά του σχολείου και καταλήγει απομονωμένος στο περιθώριο. Αλλά διαθέτει ισχυρά πλεονεκτήματα: πάντα προσπαθεί να βρει χαρά στη ζωή, κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια και επηρεάζεται από όσα συμβαίνουν γύρω του, απορροφά τις κοινωνικές και οικογενειακές πιέσεις, αφομοιώνει τα δικά του παθήματά και βρίσκεται σε φάση αναμονής, περιμένοντας «μέρες καλύτερες να έρθουν». Κατά μία έννοια, είναι ευάλωτος αλλά γενναίος, δίνει τον αγώνα του με ψυχή και σθένος, χωρίς να είναι σίγουρος ότι μπορεί να αντέξει τις κακουχίες. Σε μια από τις ασκήσεις γενναιότητας, πάει ολομόναχος σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα όπου γνωρίζει τυχαία τη Σαμ και τον Πάτρικ δυο πολύ καλούς φίλους και ετεροθαλή αδέλφια που μαζί κάνουν ένα ευπαρουσίαστο δίδυμο και δείχνουν να μπορούν να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε κατάσταση. Στην πορεία γίνεται μέλος της παρέας τους, μιας ομάδας τελειοφοίτων και μεγαλύτερών του μαθητών. Στον Πάτρικ που είναι τρομερά ενδιαφέρον τύπος, πνευματώδης, και γεμάτος αυτοπεποίθηση ο Τσάρλι αναγνωρίζει την αδελφή ψυχή, στην όμορφη Σαμ τον έρωτα της ζωής του. Οι νέοι φίλοι του τον εκτιμούν και του το δείχνουν, τον προστατεύουν, τον ενθαρρύνουν να ανοίγεται στους άλλους. Τον εισάγουν στη μουσική, τον κινηματογράφο, τον έρωτα και τη ζωή. Σιγά-σιγά, μέσα από την αποδοχή των άλλων μαθαίνει και αυτός να μη φοβάται, να εκτιμά τον εαυτό του, αποκτά αυτοπεποίθηση και την πολύτιμη αίσθηση ότι ανήκει κάπου. Η ταινία του Stephen Chbosky, βασίζεται στο δικό του μυθιστόρημα “The Perks Of Being A Wallflower”(1999), που έχει γίνει ένα από τα αγαπημένα βιβλία της νεολαίας στις ΗΠΑ. Κάτι σαν τον «Φύλακα στη Σίκαλη» της εποχής μας, που σε μερικά σχολεία το προτείνουν ενώ σε άλλα το απαγορεύουν. «Έγραψα το βιβλίο για πολύ προσωπικούς λόγους», λέει ο Chbosky. «Περνούσα μια μία πολύ δύσκολη περίοδο στην προσωπική μου ζωή. Αλλά είχα φτάσει σε ένα σημείο που ήμουν πλέον έτοιμος να γράψω γιατί οι καλοί άνθρωποι πρέπει να βιώνουν τόσο άσχημες καταστάσεις και πως μια “οικογένεια” φίλων μπορεί να σε βοηθήσει να τις ξεπεράσεις. Χρειαζόμουν πραγματικά απαντήσεις για μένα και ήταν σαν ο Τσάρλι να με σκούντησε στον ώμο και να μου είπε: «Είμαι έτοιμος να πω την ιστορία μου.» «Δεν προσπάθησα να ικανοποιήσω ή να αγγίξω τους πάντες. Προσπάθησα να πω τη δική μου αλήθεια… Είπα αυθεντικά την ιστορία μου και πιστεύω πως το κοινό το σεβάστηκε.». Ο σκηνοθέτης συγκέντρωσε ένα τρομερό καστ για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, συμπεριλαμβανομένου ενός χαρισματικού τρίο από τους Emma Watson, Logan Lerman και Ezra Miller στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Lerman ένα αναδυόμενο αστέρι, που υποδύεται τον Τσάρλι, δίνει μια λεπτή και θετική ερμηνεία που αναδεικνύει όλη την αγνή ψυχή του ήρωα του. Ο Ezra Miller είναι εξαιρετικός ως Πάτρικ, το ίδιο και η Watson ως Σαμ. Για να υποδυθούν τη μητέρα, τον πατέρα και τη θεία του Τσάρλι ο Chbosky διάλεξε αντίστοιχα τους βετεράνους ηθοποιούς Kate Walsh, Dylan McDermott και Melanie Lynskey, που είναι κάτι περισσότερο από επαρκείς. Η ταινία συμπληρώνεται με τις τέλειες μουσικές της εποχής από τους Smiths και Sonic Youth που ακούγονται σε όλη τη διάρκεια της. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν ως αποτέλεσμα ένα φιλμ πλούσιο, ενδιαφέρον, αληθινό, ειλικρινές συναισθηματικά, μια τρυφερή κομεντί που ξεφεύγει από τα συνήθη κλισέ των αμερικάνικων ταινιών του είδους της, που παρουσιάζουν τους έφηβους ως κάφρους. Όταν βρίσκεσαι στην ενήλικη ζωή συνήθως ξεχνάς τα προβλήματα, πολλά από αυτά αμφιλεγόμενα, που στην εφηβεία σου ράγιζαν την καρδιά. Αλλά με αυτή την ταινία συνειδητοποιείς ότι πάντα υπάρχουν νεαρά παιδιά που αισθάνονται άσχημα όταν είναι μόνα τους, θεωρούν ότι κανείς δεν τα ακούει και δεν τα νοιάζεται. Τα περισσότερα σιωπούν, βιώνουν μόνα τους το δράμα, μερικά μάλιστα αμφιταλαντεύονται στην ανάγκη να δώσουν ένα τέλος, ακόμα και οδυνηρό. Η ταινία ακριβώς αυτό μας μαθαίνει: την ανάγκη να σπάσει αυτή η σιωπή και οι νέοι να μιλούν για αυτά που βιώνουν. Η ταινία απέσπασε πολλές διακρίσεις και βραβεία για την ίδια και τους συντελεστές της, ανάμεσά τους: Βραβείο Teen Choice, καλύτερης δραματικής ταινίας (2013), Βραβείο καλύτερης πρώτης ταινίας Ανεξάρτητου Πνεύματος (2013), Βραβείο της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Καλύτερου γυναικείου ρόλου για την Έμμα Γουάτσον, (Σαν Ντιέγο Καλιφόρνια 2012), Βραβείο People’s Choice (2013) Καλύτερης ηθοποιού σε δραματική ταινία και πάλι για την Έμμα Γουάτσον. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=_TGLUN2hE10 το trailer της ταινίας |