ΗΠΑ, 1984. Διάρκεια: Διάρκεια 82’. Σκηνοθεσία-Σενάριο: Woody Allen. Dick Hyman. Πρωταγωνιστούν: Mia Farrow, Jeff Daniels, Danny Aiello, Irving Metzman, Stephanie Farrow, David Kieserman, Elaine Grollman. «Μια από τις καλύτερες ταινίες για ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ» Time Magazine Το 1985 ο Woody Allen σκηνοθετεί την μαγική, νοσταλγική κωμωδία «Το Πορφυρό ρόδο του Καΐρου» όπου σχολιάζει τις ανθρώπινες αυταπάτες και τις λεπτές διαχωριστικές γραμμές που χωρίζουν την φαντασία από την πραγματικότητα και τα παραμύθια από την άχαρη καθημερινότητα. Ένα λυρικό και ποιητικό φιλμ για τις μαγικές δυνάμεις της 7ης Τέχνης και την συντριπτική και συχνά καθόλου αθώα επιρροή που αυτή ασκεί στις συνειδήσεις και τις ζωές των ανθρώπων. Στους χαλεπούς καιρούς της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης, που ακολούθησε το μεγάλο κραχ του 1929 στις ΗΠΑ, η Σεσίλια, μια φτωχή, μοναχική και καταθλιπτική σερβιτόρα, παντρεμένη με έναν άξεστο, άνεργο και αλκοολικό σύζυγο που την τρομοκρατεί στο σπίτι και κατασπαταλά τα δικά της λεφτά στα ζάρια, περνά τον ελεύθερο της χρόνο στο σινεμά, που εκείνη την εποχή αποτελούσε για πολλούς αμερικανούς την πλέον φθηνή διέξοδο από την από τη εφιαλτική καθημερινή πραγματικότητα της φτώχειας, της ανεργίας και της αντικομουνιστικής υστερίας. Καθώς είναι ευφάνταστη εθίζεται στην παρακολούθηση χολιγουντιανών ρομάντζων. Δραπετεύει, «ξεχνά τις λύπες της», όπως λέει, βλέποντας στην οθόνη πλούσιους, γενναίους και αήττητους ήρωες, που αγαπούν με πάθος, χωρίς υστεροβουλία και θυσιάζονται για το αντικείμενο του έρωτά τους. Ενθουσιάζεται από την πλέον πρόσφατη, ένα τυπικό κοσμοπολίτικο μελόδραμα (σαπουνόπερα θα το λέγαμε σήμερα) «Το Πορφυρό ρόδο του Καΐρου», το οποίο βλέπει πολλές φορές ταξιδεύοντας μαζί του στην εξωτική Αίγυπτο και σε αριστοκρατικά γκαλά. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας προβολής εμβρόντητη αυτή, οι συν-θεατές της στην κινηματογραφική αίθουσα, αλλά και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές της ταινίας παρακολουθούν κάτι μαγικό. Ένας από τους ήρωες, ο γοητευτικός Τομ Μπάξτερ, που συστήνεται ως αρχαιολόγος, ποιητής και εξερευνητής και ο οποίος παρακολουθεί τη Σεσίλια κάθε φορά που αυτή επισκέπτεται το σινεμά, δραπετεύει από την οθόνη με σκοπό να της εξομολογηθεί τον παράφορο έρωτα που του έχει εμπνεύσει. Η αγάπη της Σεσίλια τού έδωσε σάρκα και οστά, τη δύναμη να κάνει το άλμα να περάσει στον άγνωστό του πραγματικό κόσμο και με αυτήν ως συνοδό να μυηθεί στα θαύματα της ζωής. Η κίνηση του αυτή προκαλεί χάος και εξωπραγματικές καταστάσεις. Οι θεατές στην κινηματογραφική αίθουσα διαμαρτύρονται και ζητούν τα λεφτά τους πίσω. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες της ταινίας περιφέρονται άσκοπα στην μεγάλη οθόνη, οργισμένοι κι αμήχανοι. Βγάζουν στην επιφάνεια τον εγωκεντρισμό τους, διαφωνούν για τη λύση του προβλήματος, ενώ κάποιοι από αυτούς απολαμβάνουν την πρόσκαιρη απελευθέρωση τους από τα σεναριακά και σκηνοθετικά δεσμά. Οι χολιγουντιανοί παραγωγοί ανήσυχοι στην σκέψη μιας οικονομικής αποτυχίας και έντρομοι στην προοπτική οι χαρακτήρες των ταινιών να αναπτύσσουν δική τους βούληση και αυτόνομη δράση, στέλνουν τον ηθοποιό Τζιλ Σέπερντ, που υποδύεται τον Τομ, να αποπλανήσει την Σεσίλια. Και εδώ αρχίζει να μπερδεύεται η φαντασία με την πραγματικότητα. Ο φανταστικός χαρακτήρας είναι ευγενικός και ρομαντικός, ο πραγματικός άνθρωπος που τον ενσαρκώνει, είναι κυνικός και αλαζόνας. Γοητευμένη και από τους δύο, η Σεσίλια μεταμορφώνεται κυριολεκτικά και ανθίζει σαν το ρόδο του Καΐρου. Εγκαταλείπει το σύζυγο της για να γνωρίσει το όνειρο. Αλλά σύντομα θα διαπιστώσει ότι αυτό που ζει είναι μια απατηλή κινηματογραφική «πραγματικότητα», ένα φανταστικό παιχνίδι που ορίζεται από το σενάριο και τις επιλογές του σκηνοθέτη. Και θα προσγειωθεί. Ο Woody Allen, ο σκηνοθέτης με το ιδιόμορφο στυλ, το περίεργο χιούμορ και τη μοναδική ικανότητα να «βγάζει» από τους ηθοποιούς του τον καλύτερό τους εαυτό, αποφεύγει εδώ τη γνωστή φόρμουλα με τους νευρωτικούς Νεοϋορκέζους, που έχουν προβλήματα με τις κάθε είδους σχέσεις τους και φτιάχνει μια ταινία που εμπεριέχει μια άλλη ταινία. Με αφετηρία το υπέροχο σουρεαλιστικό εύρημα της απόδρασης του ήρωα από την οθόνη και διάφορα σεναριακά και σκηνοθετικά τεχνάσματα όπως η μεταφορά από το ασπρόμαυρο στο έγχρωμο οριοθετεί την θέση του κινηματογράφου στην κοινωνία, υμνεί και ταυτόχρονα αμφισβητεί την κινηματογραφική τέχνη, την μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του, ενώ προβληματίζεται για την επικίνδυνη γοητεία που αυτή και το «σταρ σύστεμ» ασκούν στους θεατές. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι θαυμάσιες. Η Mia Farrow, που εδώ κάνει την 5η συνεργασία της με τον τότε σύζυγό της, υποδύεται μοναδικά το ρόλο της Σεσίλια προσδίδοντας του γοητεία και ντροπαλότητα. Ο δε Jeff Daniels, στον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο ενσαρκώνει τέλεια τόσο τον Τομ όσο και τον Τζιλ. Οι αντιδράσεις του υπόλοιπου καστ από όπου δραπετεύει ο ήρωας στοιχειοθετούν μερικές από τις καλύτερες στιγμές του φιλμ. Η φωτογραφία αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο άλλοτε την επιθυμία της Σεσίλια να αποδράσει από τη μίζερη ζωή της και άλλοτε την αναπόφευκτη επιστροφή στη σκληρή πραγματικότητα. Η ταινία έχει τιμηθεί με αρκετά βραβεία ανάμεσα τους το βραβείο BAFTA Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου (1985), το Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Καννών, το Βραβείο Cesar Καλύτερης Ξένης Ταινίας και άλλα. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=Bp6YDZVVbj0 το trailer
0 Comments
Ελβετία (2006), Διάρκεια: 105'. Ντοκιμαντέρ. Σενάριο-σκηνοθεσία: Stefan Haupt. Κάμερα: Patrick Lindenmaier. Ήχος: Martin Witz. Μοντάζ: Stefan Kälin. Αφήγηση: Hanspeter Müller-Drossaart. Μουσική: Tomas Korber, Γιώργος Στεργίου. Συντελεστές: Αργύρης Σφουντούρης, Χρυσούλα Τζάθα-Σφουντούρη, Αστέρω Λιάσκου-Σφουντούρη, ο κληρικός Χαράλαμπος Γιάγκου, ο καλλιτέχνης Στάθης Σταθάς, (Δίστομο), η Κονδυλία Σφουντούρη, (Αθήνα), ο Albert Spiegel, πρέσβης της Ομοσπονδίας της Γερμανίας στην Αθήνα (2002–2005), Μίκης Θεοδωράκης συνθέτης (Αθήνα), Gabriele Heinecke, δικηγόρος (ομάδα εργασίας Δίστομο, Αμβούργο), Eberhard Rondholz, δημοσιογράφος (Σκόπελος και Βερολίνο), Rolf Surmann, ιστορικός, (Αμβούργο), Arthur Bill, πρώην πρόεδρος του παιδικού χωριού Πεσταλότσι, (στο Gerzensee/Βέρνη) και Λεωνίδας Σακελλαρίδης, βιβλιοπώλης (Ζυρίχη) Με φόντο την Γερμανική Κατοχή, τον Εμφύλιο πόλεμο και την Μεταπολίτευση, γεγονότα που στιγμάτισαν την Ελλάδα τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, αυτό το λιτό, δυνατό και συγκινητικό ντοκιμαντέρ του Stefan Haupt αναφέρεται στην συγκλονιστική ζωή και τον προσωπικό θρήνο του Αργύρη Σφουντούρη, ενός ανθρώπου που σε ηλικία 4 ετών έχασε στον πόλεμο τους γονείς του. Ένα φιλμ-ταξίδι στην αναζήτηση της προσωπικής γαλήνης. Μια ταινία για το χρέος, την καταγωγή, το παρόν, το μέλλον και τις σχέσεις ατόμου-κοινωνίας, πατρίδας- εξορία, πόλεμου-ειρήνης. Στις 10 Ιουνίου 1944, στο Δίστομο, οι Γερμανοί κατακτητές πραγματοποιούν μία από τις μεγαλύτερες και πλέον κτηνώδεις σφαγές στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες και ως αντίποινα για μια επίθεση ανταρτών εναντίον γερμανικών στρατευμάτων, εκτελούν 218 κατοίκους του χωριού, γυναίκες, άντρες, γέρους, μωρά, ακόμα και βρέφη. Μάρτυρας της σφαγής ο τετράχρονος τότε Αργύρης, που από τύχη μένει ζωντανός αλλά χάνει τους γονείς του και άλλους 30 συγγενείς. Περνά τα επόμενα χρόνια της ζωής του σε διάφορα ορφανοτροφεία της Αθήνας μαζί με άλλα ορφανά του πολέμου, επιλέγεται από μια αποστολή του Ερυθρού Σταυρού και μεταφέρεται στην Ελβετία, στο παιδικό χωριό Πεσταλότσι στο Τρόγκεν, όπου ζει μακριά από την Ελλάδα και την μεταπολεμική δυστυχία της. Σπουδάζει στην Ελβετία, κάνει τη διδακτορική του διατριβή στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης στα Μαθηματικά και την Αστροφυσική, αρχίζει να διδάσκει στα εκεί λύκεια, γράφει βιβλία, μεταφράζει Έλληνες ποιητές στα γερμανικά. Την τραυματική εμπειρία που έζησε ως παιδί δεν προσπαθεί να την «λησμονήσει», αλλά την μετατρέπει σε ευαισθησία και κινητήριο δύναμη στον αγώνα για ένα καλύτερο κόσμο. Γίνεται «παγκόσμιος πολίτης». Εργάζεται ως βοηθός του Ελβετικού Σώματος Βοήθειας για τα θύματα καταστροφών στη Σομαλία, το Νεπάλ και την Ινδονησία. Διατηρεί πάντα δεσμούς με την πατρίδα. Αναπτύσσει δραστηριότητα ενάντια στην επταετή δικτατορία. Όταν βρίσκεται στην Ευρώπη, πραγματοποιεί τακτικά ταξίδια στην Ελλάδα, όπου η παραμονή του γίνεται όλο και πιο μακρόχρονη, μέχρι που τελικά επιστρέφει στον τόπο του, κοντά στις αδελφές που επίσης επέζησαν. Συνειδητοποιώντας το ιστορικό του χρέος, εργάζεται αφοσιωμένα για την διεκδίκηση των Γερμανικών αποζημιώσεων προς τους συγγενείς των εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών που προκάλεσε στη χώρα μας η γερμανική κατοχή. Ο Αργύρης Σφουντούρης χαμηλόφωνα και ευγενικά παρουσιάζει τα στοιχεία του και αποκαλύπτει ότι επισήμως, η σφαγή στο Δίστομο δεν έχει αναγνωριστεί ως τέτοια, αλλά τοποθετείται στο πλαίσιο μιας στρατιωτικής στρατηγικής δράσης, υποβαθμίζεται ως γεγονός και ως εκ τούτου οι αποζημιώσεις απορρίπτονται για χρόνια. Η Γερμανία αντιμετωπίζει με τον γνωστό άκαμπτο τρόπο της το θέμα, ενώ ο Γερμανός πρέσβης, που για πρώτη φορά παρευρέθηκε στην 60ή επέτειο της σφαγής, απλά αρθρώνει διπλωματικές τυπικούρες περί συγχώρεσης και μνήμης. Η αλήθεια είναι ότι παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ και ζώντας για μια ακόμα φορά κάποιες τραγικές στιγμές της ιστορίας μας, δημιουργούνται στον κάθε θεατή επίκαιρα και επίμονα ερωτηματικά. Γιατί δεν γιορτάστηκε ποτέ, παρά μόνο πρόσφατα η Απελευθέρωση της Αθήνας και ολόκληρης της χώρας; Γιατί χρειάστηκε να περάσουν περισσότερο από 38 χρόνια για να αναγνωριστεί η Εαμική Εθνική Αντίσταση, μόλις το 1982; Γιατί η εκάστοτε πολιτική ηγεσία της χώρας σίγησε επί μακρόν ή ολιγώρησε, για να μην πούμε παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων; Γιατί εξάντλησε την παρέμβασή της σε μνημόσυνα και δεν επέδειξε την αναγκαία θέληση, τόλμη και ικανότητα να προβάλλει τα δικά μας ολοκαυτώματα, τα Καλάβρυτα, τη Βιάννο , το Δίστομο; Γιατί κυριάρχησαν οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες που επέβαλαν να αποσιωπηθεί ο ρόλος του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στην ηθική και βιολογική επιβίωση του ελληνικού λαού και καταστράφηκε έτσι ή διαστρεβλώνοντας μεγάλο μέρος της ιστορικής μνήμης; Όσα χρόνια και να περάσουν τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, που προκλήθηκαν από τη ναζιστική θηριωδία θα είναι απαράγραπτα. Και αυτό δεν το λέμε με καμία διάθεση εκδικητικότητας ή ρεβανσισμού, αλλά γιατί ο κάθε λαός πρέπει να έχει στην ιστορία τη θέση που του ανήκει. Και έτσι, όπως ακριβώς αναγνωρίζουμε στον ελληνικό λαό το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος που σταμάτησε τη ναζιστική πολεμική μηχανή από τον Οκτώβριο του 1940 έως τον Απρίλιο του 1941, έτσι πρέπει να αναγνωρίζεται σε κάθε αντιστασιακή οργάνωση το μέρος της συμβολής της σε αυτή την εποποιία. Και ακριβώς επειδή σήμερα γίνεται μια τεράστια προσπάθεια αναθεωρημένης ανάγνωσης της ιστορίας, θεωρούμε την προβολή του ντοκιμαντέρ «’Ενα τραγούδι για τον Αργύρη» σαν μια μικρή συμβολή στη διάδοση της επιστημονικής ιστορικής γνώσης. Η ταινία απέσπασε πολλά βραβεία και διακρίσεις ανάμεσά τους τα εξής: Βραβείο Κοινού στο 9o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης "Εικόνες του 21ου αιώνα" (Audience Award, 9th Thessaloniki Documentary Festival). Υποψήφιο Καλύτερο Ντοκιμαντέρ στα Ελβετικά Βραβεία Κινηματογράφου (Swiss Film Prize nomination for Best Documentary Film). Βραβεiο Κοινού στο 1ο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών στο Λος Άντζελες (Audience Choice Award, Los Angeles Greek Film Festival). Erasmus EuroMedia Medal, European Society for Education and Communication. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=kbqZve-QsMA το trailer της ταινίας ΗΠΑ, 2012. Διάρκεια:103'. Σκηνοθεσία-Σενάριο: Stephen Chbosky. Πρωταγωνιστούν: Emma Watson, Nina Dobrev, Paul Rudd, Logan Lerman, Mae Whitman, Melanie Lynskey, Ezra Miller, Kate Walsh ,Dylan McDermott Johnny Simmons, Nicholas Braun. Θεματικά η ταινία είναι πολλά πράγματα μαζί. Αντισυμβατική ιστορία αγάπης, ευαίσθητο και ειλικρινές πορτρέτο για τις άβολες στιγμές της εφηβείας και τη διαδρομή προς την ενηλικίωση μέσω της οποίας κάθε νέος συναντά, επώδυνα ή όχι, τον αληθινό κόσμο. Καταγγελία και μαζί διέξοδος για την σχολική παρενόχληση και την απομόνωση που αυτή συνεπάγεται. Ωδή για τη φιλία και την αξία των φίλων, των συμμάχων δηλαδή σε αυτή τη μάχη, που η παρουσία τους ή τα δώρα τους σε βγάζουν από τις δύσκολες στιγμές, σου χαρίζουν ανυπόκριτη ευτυχία και σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι ο κόσμος σου ανήκει. Όλος. To φιλμ διαδραματίζεται σε ένα αμερικάνικο σχολείο, την δεκαετία του΄90. Παρακολουθεί τον Τσάρλι, ένα ευφυές, ευαίσθητο και από αυτήν την άποψη «ελαττωματικό» παιδί κατά τη διάρκεια μιας συναρπαστικής, τραυματικής, αγχωτικής, αλλά τελικά απόλυτα θριαμβευτικής πρώτης σχολικής χρονιάς. Ο ήρωας μας, εκ πρώτης όψεως είναι περίεργος και μοναχικός, συμπαθής, χαριτωμένος, δειλός και σχεδόν ανύπαρκτος, όπως οι περισσότεροι έφηβοι και ευγενικός τόσο που επιτρέπει στους άλλους να τον πληγώνουν. Διαθέτει χαρίσματα και αρετές, που δεν τα ξέρει γιατί δεν οδηγούν στην αποδοχή των άλλων. Ξεκινά την πρώτη μέρα στο λύκειο με το φόβο ότι δε θα κάνει κανένα φίλο και, κατά κάποιο τρόπο, ο φόβος αυτός επιβεβαιώνεται. Άπειρος και εσωστρεφής δεν συγχρωτίζεται με τα θορυβώδη δημοφιλή παιδιά του σχολείου και καταλήγει απομονωμένος στο περιθώριο. Αλλά διαθέτει ισχυρά πλεονεκτήματα: πάντα προσπαθεί να βρει χαρά στη ζωή, κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια και επηρεάζεται από όσα συμβαίνουν γύρω του, απορροφά τις κοινωνικές και οικογενειακές πιέσεις, αφομοιώνει τα δικά του παθήματά και βρίσκεται σε φάση αναμονής, περιμένοντας «μέρες καλύτερες να έρθουν». Κατά μία έννοια, είναι ευάλωτος αλλά γενναίος, δίνει τον αγώνα του με ψυχή και σθένος, χωρίς να είναι σίγουρος ότι μπορεί να αντέξει τις κακουχίες. Σε μια από τις ασκήσεις γενναιότητας, πάει ολομόναχος σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα όπου γνωρίζει τυχαία τη Σαμ και τον Πάτρικ δυο πολύ καλούς φίλους και ετεροθαλή αδέλφια που μαζί κάνουν ένα ευπαρουσίαστο δίδυμο και δείχνουν να μπορούν να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε κατάσταση. Στην πορεία γίνεται μέλος της παρέας τους, μιας ομάδας τελειοφοίτων και μεγαλύτερών του μαθητών. Στον Πάτρικ που είναι τρομερά ενδιαφέρον τύπος, πνευματώδης, και γεμάτος αυτοπεποίθηση ο Τσάρλι αναγνωρίζει την αδελφή ψυχή, στην όμορφη Σαμ τον έρωτα της ζωής του. Οι νέοι φίλοι του τον εκτιμούν και του το δείχνουν, τον προστατεύουν, τον ενθαρρύνουν να ανοίγεται στους άλλους. Τον εισάγουν στη μουσική, τον κινηματογράφο, τον έρωτα και τη ζωή. Σιγά-σιγά, μέσα από την αποδοχή των άλλων μαθαίνει και αυτός να μη φοβάται, να εκτιμά τον εαυτό του, αποκτά αυτοπεποίθηση και την πολύτιμη αίσθηση ότι ανήκει κάπου. Η ταινία του Stephen Chbosky, βασίζεται στο δικό του μυθιστόρημα “The Perks Of Being A Wallflower”(1999), που έχει γίνει ένα από τα αγαπημένα βιβλία της νεολαίας στις ΗΠΑ. Κάτι σαν τον «Φύλακα στη Σίκαλη» της εποχής μας, που σε μερικά σχολεία το προτείνουν ενώ σε άλλα το απαγορεύουν. «Έγραψα το βιβλίο για πολύ προσωπικούς λόγους», λέει ο Chbosky. «Περνούσα μια μία πολύ δύσκολη περίοδο στην προσωπική μου ζωή. Αλλά είχα φτάσει σε ένα σημείο που ήμουν πλέον έτοιμος να γράψω γιατί οι καλοί άνθρωποι πρέπει να βιώνουν τόσο άσχημες καταστάσεις και πως μια “οικογένεια” φίλων μπορεί να σε βοηθήσει να τις ξεπεράσεις. Χρειαζόμουν πραγματικά απαντήσεις για μένα και ήταν σαν ο Τσάρλι να με σκούντησε στον ώμο και να μου είπε: «Είμαι έτοιμος να πω την ιστορία μου.» «Δεν προσπάθησα να ικανοποιήσω ή να αγγίξω τους πάντες. Προσπάθησα να πω τη δική μου αλήθεια… Είπα αυθεντικά την ιστορία μου και πιστεύω πως το κοινό το σεβάστηκε.». Ο σκηνοθέτης συγκέντρωσε ένα τρομερό καστ για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, συμπεριλαμβανομένου ενός χαρισματικού τρίο από τους Emma Watson, Logan Lerman και Ezra Miller στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Lerman ένα αναδυόμενο αστέρι, που υποδύεται τον Τσάρλι, δίνει μια λεπτή και θετική ερμηνεία που αναδεικνύει όλη την αγνή ψυχή του ήρωα του. Ο Ezra Miller είναι εξαιρετικός ως Πάτρικ, το ίδιο και η Watson ως Σαμ. Για να υποδυθούν τη μητέρα, τον πατέρα και τη θεία του Τσάρλι ο Chbosky διάλεξε αντίστοιχα τους βετεράνους ηθοποιούς Kate Walsh, Dylan McDermott και Melanie Lynskey, που είναι κάτι περισσότερο από επαρκείς. Η ταινία συμπληρώνεται με τις τέλειες μουσικές της εποχής από τους Smiths και Sonic Youth που ακούγονται σε όλη τη διάρκεια της. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν ως αποτέλεσμα ένα φιλμ πλούσιο, ενδιαφέρον, αληθινό, ειλικρινές συναισθηματικά, μια τρυφερή κομεντί που ξεφεύγει από τα συνήθη κλισέ των αμερικάνικων ταινιών του είδους της, που παρουσιάζουν τους έφηβους ως κάφρους. Όταν βρίσκεσαι στην ενήλικη ζωή συνήθως ξεχνάς τα προβλήματα, πολλά από αυτά αμφιλεγόμενα, που στην εφηβεία σου ράγιζαν την καρδιά. Αλλά με αυτή την ταινία συνειδητοποιείς ότι πάντα υπάρχουν νεαρά παιδιά που αισθάνονται άσχημα όταν είναι μόνα τους, θεωρούν ότι κανείς δεν τα ακούει και δεν τα νοιάζεται. Τα περισσότερα σιωπούν, βιώνουν μόνα τους το δράμα, μερικά μάλιστα αμφιταλαντεύονται στην ανάγκη να δώσουν ένα τέλος, ακόμα και οδυνηρό. Η ταινία ακριβώς αυτό μας μαθαίνει: την ανάγκη να σπάσει αυτή η σιωπή και οι νέοι να μιλούν για αυτά που βιώνουν. Η ταινία απέσπασε πολλές διακρίσεις και βραβεία για την ίδια και τους συντελεστές της, ανάμεσά τους: Βραβείο Teen Choice, καλύτερης δραματικής ταινίας (2013), Βραβείο καλύτερης πρώτης ταινίας Ανεξάρτητου Πνεύματος (2013), Βραβείο της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Καλύτερου γυναικείου ρόλου για την Έμμα Γουάτσον, (Σαν Ντιέγο Καλιφόρνια 2012), Βραβείο People’s Choice (2013) Καλύτερης ηθοποιού σε δραματική ταινία και πάλι για την Έμμα Γουάτσον. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=_TGLUN2hE10 το trailer της ταινίας ΗΠΑ 1944. Διάρκεια: 88΄. Σκηνοθεσία: Otto Preminger. Σενάριο: Vera Caspary (μυθιστόρημα) Jay Dratler, Samuel Hoffenstein, Elizabeth Reinhardt (σενάριο). Πρωταγωνιστούν: Gene Tierney, Dana Andrews, Clifton Webb, Vincent Price, Judith Anderson. Η «Λάουρα», είναι ένα υποβλητικό, διαχρονικά σαγηνευτικό, κλασικό φιλμ νουάρ, από τα γοητευτικότερα της κινηματογραφικής ιστορίας, αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο από τον μεγάλο δημιουργό Otto Preminger. Μια ταινία για ασταθές της ανθρώπινης φύσης, τις φαντασιώσεις και τα πάθη των ανθρώπων, τη ζήλια, τον έρωτα, την απέχθεια, την ενοχή, την παράνοια, την αποξένωση. Δράμα, καταστροφικό πάθος συναρπαστικό μυστήριο, ρομαντισμός, μία ή τρεις τραγικές και καθόλου απλές ιστορίες έρωτα και αμαρτίας, ερωτική ψύχωση και σκοτεινά μυστικά συναντώνται σε ένα ανεπανάληπτο αριστούργημα που φλερτάρει με το σινεμά του φανταστικού και έμεινε στην ιστορία για το μυστήριό του, τις ασυνήθιστες εκπλήξεις και ανεπανάληπτες ανατροπές στο σενάριό του. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ το Σαββατοκύριακο που πέθανε η Λάουρα. Ένας ασημένιος ήλιος έκαιγε στον ουρανό σαν τεράστιος μεγεθυντικός φακός. Ήταν η πιο ζεστή Κυριακή που θυμάμαι. Ένιωθα σαν να είχα απομείνει ο τελευταίος άνθρωπος στη Νέα Υόρκη. Και πράγματι, μετά τον φρικτό θάνατό της είχα μείνει μόνος. Εγώ ο Γουάλντο Λίντεκερ, ο μοναδικός που ήξερε αληθινά τη Λάουρα, είχα αρχίσει να γράφω την ιστορία της όταν ήρθε να με δει ένας από αυτούς τους ντετέκτιβ…». Η φωνή του θεατρικού ηθοποιού Κλίφτον Γουέμπ, εκτός κάδρου, μας εισάγει ατμοσφαιρικά σε ένα από τα πιο ερωτικά φιλμ νουάρ από συστάσεως Χόλυγουντ. Ο σκληρός, επιφανειακά κυνικός και συναισθηματικά ανώριμος ντετέκτιβ Μαρκ ΜακΦέρσον, ήρωας έπειτα από μια συμπλοκή με γκάνγκστερ, με μια υφέρπουσα απέχθεια για τις ιδιοτροπίες της υψηλής κοινωνίας και καθόλου πίστη στους ανθρώπους, αναλαμβάνει να ερευνήσει τη δολοφονία της Λάουρα Χαντ, μιας πανέμορφης, χαριτωμένης και αγαπητής νεαρής διαφημίστριας με ευγενική ψυχή και λαϊκή καταγωγή που έκανε τους πάντες να την ερωτεύονται. Ο ντετέκτιβ που αγγίζει τα όρια του μύθου. Προκειμένου να μάθει και να ταιριάξει σωστά τις συνθήκες που κατέληξαν στον φόνο ξεκινά, ανυποψίαστος, μια έρευνα που καταλήγει σε δολοφονικό παιχνίδι. Ανακρίνει τους βασικούς υπόπτους, όλους δυνάμει δολοφόνους, που όμως κανένας τους δεν διαθέτει σοβαρό και επαρκές κίνητρο να διαπράξει το φόνο. Πρόκειται για τον αρραβωνιαστικό της Λάουρα, τον Σέλμπι Κάρπεντερ, ξεπεσμένο αριστοκράτη, τεμπέλη και άφραγκο, αμφιβόλου ηθικής που επιβιώνει εμπορευόμενος το όμορφο παρουσιαστικό του. Τον μεσήλικα εκκεντρικό και αδίστακτο κοσμικογράφο Γουάλντο Λίντεκερ, αριστοκράτη, με αντιφατική προσωπικότητα και βρετανικό φλέγμα, που υπήρξε μέντοράς της Λάουρα, την έβαλε στους κοσμικούς κύκλους της Νέας Υόρκης, έναν κόσμο διανοουμένων και νεόπλουτων, την θεωρεί ανεκτίμητο δημιούργημα του και την αντιμετωπίζει ως ατομική του ιδιοκτησία. Την πλούσια, ερωτευμένη με το Σέλμπι, θεία της, Αν Τρέντγουελ, μια γυναίκα κάποιας ηλικίας, με χαιρέκακο βλέμμα και ύποπτες προθέσεις και την πιστή αλλά με ελαφρά τάση προς την υστερία οικονόμο της, Μπέσι Κλέαρι. Μέσα από τις αντικρουόμενες μαρτυρίες τους διαμορφώνει άποψη για τον χαρακτήρα της νεκρής. Βλέποντας το κρεμασμένο στο σαλόνι πορτρέτο της, μαγεύεται από τη σπάνια ομορφιά της και επηρεάζεται τόσο, που σύντομα βρίσκεται και αυτός, όπως και οι υπόλοιποι άντρες της ιστορίας, ερωτευμένος και δέσμιος της ακαταμάχητης γοητείας της. Βυθίζεται στο πάθος του και ζει μια σειρά αγχωμένες φαντασιώσεις. Στο μέσον περίπου των ερευνών, ένα βράδυ ψάχνει στο δωμάτιο της, ανακατεύει τα συρτάρια, αγγίζει τα εσώρουχά της, αναπνέει το άρωμά της και τελικά κάθεται σε μια πολυθρόνα να διαβάσει το ημερολόγιο της ώσπου τον παίρνει ο ύπνος. Και τότε ένα απρόσμενο και ανατρεπτικό συμβάν τον υποχρεώνει να αναθεωρήσει όλα όσα έχει μάθει και σκεφτεί για την υπόθεση. Γιατί, όπως σε όλα τα φιλμ νουάρ έτσι και σε αυτό τίποτα δεν είναι όπως αρχικά φαίνονταν. Πίσω από το αριστοκρατικό περιβάλλον και τα φωτεινά ντεκόρ, κρύβονται πάθη και ύπουλα μυστικά καθώς και η διφορούμενη, υποκριτική, ψυχολογικά ασταθής και διεστραμμένη φύση των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων. Η Λάουρα δεν είναι τόσο αθώα και άψογη και ο ΜακΦέρσον είναι ένας σκληρός, ζηλόφθονος, σχεδόν σαδιστής ντετέκτιβ που δεν χάνει την ευκαιρία να δείξει το μίσος του για τους διανοουμένους που αυτή συναναστρεφόταν. Και εδώ η πραγματική «αλήθεια» κρύβεται πίσω από τα ίχνη και τις ενδείξεις, και η αποκάλυψή της συνδέεται με τον ξεχωριστό τρόπο που ο κάθε θεατής προσλαμβάνει τα στοιχεία που του παρέχονται. Εν ολίγοις ο καθένας μας βλέπει την αλήθεια που επιθυμεί ή είναι προετοιμασμένος να δει. Την πλοκή πυροδοτεί ο πόθος, που αυτοί οι τρεις, τόσο διαφορετικοί, άντρες τρέφουν για την Λάουρα. Αλλά ο σκηνοθέτης Otto Preminger, ένας φινετσάτος και συνειδητοποιημένος καλλιτέχνης χρησιμοποιεί την πλοκή ως αφορμή για να πλάσει αξέχαστους χαρακτήρες, να δημιουργήσει σκηνές που στοιχειώνουν με το στιλ και την υποβλητική τους ατμόσφαιρα, (η μουσική συμβάλλει καταλυτικά στη δημιουργία έντασης και σασπένς) και παραδίδει στο κοινό κάτι περισσότερο από ένα φιλμ νουάρ: μια ταινία–αποπλάνηση, από αυτές που παρακολουθούνται με αγωνία ώσπου να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του δολοφόνου και απαντηθούν τα δεκάδες ερωτήματα που γεννιούνται από την αστυνομική έρευνα. Η εκπληκτικής ομορφιάς Gene Tierney ερμηνεύει στα 24 χρόνια της το ρόλο της μοιραίας γυναίκας με ευαισθησία, άψογο στιλ και απόλυτη επάρκεια και περνάει στην αιωνιότητα. Ο Dana Andrews ενσαρκώνει άψογα τον ντετέκτιβ Μακφέρσον και καταφέρνει με μόνο ατού το πρόσωπο του να μας δείξει τον τρόμο που τον καταλαμβάνει όταν αντιλαμβάνεται ότι ερωτεύεται μια νεκρή και ένα πορτραίτο. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=u6f8jRplej8 το trailer της ταινίας ΗΠΑ, 1970. Διάρκεια: 116'. Σκηνοθεσία: Robert Altman . Σενάριο: Robert Altman –Ring Lardner Jr, από το βιβλίο «MASH: A Novel About Three Army Doctors» του Richard Hooker. Πρωταγωνιστούν: Donald Sutherland, Elliot Gould, Tom Skerrit, Sally Kellerman, Robert Duvall. Πριν 50 σχεδόν χρόνια, η ταινία M*A*S*H άλλαξε τον κινηματογράφο, έκανε τον σκηνοθέτη της Robert Altman θρύλο και τους πρωταγωνιστές της Donald Sutherland, Elliot Gould, Tom Skerrit, Sally Kellerman, κ.ά, αστέρες. Τα μηνύματά του ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να είναι επίκαιρα και το ίδιο αναγνωρίζεται ως επαναστατικό ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο σκηνοθέτης κινήθηκε εκτός της νόρμας της εποχής και άδραξε την ευκαιρία να μιλήσει για την εθνική τραγωδία των ΗΠΑ: τον πόλεμο του Βιετνάμ, που εκείνη την περίοδο ήταν σε πλήρη εξέλιξη, η έκβασή του δεν είχε ακόμα κριθεί, ενώ το κίνημα, ιδιαίτερα της νέας γενιάς εναντίον του, μέσα στην ίδια τη χώρα και σε ολόκληρο τον κόσμο, βρίσκονταν στο ζενίθ του. Δημιούργησε μια ανατρεπτική σατιρική και μαύρη κωμωδία που καταγγέλλει ωμά και ρεαλιστικά τον παραλογισμό του πολέμου. Κάθε πολέμου. Ο σαρκασμός, η ειρωνεία και η διακωμώδηση κυκλοφορεί ευρύτατα στην ταινία, απαξιώνοντας τις μυθολογίες της αμερικάνικης κοινωνίας και αποδιαρθρώνοντας τις αξίες του αμερικάνικου στρατού, διαμορφώνοντας του ένα πορτραίτο απογυμνωμένο από κάθε επικό και ηρωικό στοιχείο. Το σενάριο επικεντρώνεται στην καθημερινότητα μιας ομάδας χειρουργών που υπηρετούν σε μια Κινητή Ιατρική Μονάδα του Αμερικανικού Στρατού στην πρώτη γραμμή του πολέμου της Κορέας, το 1951. Ο Ντιουκ Φόρεστ και ο Χώκαϊ "Ανοιχτομάτης" Πιρς δυο νεαροί γιατροί μαζί με τον μυστηριώδη χειρουργό θώρακος, Τζον Μακ Ίνταϊρ "Το Καμάκι", μπουχτισμένοι, κουρασμένοι και απελπισμένοι αντιμετωπίζουν καθημερινά την φρίκη και την παράνοια του πολέμου όπως και την ανοησία της στρατιωτικής γραφειοκρατίας. Μέσα στην αίθουσα του χειρουργείου είναι συνέχεια βουτηγμένοι στο αίμα, ακρωτηριάζουν τραυματισμένους στις μάχες στρατιώτες, κλείνουν αιμορραγούσες αρτηρίες. Προσποιούνται τους αδιάφορους και σκληρούς. Έξω από το χειρουργείο αφιερώνουν όλο το δυναμισμό τους στο να παραμείνουν ψυχικά υγιείς. Για να το πετύχουν επιλέγουν ένα διαφορετικό τρόπο αντίληψης και δράσης. Υιοθετούν αντί της αναισθησίας, ή του ντοπαρίσματος με ουσίες, το καθαρό χιούμορ, μεταλλάσσουν τη θητεία τους σε μια ανεπανάληπτη, σουρεαλιστική περιπέτεια και αποδεικνύουν ότι ακόμα και μέσα στην κόλαση του πολέμου, υπάρχει χώρος για σάτιρα και χαμόγελο, έστω ειρωνικό. Είναι σαν να υπάρχει κάτι στον ίδιο τον πόλεμο που τους εμπνέει να οργανώνουν, σαν παιδιά, φάρσες με τις οποίες φτιάχνουν το κέφι ολόκληρου του στρατοπέδου και μαζί του θεατή. Βάζουν μικρόφωνα κάτω από το κρεβάτι της αδελφής προϊστάμενης «Καυτά Χείλη», Μάργκαρετ Χούλιχαν και τα συνδέουν με μεγάφωνα έτσι που όλοι ακούν τις ερωτικές της περιπτύξεις ή στήνουν ενέδρα για να την δουν γυμνή στο ντους. Οι τρεις μαζί βιώνουν μια σειρά από «περίεργα» επεισόδια όπως ένας αγώνας ποδοσφαίρου με μια άλλη στρατιωτική μονάδα, ένα ταξίδι στο Τόκιο για να χειρουργήσουν το γιο ενός γερουσιαστή και να παίξουν γκολφ, ή ανακαλύπτουν ότι η αδελφή προϊσταμένη, είναι φυσική ξανθιά. Στην ταινία ο πόλεμος παρουσιάζεται τόσο ρεαλιστικά που κάποιοι κριτικοί σχολίασαν αρνητικά το γεγονός ότι οι στρατιώτες εμφανίζονται βρώμικοι σε σχέση με εκείνους αντίστοιχων ταινιών, για να πάρουν την αποστομωτική απάντηση του σκηνοθέτη ότι οι στρατιώτες στον πόλεμο είναι πάντα βρώμικοι. Ο Altman, ένας από τους σημαντικότερους αμερικανούς σκηνοθέτες , γύρισε στη διάρκειας μιας μακράς και ξέφρενα δημιουργικής καριέρας μερικές από τις κορυφαίες ταινίες (το Cine Δράση έχει προβάλει την ταινία του «Στιγμιότυπα») και έβαλε την υπογραφή του σε μερικά από τα πιο ασυνήθιστα και τολμηρά σε ύφος και θεματική σχέδια που ξεπήδησαν ποτέ στα χρονικά του μοντέρνου αμερικανικού σινεμά και της παγκόσμιας κινηματογραφίας. Στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 70, όταν το Χόλυγουντ ακροβατούσε προσπαθώντας, μάταια από όσο αποδείχτηκε στη συνέχεια, να ισορροπήσει ανάμεσα στη δύναμη της ανερχόμενης τηλεόρασης που απειλούσε την μέχρι τότε παντοκρατορία του και την διάχυτη αμφισβήτηση της αμερικάνικης νεολαίας, που διέβρωνε υπόγεια τις εικόνες του, δημιούργησε το M*A*S*H το πρώτο του μεγάλο αριστούργημα και την καλύτερη αντιπολεμική σάτιρα όλων των εποχών με την οποία έγινε γνωστός στους εξεγερμένους της εποχής. Εργάστηκε πάντα με τους δικούς του όρους εντός και εκτός χολιγουντιανού συστήματος, ύψωσε ανάστημα ενάντια σε ισχυρότατα στούντιο προκειμένου να υπερασπίσει το εκάστοτε όραμά του, ακολούθησε ανεξάρτητες και τυχοδιωκτικές διόδους για να χρηματοδοτήσει τις παράτολμες παραγωγές του. Λέγεται ότι όταν σκηνοθετούσε το φιλμ απήλαυσε μεγάλη καλλιτεχνική ελευθερία και καθόλου λογοκρισία γιατί την ίδια ακριβώς περίοδο η 20th Century Fox ήταν απορροφημένη στην επίβλεψη των πολεμικών υπερπαραγωγών «Πάττον, ο θρύλος της Νορμανδίας» και «Τόρα, Τόρα, Τόρα!» με τις οποίες φιλοδοξούσε να αποσπάσει μεγάλα χρηματικά ποσά και Βραβεία. Πράγματι ο «Πάττον» έκλεψε το Οσκαρ καλύτερης ταινίας από το M*A*S*H αλλά διαχρονικά το τελευταίο είναι αυτό που επέζησε ενώ τα δύο άλλα ξεχάστηκαν. Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών αλλά κυρίως των Sutherland και Gould, είναι κορυφαίες και συνέβαλαν ώστε το φιλμ να γίνει μεγάλη εμπορική επιτυχία και να έχει θερμή υποδοχή από κριτικούς και κοινό. Το M*A*S*H κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών (1970), είχε 5 υποψηφιότητες για Όσκαρ: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου (το κέρδισε), β΄ γυναικείου ρόλου και μοντάζ. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την περιέλαβε (56η) στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών και την κατέταξε 7η στη λίστα με τις καλύτερες κωμωδίες. Εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=4UeYGS0UU6E το trailer της ταινίας Σαουδική Αραβία 2012. Διάρκεια: 98'. Σκηνοθεσία- Σενάριο: Haifaa Al Mansour. Πρωταγωνιστούν: Reem Abdullah, Waad Mohammed, Abdullrahman Al Gohani, Ahd, Sultan Al Assaf. Η πρώτη ταινία που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στο Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, μια χώρα όπου εδώ και τριάντα χρόνια απαγορεύεται η λειτουργία κινηματογραφικών αιθουσών. Σκηνοθετήθηκε δε από γυναίκα η οποία, σε κάποιες υπέρ-συντηρητικές περιοχές έδινε εντολές με walkie-talkie για να μην προκαλέσει τους άντρες και τιμωρηθεί. Η τόλμη της δημιουργού να πραγματοποιήσει γυρίσματα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες προσδίδει ήδη στο φιλμ μια μεγάλη αξία. Αλλά οι αρετές του δεν περιορίζονται σε αυτό. Όπως αποδεικνύουν οι πολλές διεθνείς διακρίσεις του και η ανταπόκριση του κοινού στις αίθουσες που προβλήθηκε, πρόκειται για ένα φιλμ που παρουσιάζει με διεισδυτικό τρόπο ένα ακριβές πορτρέτο της κατάστασης των γυναικών στο Βασίλειο και αναδεικνύει την ανάγκη θεσμικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων τους σε μια αυστηρή και απόλυτα ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η ταινία ασκεί κριτική σε ακραίες και ανυπόφορες ιδεολογίες, λειτουργεί σε πολλά επίπεδα και αναδεικνύει με πείσμα, ευαισθησία, συγκίνηση και χιούμορ περίπλοκα θέματα όπως η ατομική ελευθερία, η ανοχή στο διαφορετικό, η ελπίδα και η επιμονή με τα οποία μπορούν να συνδεθούν όλοι οι πολιτισμοί του κόσμου. Η Σαουδική Αραβία είναι μία χώρα, που όπως όλες οι θεοκρατούμενες (όποιος και να είναι ο θεός τους) κυριαρχείται από κουλτούρα σεξισμού, νοσηρού πουριτανισμού, τυπολατρίας, ψεύτικου σεβασμού και υποκρισίας. Υπάρχει πάντα η απαίτηση οι γυναίκες, που στερούνται ακόμα και το δικαίωμα ψήφου, να συμπεριφέρονται σύμφωνα με το δόγμα: «η φωνή της γυναίκας δεν πρέπει να ακούγεται γιατί αυτό είναι που την εξευτελίζει». Βέβαια, για να μην ξεχνιόμαστε, οι γυναίκες έχουν παγκοσμίως περιορισμούς που τις εμποδίζουν να είναι ο εαυτός τους. Αν η συμπεριφορά τους αποκλίνει από τη νόρμα θεωρούνται αμφιλεγόμενες. Σε ένα οπισθοδρομικό μέρος όπως το Βασίλειο στιγματίζονται και τιμωρούνται αυστηρά. Οι άντρες, πατέρες κοριτσιών ενθαρρύνονται νομικά και κοινωνικά στην πολυγαμία ώσπου να βρουν την κατάλληλη νύφη που μαζί της θα αποκτήσουν αγόρι και θα διαιωνίσουν το όνομά τους. Μία μαθήτρια της έκτης δημοτικού, για παράδειγμα, υποχρεώνεται να παντρευτεί έναν κανονισμένο από τα πριν, άγνωστό της γαμπρό, που μπορεί να είναι οποιασδήποτε ηλικίας, αλλά δεν μπορεί να δείξει στις συμμαθήτριες της την τελετή και να «χαρεί» μαζί τους την «ευτυχία» της αφού οι φωτογραφίες όπως και τα λουλούδια είναι απαγορευμένα. Για έναν άντρα θεωρείται φυσικό να παρενοχλήσει στο δρόμο λεκτικά (και αυτό είναι το λιγότερο) μια νεαρή κοπέλα, αλλά το να ανέβει η ίδια σε ένα ποδήλατο αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την αγνότητά της. Εξάλλου η οδήγηση οποιουδήποτε οχήματος συμπεριλαμβανομένου και του ποδηλάτου απαγορεύεται για αυτές. Η συνάντηση στο σπίτι δύο συνομηλίκων εφήβων, ενός αγοριού και ενός κοριτσιού, θεωρείται ραντεβού με «παράνομο» αγαπητικό, είναι ρετσινιά την οποία η αστυνομία καταγράφει στο βιβλίο συμβάντων ως «απόπειρα κλοπής». Η ταινία βασίζεται σε μια απλή ιστορία. Η Wadjda είναι ένα δεκάχρονο πολυμήχανο καταφερτζίδικο αγοροκόριτσο με μεγάλα όνειρα, πολλές προοπτικές, αστείρευτο κέφι, δυναμικό χαρακτήρα και συνεχώς κινείται στα όρια του επιτρεπτού. Ζει σε ένα προάστιο του Ριάντ, της πρωτεύουσας της Σαουδικής Αραβίας, είναι κόρη δασκάλας και ενός «φευγάτου», σπάνια παρόντα παιχνιδοπώλη με συζυγικά προβλήματα. Για να ξεφεύγει από τους θρησκευτικούς ή κοινωνικούς περιορισμούς και τα σαθρά ήθη των μεγάλων καταφεύγει, όπως κάθε αθώο παιδί, στο ζην επικινδύνως: ακούει παράνομα στο σπίτι ποπ μουσική, ανταλλάσσει καλλυντικά με τις συμμαθήτριες της, πειράζει και κοντράρεται με ένα συνομήλικο φίλο της και άλλες τέτοιες «σατανικές» δραστηριότητες. Κάποια στιγμή ερωτεύεται ένα πράσινο ποδήλατο και αποφασίζει να κάνει τα πάντα για να το αποκτήσει. Στο δρόμο της θα βρει πολλά εμπόδια, με κυριότερα την απαγόρευση και την έλλειψη χρημάτων. Το χρηματικό βραβείο ενός σχολικού διαγωνισμού ανάγνωσης του Κορανίου, ενασχόληση που δεν είναι από τις αγαπημένες της, ίσως θα της επέτρεπε να το αποκτήσει. Θα τα καταφέρει να κατατροπώσει αυτό τον κυκεώνα των απαγορεύσεων και κατ΄ επέκταση αυτή και όλα τα κορίτσια σαν αυτή θα καταφέρουν να ανασχηματίσουν και να επαναπροσδιορίσουν τη χώρα τους; Στην ταινία εκτός από την Wadjda εμφανίζονται μερικοί πολύ δυνατοί θετικοί και αρνητικοί γυναικείοι χαρακτήρες, όπως η μητέρα της, η διευθύντρια του σχολείου κ.ά. Αν και δείχνει σαν μια ταινία που απευθύνεται στις γυναίκες στην πραγματικότητα μιλάει για τον κάθε μέσο Σαουδάραβα. Οι αντρικοί χαρακτήρες της δεν παρουσιάζονται στερεοτυπικά ως «κακοί», αλλά όλοι άντρες και γυναίκες εμφανίζονται ως συνταξιδιώτες στο πλοίο της ζωής, υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του συστήματος για οποιαδήποτε πράξη τους και πιεσμένοι αμφότεροι να συμπεριφέρονται και να αντιδρούν με συγκεκριμένο τρόπο. Η σκηνοθέτης Haifaa Al Mansour, έχει σαφείς επιρροές από τον ιρανικό σινεμά και θεωρείται από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του κινηματογράφου στη χώρα της. Εξ αιτίας της προσπάθειάς της έχει ανακινηθεί η ανάγκη να λειτουργήσουν πάλι οι κινηματογραφικές αίθουσες. Το έργο της έχει οπαδούς και αντίπαλους, καθώς τροφοδοτεί συζητήσεις για θέματα ταμπού και ανακινεί την υποχρέωση των Σαουδαράβων να αναθεωρήσουν τις παραδόσεις και την καταπιεστική τους κουλτούρα. Μέσα από τις ταινίες της και τη δουλειά της στην τηλεόραση και τα έντυπα, δίνει βήμα για να ακουστούν η φωνή βουβών και αποκομμένων από τη ζωή γυναικών. Η δωδεκάχρονη πρωταγωνίστρια, Waad Mohammed, κάνει εδώ το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, δίνει μια εξαιρετική, σχεδόν καθηλωτική, ερμηνεία και λειτουργεί σαν alter ego της σκηνοθέτριας και όλων αυτών που, ανεξαρτήτως κουλτούρας, επιθυμούν κάτι διαφορετικό, δεν συμβιβάζονται με την κρατούσα κατάσταση και επιδιώκουν την ανατροπή της. Η ταινία κατέκτησε 22 βραβεία σε διοργανώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο και είχε επιπλέον 32 υποψηφιότητες. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=OPs5zaiCFck, το trailer της ταινίας Μ.Βρετανία, 1949. Διάρκεια: 104’. Σκηνοθέτης: Carol Reed. Σενάριο: Graham Greene, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημά του. Φωτογραφία: Robert Krasker. Μουσική: Anton Karas. Πρωταγωνιστούν: Joseph Cotton, Orson Welles, Alida Valli, Trevor Howard, Bernard Lee, Ernst Deutsch. Για τον «Τρίτο άνθρωπο» έχουν γραφτεί πολλά από κριτικές, σχόλια, άρθρα, διδακτορικές διατριβές μέχρι ολόκληρα βιβλία. Ένας από τους μεγαλύτερους κριτικούς του κινηματογράφου ο Roger Ebert, που έφυγε από τη ζωή πρόσφατα, σημείωνε: «Από όλες τις ταινίες που έχω δει, αυτή ενσαρκώνει τη μαγεία του να πηγαίνεις σινεμά» Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, ανάμεσά τους το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο Φεστιβάλ Καννών (1949), Βραβείο καλύτερης Φωτογραφίας της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (1951), Βραβείο BAFTA καλύτερης βρετανικής ταινίας (1950). Θεωρείται η καλύτερη Αγγλική ταινία του 20ου αιώνα (British Film Institute) και ψηφίστηκε ως μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Και δικαίως αφού αποτελεί μια μαγική ιστορία μυστηρίου και αγωνίας, ένα γρήγορο, απολαυστικό θρίλερ εντυπωσιακού κινηματογραφικού στυλ, με συνεχείς ανατροπές στη δράση και στους χαρακτήρες των ηρώων που δεν αφήνουν το θεατή να πάρει ανάσα από την αρχή μέχρι το τέλος της και ίσως και μετά από αυτό. Σήμερα, σχεδόν 70 χρόνια από την δημιουργία της εξακολουθεί να παραμένει εντελώς μοντέρνα και σύγχρονη από κάθε άποψη. Από όλα όσα διαβάσαμε για το φιλμ η κριτική του Λουκά Κατσίκα: Carol Reed «Εκδόσεις του φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης» μας φάνηκε η πλέον αντιπροσωπευτική και σας την παραθέτουμε: «Πίσω από το εξαιρετικό σενάριο του Graham Greene, την απ’ όλες τις όψεις μοντέρνα σκηνοθεσία του Carol Reed, την ανορθόδοξη μουσική υπόκρουση του Anton Karas, τις υπέροχες φωτοσκιάσεις του Robert Krasker και την μυθική ολιγόλεπτη εμφάνιση του Orson Welles, το πιο επιδραστικό νουάρ στην ιστορία ολόκληρου του αγγλικού σινεμά εξακολουθεί να παραμένει στην καρδιά ένα περίτεχνο δράμα για μια χούφτα ανθρώπους και τα ίχνη που αφήνουν σε μια κατεστραμμένη από τον πόλεμο τοποθεσία της Ευρώπης. Ο τρίτος άνθρωπος είναι η ιστορία του Χάρι Λάιμ, ενός αμοραλιστή ήρωα που διάλεξε να πουλήσει την ψυχή στο διάβολο και αμέσως μετά σκηνοθέτησε περίτεχνα την εξαφάνισή του. Έγινε και αυτός σκιά σε μια ασπρόμαυρη και σκυθρωπή πόλη. Είναι επίσης η ιστορία του Χόλι Μάρτινς, ενός αφελούς αμερικανού συγγραφέα που μέχρι τότε γνώριζε τις έννοιες του καλού και του κακού μόνο μέσα από τις απλουστευμένες εκδοχές που τους έδινε η λαϊκή πένα των συγγραμμάτων του, για να έρθει η στιγμή να τις αντικρίσει πρώτη φορά κατά πρόσωπο. Είναι τέλος η ιστορία μιας γυναίκας που ζει με πλαστή ταυτότητα και με τη νωπή ακόμα ανάμνηση μιας χαμένης αγάπης. Ενός κυνικού, πραγματιστή στρατιωτικού, ο οποίος θέτει ως καθήκον του να εξαρθρώσει τη δολοφονική δράση του Λάιμ. Και μιας ολόκληρης γωνιάς στην Ευρώπη που επιχειρεί να ορθοποδήσει μέσα από τα ερείπια και τις ανοιχτές ακόμη πληγές που της άφησε ο πόλεμος. Στην πιο διάσημη από τις τρεις συνολικά συνεργασίες τους, ο συγγραφέας Graham Greene και ο σκηνοθέτης Carol Reed τοποθετούν τις αλληλοσυμπληρούμενες αυτές ιστορίες στο μέσο μιας επιβλητικής, μπαρόκ Βιέννης η οποία δεσπόζει στο φιλμ ως ρεαλιστικό σκηνικό αλλά και ως σύμβολο. Από τη μια πλευρά είναι η ρημαγμένη μητρόπολη που μαστίζεται καθημερινά από τη μαύρη αγορά, την παρανομία, την καταπιεστική αστυνόμευση, την πλήρη ψυχολογική κατάπτωση των κατοίκων της. Από την άλλη στέκει ως η ιδανικότερη αντανάκλαση ενός χαοτικού μεταπολεμικού κόσμου, ο οποίος τελεί κάτω από τον άγραφο νόμο της επιβίωσης, σε βάρος κάθε ηθικής αξίας. Γέννημα θρέμμα αυτού του αδυσώπητου κόσμου είναι ασφαλώς ο Χάρι Λάιμ. Ο σκηνοθέτης επιλέγει και σοφά να τον κρατήσει εκτός κάδρου για το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ. Με έναν ευρηματικό, εντούτοις, τρόπο κατορθώνει και τον διατηρεί συνεχώς παρόντα στη δράση, μέσω της αναζήτησης που αποπειράται ο φίλος του Χόλι, γι’ αυτόν. Μέσα από το γεγονός του αιφνίδιου και παντελώς μυστηριώδους θανάτου του. Μέσα από τις αφηγήσεις μιας πλειάδας οικείων του ανθρώπων, οι οποίες όμως καταλήγουν να είναι αντιφατικές μεταξύ τους. Μέσα από αυτά τα θραύσματα χαρακτηρολογίας ο Χάρι Λάιμ προκύπτει ως ένα γιγάντιο αίνιγμα, ένα συνεχές διφορούμενο για τον ερευνητή-ήρωα και για τον ίδιο τον θεατή. Υπήρξε πραγματικά ο εμπνευστής και εκτελεστής μιας μαζικής επιχείρησης νοθευμένων φαρμάκων, που είχε ως αποτέλεσμα μια ολόκληρη σειρά από ανθρώπινες απώλειες; Ή μήπως στάθηκε εξιλαστήριο θύμα για την αστυνομία και τον υπόκοσμο; Ο χαμός του ήταν όντως ατύχημα; Ή μήπως επρόκειτο για δολοφονία; Ο θάνατός του συνέβη πραγματικά; Ή μήπως αποτέλεσε μια έξοχα σκηνοθετημένη κίνηση; Μυθολογώντας, για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, τον μεγάλο, αμφιλεγόμενο απόντα της πλοκής, ο Reed τραβά στη συνέχεια την κουρτίνα και σαν γνήσιος θαυματοποιός λύνει αιφνίδια τα μάγια της εξαφάνισής του. Μία ώρα ακριβώς μετά το ξεκίνημα της ταινίας ο Χάρι Λάιμ επιστρέφει άξαφνα από τον κόσμο των νεκρών όπου υποτίθεται πως είχε μετοικήσει. Ξεπροβάλει κυριολεκτικά μέσα από το σκοτάδι, για να χαθεί δευτερόλεπτα μετά πάλι μέσα του. Σαν να βρίσκει σε αυτό το ασφαλές καταφύγιό του. Το μόνο που μένει στον θεατή από τη φευγαλέα του εμφάνιση είναι ένα ζευγάρι διαβολικά έξυπνα μάτια και ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Λίγη ώρα αργότερα ο Λάιμ θα επιστρέψει ξανά για να συναντήσει τον παλιό του γνώριμο Χόλι και να του συνοψίσει ολόκληρη την παγερή κοσμοθεωρία του σε έναν μονόλογο που έμελλε να μείνει κλασικός (και ο οποίος φημολογείται ότι γράφτηκε από το χέρι του ίδιου του Welles που υποδύθηκε τον ρόλο). Ερμηνευμένος με έναν ραδιούργο συνδυασμό γοητείας και κινδύνου από τον Orson Welles, ο Χάρι Λάιμ αποτελεί μια σαγηνευτική περίπτωση κακού. Γύρω από τον εντυπωσιακό αυτό χαρακτήρα που αποτελεί κινητήριο άξονα της δράσης, οι ήρωες του φιλμ συναντιούνται και χωρίζουν, κυνηγούν και κυνηγιούνται διανύοντας τις ίδιες κυκλικές, επαναληπτικές τροχιές που θα τους φέρουν μοιραία όλο και πιο κοντά στον προορισμό τους, την υποχρέωσή να διαλέξουν για τον εαυτό τους ένα σαφές ηθικό στρατόπεδο ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Να επιλέξουν την επαγρύπνηση ή τον εφησυχασμό. Την αντίσταση ή τη συνενοχή. Σε μια πραγματικότητα, όμως, όπου τα όρια ανάμεσα στη δικαιοσύνη και την ανομία, το σωστό και το άδικο μοιάζουν πλέον δυσδιάκριτα και συχνά διφορούμενα, το να ταχθείς με σαφήνεια σε ένα από τα δύο θεμελιώδη αυτά άκρα ίσως να είναι και η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση. Κάπου εδώ όμως βρίσκεται και το ουσιαστικό βάρος της ταινίας, το ζήτημα της ηθικής και η δυσκολία των ανθρώπων να αντεπεξέλθουν στα καλέσματα και τα αμέτρητα διλήμματά της, έτσι όπως αντανακλάται στις πράξεις και σφραγίζει τις επιλογές των πάντων μέσα στο φιλμ. Ο Reed διογκώνει το αίσθημα ανασφάλειας και αποπροσανατολισμού και διακρίνει τους ήρωες του, βάζοντάς τους να κινηθούν στους λαβυρίνθους ενός αστικού σκηνικού που αποπνέει μόνο αναρχία. Όλοι τους μοιάζουν κατατρεγμένοι από τις ίδιες σκιές που μεγεθύνονται τη νύχτα στους τοίχους, γλιστρούν από τις γωνίες της πόλης, παραμονεύουν σε κάθε στενό της ετοιμόρροπης αρχιτεκτονικής. Με τη βοήθεια της εντυπωσιακής εξπρεσιονιστικής φωτογραφίας, ο σκηνοθέτης συλλαμβάνει αυτούσια την υποβλητική συμφωνία του φωτός με το σκοτάδι, την ασταθή και κλειστοφοβική γεωμετρία της δαιδαλώδους Βιέννης, την αίσθηση της αβεβαιότητας, του αφιλόξενου και του απρόβλεπτου που αναδύεται από τα χαλάσματά της. Ο τρίτος άνθρωπος διαλέγει να χαθεί μέσα σε αυτό το ντεκόρ. Περιπλανιέται από την αρχή μέχρι το τέλος σε έναν κατ’ επίφασιν πολιτισμένο κόσμο όπου κάθε βήμα ισοδυναμεί συχνά με έναν μικρό ηθικό θάνατο». Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=YqdhxErZXjI το trailer της; ταινίας Νότια Κορέα. Διάρκεια:116΄.Σκηνοθεσία: Hae-jun Lee. Σενάριο: Lee Hey-jun. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Kim Byung-seo. Μουσική: Kim Hong-jip. Πρωταγωνιστούν: Jae-Yeong Jeong, Ryeowon Jung. Ο ''Ναυαγός στο φεγγάρι'', δεν είναι απλά ένα ακόμα φιλμ. Είναι χιλιάδες συναισθήματα και ερωτήματα από καιρό μπλεγμένα μέσα στον καθένα μας που ψάχνουν τρόπο να λυθούν. Μια ποιητική δημιουργία, μια ρομαντική κομεντί που με αιχμηρά σχόλια, μαύρο χιούμορ και αισιοδοξία τοποθετείται πάνω στον σύγχρονο τρόπο ζωής του καπιταλισμού, τον στιγματισμό των ανθρώπων, την αποξένωση τη μοναξιά, την καταπίεση, την κατάθλιψη και την οικολογία. Ένας νοτιοκορεάτης γιάπης, με ένα υπέρογκο χρέος στις τράπεζες και αποτυχημένη προσωπική ζωή, αφού η γυναίκα του τον θεωρεί άχρηστο, χάνει τη δουλειά του. Στα όρια της κατάθλιψης αποφασίζει να αυτοκτονήσει πέφτοντας από μια γέφυρα του ποταμού Χαν στη μέση της μητρόπολης Σεούλ. Καθώς δεν ξέρει να κολυμπάει του φαίνεται σίγουρος τρόπος για να πετύχει το σκοπό του. Δεν πνίγεται όμως και ξυπνώντας το άλλο πρωί ανακαλύπτει ότι βρίσκεται σε άγνωστο έδαφος, σκεπασμένος με άμμο. Στιγμιαία νομίζει ότι είναι στον παράδεισο, αλλά σύντομα διαπιστώνει ότι το νερό τον έχει ξεβράσει σε ένα ανώνυμο, βρώμικο νησάκι στο κέντρο του ποταμού, μερικά χιλιόμετρα μόνο μακριά από τον πολιτισμό. Από εκεί που είναι μπορεί να παρακολουθεί τη ζωή της πόλης, να βλέπει την κίνηση στους δρόμους, τους τεράστιους ουρανοξύστες και τη μεγάλη γέφυρα από την οποία έπεσε, αλλά αφού δεν κολυμπάει με τίποτα δεν μπορεί να επιστρέψει. Προσπαθώντας να επιβιώσει από το παράδοξο αυτό ναυάγιο και σε πρωτόγνωρες για αυτόν συνθήκες, φέρεται σαν ναυαγός. Μόνος του μέσα στη φύση, ζει τελείως πρωτόγονα, τρώει μανιτάρια και ψάρια, ανάβει φωτιά για να ζεσταθεί, κοιμάται μέσα σε σκουπίδια. Παράλληλα έχει τον χρόνο να σκεφτεί και να ανακαλύψει με τον πιο γλυκό, αστείο και αληθινό τρόπο, αυτά που φοβόταν περισσότερο τη ίδια τη ζωή, τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, την κοινωνία και τη φύση. Στην πόλη, τώρα σε ένα από τους ουρανοξύστες απέναντι από το νησί βρίσκεται μια αγοραφοβική νεαρή κοπέλα, που έχει τρία χρόνια να βγει από το σπίτι της και να δει το φως του ήλιου. Με τα ατίθασα μαλλιά και τα παλιά, ξεφτισμένα της ρούχα μοιάζει με ναυαγό. Και όντως πρόκειται για μια ιδιότυπη «ναυαγό» της ζωής που «ζει» κυριολεκτικά μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή της, ενώ μέσω των πολλών ψεύτικων προφίλ της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαμορφώνει την ψευδαίσθηση μιας φυσιολογικής ζωής. Εκτός από το διαδίκτυο η μόνη της επαφή με τον έξω κόσμο είναι το φωτοτηλεσκόπιο της με το οποίο παρακολουθεί και φωτογραφίζει το φεγγάρι. Μια μέρα, με αυτό ακριβώς το τηλεσκόπιο, ανακαλύπτει τον άνδρα που ζει μόνος του στο έρημο νησί. Στην αρχή πιστεύει ότι είναι ο προσωπικός της εξωγήινος, αλλά μέρα με τη μέρα, η μοναχική και ήρεμη ζωή του κινεί όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον της και αρχίζει να επικοινωνεί μαζί του με ένα περίεργο τρόπο. Η επικοινωνία αυτή, κάνει και τους δύο να συνειδητοποιήσουν πως η ανθρώπινη ζωή έχει και άλλες πτυχές τι οποίες δεν είχαν φανταστεί. ’Έρχεται έτσι η ώρα που η κοπέλα αποφασίζει να αφήσει το δωμάτιό της στην αρχή φορώντας κράνος για να νοιώθει προστατευμένη σε έναν κόσμο που τον βρίσκει πολύ επικίνδυνο. Η ταινία είναι η πρώτη του Κορεάτη σκηνοθέτη Hae-jun Lee. Παρά την απειρία του θα καταφέρει να δημιουργήσει μια ποιητική ταινία, χρησιμοποιώντας μοντέρνα σκηνοθεσία, εκμεταλλευόμενος πλήρως ένα συμβολικό και σχεδόν σουρεαλιστικό σενάριο, ισορροπώντας υπέροχα ανάμεσα στο έξυπνο χιούμορ και τα δραματικά στοιχεία και αξιοποιώντας πολλά ποιητικά πλάνα από τη φύση, το ποτάμι και την πόλη. Μια ταινία που θέτει και απαντά με αισιοδοξία σε ερωτήματα που απασχολούν κάθε σύγχρονο άνθρωπο: Μπορεί σήμερα κάποιος από εμάς που έχουμε μάθει να υπερκαταναλώνει και να χρησιμοποιεί μόνο πιστωτικές κάρτες, να ανακαλύψει την πρωταρχική του φύση; Θα καταφέρει η νέα κοπέλα και κατ΄ επέκταση κάθε νέος σαν αυτή που ζει μια εικονική πραγματικότητα, απομονωμένη μπροστά στον υπολογιστή της να βρει το κίνητρο που θα την ωθήσει έξω από την ιδιότυπη φυλακή της; Αν τέλος, η κοινωνία είναι εχθρική προς τα μέλη της, ποιός ο λόγος να παραμένουμε σε αυτή; Οι ηθοποιοί είναι και οι δύο άψογοι και εξαιρετικά πειστικοί στους ρόλους ανθρώπων που έμειναν πολύ μόνοι τους και φοβούνται τους άλλους. Το φιλμ βραβεύτηκε με πολλά βραβεία σε ασιατικά και ευρωπαϊκά Φεστιβάλ. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=JmyqBGMb9qk το trailer της ταινίας ΗΠΑ, 1969. Διάρκεια: 95’. Σκηνοθεσία: Dennis Hopper. Σενάριο: Peter Fonda, Dennis Hopper, Terry Southern. Πρωταγωνιστούν:Peter Fonda, Dennis Hopper, Jack Νicholson,Virgil Frye, Antonio Mendoza. Η ταινία, στην οποία αναβιώνουν παραστατικά η ζωή και η νοοτροπία της νεολαίας στην δεκαετία 1960, μια δεκαετία όπου έμεινε στην ιστορία ως η εποχή της επανάστασης των νέων που απορρίπτουν ως ψεύτικο τον κόσμο που τους περιβάλλει και αμφισβητούν κάθε είδος κατεστημένο και όλα όσα είχαν μέχρι τότε ισχύ θεσφάτου: τα ήθη και τα έθιμα, τις ηθικές αρχές και αξίες, τις διακρίσεις λόγω φυλής ή φύλου, τον πόλεμο και το κυνηγητό των εξοπλισμών, την εμπορευματοποίηση του σεξ, τον τρόπο που ασκείται η πολιτική σε βάρος των πολλών και υπέρ των ολίγων και γενικά όλα όσα αποτελούν τη καρδιά αυτού που συνήθως προσδιορίζουμε με το χαρακτηρισμό «αμερικάνικος τρόπος ζωής». Αποτελεί ορόσημο του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά και της κινηματογραφικής αντικουλτούρας, μια απόλυτη και ολοκληρωμένη αποτύπωση του πνεύματος άναρχης ελευθερίας, ανησυχίας, διαρκούς, συχνά ακραίας και πάντα απόλυτης αμφισβήτησης. Παρουσιάζει εικόνες και καταστάσεις που ακόμα και σήμερα μπορούν να σοκάρουν. Τότε ήταν απολύτως πρωτοποριακές: δεν είχαν ποτέ πριν αποτυπωθεί σε φιλμ. Σαν ένα είδος ροκ γουέστερν προβάλει την αίσθηση της ελευθερίας του ανοιχτού ορίζοντα και των ατέλειωτων αυτοκινητόδρομων, ενώ σαν ένα ρεαλιστικό δράμα διαπιστώνει την πικρή διάψευση του αμερικάνικου ονείρου. Το σενάριο είναι σχετικά απλοϊκό. Δύο περιθωριακοί τύποι, χίπις και μικροέμποροι ναρκωτικών, ο Γουάιτ και ο Μπίλι, μετά από μια επιτυχημένη πώληση αποφασίζουν να αναζητήσουν νέες εμπειρίες και να ξοδέψουν τα χρήματα που κέρδισαν διασχίζοντας την Αμερική από το Κολοράντο μέχρι το Καρναβάλι της Νέας Ορλεάνης. H κοινωνία γύρω τους είναι απορριπτέα για αυτό κύριο μέλημα τους είναι ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων τους με τα πάντα: την κοινωνία, τη φύση, την οικογένεια, τις σχέσεις με το άλλο φύλο κοκ. Ελεύθεροι και ωραίοι αγοράζουν δύο μηχανές Harley Davidson (που έκτοτε έγιναν σύμβολο κάθε ανεξάρτητου πνεύματος) και με αυτές ξεκινούν ένα ταξίδι ελευθερίας στον ανοιχτό ορίζοντα των ατελείωτων αυτοκινητόδρομων. Στην περιπλάνηση τους στην επαρχιακή Αμερική έρχονται σε επαφή με απρόοπτες καταστάσεις και παράξενους χαρακτήρες. Μπλέκουν με χίπικες ομάδες σε κοινόβια, έναν οικογενειάρχη αγρότη, δύο πόρνες, κυνηγιούνται από σκληροτράχηλους μπάτσους και χωρικούς που δεν κατανοούν, αντίθετα μισούν τους περίεργους νέους. Τίποτα δεν τους προσφέρει γαλήνη, χαρά και ελευθερία, μόνον ο δρόμος, και αυτός όχι για πολύ. Η συνάντησή τους με έναν απίθανο και φιλοσοφημένο αλκοολικό δικηγόρο, έχει σαν αποτέλεσμα να προστεθεί και αυτός στην παρέα τους και να τους βοηθήσει στην αναζήτηση του νοήματος της ζωής και της προσωπικής τους ελευθερίας. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί και όπως περίπου αναφέρει το μότο τους: «Ένας άντρας πήγε να ψάξει σε όλη την Αμερική για την αλήθεια της γενιάς του. Και δεν βρήκε πουθενά ούτε την αλήθεια ούτε την Αμερική. Και δεν θα μπορούσε να την βρει πουθενά…» Η ταινία θεωρείται κλασική και σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου. Είναι μια από τις πρώτες που προτείνουν ανανέωση της θεματολογίας και της κινηματογραφικής γραφής και σηματοδοτούν την νέα εποχή του αμερικανικού κινηματογράφου, του περιβόητου «New Hollywood Cinema». Αργές κινήσεις, γρήγορα κοψίματα, ακίνητες εικόνες, χρήση ασπρόμαυρης και έγχρωμης εικόνας, επιθετική χρήση του ήχου. Η χρήση του αποστειρωμένου χώρου των στούντιο σταματά και τα γυρίσματα γίνονται έξω στη φύση και εκ των πραγμάτων είναι δυσκολότερα. Η σημασία της πλοκής υποχωρεί, ενώ οι χαρακτήρες και η ανάλυσή τους γίνεται πιο ουσιαστικός παράγοντας της εξέλιξης του φιλμ. Οι ήρωες δίνουν τη θέση τους σε αντιήρωες, άτομα χαμένα, αποτυχημένα, χωρίς προσανατολισμό. Δεν είναι καλά παιδιά, αλλά παρόλα αυτά, είναι γοητευτικοί και συμπαθείς. Και βεβαίως δεν υπάρχει το αναμενόμενο happy end. Είναι σίγουρο ότι θα πεθάνουν, διότι ο νόμος κερδίζει πάντα σε σχέση με την παρανομία, αλλά δεν θα πεθάνουν έγκλειστοι, στη φυλακή ή κάπου αλλού, αλλά ελεύθεροι. Η ταινία επιφέρει, επίσης, μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο παραγωγής. Ο πόλεμος του Βιετνάμ και οι συνέπειες του αλλάζουν τη νεολαία και κατά συνέπεια τις προτιμήσεις των φίλων του κινηματογράφων. Οι ανώδυνες ταινίες που κατασκευάζονται βάσει παλαιότερων συνταγών δεν βρίσκουν πλέον θεατές, ενώ η τηλεόραση που αναπτύσσεται εκείνη ακριβώς την εποχή αποτελεί μεγάλη απειλή και συρρικνώνει ακόμα περισσότερο τον αριθμό του κοινού στους κινηματογράφους. Οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής στρέφονται προς τα τηλεοπτικά προϊόντα για να επιβιώσουν, αλλά οι νέοι κινηματογραφιστές, επηρεασμένοι από το γαλλικό νέο κύμα, το οποίο προτείνει ελευθερία έκφρασης και συγχρόνως εμπορικότητα, αρχίζουν να ψάχνουν για εναλλακτικές λύσεις παραγωγής και ανακαλύπτουν ότι μπορούν να αποκοπούν από τα στούντιο και να γυρίσουν μόνοι τους ποιοτικές ταινίες μικρού κόστους για το πλατύ κοινό. Πολλοί συγκεντρώνονται σε ομάδες και αρχίζουν να γυρίζουν φθηνές ταινίες και άλλοι, όπως στην περίπτωση του «Ξένοιαστου Καβαλάρη», μένουν τελείως ανεξάρτητοι. Μικρά συνεργεία, εξοπλισμένα με μηχανήματα μικρότερα και ελαφρύτερα, που χωρούν σε ένα φορτηγάκι, αρχίζουν να βγαίνουν στους δρόμους, για να μην έχουν το κόστος των στούντιο. Ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης» υπήρξε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Στοίχισε μόλις 340.000 δολάρια και απέφερε κέρδη 19 εκατομμυρίων. Ανέδειξε τρεις από τους κορυφαίους ηθοποιούς τους Fonda, Hopper και Nicholson. Οι δύο πρώτοι μέχρι τότε είχαν δουλέψει μαζί σε διάφορες ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού. Ο Nicholson είχε εμφανιστεί σε κάποιες «δεύτερες» ταινίες, χωρίς να ξεχωρίσει και μάλιστα, η βασική του επαγγελματική δραστηριότητα ήταν περισσότερο σεναριογράφος παρά ηθοποιός. Σε αυτή την ταινία, που η μόνη της υποψηφιότητα ήταν το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου, κλέβει την παράσταση από τους δύο πρωταγωνιστές και η καριέρα του αλλάζει άρδην. Κερδίζει υποψηφιότητες για Όσκαρ και BAFTA Β΄ ανδρικού ρόλου και δημιουργεί μεγάλη αίσθηση στο φεστιβάλ Καννών. Ο Dennis Hopper, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2010, διακρίθηκε σαν ηθοποιός, σκηνοθέτης και ζωγράφος, κέρδισε, εκεί, το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη. Στην ταινία ακούγονται αξέχαστες επιτυχίες μεγάλων μουσικών συγκροτημάτων της εποχής, όπως οι Steppenwolf (που τραγουδούν το εμβληματικό "Born to be wild"), The Byrds, The Band, The Jimi Hendrix Experience, Little Eva και The Electric Prunes. Παρά τα όσα αντιφατικά λέγονται από κοινό και κριτικούς το φιλμ είναι ένας μύθος για το σινεμά. Γοήτευσε και γοητεύει ακόμα και σήμερα εκατομμύρια θεατές, ιδιαίτερα νέους. Άσκησε και ασκεί τεράστια επιρροή, τόσο που θεωρείται «πηγή» για μια σειρά σημαντικών ταινιών δρόμου (road movie) που ακολούθησαν. Εδώ: http://www.cine.gr/trailer.asp?id=697 ο trailer της ταινίας ΗΠΑ,1994. Διάρκεια: 142΄. Σκηνοθεσία: Frank Darabont. Σενάριο: Frank Darabont, βασισμένο στο βιβλίο Stephen King "Rita Hayworth and Shawshank Redemption" (1982). Πρωταγωνιστούν: Tim Robbins, Morgan Freeman, Bob Gunton, William Sadler, Clancy Brown, Gil Belllows, Mark Rolston, James Whitmore. «Όποια κι αν είναι η φυλακή σου, υπάρχει πάντα ελευθερία μέσα σου». Το 1947, ο Άντι Ντυφρένς, ένας νεαρός επιτυχημένος τραπεζίτης, άνθρωπος ήρεμος και χαμηλών τόνων συλλαμβάνεται, για το φόνο της γυναίκας του και του εραστή της που βρέθηκαν δολοφονημένοι στο κρεβάτι με τέσσερις σφαίρες ο καθένας. Δικάζεται και, παρά το γεγονός ότι δηλώνει στο δικαστήριο κατηγορηματικά αθώος και όπως αποδεικνύεται αργότερα έτσι και είναι, καταδικάζεται σε δις ισόβια, ποινή, την οποία εκτίει πίσω από τα ψηλά κάγκελα της αποτρόπαιης φυλακής Shawshank. Όπως διηγείται αργότερα ο φίλος του: «Το πρώτο βράδυ του στη φυλακή του κόστισε ένα πακέτο τσιγάρα. Πολλοί έγκλειστοι τον έβρισκαν ψηλομύτη. Ήταν ήσυχος, περπατούσε και μιλούσε λες και όλα ήταν φυσιολογικά. Έκανε την βόλτα του στην αυλή, όπως ένας άντρας στο πάρκο χωρίς έγνοιες και στενοχώριες, λες και είχε ένα αόρατο παλτό που τον προστάτευε από αυτό το μέρος». Εκεί έρχεται σε επαφή με το σκληρό, απάνθρωπο και διεφθαρμένο σωφρονιστικό σύστημα των ΗΠΑ, την απληστία του διευθυντή, την βία και την παράνομη συναλλαγή ανάμεσα σε δεσμοφύλακες και κρατούμενους. Υφίσταται μια σειρά παρενοχλήσεις και βίαιες συμπεριφορές από όλους, που στο ήπιο του χαρακτήρα του αναγνωρίζουν ένα πιθανό θύμα. Παρόλα αυτά μένει όρθιος και αξιοπρεπής. Γνωρίζεται με τον Έλις Ρέντινγκ (Ρεντ) έναν αφροαμερικανό ισοβίτη που δηλώνει και ο «μόνος ένοχος σε όλη τη Shawshank». Ανάμεσα τους ξεκινάει μια σχέση φιλίας και παρά στις αντίξοες συνθήκες και το κλειστοφοβικό περιβάλλον της φυλακής βαθαίνει και χαρακτηρίζεται από ισχυρό αλληλοσεβασμό και υποστήριξη. Με την βοήθεια Ρεντ θα κερδίσει σταδιακά την εμπιστοσύνη των συγκρατουμένων του και την εύνοια του διευθυντή και των υπόλοιπων σωφρονιστικών υπαλλήλων. Εκμεταλλευόμενος τις γνώσεις του στα οικονομικά και την γενικότερη παιδεία του κρατάει τα λογιστικά βιβλία του διευθυντή Νόρτον και των περισσότερων σωφρονιστικών υπαλλήλων. Τους δίνει συμβουλές για το πώς να κάνουν επικερδείς επενδύσεις των οικονομιών τους. Ξεπλένει τα κέρδη του Νόρτον από κάθε είδους βρώμικη δουλειά όπως η παράνομη και καταχρηστική «αξιοποίηση» των κρατουμένων (για παράδειγμα τους ενοικιάζει σε εργολάβους δημοσίων έργων, προσφέροντας φθηνή εργασία και κερδίζοντας μίζες). Σαν αντάλλαγμα ο Άντι κάνει ό,τι μπορεί για να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης μέσα στη φυλακή. Οργανώνει, ανανεώνει και εμπλουτίζει τη βιβλιοθήκη ανοίγοντας αλληλογραφία με την πολιτεία. Ο εγκλεισμός του στη Shawshank δεν αλλάζει μόνο τον ίδιο, αλλά και τους γύρω του και την ίδια την φυλακή. Με το πέρασμα του χρόνου καθιερώνεται ένα κλίμα αξιοπρέπειας και σεβασμού. Ο Ρεντ διαθέτει την ικανότητα να βρίσκει διάφορα «περίεργα» πράγματα από τον εκτός φυλακής κόσμο, με τα οποία εφοδιάζει τους έγκλειστους. Ο Άντι του ζητά ένα σφυρί με το οποίο θα συνεχίσει το χόμπι του να δημιουργεί μικρά πιόνια σκακιού από πέτρα. Αργότερα του ζητάει μία αφίσα της Ρίτα Χέηγουορθ και στη συνέχεια μία της Μέριλιν Μονρόε και της Ράκελ Γουέλς, τις οποίες αναρτά σε περίοπτη θέση στον τοίχο του κελιού του χωρίς κανείς να μπορεί να φανταστεί τη σχέση που μπορεί να έχουν αυτές με το διακαή πόθο του για ελευθερία. Στον κύκλο των δύο φίλων ενσωματώνεται ένας άρτι αφιχθείς καταδικασμένος για κλοπές ο οποίος τους πληροφορεί ότι στην φυλακή που ήταν προηγούμενα άκουσε έναν κρατούμενο να κομπάζει ότι είχε διαπράξει τους φόνους για τους οποίους έχει καταδικαστεί ο Άντι. Ενημερώνουν το διευθυντή, ο οποίος φοβούμενος ότι με την αποφυλάκιση του Άντι κινδυνεύουν να αποκαλυφθούν οι απάτες του, όχι μόνον δεν πράττει τα νόμιμα για την απελευθέρωση του, αντίθετα σκληραίνει τη στάση του και τον στέλνει στην απομόνωση. Μετά την έξοδό του από την απομόνωση ο Άντι αρνείται αρχικά να συνεχίσει το ξέπλυμα χρημάτων, λυγίζει όμως όταν ο Νόρτον τον απειλεί ότι θα κάψει τη βιβλιοθήκη και θα άρει την προστασία του. Εξηγεί στον Ρεντ πως μόνο η ελπίδα για ελευθερία τον κρατά ζωντανό και του εξομολογείται το όνειρο του να ζήσει στο Ζουιτανέχο, ένα χωριό στο Μεξικό, δίπλα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο Ρεντ ανησυχεί για την ψυχική υγεία του Άντι, ειδικά όταν μαθαίνει ότι προμηθεύτηκε ένα σκοινί μήκους δύο μέτρων από έναν άλλο κρατούμενο. Παρόλα αυτά του υπόσχεται πως αν και όποτε αποφυλακιστεί θα επισκεφτεί ένα συγκεκριμένο χωράφι στο Μπάξτον, για να πάρει ένα πακέτο που είναι θαμμένο εκεί. Το επόμενο πρωί οι δεσμοφύλακες βρίσκουν το κελί του Άντι άδειο. Ο ήρωας μας, 19 χρόνια μετά τον εγκλεισμό έχει βρει το δρόμο για την ελευθερία, έχει δραπετεύσει. Αλλά πώς; Ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει λιτά, και χωρίς καμία τάση υπερβολής το θέμα του, ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα στην απλή περιγραφή και την πλήρη σκιαγράφηση των χαρακτήρων αναδεικνύοντας τις υψηλές αξίες της φιλίας, της αξιοπρέπειας της ελπίδας για μια ελεύθερη ζωή που σπάνια θα περίμενε κάποιος να αναπτυχθούν και να επιβιώσουν στις ζοφερές συνθήκες της φυλακής. Το σκηνικό περιβάλλον είναι ρεαλιστικό, ψυχρό, σκοτεινό και μυστηριώδες. Όλοι οι ηθοποιοί δίνουν υπέροχες, σχεδόν συνταρακτικές ερμηνείες. Ξεχωρίζουν ο Τιμ Ρόμπινς (Άντι) και ο πάντα εκπληκτικός αφροαμερικανός Μόργκαν Φρήμαν (Ρεντ). Όλοι οι συντελεστές συμβάλλουν στη δημιουργία μιας καθηλωτικής, σκοτεινής, γεμάτης αγωνία και δίψα για λύτρωση ταινίας, που μένει στη μνήμη του θεατή για πολύ μετά το εκπληκτικό τέλος της, εξιτάρει την φαντασία και κορυφώνει τη συγκίνηση του σε όλη τη διάρκεια της, τον ψυχαγωγεί αλλά και τον φέρνει αντιμέτωπο με πολλά εσωτερικά ερωτήματα περί ηθικής, δικαίου, αλήθειας, αλληλοκατανόησης και υποστήριξης. Η ταινία είχε 7 υποψηφιότητες για Όσκαρ. Δεν κέρδισε όμως κανένα, γιατί την ίδια χρονιά σάρωσε ο «Forest Gamp» μια ταινία που πολλοί είδαμε τότε αλλά ελάχιστοι θα θέλαμε να ξαναδούμε και επιπλέον ήταν και παραμένει όνειρο απλησίαστο για έγχρωμο ηθοποιό να πάρει το Όσκαρ (για Α΄ αντρικού ρόλου είχε προταθεί ο Φρήμαν). Έμεινε όμως κλασική εξαιτίας, κυρίως, της τρομακτικής ανταπόκρισης του κοινού. Σύμφωνα με την αξιολόγηση των χρηστών κατέχει σήμερα την πρώτη θέση ανάμεσα στα καλύτερα 250 φιλμ στο IMDb (Internet Movie Dara Base) την μεγαλύτερη και πληρέστερη βάση δεδομένων στο διαδίκτυο για τον κινηματογράφο. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (AFI) έχει συμπεριλάβει το "Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ" στη λίστα «AFI 100 Χρόνια 100 Επευφημίες» όπου καταλαμβάνει την 23η θέση και την λίστα «AFI 100 Χρόνια 100 Ταινίες», όπου βρίσκεται στην 72η θέση. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=pYU72NOz3i8 το trailer της ταινίας. |