Το Αγόρι και ο Κόσμος
(O Menino e o Mundo, The Boy and the World)
Animation.
Βραζιλία, 2013.
Διάρκεια: 80'.
Σκηνοθεσία: Ale Abreu.
Μουσική: Ruben Feffer, Gustavo Kurlat.
Ακούγονται οι φωνές των: Vinicius Garcia, Marco Aurélio Campos, Lu Horta.
Το σινεμά κινουμένων σχεδίων έχει να επιδείξει έναν τεράστιο πλούτο ταινιών για κάθε γούστο. Είναι επίσης συνδεδεμένο, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κινηματογραφικό είδος, με το Χόλυγουντ και μάλιστα με την πιο εμπορική πλευρά του που συχνά επιδιώκει μόνον το κέρδος, αδιαφορώντας για την ποιότητα. Το «Αγόρι και ο Κόσμος» του Βραζιλιάνου Ale Abreu αποτελεί μια ξεχωριστή πρόταση στο χώρο του σύγχρονου animation, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο και δημιουργεί μια καινούρια ξεχωριστή κατηγορία στο είδος. Το φιλμ είναι ένα τολμηρό, αξέχαστο, πολιτικό ταξιδιωτικό έπος σχεδίων, χρωμάτων και καυτών ζητημάτων, για την ενηλικίωση, το τίμημα της προόδου και την ελευθερία. Ένα αληθινό ποίημα συμπυκνωμένης ομορφιάς, που στην διάρκεια μιας και της αυτής σκηνής θυμίζει αφελή, παιδική αναπαράσταση της ζωής και ταυτόχρονα ιμπρεσιονιστικό ταμπλό, γεμάτο φαντασία.
Ο Cuca, ένα 10χρονο αγόρι, ζει ευτυχισμένο με τους γονείς του στην καλύβα τους, σε ένα μικρό αγροτικό χωριό της Βραζιλίας κοντά στη πολύχρωμη ζούγκλα. Όταν ο πατέρας του αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι και ως εσωτερικός μετανάστης να αναζητήσει δουλειά στην πόλη η απουσία του είναι έντονα αισθητή και επηρεάζει σε τέτοιον βαθμό τον Cuca, που ένα βράδυ αποφασίζει να παρατήσει το παιχνίδι και το χωριό και να βγει προς αναζήτησή του. Στο ταξίδι του προς την μεγαλούπολη, ο μικρός, παρατηρεί το αντιφατικό πρόσωπο της πατρίδας του, (θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε χώρα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης), γνωρίζει διάφορα μέρη, πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, ανακαλύπτει το σύγχρονο κόσμο με τα θετικά και τα αρνητικά του και μυείται στην πολύμορφη πραγματικότητα. Η ιστορία είναι τρυφερή και όμορφη, μα σχετικά συνηθισμένη. Είναι ο τρόπος εικονογράφησης του Abreu που την απογειώνει και την κάνει απρόβλεπτα εξαιρετική. Σε μια εποχή όπου στο χώρο του animation κυριαρχεί η υψηλή τεχνολογία, ο σκηνοθέτης παίρνει ένα μεγάλο ρίσκο και επιλέγει να αποφύγει τους υπολογιστές και την άψογη τεχνικά αναπαραστατική δυνατότητα του κινούμενου σχεδίου που στηρίζεται σε αυτούς. Το έργο είναι όλο φτιαγμένο με χειροποίητα μέσα. Η τεχνική του σκίτσου μοιάζει με εικόνες καλειδοσκόπιου ή παιδικές ζωγραφιές δίνοντας ς διαρκώς στους θεατές την αίσθηση ότι βλέπουν τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Και, κυριολεκτικά, είναι σαν να ζωγραφίζει ένα παιδί με αχαλίνωτη φαντασία χρησιμοποιώντας όλες τις μπογιές που έχει στη διάθεση του. Οι δημιουργοί αποφεύγουν, επίσης, όλα σχεδόν τα στοιχεία της «ακαδημαϊκής» ζωγραφικής: τις σκιές, την προοπτική, την αίσθηση του όγκου και του βάθους, την φυσική απεικόνιση. Η αφέλεια της αισθητικής τους επιλογής δεν είναι ατεχνία, αντίθετα κρύβει μεγάλη περίσκεψη και στις καλύτερες στιγμές της θυμίζει μεγάλους καλλιτέχνες σαν τον Joan Miro ή τον Wassily Kandisky που αγαπούσαν και εφάρμοζαν στην ζωγραφική τους πρωτόγονα ή παιδικά αφελή στοιχεία. Οι όποιες, ατέλειες του σχεδίου, καλύπτονται από τη χρήση εκπληκτικών χρωμάτων και πανέμορφων συνθέσεων.
Η παιδική αισθητική του έργου μεγεθύνει, επίσης, τις σκληρές στιγμές της ιστορίας που διηγείται. Έτσι σκηνές όπως αυτές που ο επιστάτης απολύει τους πιο αδύναμους, γέρους ή άρρωστους εργάτες, ή εκείνες που αναφέρονται στο καταπιεστικό καθεστώς της πόλης που εξολοθρεύει τη φαντασία και την ανεξαρτησία των ανθρώπων γίνονται ιδιαίτερα αιχμηρές. Ενώ κάποιες μαύρες εικόνες που παρεμβάλλονται και αφορούν στην κοπή των δένδρων, τη μόλυνση του περιβάλλοντος κλπ, φαντάζουν αποκρουστικές σε σύγκριση με το χρώμα και τη φαντασία του υπόλοιπου έργου. Η ταινία είναι σε ένα μεγάλο της ποσοστό βουβή. Για αυτό και η εξαιρετική μουσική, που ξεκινά από τις απλοϊκές νότες της φλογέρας του πατέρα του Cuca, όταν αυτός βρίσκεται στο χωριό και εξελίσσεται σε πιο σύνθετες μελωδίες καθώς ταξιδεύει στην πόλη, χρησιμοποιείται από το σκηνοθέτη σε αντιστοιχία με την ομορφιά των εικόνων ώστε από κοινού κρατάνε τα μάτια και τα αυτιά των θεατών, μικρών και μεγάλων, προσηλωμένα στραμμένα στην οθόνη.
Στο «Παιδί και ο κόσμος» είναι καταγεγραμμένα όλα τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου όπως η εκβιομηχάνιση, ο τρόπος που η αποκαλούμενη πρόοδος διαλύει έναν ορθολογικό τρόπο ζωής και γεννά την οικονομική ανισότητα, η αντικατάσταση των ανθρώπων από τις μηχανές, η φτώχια, η ανεργία, η καταστροφή και η μόλυνση του περιβάλλοντος, το εμπόριο και η διαφήμιση, που λειτουργεί σαν πλυντήριο εγκεφάλων, μετατρέποντας το παραγόμενο από τους εργάτες προϊόν σε ακριβό εμπόρευμα απλησίαστο για αυτούς που το δημιούργησαν, η διαλογή ακόμη και παιδικών εργατικών χεριών και η καταπάτηση των δικαιωμάτων τους, η πολιτική καταπίεση, η νωπή στη μνήμη δικτατορία και τα σώματα ασφαλείας, η υφαρπαγή των πρώτων υλών με πολιορκητικό κριό, η υπερ-υλοτόμηση του Αμαζονίου και άλλα. Η ταινία άνοιξε τις εκδηλώσεις του 17ου(2014) Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας και της 14ης Camera Zizanio. Βραβεύτηκε αρχικά με το βραβείο καλύτερου animation μεγάλου μήκους «Κρύσταλλο», στο Φεστιβάλ του Ανεσύ της Γαλλίας, ( θεωρείται το κορυφαίο του είδους στον κόσμο) και αμέσως μετά με το Βραβείο Καλύτερου animation στο Φεστιβάλ της Οτάβα του Καναδά. Στη συνέχεια κέρδισε 40 βραβεία σε Φεστιβάλ, σε όλο τον κόσμο.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=N3SIPb4Hf3M, το trailer της ταινίας.
(O Menino e o Mundo, The Boy and the World)
Animation.
Βραζιλία, 2013.
Διάρκεια: 80'.
Σκηνοθεσία: Ale Abreu.
Μουσική: Ruben Feffer, Gustavo Kurlat.
Ακούγονται οι φωνές των: Vinicius Garcia, Marco Aurélio Campos, Lu Horta.
Το σινεμά κινουμένων σχεδίων έχει να επιδείξει έναν τεράστιο πλούτο ταινιών για κάθε γούστο. Είναι επίσης συνδεδεμένο, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κινηματογραφικό είδος, με το Χόλυγουντ και μάλιστα με την πιο εμπορική πλευρά του που συχνά επιδιώκει μόνον το κέρδος, αδιαφορώντας για την ποιότητα. Το «Αγόρι και ο Κόσμος» του Βραζιλιάνου Ale Abreu αποτελεί μια ξεχωριστή πρόταση στο χώρο του σύγχρονου animation, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο και δημιουργεί μια καινούρια ξεχωριστή κατηγορία στο είδος. Το φιλμ είναι ένα τολμηρό, αξέχαστο, πολιτικό ταξιδιωτικό έπος σχεδίων, χρωμάτων και καυτών ζητημάτων, για την ενηλικίωση, το τίμημα της προόδου και την ελευθερία. Ένα αληθινό ποίημα συμπυκνωμένης ομορφιάς, που στην διάρκεια μιας και της αυτής σκηνής θυμίζει αφελή, παιδική αναπαράσταση της ζωής και ταυτόχρονα ιμπρεσιονιστικό ταμπλό, γεμάτο φαντασία.
Ο Cuca, ένα 10χρονο αγόρι, ζει ευτυχισμένο με τους γονείς του στην καλύβα τους, σε ένα μικρό αγροτικό χωριό της Βραζιλίας κοντά στη πολύχρωμη ζούγκλα. Όταν ο πατέρας του αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι και ως εσωτερικός μετανάστης να αναζητήσει δουλειά στην πόλη η απουσία του είναι έντονα αισθητή και επηρεάζει σε τέτοιον βαθμό τον Cuca, που ένα βράδυ αποφασίζει να παρατήσει το παιχνίδι και το χωριό και να βγει προς αναζήτησή του. Στο ταξίδι του προς την μεγαλούπολη, ο μικρός, παρατηρεί το αντιφατικό πρόσωπο της πατρίδας του, (θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε χώρα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης), γνωρίζει διάφορα μέρη, πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, ανακαλύπτει το σύγχρονο κόσμο με τα θετικά και τα αρνητικά του και μυείται στην πολύμορφη πραγματικότητα. Η ιστορία είναι τρυφερή και όμορφη, μα σχετικά συνηθισμένη. Είναι ο τρόπος εικονογράφησης του Abreu που την απογειώνει και την κάνει απρόβλεπτα εξαιρετική. Σε μια εποχή όπου στο χώρο του animation κυριαρχεί η υψηλή τεχνολογία, ο σκηνοθέτης παίρνει ένα μεγάλο ρίσκο και επιλέγει να αποφύγει τους υπολογιστές και την άψογη τεχνικά αναπαραστατική δυνατότητα του κινούμενου σχεδίου που στηρίζεται σε αυτούς. Το έργο είναι όλο φτιαγμένο με χειροποίητα μέσα. Η τεχνική του σκίτσου μοιάζει με εικόνες καλειδοσκόπιου ή παιδικές ζωγραφιές δίνοντας ς διαρκώς στους θεατές την αίσθηση ότι βλέπουν τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Και, κυριολεκτικά, είναι σαν να ζωγραφίζει ένα παιδί με αχαλίνωτη φαντασία χρησιμοποιώντας όλες τις μπογιές που έχει στη διάθεση του. Οι δημιουργοί αποφεύγουν, επίσης, όλα σχεδόν τα στοιχεία της «ακαδημαϊκής» ζωγραφικής: τις σκιές, την προοπτική, την αίσθηση του όγκου και του βάθους, την φυσική απεικόνιση. Η αφέλεια της αισθητικής τους επιλογής δεν είναι ατεχνία, αντίθετα κρύβει μεγάλη περίσκεψη και στις καλύτερες στιγμές της θυμίζει μεγάλους καλλιτέχνες σαν τον Joan Miro ή τον Wassily Kandisky που αγαπούσαν και εφάρμοζαν στην ζωγραφική τους πρωτόγονα ή παιδικά αφελή στοιχεία. Οι όποιες, ατέλειες του σχεδίου, καλύπτονται από τη χρήση εκπληκτικών χρωμάτων και πανέμορφων συνθέσεων.
Η παιδική αισθητική του έργου μεγεθύνει, επίσης, τις σκληρές στιγμές της ιστορίας που διηγείται. Έτσι σκηνές όπως αυτές που ο επιστάτης απολύει τους πιο αδύναμους, γέρους ή άρρωστους εργάτες, ή εκείνες που αναφέρονται στο καταπιεστικό καθεστώς της πόλης που εξολοθρεύει τη φαντασία και την ανεξαρτησία των ανθρώπων γίνονται ιδιαίτερα αιχμηρές. Ενώ κάποιες μαύρες εικόνες που παρεμβάλλονται και αφορούν στην κοπή των δένδρων, τη μόλυνση του περιβάλλοντος κλπ, φαντάζουν αποκρουστικές σε σύγκριση με το χρώμα και τη φαντασία του υπόλοιπου έργου. Η ταινία είναι σε ένα μεγάλο της ποσοστό βουβή. Για αυτό και η εξαιρετική μουσική, που ξεκινά από τις απλοϊκές νότες της φλογέρας του πατέρα του Cuca, όταν αυτός βρίσκεται στο χωριό και εξελίσσεται σε πιο σύνθετες μελωδίες καθώς ταξιδεύει στην πόλη, χρησιμοποιείται από το σκηνοθέτη σε αντιστοιχία με την ομορφιά των εικόνων ώστε από κοινού κρατάνε τα μάτια και τα αυτιά των θεατών, μικρών και μεγάλων, προσηλωμένα στραμμένα στην οθόνη.
Στο «Παιδί και ο κόσμος» είναι καταγεγραμμένα όλα τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου όπως η εκβιομηχάνιση, ο τρόπος που η αποκαλούμενη πρόοδος διαλύει έναν ορθολογικό τρόπο ζωής και γεννά την οικονομική ανισότητα, η αντικατάσταση των ανθρώπων από τις μηχανές, η φτώχια, η ανεργία, η καταστροφή και η μόλυνση του περιβάλλοντος, το εμπόριο και η διαφήμιση, που λειτουργεί σαν πλυντήριο εγκεφάλων, μετατρέποντας το παραγόμενο από τους εργάτες προϊόν σε ακριβό εμπόρευμα απλησίαστο για αυτούς που το δημιούργησαν, η διαλογή ακόμη και παιδικών εργατικών χεριών και η καταπάτηση των δικαιωμάτων τους, η πολιτική καταπίεση, η νωπή στη μνήμη δικτατορία και τα σώματα ασφαλείας, η υφαρπαγή των πρώτων υλών με πολιορκητικό κριό, η υπερ-υλοτόμηση του Αμαζονίου και άλλα. Η ταινία άνοιξε τις εκδηλώσεις του 17ου(2014) Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας και της 14ης Camera Zizanio. Βραβεύτηκε αρχικά με το βραβείο καλύτερου animation μεγάλου μήκους «Κρύσταλλο», στο Φεστιβάλ του Ανεσύ της Γαλλίας, ( θεωρείται το κορυφαίο του είδους στον κόσμο) και αμέσως μετά με το Βραβείο Καλύτερου animation στο Φεστιβάλ της Οτάβα του Καναδά. Στη συνέχεια κέρδισε 40 βραβεία σε Φεστιβάλ, σε όλο τον κόσμο.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=N3SIPb4Hf3M, το trailer της ταινίας.
Μπλουζ με σφιγμένα δόντια (Le blues entre les dents)
Γαλλία 1972. Φιξιόν-ντοκιμαντέρ. Διάρκεια, 85΄.
Σκηνοθεσία: Roviros Manthoulis (Ροβήρος Μανθούλης).
Σενάριο: Claude Fléouter- Roviros Manthoulis.
Πρωταγωνιστούν: Amelia Cortez, Onike Lee, Roland Sanchez, Jimmy Huf, William Leroy Evans, B.B. King, Brownie McGhee,
Sonny Terry, Mance Lipscomb, Robert Pete Williams, Water 'Fury' Lewis κ.ά.
Οταν το ντοκιμαντέρ «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια» βγήκε στις ελληνικές αίθουσες, είχε μόλις πέσει η χούντα και η αίσθηση αυτής, της πρωτοποριακής κινηματογραφικής δουλειάς του συμπατριώτη μας που διέπρεπε στη Γαλλία χαράχτηκε για πάντα στη μνήμη μας. Η ταινία παρουσιάζει πραγματικά πρόσωπα, τα οποία στα σπίτια τους, στο Χάρλεμ και το Μπρονξ, δείχνουν στην κάμερα αποσπάσματα από τη ζωή τους. Η υπόθεση παρατίθεται σε πλάνα γυρισμένα με ηλικιωμένους μουσικούς του μπλουζ. Οι διάλογοι είναι αυτοσχεδιασμένοι. Ακολουθώντας το ντοκιμαντέρ την ιστορία του μπλουζ αποκαλύπτει τη μοίρα ενός λαού, που βγήκε από τη σκλαβιά και έναν αιώνα μετά βρισκόταν ακόμα στα γκέτο και τις φυλακές.
Ο Ροβήρος Μανθούλης έχει μια στενή σχέση με τα μουσικά ντοκιμαντέρ. Έχει γυρίσει πολλά και αναζητώντας τις ρίζες της μουσικής ταξίδεψε στα πιο διαφορετικά μέρη, από την Ιρλανδία και τη Σικελία μέχρι την Αίγυπτο και την Υεμένη. Το «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια» είναι, όμως, μια ξεχωριστή περίπτωση. Όπως λέει ο ίδιος δημιουργήθηκε μετά από παραγγελία του νέου, τότε, Τρίτου (FR3) Καναλιού της γαλλικής τηλεόρασης. Στην επιτυχία της προσπάθειας συνέβαλε το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης, που σπούδασε στις ΗΠΑ, γνώριζε και αγαπούσε τα μπλουζ οπότε είχε συγκεκριμένες φιλοδοξίες για το ντοκιμαντέρ και τις κυνήγησε.
«Είναι το πρώτο πείραμα για ένα ντοκιμαντέρ-φιξιόν», λέει ο Μανθούλης. «Την εποχή εκείνη ο Μίνως Βολανάκης είχε ανεβάσει το έργο του Ζενέ «Les paravents» στο Μπρούκλιν με μαύρους ηθοποιούς και μου σύστησε ένα ζευγάρι ηθοποιών. Στο σπίτι του, στο Χάρλεμ, έστησα μια ιστορία, οι ηθοποιοί μου, δηλαδή, ανασυγκρότησαν στην ταινία την ίδια τη ζωή τους με τη μουσική να είναι ένα βασικό κομμάτι της». «Μέχρι τότε δεν είχε γυριστεί κανένα ντοκιμαντέρ αποκλειστικά αφιερωμένο στα μπλουζ. Έψαξα να βρω ανάλογο υλικό και δεν βρήκα, εκτός από τηλεοπτικές εκπομπές με ορχήστρες. Εγώ, όμως, ήθελα να βρω τον Παπαϊωάννου και τον Βαμβακάρη της Αμερικής. Και ταξίδεψα, έχοντας κάμεραμαν τον συμπατριώτη μας Φώτη Μεσθεναίο, σε όλη τη χώρα, Δύση και Ανατολή: Χάρλεμ, Σαν Φρανσίσκο, Τέξας, Σικάγο, Μέμφις, Βιρτζίνια, Νέα Ορλεάνη. Πήγα και τους βρήκα παντού όπου τραγουδούσαν, στα στέκια τους, δεν τους έστησα μπροστά στην κάμερα».
Είναι πολλοί οι μύθοι του μπλουζ που μιλάνε και παρουσιάζουν τη μεγάλη τους τέχνη στο ντοκιμαντέρ του Μανθούλη: ΒΒ King, Sonny Terry, Buddy Guy, Jimmy Streeter, Bukka White, Walter Lewis. «Πέρασα τρεις μέρες παρέα με τον ΒΒ King. Συνάντησα τον Mance Lipscomb, που είχε αρχίσει να γράφει μπλουζ το 1910 και ήταν τότε στα 80 του χρόνια. Πέθανε τρία χρόνια αργότερα», θυμάται ο σκηνοθέτης. «Από όλους αυτούς που γνώρισα, μόνο δύο τραγουδάνε ακόμα». Γυρίσματα έγιναν επίσης στη φυλακή Ricker’s Island της Νέας Υόρκης. «Εννέα στους δέκα μπλούζμεν είχαν κάνει φυλακή», λέει.
Ταξιδεύοντας στην Αμερική για τα γυρίσματα των ντοκιμαντέρ η ομάδα της γαλλικής τηλεόρασης πέτυχε τα μπλουζ σε μια περίοδο απαξίωσης. «Οι περισσότεροι μαύροι τα μισούσαν, τους θύμιζαν την εποχή της δουλείας, προτιμούσαν τη μουσική των λευκών για να ξεφύγουν από την απομόνωση των γκέτο», εξηγεί ο Mανθούλης. H αναβίωση των μπλουζ στη Μεγάλη Βρετανία των σίξτις δεν είχε φτάσει στην Αμερική. Μόνον ένας μπλούζμαν, ο Mπι Mπι Kινγκ, μπορούσε να ζει από τη δουλειά του. Όλοι οι άλλοι είχαν εξαφανιστεί. «Tο μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να βρεις αυτούς τους ανθρώπους, και μετά, αφού τους βρεις, να τους πλησιάσεις», λέει ο σκηνοθέτης. «Ήταν μια δύσκολη εποχή, μεσουρανούσαν οι «Μαύροι Πάνθηρες» που δεν επέτρεπαν την εισβολή λευκών στα γκέτο. Στο Χάρλεμ είχες παντού την αίσθηση του κινδύνου, κάθε δρόμος και μία συμμορία». Τελικά, αυτό που έσωσε την κατάσταση ήταν η γαλλική καταγωγή του συνεργείου. Υπήρχε ανάμεσα στις κοινότητες των μαύρων μία πολύ ρομαντική εικόνα για τους Γάλλους, εξαιτίας της πολύ καλύτερης μεταχείρισης που είχαν οι ομόφυλοί τους στη Γαλλία. «Όταν τους λέγαμε ότι ερχόμασταν από τη Γαλλία, τα πρόσωπα μαλάκωναν, οι πόρτες άνοιγαν». Και από την καχυποψία και τον φόβο περνούσαμε στα πολύ δυνατά συναισθήματα. «Έβλεπες τη συγκίνηση στα μάτια τους. Ξεχασμένοι για χρόνια, έβλεπαν ξαφνικά μία χούφτα άγνωστων ανθρώπων να ενδιαφέρεται για τη ζωή τους. Ήταν πολύ σημαντικό να τους αποδεχθεί κάποιος, έστω και λίγο πριν από το τέλος».
Η ταινία έχει τιμηθεί με το Βραβείο Κριτικής στις Βρυξέλλες.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=n5jntluNGp4 το trailer της ταινίας
Γαλλία 1972. Φιξιόν-ντοκιμαντέρ. Διάρκεια, 85΄.
Σκηνοθεσία: Roviros Manthoulis (Ροβήρος Μανθούλης).
Σενάριο: Claude Fléouter- Roviros Manthoulis.
Πρωταγωνιστούν: Amelia Cortez, Onike Lee, Roland Sanchez, Jimmy Huf, William Leroy Evans, B.B. King, Brownie McGhee,
Sonny Terry, Mance Lipscomb, Robert Pete Williams, Water 'Fury' Lewis κ.ά.
Οταν το ντοκιμαντέρ «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια» βγήκε στις ελληνικές αίθουσες, είχε μόλις πέσει η χούντα και η αίσθηση αυτής, της πρωτοποριακής κινηματογραφικής δουλειάς του συμπατριώτη μας που διέπρεπε στη Γαλλία χαράχτηκε για πάντα στη μνήμη μας. Η ταινία παρουσιάζει πραγματικά πρόσωπα, τα οποία στα σπίτια τους, στο Χάρλεμ και το Μπρονξ, δείχνουν στην κάμερα αποσπάσματα από τη ζωή τους. Η υπόθεση παρατίθεται σε πλάνα γυρισμένα με ηλικιωμένους μουσικούς του μπλουζ. Οι διάλογοι είναι αυτοσχεδιασμένοι. Ακολουθώντας το ντοκιμαντέρ την ιστορία του μπλουζ αποκαλύπτει τη μοίρα ενός λαού, που βγήκε από τη σκλαβιά και έναν αιώνα μετά βρισκόταν ακόμα στα γκέτο και τις φυλακές.
Ο Ροβήρος Μανθούλης έχει μια στενή σχέση με τα μουσικά ντοκιμαντέρ. Έχει γυρίσει πολλά και αναζητώντας τις ρίζες της μουσικής ταξίδεψε στα πιο διαφορετικά μέρη, από την Ιρλανδία και τη Σικελία μέχρι την Αίγυπτο και την Υεμένη. Το «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια» είναι, όμως, μια ξεχωριστή περίπτωση. Όπως λέει ο ίδιος δημιουργήθηκε μετά από παραγγελία του νέου, τότε, Τρίτου (FR3) Καναλιού της γαλλικής τηλεόρασης. Στην επιτυχία της προσπάθειας συνέβαλε το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης, που σπούδασε στις ΗΠΑ, γνώριζε και αγαπούσε τα μπλουζ οπότε είχε συγκεκριμένες φιλοδοξίες για το ντοκιμαντέρ και τις κυνήγησε.
«Είναι το πρώτο πείραμα για ένα ντοκιμαντέρ-φιξιόν», λέει ο Μανθούλης. «Την εποχή εκείνη ο Μίνως Βολανάκης είχε ανεβάσει το έργο του Ζενέ «Les paravents» στο Μπρούκλιν με μαύρους ηθοποιούς και μου σύστησε ένα ζευγάρι ηθοποιών. Στο σπίτι του, στο Χάρλεμ, έστησα μια ιστορία, οι ηθοποιοί μου, δηλαδή, ανασυγκρότησαν στην ταινία την ίδια τη ζωή τους με τη μουσική να είναι ένα βασικό κομμάτι της». «Μέχρι τότε δεν είχε γυριστεί κανένα ντοκιμαντέρ αποκλειστικά αφιερωμένο στα μπλουζ. Έψαξα να βρω ανάλογο υλικό και δεν βρήκα, εκτός από τηλεοπτικές εκπομπές με ορχήστρες. Εγώ, όμως, ήθελα να βρω τον Παπαϊωάννου και τον Βαμβακάρη της Αμερικής. Και ταξίδεψα, έχοντας κάμεραμαν τον συμπατριώτη μας Φώτη Μεσθεναίο, σε όλη τη χώρα, Δύση και Ανατολή: Χάρλεμ, Σαν Φρανσίσκο, Τέξας, Σικάγο, Μέμφις, Βιρτζίνια, Νέα Ορλεάνη. Πήγα και τους βρήκα παντού όπου τραγουδούσαν, στα στέκια τους, δεν τους έστησα μπροστά στην κάμερα».
Είναι πολλοί οι μύθοι του μπλουζ που μιλάνε και παρουσιάζουν τη μεγάλη τους τέχνη στο ντοκιμαντέρ του Μανθούλη: ΒΒ King, Sonny Terry, Buddy Guy, Jimmy Streeter, Bukka White, Walter Lewis. «Πέρασα τρεις μέρες παρέα με τον ΒΒ King. Συνάντησα τον Mance Lipscomb, που είχε αρχίσει να γράφει μπλουζ το 1910 και ήταν τότε στα 80 του χρόνια. Πέθανε τρία χρόνια αργότερα», θυμάται ο σκηνοθέτης. «Από όλους αυτούς που γνώρισα, μόνο δύο τραγουδάνε ακόμα». Γυρίσματα έγιναν επίσης στη φυλακή Ricker’s Island της Νέας Υόρκης. «Εννέα στους δέκα μπλούζμεν είχαν κάνει φυλακή», λέει.
Ταξιδεύοντας στην Αμερική για τα γυρίσματα των ντοκιμαντέρ η ομάδα της γαλλικής τηλεόρασης πέτυχε τα μπλουζ σε μια περίοδο απαξίωσης. «Οι περισσότεροι μαύροι τα μισούσαν, τους θύμιζαν την εποχή της δουλείας, προτιμούσαν τη μουσική των λευκών για να ξεφύγουν από την απομόνωση των γκέτο», εξηγεί ο Mανθούλης. H αναβίωση των μπλουζ στη Μεγάλη Βρετανία των σίξτις δεν είχε φτάσει στην Αμερική. Μόνον ένας μπλούζμαν, ο Mπι Mπι Kινγκ, μπορούσε να ζει από τη δουλειά του. Όλοι οι άλλοι είχαν εξαφανιστεί. «Tο μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να βρεις αυτούς τους ανθρώπους, και μετά, αφού τους βρεις, να τους πλησιάσεις», λέει ο σκηνοθέτης. «Ήταν μια δύσκολη εποχή, μεσουρανούσαν οι «Μαύροι Πάνθηρες» που δεν επέτρεπαν την εισβολή λευκών στα γκέτο. Στο Χάρλεμ είχες παντού την αίσθηση του κινδύνου, κάθε δρόμος και μία συμμορία». Τελικά, αυτό που έσωσε την κατάσταση ήταν η γαλλική καταγωγή του συνεργείου. Υπήρχε ανάμεσα στις κοινότητες των μαύρων μία πολύ ρομαντική εικόνα για τους Γάλλους, εξαιτίας της πολύ καλύτερης μεταχείρισης που είχαν οι ομόφυλοί τους στη Γαλλία. «Όταν τους λέγαμε ότι ερχόμασταν από τη Γαλλία, τα πρόσωπα μαλάκωναν, οι πόρτες άνοιγαν». Και από την καχυποψία και τον φόβο περνούσαμε στα πολύ δυνατά συναισθήματα. «Έβλεπες τη συγκίνηση στα μάτια τους. Ξεχασμένοι για χρόνια, έβλεπαν ξαφνικά μία χούφτα άγνωστων ανθρώπων να ενδιαφέρεται για τη ζωή τους. Ήταν πολύ σημαντικό να τους αποδεχθεί κάποιος, έστω και λίγο πριν από το τέλος».
Η ταινία έχει τιμηθεί με το Βραβείο Κριτικής στις Βρυξέλλες.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=n5jntluNGp4 το trailer της ταινίας
Πες μου το Όνομα σου (Le Nom Des Gens)
Γαλλία, 2010. Διάρκεια: 100’.
Σκηνοθεσία: Μισέλ Λεκλέρκ.
Πρωταγωνιστούν: Σάρα Φορεστιέ, Ζακ Γκαμπλέν.
Το φιλμ «Πες μου το Όνομά σου» είναι μια διασκεδαστική κωμωδία, έξυπνη και καλογραμμένη, μια πρωτότυπη, ακαταμάχητη, ανατρεπτική, επιθετική και σέξι γαλλική πολιτική σάτιρα που όταν τελειώνει λυπάσαι που δεν μπορείς να κρατήσεις άλλο τη χαρά που σου προσφέρει. Μια ταινία με εκκεντρικούς, υπερβολικούς και συγκινητικούς χαρακτήρες, επίκαιρη λόγω του θέματος της και συχνά καυστική στον σχολιασμό της πολιτικής και των συμπαρομαρτούντων: οικονομία, μειονότητες, παραδοσιακές αξίες κ.α.
Γαλλία, περίοδος της προεδρίας του Ζακ Σιράκ, λίγο πριν αναλάβει ο Σαρκοζί. Η κρίση στους κόλπους των σοσιαλιστών έχει σαν αποτέλεσμα η κοινωνία να γυρίσει την πλάτη στην δογματική ή ριζοσπαστική Αριστερά. Οι ήρωες της ταινίας εκφράζουν δύο διαφορετικές πλευρές της σύγχρονης γαλλικής κοινωνίας. Ο Αρτούρ δείχνει αυθεντικός Γάλλος αστός με παππούδες Εβραίους από την Ελλάδα που απελάθηκαν στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και η Μπάγια είναι δεύτερης γενιάς αλγερινή. Εκείνη είναι νέα, τρυφερή, γεμάτη κατανόηση για τους συνανθρώπους της και παράλληλα εξωστρεφής, παρορμητική, θεότρελη, αστεία, κεφάτη, ετοιμόλογη και απελευθερωμένη αλλά όχι χυδαία. Μοιάζει να είναι η τελευταία δυναμική αριστερή ακτιβίστρια και ο μόνος άνθρωπος που ενδιαφέρεται να αλλάξει τον κόσμο. Φαντάζεται, δε, ότι μπορεί να το καταφέρει παρασύροντας στο κρεβάτι τους πολιτικούς της αντιπάλους, ώστε με το σεξ να τους αλλάξει απόψεις και να τους προσηλυτίσει στα δικά της ιδανικά. Και η μέθοδος της έχει αποτελέσματα.
Εκείνος είναι ένας σαραντάρης αγέλαστος καταπιεσμένος επιστήμονας. Διαθέτει μια δική του ηθική εντιμότητα. Δεν κάνει ποτέ και πουθενά παραχωρήσεις, είναι σοβαρός, αυστηρός, άκαμπτος, χωρίς αίσθηση του χιούμορ, σχεδόν αντικοινωνικός. Είναι τόσο σχολαστικός που σε κάθε του κίνηση παίρνει όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις ελαχιστοποιώντας τα ρίσκα από τους κινδύνους της ζωής. Δηλώνει φανατικός ζοσπενιστής (ο Λιονέλ Ζοσπέν, κάνει ένα μικρό ξεκαρδιστικό πέρασμα από την ταινία) και ως ερασιτέχνης ορνιθολόγος και ερευνητής της γρίπης των πτηνών έχει αφιερωθεί ασκητικά σε έναν εντελώς δικό του ιδιόρρυθμο ακτιβισμό. Πίσω από τις συμπεριφορές και των δύο κρύβονται τραύματα και απωθημένες καταστάσεις που δύσκολα αποκαλύπτονται. Όταν εκείνη τον περιλαμβάνει στον κατάλογο των πολιτικών της αντιπάλων οι δύο αυτοί εκ διαμέτρου αντίθετοι άνθρωποι συναντιούνται και κάτι συγκλονιστικό και θυελλώδες συμβαίνει. Ερωτεύονται παράφορα αλλά είναι ανίκανοι να ξεπεράσουν τις αμοιβαίες τους προκαταλήψεις. Η σχέση προχωρεί με ανατροπές και εξελίσσεται σαν ψυχοθεραπεία για δύο.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας πραγματεύεται το διαφορετικό και το ξένο με σπάνια πρωτοτυπία. Με ωραίο ρυθμό, ανατροπές, έξυπνα ευρήματα, σκηνές παρεξηγήσεων, ρομαντισμό και χιούμορ (στοιχεία που θυμίζουν Γούντι Αλεν, του οποίου ο Leclerc δηλώνει φανατικός θαυμαστής) αξιοποιεί στο έπακρο τις διαφορετικές προσεγγίσεις της καθημερινότητας από τους δύο ήρωες, τις οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές διαφορές τους για να δημιουργήσει ιλαροτραγικές καταστάσεις. Όσα, σπαρταριστά, συμβαίνουν είναι για αυτόν ευκαιρία να καταπιαστεί με τα πάρα πολλά (ίσως περισσότερα από όσα μπορεί να σηκώσει μια σχεδόν δίωρη ταινία) καίρια πολιτικά και υπαρξιακά θέματα που τον απασχολούν: το Ολοκαύτωμα, ο στιγματισμός των Εβραίων, ο πόλεμος της Αλγερίας, η πυρηνική ενέργεια, η σεξουαλική παρενόχληση, η μετανάστευση, ο γάμος από συμφέρον, ο αλτρουισμός, η αγάπη των γονιών, η αυτοθυσία, η άνοια. Οι ερμηνείες και των δύο πρωταγωνιστών είναι άψογες.
Η ταινία συμμετείχε στην «Εβδομάδα Κριτικής» του φεστιβάλ των Καννών το 2010 και κέρδισε δύο Βραβεία Σεζάρ (2011): Καλύτερου σεναρίου και καλύτερης γυναικείας ερμηνείας για την Sara Forestier .
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=Z9maqVS-6ZE το trailer της ταινίας.
Γαλλία, 2010. Διάρκεια: 100’.
Σκηνοθεσία: Μισέλ Λεκλέρκ.
Πρωταγωνιστούν: Σάρα Φορεστιέ, Ζακ Γκαμπλέν.
Το φιλμ «Πες μου το Όνομά σου» είναι μια διασκεδαστική κωμωδία, έξυπνη και καλογραμμένη, μια πρωτότυπη, ακαταμάχητη, ανατρεπτική, επιθετική και σέξι γαλλική πολιτική σάτιρα που όταν τελειώνει λυπάσαι που δεν μπορείς να κρατήσεις άλλο τη χαρά που σου προσφέρει. Μια ταινία με εκκεντρικούς, υπερβολικούς και συγκινητικούς χαρακτήρες, επίκαιρη λόγω του θέματος της και συχνά καυστική στον σχολιασμό της πολιτικής και των συμπαρομαρτούντων: οικονομία, μειονότητες, παραδοσιακές αξίες κ.α.
Γαλλία, περίοδος της προεδρίας του Ζακ Σιράκ, λίγο πριν αναλάβει ο Σαρκοζί. Η κρίση στους κόλπους των σοσιαλιστών έχει σαν αποτέλεσμα η κοινωνία να γυρίσει την πλάτη στην δογματική ή ριζοσπαστική Αριστερά. Οι ήρωες της ταινίας εκφράζουν δύο διαφορετικές πλευρές της σύγχρονης γαλλικής κοινωνίας. Ο Αρτούρ δείχνει αυθεντικός Γάλλος αστός με παππούδες Εβραίους από την Ελλάδα που απελάθηκαν στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και η Μπάγια είναι δεύτερης γενιάς αλγερινή. Εκείνη είναι νέα, τρυφερή, γεμάτη κατανόηση για τους συνανθρώπους της και παράλληλα εξωστρεφής, παρορμητική, θεότρελη, αστεία, κεφάτη, ετοιμόλογη και απελευθερωμένη αλλά όχι χυδαία. Μοιάζει να είναι η τελευταία δυναμική αριστερή ακτιβίστρια και ο μόνος άνθρωπος που ενδιαφέρεται να αλλάξει τον κόσμο. Φαντάζεται, δε, ότι μπορεί να το καταφέρει παρασύροντας στο κρεβάτι τους πολιτικούς της αντιπάλους, ώστε με το σεξ να τους αλλάξει απόψεις και να τους προσηλυτίσει στα δικά της ιδανικά. Και η μέθοδος της έχει αποτελέσματα.
Εκείνος είναι ένας σαραντάρης αγέλαστος καταπιεσμένος επιστήμονας. Διαθέτει μια δική του ηθική εντιμότητα. Δεν κάνει ποτέ και πουθενά παραχωρήσεις, είναι σοβαρός, αυστηρός, άκαμπτος, χωρίς αίσθηση του χιούμορ, σχεδόν αντικοινωνικός. Είναι τόσο σχολαστικός που σε κάθε του κίνηση παίρνει όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις ελαχιστοποιώντας τα ρίσκα από τους κινδύνους της ζωής. Δηλώνει φανατικός ζοσπενιστής (ο Λιονέλ Ζοσπέν, κάνει ένα μικρό ξεκαρδιστικό πέρασμα από την ταινία) και ως ερασιτέχνης ορνιθολόγος και ερευνητής της γρίπης των πτηνών έχει αφιερωθεί ασκητικά σε έναν εντελώς δικό του ιδιόρρυθμο ακτιβισμό. Πίσω από τις συμπεριφορές και των δύο κρύβονται τραύματα και απωθημένες καταστάσεις που δύσκολα αποκαλύπτονται. Όταν εκείνη τον περιλαμβάνει στον κατάλογο των πολιτικών της αντιπάλων οι δύο αυτοί εκ διαμέτρου αντίθετοι άνθρωποι συναντιούνται και κάτι συγκλονιστικό και θυελλώδες συμβαίνει. Ερωτεύονται παράφορα αλλά είναι ανίκανοι να ξεπεράσουν τις αμοιβαίες τους προκαταλήψεις. Η σχέση προχωρεί με ανατροπές και εξελίσσεται σαν ψυχοθεραπεία για δύο.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας πραγματεύεται το διαφορετικό και το ξένο με σπάνια πρωτοτυπία. Με ωραίο ρυθμό, ανατροπές, έξυπνα ευρήματα, σκηνές παρεξηγήσεων, ρομαντισμό και χιούμορ (στοιχεία που θυμίζουν Γούντι Αλεν, του οποίου ο Leclerc δηλώνει φανατικός θαυμαστής) αξιοποιεί στο έπακρο τις διαφορετικές προσεγγίσεις της καθημερινότητας από τους δύο ήρωες, τις οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές διαφορές τους για να δημιουργήσει ιλαροτραγικές καταστάσεις. Όσα, σπαρταριστά, συμβαίνουν είναι για αυτόν ευκαιρία να καταπιαστεί με τα πάρα πολλά (ίσως περισσότερα από όσα μπορεί να σηκώσει μια σχεδόν δίωρη ταινία) καίρια πολιτικά και υπαρξιακά θέματα που τον απασχολούν: το Ολοκαύτωμα, ο στιγματισμός των Εβραίων, ο πόλεμος της Αλγερίας, η πυρηνική ενέργεια, η σεξουαλική παρενόχληση, η μετανάστευση, ο γάμος από συμφέρον, ο αλτρουισμός, η αγάπη των γονιών, η αυτοθυσία, η άνοια. Οι ερμηνείες και των δύο πρωταγωνιστών είναι άψογες.
Η ταινία συμμετείχε στην «Εβδομάδα Κριτικής» του φεστιβάλ των Καννών το 2010 και κέρδισε δύο Βραβεία Σεζάρ (2011): Καλύτερου σεναρίου και καλύτερης γυναικείας ερμηνείας για την Sara Forestier .
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=Z9maqVS-6ZE το trailer της ταινίας.
Ανωτέρα Βία (Turist/Force Majeure)
Σουηδία 2014. Διάρκεια: 119'. Σκηνοθεσία-Σενάριο: Ruben Östlund. Πρωταγωνιστούν: Johannes Kuhnke, Lisa Loven Kongsli,
Clara Wettergren, Kristofer Hivju, Brady Corbet .
Μια έξυπνη κωμωδία, ένα σαρκαστικό δράμα χαρακτήρων πάνω το κακό που κρύβεται σε κάθε ανθρώπινη φύση, το βασικό ένστικτο της επιβίωσης σε συνθήκες εκτάκτου κινδύνου, τις κοινωνικές συμβάσεις και τους ρόλους των ατόμων στην οικογένεια και την κοινωνία. Μια ταινία για τις σχέσεις των ανδρών και γυναικών, τις προσμονές του ενός από τον άλλο και τις ανατροπές στους ρόλους των δύο φύλων στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής οικογένειας, ιδιαίτερα στο ρόλο του αντρικού φύλου το οποίο, όπως προκύπτει από την ταινία, έχει χάσει τα πρωτεία και του έχει αφαιρεθεί ο ρόλος του προστάτη της οικογένειας. Και αυτό, όχι επειδή το ορίζουν οι νόμοι, απλά αυτοί κατοχύρωσαν, με χρονική μάλιστα καθυστέρηση, μια πραγματικότητα που ίσχυε από δεκαετίες.
Όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, αφορμή για την ταινία του έδωσε μια έρευνα που ανέλυσε 18 ναυτικά ατυχήματα που έγιναν στη διάρκεια τριών αιώνων και είχαν σαν αποτέλεσμα το θάνατο 15.000 ανθρώπων από 30 εθνικότητες. Τα συμπεράσματά της καταδεικνύουν ότι το πιο πιθανό είναι ένας άντρας να εγκαταλείψει την οικογένεια του σε μία κρίσιμη κατάσταση, ενώ το ποσοστό των αντρών που επιβιώνει από φυσικές καταστροφές και πολυάριθμα ατυχήματα είναι σημαντικά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των γυναικών. Οι καπετάνιοι και το πλήρωμα επιβιώνουν πολύ συχνότερα από τους επιβάτες, τους οποίους υποτίθεται ότι προστατεύουν. Οι γυναίκες είναι περισσότερες στα βρετανικά ναυάγια (μύθος λοιπόν και ο βρετανικός ιπποτισμός). Συνολικά οι συμπεριφορές σε καταστάσεις κινδύνου αποδίδονται ιδανικά με εκφράσεις όπως: «ο καθένας για τον εαυτό του», «ο θάνατός σου η ζωή μου» κοκ. Η έρευνα αυτή ανατρέπει το μέχρι τώρα αποδεκτό συμπέρασμα ότι το αντρικό φύλο έχει τις μεγαλύτερες απώλειες, σε αυτές τις καταστάσεις, που είχε βασιστεί στα δεδομένα του πολύνεκρου ναυαγίου του Τιτανικού, όπου οι νεκροί άντρες ήταν πραγματικά περισσότεροι από τις γυναίκες, αλλά αυτό συνέβη ως αποτέλεσμα της εντολής του καπετάνιου να πυροβολούνται οι άντρες που θα τολμούσαν να μπουν στις σωστικές λέμβους πριν επιβιβαστούν όλα τα γυναικόπαιδα.
Μια τέλεια, λοιπόν, πανέμορφη, σαν από διαφήμιση, τετραμελής σουηδική οικογένεια βρίσκεται σε διακοπές για σκι σε ένα παραδεισένιο χειμερινό θέρετρο στις γαλλικές Άλπεις. Αυτός είναι εργασιομανής, προσφέρει στην οικογένεια του οικονομική άνεση. Εκείνη είναι ωραιότατη, και τα δύο παιδιά τους αξιολάτρευτα. Φτάνει να δει κανείς τον τρόπο που χρησιμοποιούν όλοι τις ηλεκτρικές τους οδοντόβουρτσες για να καταλάβει ότι εδώ όλα είναι ακλόνητα, σταθερά και απολύτως οργανωμένα. Στις διακοπές, σε μια ξένοιαστη ατμόσφαιρα ξεκούρασης και διασκέδασης εκείνη χαλαρώνει, εκείνος προσπαθεί να αναπληρώσει την χρόνια απουσία του από το μεγάλωμα των παιδιών τους.
Οι οργανωτές του σαλέ για να ανεβάσουν την αδρεναλίνη στους φιλοξενούμενους, προκαλούν ελεγχόμενες χιονοστιβάδες, μια από τις οποίες φαίνεται να ξεφεύγει από τον έλεγχο και προκαλεί πανικό. Αντιδρώντας ενστικτωδώς, η μητέρα προσπαθεί να σώσει τα παιδιά, ενώ ο πατέρας φοβισμένος τρέχει μακριά να σωθεί, προλαβαίνει όμως να πάρει το κινητό του(!). Οποία αυτό-αποδόμηση του «ισχυρού» φύλου, που τρέπεται σε φυγή, μια πράξη καθόλου ηθική, ηρωική, «αντρική». Μια αναλώσιμη συσκευή τηλεφώνου είναι πολυτιμότερη από τα παιδιά και τη γυναίκα του. Ως αποτέλεσμα της αναπάντεχης αντίδρασής του προκαλείται επαναξιολόγηση των ρόλων και του οικογενειακού κατεστημένου, ενώ γεννιούνται εξαιρετικά αμείλικτα ερωτήματα. Πώς λειτουργεί το ένστικτο της επιβίωσης σε άντρες και γυναίκες; Ποιες είναι οι παράπλευρες απώλειες σε περίπτωση που επιζήσουν; Είναι παραπλανητική η εικόνα μας για το ισχυρό φύλο; Ή είναι ισχυρό επειδή φροντίζει να επιβιώνει; Και επιπλέον η τάση των ανδρών για προστασία αφορά και τους γύρω τους ή μόνον τους ίδιους;
Τη στιγμή της πρόσκρουσης, η οθόνη γίνεται λευκή. Όταν καθαρίζει- αποκαλύπτοντας ότι πραγματικός κίνδυνος δεν υπήρξε- τα πάντα έχουν αλλάξει ανάμεσα στο ζευγάρι που βρίσκεται αντιμέτωπο με τις συνέπειες των πράξεων του. Η «ανωτέρα βία» της ελεγχόμενης χιονοστιβάδας παρασύρει μακριά την ατσαλάκωτη εικόνα τους. Στις μέρες που ακολουθούν κυριαρχεί η απογοήτευση, ο θυμός, η ταραχή, η υποκρισία των γονιών σε αντίθεση με την ωριμότητα των παιδιών, οι ενοχές, η ντροπή και η ταπείνωση. Ο γάμος τους κρέμεται από μια κλωστή, καθώς ο σύζυγος προσπαθεί να ανακτήσει το ρόλο του αρχηγού της οικογένειας. Στην αρχή αρνείται ότι το έσκασε υποστηρίζοντας ότι είναι θέμα αντίληψης των πραγμάτων. Στην συνέχεια, όταν η απαράδεκτη συμπεριφορά του αποδεικνύεται, ντρέπεται που έχει υποκύψει στο ένστικτο του φόβου, καταρρέει και ξεσπά βίαια σε λυγμούς, σε μια ιδιαίτερα συγκινητική σκηνή ξεγυμνώματος της ίδιας του της ψυχής, με μια «απολογία» στην οποία πολλοί θα αναγνωρίσουμε στοιχεία του χαρακτήρα μας.
Το τελικό χτύπημα στο ζευγάρι έρχεται να δώσει μια δεύτερη χιονοστιβάδα. Η οικογένεια συναντά στο σαλέ μια συμπατριώτισσά του παντρεμένη με παιδιά, που βρίσκει εραστή εν γνώσει του συζύγου της με τον οποίο διατηρεί «ελεύθερη» σχέση, κάτι που δεν καταλαβαίνει και δεν αποδέχεται η ηρωίδα μας. Μεγαλωμένη με ηθικούς φραγμούς έχει τις δικές της συντηρητικές απόψεις περί έρωτα, γάμου, «αγίας οικογένειας», ανατροφής των παιδιών. Αυτή η ξένη γυναίκα της γκρεμίζει κάθε ιερό και όσιο. Καμία σταθερά δεν υπάρχει πλέον στη ζωή της. Η ισορροπία της ήταν επιφανειακή και καταρρέει με την ίδια ταχύτητα που κατρακύλησε η χιονοστιβάδα. Στο τέλος της ταινίας οι γονείς αναγκάζονται να προκαλέσουν μία άλλη ελεγχόμενη κατάσταση κινδύνου, για να ανατρέψουν την καταρρακωμένη εικόνα του πατέρα-προστάτη στην συνείδηση των παιδιών. Τα καταφέρνουν, αλλά η τελική σκηνή επιβεβαιώνει ποιος ακριβώς κρατά τα ηνία της οικογένειας.
Ο Ruben Östlund, ο νέος αυτός σκανδιναβός σκηνοθέτης, έχοντας στα χέρια του ένα εξαιρετικό σενάριο, μεθοδεύει άρτια την αφήγηση του και κινητοποιεί τη σκέψη του θεατή προκαλώντας του βασανιστικούς συλλογισμούς. Επιλέγει σοφά το περιβάλλον και το ντεκόρ για να υπογραμμίσει κατηγορηματικά τη διάθεση των προσώπων και να τονίσει τη γενικότερη ατμόσφαιρα του δράματος. Τα χιονισμένα τοπία, η ομίχλη μέσα στην οποία χάνονται και επανεμφανίζονται τα πρόσωπα, το κρύο και ο αέρας, οι σκληροί μεταλλικοί ήχοι, που παράγονται με διάφορες αφορμές, η υπέροχη μουσική (Ο «Χειμώνας» από τις «4 εποχές» του Βιβάλντι) χρησιμοποιούνται μεταφορικά ως δείγματα της ψυχρότητας που διαπερνά τη σχέση του ζευγαριού. Σαν αποτέλεσμα έκανε μια υπέροχη ταινία που διεκδίκησε το Όσκαρ και τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας, ενώ απέσπασε το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής, «Ένα Κάποιο Βλέμμα», στο Διεθνές Φεστιβάλ Καννών, το 2014 και πλήθος άλλων βραβείων σε διεθνή και τοπικά Φεστιβάλ.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=MXJbuf5msjg το trailer της ταινίας.
Σουηδία 2014. Διάρκεια: 119'. Σκηνοθεσία-Σενάριο: Ruben Östlund. Πρωταγωνιστούν: Johannes Kuhnke, Lisa Loven Kongsli,
Clara Wettergren, Kristofer Hivju, Brady Corbet .
Μια έξυπνη κωμωδία, ένα σαρκαστικό δράμα χαρακτήρων πάνω το κακό που κρύβεται σε κάθε ανθρώπινη φύση, το βασικό ένστικτο της επιβίωσης σε συνθήκες εκτάκτου κινδύνου, τις κοινωνικές συμβάσεις και τους ρόλους των ατόμων στην οικογένεια και την κοινωνία. Μια ταινία για τις σχέσεις των ανδρών και γυναικών, τις προσμονές του ενός από τον άλλο και τις ανατροπές στους ρόλους των δύο φύλων στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής οικογένειας, ιδιαίτερα στο ρόλο του αντρικού φύλου το οποίο, όπως προκύπτει από την ταινία, έχει χάσει τα πρωτεία και του έχει αφαιρεθεί ο ρόλος του προστάτη της οικογένειας. Και αυτό, όχι επειδή το ορίζουν οι νόμοι, απλά αυτοί κατοχύρωσαν, με χρονική μάλιστα καθυστέρηση, μια πραγματικότητα που ίσχυε από δεκαετίες.
Όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, αφορμή για την ταινία του έδωσε μια έρευνα που ανέλυσε 18 ναυτικά ατυχήματα που έγιναν στη διάρκεια τριών αιώνων και είχαν σαν αποτέλεσμα το θάνατο 15.000 ανθρώπων από 30 εθνικότητες. Τα συμπεράσματά της καταδεικνύουν ότι το πιο πιθανό είναι ένας άντρας να εγκαταλείψει την οικογένεια του σε μία κρίσιμη κατάσταση, ενώ το ποσοστό των αντρών που επιβιώνει από φυσικές καταστροφές και πολυάριθμα ατυχήματα είναι σημαντικά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των γυναικών. Οι καπετάνιοι και το πλήρωμα επιβιώνουν πολύ συχνότερα από τους επιβάτες, τους οποίους υποτίθεται ότι προστατεύουν. Οι γυναίκες είναι περισσότερες στα βρετανικά ναυάγια (μύθος λοιπόν και ο βρετανικός ιπποτισμός). Συνολικά οι συμπεριφορές σε καταστάσεις κινδύνου αποδίδονται ιδανικά με εκφράσεις όπως: «ο καθένας για τον εαυτό του», «ο θάνατός σου η ζωή μου» κοκ. Η έρευνα αυτή ανατρέπει το μέχρι τώρα αποδεκτό συμπέρασμα ότι το αντρικό φύλο έχει τις μεγαλύτερες απώλειες, σε αυτές τις καταστάσεις, που είχε βασιστεί στα δεδομένα του πολύνεκρου ναυαγίου του Τιτανικού, όπου οι νεκροί άντρες ήταν πραγματικά περισσότεροι από τις γυναίκες, αλλά αυτό συνέβη ως αποτέλεσμα της εντολής του καπετάνιου να πυροβολούνται οι άντρες που θα τολμούσαν να μπουν στις σωστικές λέμβους πριν επιβιβαστούν όλα τα γυναικόπαιδα.
Μια τέλεια, λοιπόν, πανέμορφη, σαν από διαφήμιση, τετραμελής σουηδική οικογένεια βρίσκεται σε διακοπές για σκι σε ένα παραδεισένιο χειμερινό θέρετρο στις γαλλικές Άλπεις. Αυτός είναι εργασιομανής, προσφέρει στην οικογένεια του οικονομική άνεση. Εκείνη είναι ωραιότατη, και τα δύο παιδιά τους αξιολάτρευτα. Φτάνει να δει κανείς τον τρόπο που χρησιμοποιούν όλοι τις ηλεκτρικές τους οδοντόβουρτσες για να καταλάβει ότι εδώ όλα είναι ακλόνητα, σταθερά και απολύτως οργανωμένα. Στις διακοπές, σε μια ξένοιαστη ατμόσφαιρα ξεκούρασης και διασκέδασης εκείνη χαλαρώνει, εκείνος προσπαθεί να αναπληρώσει την χρόνια απουσία του από το μεγάλωμα των παιδιών τους.
Οι οργανωτές του σαλέ για να ανεβάσουν την αδρεναλίνη στους φιλοξενούμενους, προκαλούν ελεγχόμενες χιονοστιβάδες, μια από τις οποίες φαίνεται να ξεφεύγει από τον έλεγχο και προκαλεί πανικό. Αντιδρώντας ενστικτωδώς, η μητέρα προσπαθεί να σώσει τα παιδιά, ενώ ο πατέρας φοβισμένος τρέχει μακριά να σωθεί, προλαβαίνει όμως να πάρει το κινητό του(!). Οποία αυτό-αποδόμηση του «ισχυρού» φύλου, που τρέπεται σε φυγή, μια πράξη καθόλου ηθική, ηρωική, «αντρική». Μια αναλώσιμη συσκευή τηλεφώνου είναι πολυτιμότερη από τα παιδιά και τη γυναίκα του. Ως αποτέλεσμα της αναπάντεχης αντίδρασής του προκαλείται επαναξιολόγηση των ρόλων και του οικογενειακού κατεστημένου, ενώ γεννιούνται εξαιρετικά αμείλικτα ερωτήματα. Πώς λειτουργεί το ένστικτο της επιβίωσης σε άντρες και γυναίκες; Ποιες είναι οι παράπλευρες απώλειες σε περίπτωση που επιζήσουν; Είναι παραπλανητική η εικόνα μας για το ισχυρό φύλο; Ή είναι ισχυρό επειδή φροντίζει να επιβιώνει; Και επιπλέον η τάση των ανδρών για προστασία αφορά και τους γύρω τους ή μόνον τους ίδιους;
Τη στιγμή της πρόσκρουσης, η οθόνη γίνεται λευκή. Όταν καθαρίζει- αποκαλύπτοντας ότι πραγματικός κίνδυνος δεν υπήρξε- τα πάντα έχουν αλλάξει ανάμεσα στο ζευγάρι που βρίσκεται αντιμέτωπο με τις συνέπειες των πράξεων του. Η «ανωτέρα βία» της ελεγχόμενης χιονοστιβάδας παρασύρει μακριά την ατσαλάκωτη εικόνα τους. Στις μέρες που ακολουθούν κυριαρχεί η απογοήτευση, ο θυμός, η ταραχή, η υποκρισία των γονιών σε αντίθεση με την ωριμότητα των παιδιών, οι ενοχές, η ντροπή και η ταπείνωση. Ο γάμος τους κρέμεται από μια κλωστή, καθώς ο σύζυγος προσπαθεί να ανακτήσει το ρόλο του αρχηγού της οικογένειας. Στην αρχή αρνείται ότι το έσκασε υποστηρίζοντας ότι είναι θέμα αντίληψης των πραγμάτων. Στην συνέχεια, όταν η απαράδεκτη συμπεριφορά του αποδεικνύεται, ντρέπεται που έχει υποκύψει στο ένστικτο του φόβου, καταρρέει και ξεσπά βίαια σε λυγμούς, σε μια ιδιαίτερα συγκινητική σκηνή ξεγυμνώματος της ίδιας του της ψυχής, με μια «απολογία» στην οποία πολλοί θα αναγνωρίσουμε στοιχεία του χαρακτήρα μας.
Το τελικό χτύπημα στο ζευγάρι έρχεται να δώσει μια δεύτερη χιονοστιβάδα. Η οικογένεια συναντά στο σαλέ μια συμπατριώτισσά του παντρεμένη με παιδιά, που βρίσκει εραστή εν γνώσει του συζύγου της με τον οποίο διατηρεί «ελεύθερη» σχέση, κάτι που δεν καταλαβαίνει και δεν αποδέχεται η ηρωίδα μας. Μεγαλωμένη με ηθικούς φραγμούς έχει τις δικές της συντηρητικές απόψεις περί έρωτα, γάμου, «αγίας οικογένειας», ανατροφής των παιδιών. Αυτή η ξένη γυναίκα της γκρεμίζει κάθε ιερό και όσιο. Καμία σταθερά δεν υπάρχει πλέον στη ζωή της. Η ισορροπία της ήταν επιφανειακή και καταρρέει με την ίδια ταχύτητα που κατρακύλησε η χιονοστιβάδα. Στο τέλος της ταινίας οι γονείς αναγκάζονται να προκαλέσουν μία άλλη ελεγχόμενη κατάσταση κινδύνου, για να ανατρέψουν την καταρρακωμένη εικόνα του πατέρα-προστάτη στην συνείδηση των παιδιών. Τα καταφέρνουν, αλλά η τελική σκηνή επιβεβαιώνει ποιος ακριβώς κρατά τα ηνία της οικογένειας.
Ο Ruben Östlund, ο νέος αυτός σκανδιναβός σκηνοθέτης, έχοντας στα χέρια του ένα εξαιρετικό σενάριο, μεθοδεύει άρτια την αφήγηση του και κινητοποιεί τη σκέψη του θεατή προκαλώντας του βασανιστικούς συλλογισμούς. Επιλέγει σοφά το περιβάλλον και το ντεκόρ για να υπογραμμίσει κατηγορηματικά τη διάθεση των προσώπων και να τονίσει τη γενικότερη ατμόσφαιρα του δράματος. Τα χιονισμένα τοπία, η ομίχλη μέσα στην οποία χάνονται και επανεμφανίζονται τα πρόσωπα, το κρύο και ο αέρας, οι σκληροί μεταλλικοί ήχοι, που παράγονται με διάφορες αφορμές, η υπέροχη μουσική (Ο «Χειμώνας» από τις «4 εποχές» του Βιβάλντι) χρησιμοποιούνται μεταφορικά ως δείγματα της ψυχρότητας που διαπερνά τη σχέση του ζευγαριού. Σαν αποτέλεσμα έκανε μια υπέροχη ταινία που διεκδίκησε το Όσκαρ και τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας, ενώ απέσπασε το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής, «Ένα Κάποιο Βλέμμα», στο Διεθνές Φεστιβάλ Καννών, το 2014 και πλήθος άλλων βραβείων σε διεθνή και τοπικά Φεστιβάλ.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=MXJbuf5msjg το trailer της ταινίας.
Ida
Πολωνία, 2013. Διάρκεια: 87΄. Σκηνοθεσία-σενάριο: Paweł Pawlikowski. Πρωταγωνιστούν: Agata Trzebuchowska, Agata Kulesza, Joanna Kulig, Dawid Ogrodnik, Adam Szyszkowski, Jerzy Trela.
“…H IDA είναι μια ταινία για την ταυτότητα, την οικογένεια, την πίστη, την ενοχή, τον σοσιαλισμό και τη μουσική. Ήθελα να κάνω μια ταινία για την ιστορία, η οποία δεν θα ήταν ιστορική. Μια ηθική, αλλά όχι διδακτική ταινία. Ήθελα να πω μια ιστορία στην οποία ο καθένας «έχει τους λόγους του», μια ιστορία πιο κοντά στην ποίηση παρά στην αφήγηση. Περισσότερο απ’ όλα όμως, ήθελα να αποστασιοποιηθώ από τη συνήθη ρητορική του Πολωνικού Κινηματογράφου. Η Πολωνία στην IDA παρουσιάζεται από έναν ‘αουτσάιντερ’, φιλτραρισμένη μέσα από τη προσωπική μνήμη και το συναίσθημα, τους ήχους και τις εικόνες της παιδικής ηλικίας…”, λέει ο σκηνοθέτης Pawel Pawlikowski και το καταφέρνει άριστα, όπως επιβεβαιώνουν η εκτίμηση του κοινού και τα αναρίθμητα βραβεία που απέσπασε η ταινία του.
Το 1962 στην Πολωνία, χώρα που υπέφερε όσο καμία άλλη από τις θηριωδίες των ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η 19χρονη Άννα, μια ορφανή μαθητευόμενη καλόγρια που έχει μεγαλώσει με τους αυστηρούς κανόνες της απομονωμένης κοινωνίας του Καθολικού μοναστηριού, καλείται από την ηγουμένη της, λίγο πριν χρισθεί επίσημα καλόγρια, να επισκεφτεί την οικογένεια της, για τελευταία φορά ως πολίτης. Μοναδική συγγενής της είναι η αδερφή της μητέρας της Βάντα, πρώην άτεγκτη δικαστικός με στενές διασυνδέσεις στα υψηλά κλιμάκια του κόμματος, που πλέον ανεξάρτητη οικονομικά και έχοντας χάσει την πίστη της στους θεσμούς και τα σύμβολα που υπηρέτησε για χρόνια, προτιμά να ζει στην απομόνωση.
Η Βάντα αποκαλύπτει στην Άννα ότι στην πραγματικότητα είναι Εβραία και ονομάζεται Ida. Οι δύο γυναίκες είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους . Η μία είναι νεαρή και αγνή, η άλλη, η κόκκινη Βάντα, όπως την αποκαλούσαν την περίοδο που η καριέρα της απογειωνόταν, είναι έμπειρη και χαμένη στις αναμνήσεις της. Η μία είναι τυπική περίπτωση αυταρχικής πενηντάρας, που έχει αηδιάσει τόσο από την δική της, όσο και από την στάση των συντρόφων της προς την κοινωνία. Η άλλη διακατέχεται από το αποστειρωμένο πνεύμα της νεολαίας, που μπερδεμένο δεν γνωρίζει ούτε αν επιθυμεί να ανακαλύψει το παρελθόν και την ιστορία τη δική του και της χώρας του. Και οι δυο μαζί συνθέτουν ένα σύνολο που παραπέμπει στη πολύπλοκη ιστορία της Πολωνίας, όπου η καθολική θρησκεία και ο μυστικισμός συνυπάρχουν και συμπορεύονται με τον υλισμό και τη μνήμη ενός φρικιαστικού παρελθόντος.
Με ένα από τα κλασικά ανατολικοευρωπαϊκά αυτοκίνητα οι δυο γυναίκες ξεκινούν ένα ταξίδι αναζήτησης της πραγματικής τους ταυτότητας και της αλήθειας για την οικογένειά τους. Πρόκειται για μια αναζήτηση περίπλοκη αφού συνδέεται με μερικά από τα πλέον επίμαχα ζητήματα στην ιστορία της χώρας τους και συγκεκριμένα με το τι συνέβη μεταξύ Πολωνών Καθολικών και Εβραίων στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Μάλιστα σε αυτές τις ελάχιστες ημέρες «ελεύθερης» ζωής, η υποψήφια νεαρή μοναχή, θα αρχίσει να αμφιβάλει και για την ακλόνητη μέχρι πρότινος πίστη της στο θεό.
Ο Pawlikowski («Last Resort» και «My Summer of Love»), που κάνει καριέρα στην Αγγλία, επιστρέφει στην Πολωνία για να φιλμάρει τους προβληματισμούς του στα πάτρια εδάφη και δημιουργεί μία από τις πιο λιτές, δυνατές και συγκινητικές ταινίες. Φωτογραφίζει τον τόπο του, ψυχρό, παγωμένο, ασθενικό, μέσα σε ασπρόμαυρο κάδρο, με ένα σχεδόν ανατριχιαστικό ρεαλισμό. Η κάμερα του μένει ακίνητη, σαν αμίλητος αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων και μεταφέρει αυτόματα την κάθε συναισθηματική φόρτιση στην ψυχή του θεατή, που παρακολουθεί με αμείωτη ένταση κάθε σκηνή της ταινίας.
Το φιλμ ήταν η Επίσημη Πολωνική Υποψηφιότητα σε πέντε κατηγορίες Oσκαρ του 2015: Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερης Φωτογραφίας, Καλύτερου Σεναρίου, Καλύτερου Β’ Γυναικείου Ρόλου. Τιμήθηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο : International Critics’Award (FIPRESCI). Βραβείο Καλύτερης ταινίας Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου 2013. Βραβείο Καλύτερης ταινίας (Crystal Arrow), στο 5ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Les Arcs. Βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας (εξ’ ημισείας στις δύο πρωταγωνίστριες Agata Kulesza, Agata Trzebuchowska), στο 5ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Les Arcs. Grand Prix και Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βαρσοβίας το 2013. Υποψήφια για Βραβείο Κοινού στα, Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου το 2014.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=ISl5mmzozAY το trailer της ταινίας
Πολωνία, 2013. Διάρκεια: 87΄. Σκηνοθεσία-σενάριο: Paweł Pawlikowski. Πρωταγωνιστούν: Agata Trzebuchowska, Agata Kulesza, Joanna Kulig, Dawid Ogrodnik, Adam Szyszkowski, Jerzy Trela.
“…H IDA είναι μια ταινία για την ταυτότητα, την οικογένεια, την πίστη, την ενοχή, τον σοσιαλισμό και τη μουσική. Ήθελα να κάνω μια ταινία για την ιστορία, η οποία δεν θα ήταν ιστορική. Μια ηθική, αλλά όχι διδακτική ταινία. Ήθελα να πω μια ιστορία στην οποία ο καθένας «έχει τους λόγους του», μια ιστορία πιο κοντά στην ποίηση παρά στην αφήγηση. Περισσότερο απ’ όλα όμως, ήθελα να αποστασιοποιηθώ από τη συνήθη ρητορική του Πολωνικού Κινηματογράφου. Η Πολωνία στην IDA παρουσιάζεται από έναν ‘αουτσάιντερ’, φιλτραρισμένη μέσα από τη προσωπική μνήμη και το συναίσθημα, τους ήχους και τις εικόνες της παιδικής ηλικίας…”, λέει ο σκηνοθέτης Pawel Pawlikowski και το καταφέρνει άριστα, όπως επιβεβαιώνουν η εκτίμηση του κοινού και τα αναρίθμητα βραβεία που απέσπασε η ταινία του.
Το 1962 στην Πολωνία, χώρα που υπέφερε όσο καμία άλλη από τις θηριωδίες των ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η 19χρονη Άννα, μια ορφανή μαθητευόμενη καλόγρια που έχει μεγαλώσει με τους αυστηρούς κανόνες της απομονωμένης κοινωνίας του Καθολικού μοναστηριού, καλείται από την ηγουμένη της, λίγο πριν χρισθεί επίσημα καλόγρια, να επισκεφτεί την οικογένεια της, για τελευταία φορά ως πολίτης. Μοναδική συγγενής της είναι η αδερφή της μητέρας της Βάντα, πρώην άτεγκτη δικαστικός με στενές διασυνδέσεις στα υψηλά κλιμάκια του κόμματος, που πλέον ανεξάρτητη οικονομικά και έχοντας χάσει την πίστη της στους θεσμούς και τα σύμβολα που υπηρέτησε για χρόνια, προτιμά να ζει στην απομόνωση.
Η Βάντα αποκαλύπτει στην Άννα ότι στην πραγματικότητα είναι Εβραία και ονομάζεται Ida. Οι δύο γυναίκες είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους . Η μία είναι νεαρή και αγνή, η άλλη, η κόκκινη Βάντα, όπως την αποκαλούσαν την περίοδο που η καριέρα της απογειωνόταν, είναι έμπειρη και χαμένη στις αναμνήσεις της. Η μία είναι τυπική περίπτωση αυταρχικής πενηντάρας, που έχει αηδιάσει τόσο από την δική της, όσο και από την στάση των συντρόφων της προς την κοινωνία. Η άλλη διακατέχεται από το αποστειρωμένο πνεύμα της νεολαίας, που μπερδεμένο δεν γνωρίζει ούτε αν επιθυμεί να ανακαλύψει το παρελθόν και την ιστορία τη δική του και της χώρας του. Και οι δυο μαζί συνθέτουν ένα σύνολο που παραπέμπει στη πολύπλοκη ιστορία της Πολωνίας, όπου η καθολική θρησκεία και ο μυστικισμός συνυπάρχουν και συμπορεύονται με τον υλισμό και τη μνήμη ενός φρικιαστικού παρελθόντος.
Με ένα από τα κλασικά ανατολικοευρωπαϊκά αυτοκίνητα οι δυο γυναίκες ξεκινούν ένα ταξίδι αναζήτησης της πραγματικής τους ταυτότητας και της αλήθειας για την οικογένειά τους. Πρόκειται για μια αναζήτηση περίπλοκη αφού συνδέεται με μερικά από τα πλέον επίμαχα ζητήματα στην ιστορία της χώρας τους και συγκεκριμένα με το τι συνέβη μεταξύ Πολωνών Καθολικών και Εβραίων στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Μάλιστα σε αυτές τις ελάχιστες ημέρες «ελεύθερης» ζωής, η υποψήφια νεαρή μοναχή, θα αρχίσει να αμφιβάλει και για την ακλόνητη μέχρι πρότινος πίστη της στο θεό.
Ο Pawlikowski («Last Resort» και «My Summer of Love»), που κάνει καριέρα στην Αγγλία, επιστρέφει στην Πολωνία για να φιλμάρει τους προβληματισμούς του στα πάτρια εδάφη και δημιουργεί μία από τις πιο λιτές, δυνατές και συγκινητικές ταινίες. Φωτογραφίζει τον τόπο του, ψυχρό, παγωμένο, ασθενικό, μέσα σε ασπρόμαυρο κάδρο, με ένα σχεδόν ανατριχιαστικό ρεαλισμό. Η κάμερα του μένει ακίνητη, σαν αμίλητος αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων και μεταφέρει αυτόματα την κάθε συναισθηματική φόρτιση στην ψυχή του θεατή, που παρακολουθεί με αμείωτη ένταση κάθε σκηνή της ταινίας.
Το φιλμ ήταν η Επίσημη Πολωνική Υποψηφιότητα σε πέντε κατηγορίες Oσκαρ του 2015: Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερης Φωτογραφίας, Καλύτερου Σεναρίου, Καλύτερου Β’ Γυναικείου Ρόλου. Τιμήθηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο : International Critics’Award (FIPRESCI). Βραβείο Καλύτερης ταινίας Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου 2013. Βραβείο Καλύτερης ταινίας (Crystal Arrow), στο 5ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Les Arcs. Βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας (εξ’ ημισείας στις δύο πρωταγωνίστριες Agata Kulesza, Agata Trzebuchowska), στο 5ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Les Arcs. Grand Prix και Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βαρσοβίας το 2013. Υποψήφια για Βραβείο Κοινού στα, Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου το 2014.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=ISl5mmzozAY το trailer της ταινίας
Γαλλία, Κουρδιστάν, Αγγλία 2009. Διάρκεια: 115'. Σκηνοθεσία: Philippe Lioret. Σενάριο: Philippe Lioret, Emmanuel Courcol, Olivier Adam. Μουσική: Nicola Piovani, Wojciech Kilar, Armand Amar. Πρωταγωνιστούν: Vincent Lindon, Firat Ayverdi, Audrey Dana, Derya Ayverdi, Thierry Godard, Selim Akgul, Behi Djanati Atai, Selim Akgul κ.α.
Βρισκόμαστε στο βορειότερο σημείο της Γαλλίας, στην πόλη του Calais, όπου, όπως ακριβώς συνέβαινε επί χρόνια στην δική μας Πάτρα ή σήμερα στην Ειδομένη, συγκεντρώνεται ένας μεγάλος αριθμός παράνομων μεταναστών περιμένοντας την ευκαιρία να περάσει λαθραία στη Μεγάλη Βρετανία, την θεωρούμενη σχεδόν ως χώρα της Επαγγελίας. Ανάμεσά τους βρίσκεται ο Μπιλάλ, ένας 17χρονος κούρδος από το Ιράκ που περπάτησε 4.000 χιλιόμετρα, διέσχισε όλη τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη με σκοπό να συναντήσει στην Αγγλία την αγαπημένη του Μίνα που ο πατέρας της ετοιμάζεται να παντρέψει με κάποιον άλλον. Για να το πετύχει πληρώνει σε έναν λαθρέμπορο 500 ευρώ. Για κακή του τύχη όμως γίνεται αντιληπτός από την αστυνομία, έρχεται αντιμέτωπος με τη γαλλική γραφειοκρατία και δικαιοσύνη και τίθεται σε περιορισμό με την απειλή της απέλασης. Αλλά δεν παραιτείται. Αγναντεύοντας τη Μάγχη συνειδητοποιεί ότι οι ακτές τις Βρετανίας είναι πολύ κοντά και στο μυαλό του ωριμάζει ένα σχέδιο: να τη διασχίσει κολυμπώντας.
Για να προπονηθεί συχνάζει στο κολυμβητήριο της πόλης. Εκεί συναντά τον Σιμόν, έναν σαραντάρη, πρώην πρωταθλητή και προπονητή ο οποίος συγκινείται από τον πόθο του νεαρού να συναντήσει τον έρωτά του και αποφασίζει να τον βοηθήσει. Τον προπονεί καθημερινά βάζοντας έτσι σε κίνδυνο την κοινωνική του θέση γιατί αψηφά ένα νόμο, που βρίσκεται στη Γαλλία σε ισχύ από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και ο οποίος ορίζει ως εγκληματική ενέργεια τη παροχή βοήθειας σε παράνομους μετανάστες και τιμωρεί όσους τον παραβαίνουν με πενταετή φυλάκιση. Σύμφωνα με αυτόν τον νόμο είναι παρανομία η μετακίνηση πληθυσμών, η αλληλεγγύη των λαών, ο έρωτας των αδυνάτων. "Νιώθω σαν να βρισκόμαστε στο 1943 και κρύβουμε Εβραίους στο υπόγειο" δήλωσε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης.
Το φιλμ είναι γεμάτο αντιθέσεις. Από την μια οι σκληρές συνθήκες μέσα στις οποίες επιβιώνουν οι μετανάστες, οι ουρές στην προκυμαία για τα συσσίτια των φιλανθρωπικών οργανώσεων και από την άλλη τα πολυτελή ρεστοράν και ο κόσμος που αδιαφορεί. Από τη μια ο ρομαντισμός, ο ασίγαστος έρωτας και η αποφασιστικότητα του Μπιλάλ και της Μίνα που δεν υπακούει στην προσταγή του πατέρα της, από την άλλη η παραίτηση, ο κυνισμός και το σβησμένο πάθος στον διαλυμένο γάμο του Σιμόν. "Εγώ ούτε το δρόμο δεν θα διέσχιζα για να σε διεκδικήσω" λέει στην γυναίκα του που τον εγκαταλείπει, παρόλο που εξακολουθεί να την αγαπάει. Από την μια οι άκαρπες προσπάθειες του Μπιλάλ, από την άλλη οι επιτυχίες της οικογένειας της Μίνας στο Λονδίνο. Από τη μια ο Σιμόν που διακινδυνεύει και από την άλλη η κρατική τρομοκρατία, ο εσωτερικός χαφιεδισμός και ο δωσιλογισμός που καλλιεργείται στους γάλλους: ο νομοταγής γείτονας ειδοποιεί την αστυνομία, ότι ο προπονητής παρέχει στέγη και τροφή σε μετανάστες.
Το θέμα της αποφασιστικότητας, της αγάπης, της φιλίας, οι κάθε λογής αντιξοότητες και οι γραφειοκρατικές αδικίες δεν εξετάζονται για πρώτη φορά από κινηματογραφικό έργο, αλλά ο ρεαλιστικός τρόπος του και το θάρρος με το οποίο ο Philippe Lioret μιλάει για τον βαθύτατο ρατσισμό στην «πατρίδα της Δημοκρατίας», συγκινεί και αποδεικνύει ότι ξέρει να διηγείται φλέγουσες κοινωνικές καταστάσεις χωρίς να γίνεται μελοδραματικός ή διδακτικός. Στα σημαντικά πλεονεκτήματα του φιλμ ανήκουν οι εξαιρετικές ερμηνείες των Vincent Lindon και Firat Ayverdi, καθώς και το καλογραμμένο σενάριο, που είναι πλούσιο σε πολιτικά, πολιτιστικά, και κοινωνικά στοιχεία και στρέφει την προσοχή του θεατή στο μικρόκοσμο που κινείται σ' ένα από τα πιο πολυσύχναστα σταυροδρόμια της Ευρώπης.
Αυτό το υπόκωφο, βραδυφλεγές και βαθιά συγκινητικό φιλμ, πάνω στην ξενοφοβία, την αστυνομοκρατία και την αδυναμία του δυτικού κόσμου να δώσει μια δίκαιο λύση στο προσφυγικό πρόβλημα που ο ίδιος προκάλεσε, συγκέντρωσε στη Γαλλία περισσότερο από ένα εκατομμύριο θεατές και προκάλεσε ιδιαίτερα έντονες συζητήσεις σχετικά με την μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης Σαρκοζί και γενικότερα την πολιτική της ΕΕ για την αντιμετώπιση των προσφύγων που προέρχονται από εμπόλεμες περιοχές.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=t40ANH4Pe14 το trailer της ταινίας.
Βρισκόμαστε στο βορειότερο σημείο της Γαλλίας, στην πόλη του Calais, όπου, όπως ακριβώς συνέβαινε επί χρόνια στην δική μας Πάτρα ή σήμερα στην Ειδομένη, συγκεντρώνεται ένας μεγάλος αριθμός παράνομων μεταναστών περιμένοντας την ευκαιρία να περάσει λαθραία στη Μεγάλη Βρετανία, την θεωρούμενη σχεδόν ως χώρα της Επαγγελίας. Ανάμεσά τους βρίσκεται ο Μπιλάλ, ένας 17χρονος κούρδος από το Ιράκ που περπάτησε 4.000 χιλιόμετρα, διέσχισε όλη τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη με σκοπό να συναντήσει στην Αγγλία την αγαπημένη του Μίνα που ο πατέρας της ετοιμάζεται να παντρέψει με κάποιον άλλον. Για να το πετύχει πληρώνει σε έναν λαθρέμπορο 500 ευρώ. Για κακή του τύχη όμως γίνεται αντιληπτός από την αστυνομία, έρχεται αντιμέτωπος με τη γαλλική γραφειοκρατία και δικαιοσύνη και τίθεται σε περιορισμό με την απειλή της απέλασης. Αλλά δεν παραιτείται. Αγναντεύοντας τη Μάγχη συνειδητοποιεί ότι οι ακτές τις Βρετανίας είναι πολύ κοντά και στο μυαλό του ωριμάζει ένα σχέδιο: να τη διασχίσει κολυμπώντας.
Για να προπονηθεί συχνάζει στο κολυμβητήριο της πόλης. Εκεί συναντά τον Σιμόν, έναν σαραντάρη, πρώην πρωταθλητή και προπονητή ο οποίος συγκινείται από τον πόθο του νεαρού να συναντήσει τον έρωτά του και αποφασίζει να τον βοηθήσει. Τον προπονεί καθημερινά βάζοντας έτσι σε κίνδυνο την κοινωνική του θέση γιατί αψηφά ένα νόμο, που βρίσκεται στη Γαλλία σε ισχύ από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και ο οποίος ορίζει ως εγκληματική ενέργεια τη παροχή βοήθειας σε παράνομους μετανάστες και τιμωρεί όσους τον παραβαίνουν με πενταετή φυλάκιση. Σύμφωνα με αυτόν τον νόμο είναι παρανομία η μετακίνηση πληθυσμών, η αλληλεγγύη των λαών, ο έρωτας των αδυνάτων. "Νιώθω σαν να βρισκόμαστε στο 1943 και κρύβουμε Εβραίους στο υπόγειο" δήλωσε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης.
Το φιλμ είναι γεμάτο αντιθέσεις. Από την μια οι σκληρές συνθήκες μέσα στις οποίες επιβιώνουν οι μετανάστες, οι ουρές στην προκυμαία για τα συσσίτια των φιλανθρωπικών οργανώσεων και από την άλλη τα πολυτελή ρεστοράν και ο κόσμος που αδιαφορεί. Από τη μια ο ρομαντισμός, ο ασίγαστος έρωτας και η αποφασιστικότητα του Μπιλάλ και της Μίνα που δεν υπακούει στην προσταγή του πατέρα της, από την άλλη η παραίτηση, ο κυνισμός και το σβησμένο πάθος στον διαλυμένο γάμο του Σιμόν. "Εγώ ούτε το δρόμο δεν θα διέσχιζα για να σε διεκδικήσω" λέει στην γυναίκα του που τον εγκαταλείπει, παρόλο που εξακολουθεί να την αγαπάει. Από την μια οι άκαρπες προσπάθειες του Μπιλάλ, από την άλλη οι επιτυχίες της οικογένειας της Μίνας στο Λονδίνο. Από τη μια ο Σιμόν που διακινδυνεύει και από την άλλη η κρατική τρομοκρατία, ο εσωτερικός χαφιεδισμός και ο δωσιλογισμός που καλλιεργείται στους γάλλους: ο νομοταγής γείτονας ειδοποιεί την αστυνομία, ότι ο προπονητής παρέχει στέγη και τροφή σε μετανάστες.
Το θέμα της αποφασιστικότητας, της αγάπης, της φιλίας, οι κάθε λογής αντιξοότητες και οι γραφειοκρατικές αδικίες δεν εξετάζονται για πρώτη φορά από κινηματογραφικό έργο, αλλά ο ρεαλιστικός τρόπος του και το θάρρος με το οποίο ο Philippe Lioret μιλάει για τον βαθύτατο ρατσισμό στην «πατρίδα της Δημοκρατίας», συγκινεί και αποδεικνύει ότι ξέρει να διηγείται φλέγουσες κοινωνικές καταστάσεις χωρίς να γίνεται μελοδραματικός ή διδακτικός. Στα σημαντικά πλεονεκτήματα του φιλμ ανήκουν οι εξαιρετικές ερμηνείες των Vincent Lindon και Firat Ayverdi, καθώς και το καλογραμμένο σενάριο, που είναι πλούσιο σε πολιτικά, πολιτιστικά, και κοινωνικά στοιχεία και στρέφει την προσοχή του θεατή στο μικρόκοσμο που κινείται σ' ένα από τα πιο πολυσύχναστα σταυροδρόμια της Ευρώπης.
Αυτό το υπόκωφο, βραδυφλεγές και βαθιά συγκινητικό φιλμ, πάνω στην ξενοφοβία, την αστυνομοκρατία και την αδυναμία του δυτικού κόσμου να δώσει μια δίκαιο λύση στο προσφυγικό πρόβλημα που ο ίδιος προκάλεσε, συγκέντρωσε στη Γαλλία περισσότερο από ένα εκατομμύριο θεατές και προκάλεσε ιδιαίτερα έντονες συζητήσεις σχετικά με την μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης Σαρκοζί και γενικότερα την πολιτική της ΕΕ για την αντιμετώπιση των προσφύγων που προέρχονται από εμπόλεμες περιοχές.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=t40ANH4Pe14 το trailer της ταινίας.
ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 91'. Σκηνοθεσία: Ramin Bahrani. Σενάριο: Bahareh Azimi- Ramin Bahrani. Πρωταγωνιστούν: Souleymane Sy Savane, Red West, Diana Franco Galindo, Lane Roc Williams, Mamadou Lam, Carmen Leyva.
Η σχέση ανάμεσα στους οδηγούς ταξί και τους πελάτες τους έχει απασχολήσει πολλές φορές τους σκηνοθέτες του κινηματογράφου όπου γης. Από τον Ιρανό Αμπάς Κιαροσταμί στην βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα ταινία «Η γεύση του Κερασιού» μέχρι τον Μάρτιν Σκορσέζε που μας έδωσε τον αριστουργηματικό “Taxi driver” με πρωταγωνιστές τους εκπληκτικούς Ρόμπερτ ντε Νίρο και Τζόντι Φόστερ. Στην ταινία του Ramin Bahrani «Η κοιλάδα των λουλουδιών» οδηγός του ταξί είναι ο Σόλο, ένας αφροαμερικανός από τη Σενεγάλη, που ζει στο Winston Salem της Βόρειας Καρολίνα και δουλεύει σκληρά για να εξασφαλίσει καλύτερη ζωή για την οικογένειά του. Η συμπεριφορά του είναι ευγενική, αβίαστα ζεστή και φιλικά γοητευτική. Συχνά καταφεύγει σε αστεία και πειράγματα για να κάνει τη διαδρομή περισσότερο ευχάριστη για τους πελάτες του, άντρες ή γυναίκες. Είναι περίπου 30 χρόνων, παντρεμένος με Μεξικάνα και διαθέτει την σχεδόν ανεξήγητη αισιοδοξία της ηλικίας του που εκφράζεται στην πεποίθησή του ότι βρίσκεται ένα βήμα πριν από την κατάκτηση του «αμερικάνικου» ονείρου, στο οποίο όμως δεν μπορεί και να προσδώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Στην πραγματικότητα ο νεαρός μετανάστης νοιώθει καταπιεσμένος στη συζυγική στέγη, στερείται προσωπικών επιδιώξεων και οι επιλογές του είναι απολύτως περιορισμένες. Επιβάτης είναι ο Γουίλιαμ, ένας λευκός, απαισιόδοξος συνταξιούχος γιάπης που έχει περάσει τα 70 και η ζωή του οδεύει προς το τέλος της. Κάνει τον προσωπικό του απολογισμό και αδυνατώντας να αντέξει το βάρος των λαθών και των αναμνήσεων του ζητάει από τον Σόλο να τον μεταφέρει, σε δύο εβδομάδες, σε έναν ιερό χώρο, το Blue Mountains και τον απομονωμένο βράχο Blowing. Είναι μια μεγάλη διαδρομή μέσα από βουνά για την οποία ο Γουίλιαμ προσφέρει πολύ καλή αμοιβή. «Τι θα κάνεις, θα πηδήξεις;» ρωτά ο Σόλο χαριτολογώντας. Από την σιωπή του επιβάτη αντιλαμβάνεται το πραγματικό του σχέδιο και παραλύει. Παράλληλα όμως, καταστρώνει το δικό του σχέδιο, και βάζοντας όλη τη ζεστασιά του χαρακτήρα του προσπαθεί μέσα στον ελάχιστο χρόνο που έχει στη διάθεσή του να μεταπείσει και να αποτρέψει τον πεισματάρη 70χρονο να πηδήξει από το βράχο.
Στην ταινία το προσωπικό όνειρο του ταξιτζή συναντά τα πάθη, τα λάθη και τις επιθυμίες του παράξενου ηλικιωμένου επιβάτη, πίσω από τη ζωή του οποίου κρύβεται ένα μεγάλο μυστικό. Οι δύο άντρες έχουν διαφορετικά βιώματα και μεγάλες διαφορές. Ο ένας επιδιώκει με μανία να επιτύχει το όνειρό του, ο άλλος δεν πιστεύει στα όνειρα πολύ περισσότερο τα αμερικάνικα. Ο ένας προσπαθεί να εξισορροπήσει τις υποχρεώσεις του ως πατέρας με τα προσωπικά του θέλω, ο άλλος αναζητά μία διέξοδο στον προσωπικό του λαβύρινθο. Παρόλα αυτά, ή ίσως εξαιτίας όλων αυτών, σύντομα συνειδητοποιούν ότι χρειάζονται ο ένας τον άλλο περισσότερο από όσο μπορούν να παραδεχτούν. Μια αναπόφευκτη, δυνατή φιλία αναπτύσσεται μεταξύ τους και αλλάζει, τελικά, τις ζωές τους.
Η τρίτη του ταινία του Ramin Bahrani (μετανάστης δεύτερης γενιάς από το Ιράν που, παρεμπιπτόντως, κατέκτησε το ελληνικό σινεφίλ κοινό με την παρουσία του στο περυσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης) δεν είναι ένα ακόμα φιλμ για την μετανάστευση, ούτε αναφέρεται στις σχέσεις λευκών-μαύρων. Είναι ένα τρυφερό, υπαρξιακό, χαμηλών τόνων δράμα, ένα έργο συμβολισμών για τα όνειρα του ισχυρού φύλου και τη δύναμη της αντρικής φιλίας. Δικαίως κατέκτησε το 2008, το Βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Εδώ : https://www.youtube.com/watch?v=U5IGC59Q9y8 το trailer της ταινίας
Η σχέση ανάμεσα στους οδηγούς ταξί και τους πελάτες τους έχει απασχολήσει πολλές φορές τους σκηνοθέτες του κινηματογράφου όπου γης. Από τον Ιρανό Αμπάς Κιαροσταμί στην βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα ταινία «Η γεύση του Κερασιού» μέχρι τον Μάρτιν Σκορσέζε που μας έδωσε τον αριστουργηματικό “Taxi driver” με πρωταγωνιστές τους εκπληκτικούς Ρόμπερτ ντε Νίρο και Τζόντι Φόστερ. Στην ταινία του Ramin Bahrani «Η κοιλάδα των λουλουδιών» οδηγός του ταξί είναι ο Σόλο, ένας αφροαμερικανός από τη Σενεγάλη, που ζει στο Winston Salem της Βόρειας Καρολίνα και δουλεύει σκληρά για να εξασφαλίσει καλύτερη ζωή για την οικογένειά του. Η συμπεριφορά του είναι ευγενική, αβίαστα ζεστή και φιλικά γοητευτική. Συχνά καταφεύγει σε αστεία και πειράγματα για να κάνει τη διαδρομή περισσότερο ευχάριστη για τους πελάτες του, άντρες ή γυναίκες. Είναι περίπου 30 χρόνων, παντρεμένος με Μεξικάνα και διαθέτει την σχεδόν ανεξήγητη αισιοδοξία της ηλικίας του που εκφράζεται στην πεποίθησή του ότι βρίσκεται ένα βήμα πριν από την κατάκτηση του «αμερικάνικου» ονείρου, στο οποίο όμως δεν μπορεί και να προσδώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Στην πραγματικότητα ο νεαρός μετανάστης νοιώθει καταπιεσμένος στη συζυγική στέγη, στερείται προσωπικών επιδιώξεων και οι επιλογές του είναι απολύτως περιορισμένες. Επιβάτης είναι ο Γουίλιαμ, ένας λευκός, απαισιόδοξος συνταξιούχος γιάπης που έχει περάσει τα 70 και η ζωή του οδεύει προς το τέλος της. Κάνει τον προσωπικό του απολογισμό και αδυνατώντας να αντέξει το βάρος των λαθών και των αναμνήσεων του ζητάει από τον Σόλο να τον μεταφέρει, σε δύο εβδομάδες, σε έναν ιερό χώρο, το Blue Mountains και τον απομονωμένο βράχο Blowing. Είναι μια μεγάλη διαδρομή μέσα από βουνά για την οποία ο Γουίλιαμ προσφέρει πολύ καλή αμοιβή. «Τι θα κάνεις, θα πηδήξεις;» ρωτά ο Σόλο χαριτολογώντας. Από την σιωπή του επιβάτη αντιλαμβάνεται το πραγματικό του σχέδιο και παραλύει. Παράλληλα όμως, καταστρώνει το δικό του σχέδιο, και βάζοντας όλη τη ζεστασιά του χαρακτήρα του προσπαθεί μέσα στον ελάχιστο χρόνο που έχει στη διάθεσή του να μεταπείσει και να αποτρέψει τον πεισματάρη 70χρονο να πηδήξει από το βράχο.
Στην ταινία το προσωπικό όνειρο του ταξιτζή συναντά τα πάθη, τα λάθη και τις επιθυμίες του παράξενου ηλικιωμένου επιβάτη, πίσω από τη ζωή του οποίου κρύβεται ένα μεγάλο μυστικό. Οι δύο άντρες έχουν διαφορετικά βιώματα και μεγάλες διαφορές. Ο ένας επιδιώκει με μανία να επιτύχει το όνειρό του, ο άλλος δεν πιστεύει στα όνειρα πολύ περισσότερο τα αμερικάνικα. Ο ένας προσπαθεί να εξισορροπήσει τις υποχρεώσεις του ως πατέρας με τα προσωπικά του θέλω, ο άλλος αναζητά μία διέξοδο στον προσωπικό του λαβύρινθο. Παρόλα αυτά, ή ίσως εξαιτίας όλων αυτών, σύντομα συνειδητοποιούν ότι χρειάζονται ο ένας τον άλλο περισσότερο από όσο μπορούν να παραδεχτούν. Μια αναπόφευκτη, δυνατή φιλία αναπτύσσεται μεταξύ τους και αλλάζει, τελικά, τις ζωές τους.
Η τρίτη του ταινία του Ramin Bahrani (μετανάστης δεύτερης γενιάς από το Ιράν που, παρεμπιπτόντως, κατέκτησε το ελληνικό σινεφίλ κοινό με την παρουσία του στο περυσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης) δεν είναι ένα ακόμα φιλμ για την μετανάστευση, ούτε αναφέρεται στις σχέσεις λευκών-μαύρων. Είναι ένα τρυφερό, υπαρξιακό, χαμηλών τόνων δράμα, ένα έργο συμβολισμών για τα όνειρα του ισχυρού φύλου και τη δύναμη της αντρικής φιλίας. Δικαίως κατέκτησε το 2008, το Βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Εδώ : https://www.youtube.com/watch?v=U5IGC59Q9y8 το trailer της ταινίας
Το χρονικό της δικτατορίας
Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης.
Ένα 37λεπτο ανέκδοτο ντοκιμαντέρ που περιέχει πολύτιμο αρχειακό υλικό από την κηδεία των Γεωργίου Παπανδρέου και Γιώργου Σεφέρη και τις δίκες του Αλέκου Παναγούλη και άλλων αγωνιστών.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=cjusg4UCeDg το trailer του ντοκιμαντέρ
Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης.
Ένα 37λεπτο ανέκδοτο ντοκιμαντέρ που περιέχει πολύτιμο αρχειακό υλικό από την κηδεία των Γεωργίου Παπανδρέου και Γιώργου Σεφέρη και τις δίκες του Αλέκου Παναγούλη και άλλων αγωνιστών.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=cjusg4UCeDg το trailer του ντοκιμαντέρ
Ο χρυσός αιώνας των διδακτοριών
Σχεδόν άπαιχτο ντοκιμαντέρ της Νίνας Γεωργιάδου για το Πολυτεχνείο. Ένα εξαιρετικό χρονικό της νεότερης ελληνικής ιστορίας των τελευταίων 90 ετών.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=a733oP9sVTUτο trailer του ντοκιμαντέρ
Σχεδόν άπαιχτο ντοκιμαντέρ της Νίνας Γεωργιάδου για το Πολυτεχνείο. Ένα εξαιρετικό χρονικό της νεότερης ελληνικής ιστορίας των τελευταίων 90 ετών.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=a733oP9sVTUτο trailer του ντοκιμαντέρ
Ο Εξαιρετικός Κύριος Lazhar Καναδάς 2011. Σκηνοθεσία: Philippe Falardeau. Σενάριο: Philippe Falardeau βασισμένο σε μονόπρακτο της Evelyne de la Chenelière. Πρωταγωνιστούν: Mohamed Fellag, Sophie Nélisse, Émilien Néron. Διάρκεια: 93'.
«Ο Εξαιρετικός Κύριος Lazhar» του Καναδού σκηνοθέτη Φιλίπ Φαλαρντό, είναι ένα δράμα μεγάλων διαστάσεων. Διαδραματίζεται σε μια αίθουσα ενός δημοτικού σχολείου που στην ταινία λειτουργεί ως μικρογραφία μιας ολόκληρης κοινωνίας. Τα θέματα που πραγματεύεται είναι πολλά: ο θάνατος, η απώλεια, η βία της παιδικής ηλικίας, η παρεχόμενη από ένα αποστειρωμένο εκπαιδευτικό σύστημα εκπαίδευση, η σχολική παρενόχληση, η αναγκαστική μετανάστευση, κυρίως η ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία από την οποία η καθωσπρέπει κοινωνία στην οποία αναφέρεται έχει πάρει διαζύγιο προ πολλού. Ήρωας της είναι ένας Αλγερινός πρόσφυγας που περνάει παράνομα στον Καναδά, ζητάει πολιτικό άσυλο και τελικά προσλαμβάνεται ως αντικαταστάτης δάσκαλος σε μια τάξη της οποίας η προκάτοχός του εκπαιδευτικός έχει αυτοκτονήσει, βυθίζοντας όλο το σχολείο σε σύγχυση και αφήνοντας τους μαθητές της σοκαρισμένους αφού η πράξη της πιο αγαπημένης τους δασκάλας μένει χωρίς λογική εξήγηση. Μετά την πρόσληψή του συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του αφενός στο να διδάξει τους μαθητές του, αφετέρου να τους συμπαρασταθεί ώστε να αντιμετωπίσουν την απώλειά τους. Τίποτα από την στάση του δεν προδίδει τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται ο ίδιος, συνεπώς όλοι, μαθητές και εκπαιδευτικοί, δεν αντιλαμβάνονται ότι ο κύριος Lazhar κινδυνεύει να απελαθεί οποιαδήποτε στιγμή.
Ο κατατρεγμένος, μεσόκοπος δάσκαλος, είναι «παλιομοδίτης» στην εμφάνιση και τις μεθόδους αλλά αντιλαμβάνεται τη σχολική αίθουσα όχι μόνο ως διδακτέα ύλη, σημειώσεις σε βιβλία και διαγωνίσματα, αλλά και ως κοινότητα αγάπης. Η τραγική προσωπική του ιστορία περιπλέκεται με την τραυματική εμπειρία των μαθητών, στα πλαίσια του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος μιας αναπτυγμένης κοινωνίας, που μεγαλώνει παιδιά με ψυχολόγους, με γονείς απαιτητικούς ή απόντες και εκπαιδευτικούς που συνήθως στερούνται οράματος και δεν έχουν δικαίωμα να τα ακουμπήσουν ούτε για επιβράβευση, ούτε για παρηγοριά. Η στείρα εμμονή σε κανόνες, η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας, ο ρατσισμός τα προετοιμάζουν για τον αποστειρωμένο από αισθήματα κόσμο των ενηλίκων. Το μεγαλείο της ψυχής του κυρίου Lazhar έρχεται να συμπληρώσει αυτά τα κενά και να χαρίσει ανθρωπιά στην καμένη γη. Δάσκαλος και μαθητές αναπτύσσουν μεταξύ τους λυτρωτικές σχέσεις εμπιστοσύνης, τρυφερότητας και αλληλοϋποστήριξης στη μάχη με την απώλεια θεραπεύοντας σιγά-σιγά ο ένας τις πληγές του άλλου.
Με ένα σενάριο βασισμένο στο ομώνυμο μονόπρακτο της Evelyne de la Chenelière, που ανοίγει πολλά θέματα ο Falardeau σκηνοθετεί λιτά, γλυκά, αργά και τρυφερά, χωρίς ηθικοπλαστικές ή διδακτικές κορώνες. Αποσπά ευαίσθητες ερμηνείες από όλο το καστ, ιδιαίτερα από τους νεαρούς ηθοποιούς που συμβάλλουν τα μέγιστα στο τελικό αποτέλεσμα, εγείροντας έντονες σκέψεις και συζητήσεις στους θεατές. Η ταινία τιμήθηκε με πολλά βραβεία ανάμεσά τους: Βραβείο Καλύτερης Καναδικής Ταινίας στο Φεστιβάλ του Τορόντο το 2011, Βραβείο Κοινού και Variety Piazza Grande Award στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο, Βραβείο Κοινού στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σίδνεϋ, 6 Βραβεία Genie του Καναδά, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας, Διασκευασμένου Σεναρίου, Σκηνοθεσίας και καλύτερου Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Mohamed Fellag. Ήταν υποψήφια για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 2012.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=pqJd9RbHP50 το trailer
«Ο Εξαιρετικός Κύριος Lazhar» του Καναδού σκηνοθέτη Φιλίπ Φαλαρντό, είναι ένα δράμα μεγάλων διαστάσεων. Διαδραματίζεται σε μια αίθουσα ενός δημοτικού σχολείου που στην ταινία λειτουργεί ως μικρογραφία μιας ολόκληρης κοινωνίας. Τα θέματα που πραγματεύεται είναι πολλά: ο θάνατος, η απώλεια, η βία της παιδικής ηλικίας, η παρεχόμενη από ένα αποστειρωμένο εκπαιδευτικό σύστημα εκπαίδευση, η σχολική παρενόχληση, η αναγκαστική μετανάστευση, κυρίως η ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία από την οποία η καθωσπρέπει κοινωνία στην οποία αναφέρεται έχει πάρει διαζύγιο προ πολλού. Ήρωας της είναι ένας Αλγερινός πρόσφυγας που περνάει παράνομα στον Καναδά, ζητάει πολιτικό άσυλο και τελικά προσλαμβάνεται ως αντικαταστάτης δάσκαλος σε μια τάξη της οποίας η προκάτοχός του εκπαιδευτικός έχει αυτοκτονήσει, βυθίζοντας όλο το σχολείο σε σύγχυση και αφήνοντας τους μαθητές της σοκαρισμένους αφού η πράξη της πιο αγαπημένης τους δασκάλας μένει χωρίς λογική εξήγηση. Μετά την πρόσληψή του συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του αφενός στο να διδάξει τους μαθητές του, αφετέρου να τους συμπαρασταθεί ώστε να αντιμετωπίσουν την απώλειά τους. Τίποτα από την στάση του δεν προδίδει τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται ο ίδιος, συνεπώς όλοι, μαθητές και εκπαιδευτικοί, δεν αντιλαμβάνονται ότι ο κύριος Lazhar κινδυνεύει να απελαθεί οποιαδήποτε στιγμή.
Ο κατατρεγμένος, μεσόκοπος δάσκαλος, είναι «παλιομοδίτης» στην εμφάνιση και τις μεθόδους αλλά αντιλαμβάνεται τη σχολική αίθουσα όχι μόνο ως διδακτέα ύλη, σημειώσεις σε βιβλία και διαγωνίσματα, αλλά και ως κοινότητα αγάπης. Η τραγική προσωπική του ιστορία περιπλέκεται με την τραυματική εμπειρία των μαθητών, στα πλαίσια του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος μιας αναπτυγμένης κοινωνίας, που μεγαλώνει παιδιά με ψυχολόγους, με γονείς απαιτητικούς ή απόντες και εκπαιδευτικούς που συνήθως στερούνται οράματος και δεν έχουν δικαίωμα να τα ακουμπήσουν ούτε για επιβράβευση, ούτε για παρηγοριά. Η στείρα εμμονή σε κανόνες, η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας, ο ρατσισμός τα προετοιμάζουν για τον αποστειρωμένο από αισθήματα κόσμο των ενηλίκων. Το μεγαλείο της ψυχής του κυρίου Lazhar έρχεται να συμπληρώσει αυτά τα κενά και να χαρίσει ανθρωπιά στην καμένη γη. Δάσκαλος και μαθητές αναπτύσσουν μεταξύ τους λυτρωτικές σχέσεις εμπιστοσύνης, τρυφερότητας και αλληλοϋποστήριξης στη μάχη με την απώλεια θεραπεύοντας σιγά-σιγά ο ένας τις πληγές του άλλου.
Με ένα σενάριο βασισμένο στο ομώνυμο μονόπρακτο της Evelyne de la Chenelière, που ανοίγει πολλά θέματα ο Falardeau σκηνοθετεί λιτά, γλυκά, αργά και τρυφερά, χωρίς ηθικοπλαστικές ή διδακτικές κορώνες. Αποσπά ευαίσθητες ερμηνείες από όλο το καστ, ιδιαίτερα από τους νεαρούς ηθοποιούς που συμβάλλουν τα μέγιστα στο τελικό αποτέλεσμα, εγείροντας έντονες σκέψεις και συζητήσεις στους θεατές. Η ταινία τιμήθηκε με πολλά βραβεία ανάμεσά τους: Βραβείο Καλύτερης Καναδικής Ταινίας στο Φεστιβάλ του Τορόντο το 2011, Βραβείο Κοινού και Variety Piazza Grande Award στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο, Βραβείο Κοινού στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σίδνεϋ, 6 Βραβεία Genie του Καναδά, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας, Διασκευασμένου Σεναρίου, Σκηνοθεσίας και καλύτερου Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Mohamed Fellag. Ήταν υποψήφια για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 2012.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=pqJd9RbHP50 το trailer
Τιμπουκτού (Timbuktu)
Μαυριτανία, 2014.
Σκηνοθεσία: Abderrahmane Sissako.
Σενάριο: Abderrahmane Sissako, Kessen Tall.
Πρωταγωνιστούν: Ibrahim Ahmed, Abel Jafri, Toulou Kiki.
Διάρκεια: 115΄.
To Timbuktu είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του αξιόλογου Μαυριτανού δημιουργού Abderrahmane Sissako και αποτελεί ένα ρεαλιστικό, συγκινητικό, ποιητικό, λυρικό και αιχμηρό δράμα για τις καθημερινές πιέσεις και αντιστάσεις των ανθρώπων, που η ειρηνική καθημερινότητα τους ανατρέπεται βίαια και βυθίζονται στον τρόμο από ένα αυταρχικό και απολυταρχικό καθεστώς. Μία σπαρακτική κραυγή αγωνίας, ένας ύμνος στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία έκφρασης και βούλησης. Ένα πολιτικό θρίλερ, χωρίς εξωτισμό παρά τα υπέροχα στιγμιότυπα, ένα βαθύτατα στοχαστικό κατηγορώ για την ωμότητα του θεοκρατικού παραλογισμού, από τη σκοπιά ενός ανθρώπου που την γνωρίζει και συμπάσχει από τα μέσα.
Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και χρονικά τοποθετείται στο 2012, τις πρώτες μέρες κατάληψης του Μάλι από φανατικούς τζιχαντιστές. Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός αναλαμβάνει την φρούρηση της χώρας και μια νέα τάξη πραγμάτων κυριαρχεί στην υποσαχάρια πόλη του Τιμπουκτού. Ο σκοταδισμός, ο φόβος και το χάος κρατάνε κλειστές τις πόρτες, έρημους τους δρόμους και καλύπτουν, σαν μαύρος ζυγός, όλα όσα έδιναν κάποτε χρώμα σε αυτή την εξωτική περιοχή. Τα πάντα απαγορεύονται, η ελευθερία, η μουσική, το παιχνίδι. Οι γυναίκες κρύβονται ή κυκλοφορούν σαν σκιές στο σκοτάδι. Μακριά από την πόλη, ο Κιντάν, ένας περήφανος Τουαρέγκ απολαμβάνει, όπως όλοι οι χωρικοί -αγρότες, ψαράδες και κτηνοτρόφοι- μια ήρεμη, ειδυλλιακή καθημερινότητα με τη γυναίκα του Σατίμα, την κόρη του Τόγια και τον μικρό γιό του Ισάν. Ένα περιστατικό με έναν ψαρά έχει σαν αποτέλεσμα, ο Κιντάν, να αφαιρέσει κατά λάθος μια ανθρώπινη ζωή. Έρχεται, έτσι, αντιμέτωπος με την καινούρια δικαιοσύνη και τον ισλαμικό νόμο που εφαρμόζεται με τρόπο αυθαίρετο και σκληρό, δικάζεται και καταδικάζεται με συνοπτικές διαδικασίες. Γύρω από αυτή την ιστορία ο σκηνοθέτης ασχολείται με την επικίνδυνη παρερμηνεία του λόγου του Μωάμεθ, τη σύγχυση των πιστών που κατηγορούνται για ασήμαντες αφορμές ή καλούνται να πάρουν τα όπλα καταπιέζοντας τις επιθυμίες και την κουλτούρα τους, καθώς και την τραγική διαπίστωση πως στο όνομα του Θεού θυσιάζονται βασικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Η ιστορία του Κιντάν δεν είναι μοναδική, αλλά μια από τις πολλές παράλληλες πράξεις που συνθέτουν την ματωμένη ιστορία μιας ολόκληρης χώρας, η οποία όπως είναι μακρινή και απομονωμένη στερείται της δυνατότητας να προβάλει το πρόβλημά της και να τραβήξει την προσοχή του κόσμου σε όσα διαδραματίζονται εκεί. Όπως λέει ο σκηνοθέτης η πόλη του «… δεν είναι Δαμασκός ούτε Τεχεράνη. Έτσι τίποτα δεν λέγεται για όλα αυτά που συμβαίνουν. Αυτά που γράφω είναι ανυπόφορα, το ξέρω…Ονόμασα τις ταινίες μου Μπαμακό την πρώτη και Τιμπουκτού την τωρινή, γιατί ήταν για μένα ένας τρόπος να τραβήξω την προσοχή του κόσμου σε αυτή την περιοχή του πλανήτη…»
Ο Αμπντεραμάν Σισακό αφηγείται το θέμα του λυρικά και αφαιρετικά. Δεν προβάλει σοκαριστικές εικόνες, για να αναδείξει τη βία σε μια καυτή γεωγραφική ζώνη, όπου ο θρησκευτικός σκοταδισμός ισοπεδώνει την ανθρωπιά και τη χαρά της ζωής και παραδίδει στους θεατές ένα υπέροχο φιλμ που πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του τον Μάιο του 2014 στο 67ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, όπου και απέσπασε το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, καθώς και το Βραβείο François Chalais. Το «Timbuktu» τιμήθηκε με επτά Βραβεία, Σεζάρ ανάμεσά τους αυτά της Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερης Φωτογραφίας. Στο 68ο Φεστιβάλ των Καννών, ο Αμπντεραμάν Σισακό ήταν πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής στο τμήμα: "Cinéfondation and Short Films". Το φιλμ διεκδίκησε επίσης, πρώτη φορά για ταινία από την Μαυριτανία, το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=7tso_u7WGOA το trailer και ένα μικρό σχόλιο για την ταινία από το Φεστιβάλ Καννών.
Μαυριτανία, 2014.
Σκηνοθεσία: Abderrahmane Sissako.
Σενάριο: Abderrahmane Sissako, Kessen Tall.
Πρωταγωνιστούν: Ibrahim Ahmed, Abel Jafri, Toulou Kiki.
Διάρκεια: 115΄.
To Timbuktu είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του αξιόλογου Μαυριτανού δημιουργού Abderrahmane Sissako και αποτελεί ένα ρεαλιστικό, συγκινητικό, ποιητικό, λυρικό και αιχμηρό δράμα για τις καθημερινές πιέσεις και αντιστάσεις των ανθρώπων, που η ειρηνική καθημερινότητα τους ανατρέπεται βίαια και βυθίζονται στον τρόμο από ένα αυταρχικό και απολυταρχικό καθεστώς. Μία σπαρακτική κραυγή αγωνίας, ένας ύμνος στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία έκφρασης και βούλησης. Ένα πολιτικό θρίλερ, χωρίς εξωτισμό παρά τα υπέροχα στιγμιότυπα, ένα βαθύτατα στοχαστικό κατηγορώ για την ωμότητα του θεοκρατικού παραλογισμού, από τη σκοπιά ενός ανθρώπου που την γνωρίζει και συμπάσχει από τα μέσα.
Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και χρονικά τοποθετείται στο 2012, τις πρώτες μέρες κατάληψης του Μάλι από φανατικούς τζιχαντιστές. Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός αναλαμβάνει την φρούρηση της χώρας και μια νέα τάξη πραγμάτων κυριαρχεί στην υποσαχάρια πόλη του Τιμπουκτού. Ο σκοταδισμός, ο φόβος και το χάος κρατάνε κλειστές τις πόρτες, έρημους τους δρόμους και καλύπτουν, σαν μαύρος ζυγός, όλα όσα έδιναν κάποτε χρώμα σε αυτή την εξωτική περιοχή. Τα πάντα απαγορεύονται, η ελευθερία, η μουσική, το παιχνίδι. Οι γυναίκες κρύβονται ή κυκλοφορούν σαν σκιές στο σκοτάδι. Μακριά από την πόλη, ο Κιντάν, ένας περήφανος Τουαρέγκ απολαμβάνει, όπως όλοι οι χωρικοί -αγρότες, ψαράδες και κτηνοτρόφοι- μια ήρεμη, ειδυλλιακή καθημερινότητα με τη γυναίκα του Σατίμα, την κόρη του Τόγια και τον μικρό γιό του Ισάν. Ένα περιστατικό με έναν ψαρά έχει σαν αποτέλεσμα, ο Κιντάν, να αφαιρέσει κατά λάθος μια ανθρώπινη ζωή. Έρχεται, έτσι, αντιμέτωπος με την καινούρια δικαιοσύνη και τον ισλαμικό νόμο που εφαρμόζεται με τρόπο αυθαίρετο και σκληρό, δικάζεται και καταδικάζεται με συνοπτικές διαδικασίες. Γύρω από αυτή την ιστορία ο σκηνοθέτης ασχολείται με την επικίνδυνη παρερμηνεία του λόγου του Μωάμεθ, τη σύγχυση των πιστών που κατηγορούνται για ασήμαντες αφορμές ή καλούνται να πάρουν τα όπλα καταπιέζοντας τις επιθυμίες και την κουλτούρα τους, καθώς και την τραγική διαπίστωση πως στο όνομα του Θεού θυσιάζονται βασικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Η ιστορία του Κιντάν δεν είναι μοναδική, αλλά μια από τις πολλές παράλληλες πράξεις που συνθέτουν την ματωμένη ιστορία μιας ολόκληρης χώρας, η οποία όπως είναι μακρινή και απομονωμένη στερείται της δυνατότητας να προβάλει το πρόβλημά της και να τραβήξει την προσοχή του κόσμου σε όσα διαδραματίζονται εκεί. Όπως λέει ο σκηνοθέτης η πόλη του «… δεν είναι Δαμασκός ούτε Τεχεράνη. Έτσι τίποτα δεν λέγεται για όλα αυτά που συμβαίνουν. Αυτά που γράφω είναι ανυπόφορα, το ξέρω…Ονόμασα τις ταινίες μου Μπαμακό την πρώτη και Τιμπουκτού την τωρινή, γιατί ήταν για μένα ένας τρόπος να τραβήξω την προσοχή του κόσμου σε αυτή την περιοχή του πλανήτη…»
Ο Αμπντεραμάν Σισακό αφηγείται το θέμα του λυρικά και αφαιρετικά. Δεν προβάλει σοκαριστικές εικόνες, για να αναδείξει τη βία σε μια καυτή γεωγραφική ζώνη, όπου ο θρησκευτικός σκοταδισμός ισοπεδώνει την ανθρωπιά και τη χαρά της ζωής και παραδίδει στους θεατές ένα υπέροχο φιλμ που πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του τον Μάιο του 2014 στο 67ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, όπου και απέσπασε το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, καθώς και το Βραβείο François Chalais. Το «Timbuktu» τιμήθηκε με επτά Βραβεία, Σεζάρ ανάμεσά τους αυτά της Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερης Φωτογραφίας. Στο 68ο Φεστιβάλ των Καννών, ο Αμπντεραμάν Σισακό ήταν πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής στο τμήμα: "Cinéfondation and Short Films". Το φιλμ διεκδίκησε επίσης, πρώτη φορά για ταινία από την Μαυριτανία, το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=7tso_u7WGOA το trailer και ένα μικρό σχόλιο για την ταινία από το Φεστιβάλ Καννών.
Μικρά Ασία... Πάλι
Ντοκιμαντέρ. Τουρκία 2008. Διάρκεια 55΄. Σκηνοθεσία: Tahsin Isbilen.
Ένα αντιπολεμικό και φιλειρηνικό ντοκιμαντέρ για τους Έλληνες των ακριτικών νησιών που κυνηγημένοι από τους Γερμανούς στην Κατοχή πέρασαν στα Μικρασιατικά παράλια, βρήκαν καταφύγιο και φιλοξενήθηκαν από τους Τούρκους της Πέργαμου, του Κουσάντασι, του Τσεσμέ. Άλλοι εγκαταστάθηκαν εκεί, άλλοι συνέχισαν το ταξίδι τους για τη Μέση Ανατολή. «Μας έσωσαν οι Τούρκοι της Σμύρνης» λένε. Ο Τούρκος σκηνοθέτης επισκέφτηκε τα νησιά Σάμος, Λέσβος, Χίος, συνάντησε αρκετούς από τους πρόσφυγες, μίλησε μαζί τους, κατέγραψε τις εντυπώσεις τους και δημιούργησε το, βραβευμένο από την κρατική τουρκική τηλεόραση (ΤRΤ), ντοκιμαντέρ «Μικρά Ασία…Πάλι». Τη διήγηση συμπληρώνουν Τούρκοι που φιλοξένησαν σπίτια τους ή διευκόλυναν τους Έλληνες να συνεχίσουν την αναγκαστική περιπλάνησή τους.
Μια ακόμα από τις πολλές ιστορίες προσφυγιάς και μετανάστευσης με ήρωες Έλληνες. Εξελίσσεται στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έχουν περάσει μόνον 22 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή. Οι μνήμες είναι ακόμα νωπές από τη σύγκρουση που σημάδεψε για πάντα τις σχέσεις των δύο λαών και τον αναγκαστικό ξεριζωμό που κατέστρεψε τις ζωές περισσότερων από ένα εκατομμύριο Ελλήνων της Μικράς Ασίας και άλλαξε για πάντα τα δεδομένα στην ελληνική επικράτεια. Παρά την αρχική καχυποψία, η φιλοξενία και η αλληλεγγύη κυριάρχησαν στην νέα αυτή συνάντηση αντιπροσώπων των δύο λαών που «συγκατοικούν» στο Αιγαίο. «…Ήταν μια αποκάλυψη που συνέβαινε στη θάλασσα. Τρέξαμε στην ακρογιαλιά να δούμε τι τρέχει και αντικρίσαμε να έρχονται Έλληνες…», διηγείται ο Χαγιάτι Οτσάκ. Για καιρό η θάλασσα ξέβραζε πτώματα στα παράλια της Μικράς Ασίας. Οι Γερμανοί δεν δίσταζαν για το παραμικρό να σκοτώνουν στα ακριτικά ελληνικά νησιά. «…Ο πρόεδρος του χωριού συχνά μας έλεγε να κατέβουμε στην παραλία, “ένα πτώμα είναι στην ακτή, να το θάψετε”... Κάναμε συχνά αυτή τη δουλειά, δεν ξέραμε πού να πρωτοπάμε. Έπειτα ήρθαν Έλληνες πρόσφυγες για κάποιο καιρό. Υπόφεραν, πεινούσαν. Κάθε νύχτα ξεπρόβαλλαν από το σκοτάδι στην ακτή 3-5 βάρκες με 100-150 Έλληνες πρόσφυγες. Η κατάστασή τους ήταν χειρότερη από τη δική μας…», λέει ο Αχμέτ Γιουνούλ. Αλλά και οι Τούρκοι ζούσαν σε μεγάλη φτώχεια και πείνα αυτή την περίοδο. «…Ήμασταν υποχρεωμένοι να δίνουμε ένα μερίδιο από το βιός μας στην κυβέρνηση, στο κράτος…», θυμάται ο Αλί Ονάι.
«…Κανονικά μάς φερθήκαν οι άνθρωποι στο Τσεσμέ όταν βγήκαμε, γινήκαν θυσία όλοι, να μας κεράσουνε, να μας περιποιηθούνε το καθετί, στον Τσεσμέ, πάρα πολύ θυσία γινήκαν…», θυμάται για τους Τούρκους των μικρασιατικών παραλίων ο Παναγιώτης Δούκας από τη Μυτιλήνη. «…Η εποχή εκείνη που οι άνθρωποι αναγκάζονταν να φύγουν στη Μέση Ανατολή μέσω της Τουρκίας ήταν πάρα πολύ δύσκολη, με πείνα, διώξεις, εκτελέσεις. Δεν μπορούσαν να ζήσουν, κι έτσι αναγκαζόντουσαν να φύγουν, να ξενιτευτούν…», θυμάται ο Δημήτρης Καράτζιτζης από τη Μυτιλήνη. Και ο Νίκος Δεμερτζής από τη Σάμο, που παιδί τότε, πέρασε στο Κουσάντασι με τον πατέρα του Κώστα, λέει: «…Έπεσε πείνα, μεγάλη πείνα, γιατί πρώτα- πρώτα δεν ήταν προετοιμασμένοι οι Σαμιώτες και για κατοχή, δεύτερο, διότι είχε πέσει πάρα πολύ χιόνι εκείνη τη χρονιά, ήταν ένας πολύ βαρύς χειμώνας…Έτσι, λοιπόν, υπήρξε πείνα και πέθαναν τη χρονιά αυτή κάπου 3.000-3.500 Σαμιώτες..». «…Λίγο πριν το Κουσάντασι, μια γυναίκα συναντά τους Έλληνες στον δρόμο. Κατέβηκε από το άλογό της και φέρνει ψωμί, τυρί και χαλβά», θυμάται ο Νίκος Δεμερτζής «τον μοίρασε ο πατέρας μου σε όλους, σε 30 κομμάτια. Η γυναίκα μίλησε ελληνικά: “Με συγχωρείτε, αυτά είχα, δεν έχω τίποτα άλλο να σας δώσω”. Ήταν Τουρκοκρητικιά…». Φτάνοντας στη Σμύρνη ο Κώστας Δεμερτζής πήρε τον μικρό του γιο και τον πήγε στις καμένες από το 1922 γειτονιές. «Του είπα πως η Σμύρνη κατοικείτο από πολλούς Έλληνες και είχε Γυμνάσιο και Λύκειο και πως η τρέλα των δικών μας να ακούν τους Άγγλους και τους Γάλλους, να πάει ο Ελληνικός Στρατός στη Μικρασία και να προχωρήσει μέχρι την Άγκυρα, είχε ως αποτέλεσμα την Καταστροφή του 1922 όπως τη ζήσαμε εμείς κι όσοι γλίτωσαν απ΄ τον πόλεμο. Εκεί, μπροστά στο άγαλμα του Κεμάλ Ατατούρκ, έκανα και το πρώτο επίσημο μάθημα για την ειρήνη στον γιο μου…»
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=WKxaYIzNQKw το trailer της ταινίας
Ντοκιμαντέρ. Τουρκία 2008. Διάρκεια 55΄. Σκηνοθεσία: Tahsin Isbilen.
Ένα αντιπολεμικό και φιλειρηνικό ντοκιμαντέρ για τους Έλληνες των ακριτικών νησιών που κυνηγημένοι από τους Γερμανούς στην Κατοχή πέρασαν στα Μικρασιατικά παράλια, βρήκαν καταφύγιο και φιλοξενήθηκαν από τους Τούρκους της Πέργαμου, του Κουσάντασι, του Τσεσμέ. Άλλοι εγκαταστάθηκαν εκεί, άλλοι συνέχισαν το ταξίδι τους για τη Μέση Ανατολή. «Μας έσωσαν οι Τούρκοι της Σμύρνης» λένε. Ο Τούρκος σκηνοθέτης επισκέφτηκε τα νησιά Σάμος, Λέσβος, Χίος, συνάντησε αρκετούς από τους πρόσφυγες, μίλησε μαζί τους, κατέγραψε τις εντυπώσεις τους και δημιούργησε το, βραβευμένο από την κρατική τουρκική τηλεόραση (ΤRΤ), ντοκιμαντέρ «Μικρά Ασία…Πάλι». Τη διήγηση συμπληρώνουν Τούρκοι που φιλοξένησαν σπίτια τους ή διευκόλυναν τους Έλληνες να συνεχίσουν την αναγκαστική περιπλάνησή τους.
Μια ακόμα από τις πολλές ιστορίες προσφυγιάς και μετανάστευσης με ήρωες Έλληνες. Εξελίσσεται στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έχουν περάσει μόνον 22 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή. Οι μνήμες είναι ακόμα νωπές από τη σύγκρουση που σημάδεψε για πάντα τις σχέσεις των δύο λαών και τον αναγκαστικό ξεριζωμό που κατέστρεψε τις ζωές περισσότερων από ένα εκατομμύριο Ελλήνων της Μικράς Ασίας και άλλαξε για πάντα τα δεδομένα στην ελληνική επικράτεια. Παρά την αρχική καχυποψία, η φιλοξενία και η αλληλεγγύη κυριάρχησαν στην νέα αυτή συνάντηση αντιπροσώπων των δύο λαών που «συγκατοικούν» στο Αιγαίο. «…Ήταν μια αποκάλυψη που συνέβαινε στη θάλασσα. Τρέξαμε στην ακρογιαλιά να δούμε τι τρέχει και αντικρίσαμε να έρχονται Έλληνες…», διηγείται ο Χαγιάτι Οτσάκ. Για καιρό η θάλασσα ξέβραζε πτώματα στα παράλια της Μικράς Ασίας. Οι Γερμανοί δεν δίσταζαν για το παραμικρό να σκοτώνουν στα ακριτικά ελληνικά νησιά. «…Ο πρόεδρος του χωριού συχνά μας έλεγε να κατέβουμε στην παραλία, “ένα πτώμα είναι στην ακτή, να το θάψετε”... Κάναμε συχνά αυτή τη δουλειά, δεν ξέραμε πού να πρωτοπάμε. Έπειτα ήρθαν Έλληνες πρόσφυγες για κάποιο καιρό. Υπόφεραν, πεινούσαν. Κάθε νύχτα ξεπρόβαλλαν από το σκοτάδι στην ακτή 3-5 βάρκες με 100-150 Έλληνες πρόσφυγες. Η κατάστασή τους ήταν χειρότερη από τη δική μας…», λέει ο Αχμέτ Γιουνούλ. Αλλά και οι Τούρκοι ζούσαν σε μεγάλη φτώχεια και πείνα αυτή την περίοδο. «…Ήμασταν υποχρεωμένοι να δίνουμε ένα μερίδιο από το βιός μας στην κυβέρνηση, στο κράτος…», θυμάται ο Αλί Ονάι.
«…Κανονικά μάς φερθήκαν οι άνθρωποι στο Τσεσμέ όταν βγήκαμε, γινήκαν θυσία όλοι, να μας κεράσουνε, να μας περιποιηθούνε το καθετί, στον Τσεσμέ, πάρα πολύ θυσία γινήκαν…», θυμάται για τους Τούρκους των μικρασιατικών παραλίων ο Παναγιώτης Δούκας από τη Μυτιλήνη. «…Η εποχή εκείνη που οι άνθρωποι αναγκάζονταν να φύγουν στη Μέση Ανατολή μέσω της Τουρκίας ήταν πάρα πολύ δύσκολη, με πείνα, διώξεις, εκτελέσεις. Δεν μπορούσαν να ζήσουν, κι έτσι αναγκαζόντουσαν να φύγουν, να ξενιτευτούν…», θυμάται ο Δημήτρης Καράτζιτζης από τη Μυτιλήνη. Και ο Νίκος Δεμερτζής από τη Σάμο, που παιδί τότε, πέρασε στο Κουσάντασι με τον πατέρα του Κώστα, λέει: «…Έπεσε πείνα, μεγάλη πείνα, γιατί πρώτα- πρώτα δεν ήταν προετοιμασμένοι οι Σαμιώτες και για κατοχή, δεύτερο, διότι είχε πέσει πάρα πολύ χιόνι εκείνη τη χρονιά, ήταν ένας πολύ βαρύς χειμώνας…Έτσι, λοιπόν, υπήρξε πείνα και πέθαναν τη χρονιά αυτή κάπου 3.000-3.500 Σαμιώτες..». «…Λίγο πριν το Κουσάντασι, μια γυναίκα συναντά τους Έλληνες στον δρόμο. Κατέβηκε από το άλογό της και φέρνει ψωμί, τυρί και χαλβά», θυμάται ο Νίκος Δεμερτζής «τον μοίρασε ο πατέρας μου σε όλους, σε 30 κομμάτια. Η γυναίκα μίλησε ελληνικά: “Με συγχωρείτε, αυτά είχα, δεν έχω τίποτα άλλο να σας δώσω”. Ήταν Τουρκοκρητικιά…». Φτάνοντας στη Σμύρνη ο Κώστας Δεμερτζής πήρε τον μικρό του γιο και τον πήγε στις καμένες από το 1922 γειτονιές. «Του είπα πως η Σμύρνη κατοικείτο από πολλούς Έλληνες και είχε Γυμνάσιο και Λύκειο και πως η τρέλα των δικών μας να ακούν τους Άγγλους και τους Γάλλους, να πάει ο Ελληνικός Στρατός στη Μικρασία και να προχωρήσει μέχρι την Άγκυρα, είχε ως αποτέλεσμα την Καταστροφή του 1922 όπως τη ζήσαμε εμείς κι όσοι γλίτωσαν απ΄ τον πόλεμο. Εκεί, μπροστά στο άγαλμα του Κεμάλ Ατατούρκ, έκανα και το πρώτο επίσημο μάθημα για την ειρήνη στον γιο μου…»
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=WKxaYIzNQKw το trailer της ταινίας
Περσέπολις (Persepolis)
Animation. Γαλλία, 2007. Διάρκεια: 95'. Σκηνοθεσία: Marjane Satrapi,Vincent Paronnaud. Σενάριο: Marjane Satrapi, Vincent Paronnaud. Μουσική: Olivier Bernet. Ακούγονται οι φωνές των: Chiara Mastroianni, Catherine Deneuve, Danielle Darrieux, Simon Abkarian, Gabrielle Lopes.
Η ταινία βασίζεται στο τετράτομο, αυτοβιογραφικό, ασπρόμαυρο κόμικ «Persepolis» της Ιρανής Marjane Satrapi και διηγείται διεισδυτικά, με πολιτική οξυδέρκεια, αυτοσαρκασμό, καυστικό χιούμορ και διακριτική ειρωνεία την ιστορίας μιας γυναίκας που στη διάρκεια 16 χρόνων, από τα 8 έως τα 24, της αναγκάστηκε να ξενιτευτεί, να επιστρέψει στην πατρίδα της και τελικά να ξαναπάρει το δρόμο της αναγκαστικής υπερορίας. Είναι μια ιρανική ιστορικο-πολιτική τοιχογραφία τριών και πλέον δεκαετιών, ένα φιλμ για την αγάπη και τη νοσταλγία της πατρίδας και της οικογένειας, από μία σκηνοθέτιδα που αναγκάστηκε η ίδια να τις αποχωριστεί και βίωσε την απώλεια, τη μοναξιά της ξενιτιάς και τις διακρίσεις που συναντούν όλοι οι πρόσφυγες από όποια χώρα και αν προέρχονται, σε όποια χώρα και αν καταλήγουν. Βρισκόμαστε στο 1978, παραμονές της ιρανικής επανάστασης που ανέτρεψε το Σάχη και οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος θρησκευτικού φανατισμού. Ο θρησκευτικός νόμος που επιβλήθηκε στέρησε από όλους τους πολίτες του Ιράν τις δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα, φυλάκισε ή μετέτρεψε σε πολιτικούς πρόσφυγες χιλιάδες αντικαθεστωτικούς και επέβαλε στις γυναίκες να καλύπτονται με χιτζάμπ. Η οκτάχρονη Μαρζάν μεγαλώνει σε μια προοδευτική και τρυφερή οικογένεια. Είναι αυθάδης, ατίθαση, με φοβερή αυτοπεποίθηση. Μετά την αλλαγή του καθεστώτος, την δολοφονία του αγαπημένου της θείου και κυρίως με την έναρξη του Ιρανο-ιρακινού πολέμου (κράτησε σχεδόν 10 χρόνια και οδήγησε - σε συνδυασμό και με το εμπάργκο σε τρόφιμα και φάρμακα των δυτικών που τότε υποστήριζαν τον Σαντάμ Χουσεΐν - τη χώρα στα πρόθυρα της λιμοκτονίας), ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της μικρής βάζει την οικογένεια σε περιπέτειες. Για να τις αποφύγουν υποχρεώνονται να στείλουν την, 14χρονη πλέον, Μαρζάν εσωτερική σε ένα σχολείο στην Αυστρία, χώρα που αποδεικνύεται πολύ αφιλόξενη. Η Μαρζάν αν και είναι τυπικός εκπρόσωπος του παιδικού και εφηβικού τύπου που τότε κυριαρχούσε σε ολόκληρο τον κόσμο, αντιμετωπίζεται ως η μουσουλμάνα «απεσταλμένη» του φανατικού καθεστώτος του Χομεϊνί. Ιδιαίτερα ευάλωτη χωρίς οικογένεια, περνά την εφηβεία της, κάνει φίλους, ερωτεύεται, μπλέκει με περιθωριακούς, κινδυνεύει και τελικά απογοητευμένη από ένα περιβάλλον που δεν μπορεί να την αποδεχτεί, επιστρέφει στην πατρίδα της, την οικογενειακή αγκαλιά και την τυραννία του τσαντόρ και της βάρβαρης αστυνόμευσης. Σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο, παντρεύεται και μαζί με το πτυχίο της παίρνει και το διαζύγιο της. Η δυσκολία της επανένταξης είναι ανυπέρβλητη, παρά τη συμπαράσταση που έχει από τους γονείς της και ιδιαίτερα από την επαναστάτρια και φευγάτη γιαγιά της. Στα 24 χρόνια της έχει πια συνειδητοποιήσει ότι, όσο και να αισθάνεται βαθειά Ιρανή και να αγαπάει το Ιράν, αυτό την αποβάλει σαν ξένο σώμα. Μην μπορώντας να ζήσει ούτε εκεί εγκαταλείπει τη χώρα της για πάντα με προορισμό το Παρίσι. Η συναρπαστική διαδρομή της νεαρής Μαρζάν έχει σοκαριστικές ομοιότητες και είναι κοινωνικά αντίστοιχη με την αυτή εκατομμυρίων ανθρώπων της γενιάς της, των προηγούμενων και των επόμενων γενιών, που οι συνθήκες τους υποχρεώνουν να αποχωριστούν βίαια πατρίδα και αγαπημένους. Η επιλογή της Satrapi να καταγράψει την περιπέτειά της σαν ένα χιουμοριστικό παραμύθι σε ασπρόμαυρο φόντο, χωρίς χρώματα ενεργοποιεί το χιούμορ και συμβάλλει αποφασιστικά στην γλαφυρή και αποστασιοποιημένη αποτύπωση των τραγικών γεγονότων που περιγράφονται. Αν και η ταινία δεν παίρνει θέση για την κατάσταση στο Ιράν αλλά καταδεικνύει τις πάρα πολλές παραμέτρους που έχει το θέμα, το αποτέλεσμα είναι αριστουργηματικό: ένα ολοκληρωμένο προσωπικό χρονικό γεμάτο ιστορική μνήμη και ειλικρίνεια. Η ταινία έχει τιμηθεί με το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών (2007) και το Βραβείο Sutherland Trophy για την πιο πρωτότυπη, εφευρετική και επινοητική πρώτη ταινία δημιουργού στο 51ο London Film Festival (2007). Ήταν η επίσημη πρόταση της Γαλλίας για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (2008) και υποψήφια για το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στα Βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου (EFA 2007).
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=WKxaYIzNQKw το trailer της ταινίας
Animation. Γαλλία, 2007. Διάρκεια: 95'. Σκηνοθεσία: Marjane Satrapi,Vincent Paronnaud. Σενάριο: Marjane Satrapi, Vincent Paronnaud. Μουσική: Olivier Bernet. Ακούγονται οι φωνές των: Chiara Mastroianni, Catherine Deneuve, Danielle Darrieux, Simon Abkarian, Gabrielle Lopes.
Η ταινία βασίζεται στο τετράτομο, αυτοβιογραφικό, ασπρόμαυρο κόμικ «Persepolis» της Ιρανής Marjane Satrapi και διηγείται διεισδυτικά, με πολιτική οξυδέρκεια, αυτοσαρκασμό, καυστικό χιούμορ και διακριτική ειρωνεία την ιστορίας μιας γυναίκας που στη διάρκεια 16 χρόνων, από τα 8 έως τα 24, της αναγκάστηκε να ξενιτευτεί, να επιστρέψει στην πατρίδα της και τελικά να ξαναπάρει το δρόμο της αναγκαστικής υπερορίας. Είναι μια ιρανική ιστορικο-πολιτική τοιχογραφία τριών και πλέον δεκαετιών, ένα φιλμ για την αγάπη και τη νοσταλγία της πατρίδας και της οικογένειας, από μία σκηνοθέτιδα που αναγκάστηκε η ίδια να τις αποχωριστεί και βίωσε την απώλεια, τη μοναξιά της ξενιτιάς και τις διακρίσεις που συναντούν όλοι οι πρόσφυγες από όποια χώρα και αν προέρχονται, σε όποια χώρα και αν καταλήγουν. Βρισκόμαστε στο 1978, παραμονές της ιρανικής επανάστασης που ανέτρεψε το Σάχη και οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος θρησκευτικού φανατισμού. Ο θρησκευτικός νόμος που επιβλήθηκε στέρησε από όλους τους πολίτες του Ιράν τις δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα, φυλάκισε ή μετέτρεψε σε πολιτικούς πρόσφυγες χιλιάδες αντικαθεστωτικούς και επέβαλε στις γυναίκες να καλύπτονται με χιτζάμπ. Η οκτάχρονη Μαρζάν μεγαλώνει σε μια προοδευτική και τρυφερή οικογένεια. Είναι αυθάδης, ατίθαση, με φοβερή αυτοπεποίθηση. Μετά την αλλαγή του καθεστώτος, την δολοφονία του αγαπημένου της θείου και κυρίως με την έναρξη του Ιρανο-ιρακινού πολέμου (κράτησε σχεδόν 10 χρόνια και οδήγησε - σε συνδυασμό και με το εμπάργκο σε τρόφιμα και φάρμακα των δυτικών που τότε υποστήριζαν τον Σαντάμ Χουσεΐν - τη χώρα στα πρόθυρα της λιμοκτονίας), ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της μικρής βάζει την οικογένεια σε περιπέτειες. Για να τις αποφύγουν υποχρεώνονται να στείλουν την, 14χρονη πλέον, Μαρζάν εσωτερική σε ένα σχολείο στην Αυστρία, χώρα που αποδεικνύεται πολύ αφιλόξενη. Η Μαρζάν αν και είναι τυπικός εκπρόσωπος του παιδικού και εφηβικού τύπου που τότε κυριαρχούσε σε ολόκληρο τον κόσμο, αντιμετωπίζεται ως η μουσουλμάνα «απεσταλμένη» του φανατικού καθεστώτος του Χομεϊνί. Ιδιαίτερα ευάλωτη χωρίς οικογένεια, περνά την εφηβεία της, κάνει φίλους, ερωτεύεται, μπλέκει με περιθωριακούς, κινδυνεύει και τελικά απογοητευμένη από ένα περιβάλλον που δεν μπορεί να την αποδεχτεί, επιστρέφει στην πατρίδα της, την οικογενειακή αγκαλιά και την τυραννία του τσαντόρ και της βάρβαρης αστυνόμευσης. Σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο, παντρεύεται και μαζί με το πτυχίο της παίρνει και το διαζύγιο της. Η δυσκολία της επανένταξης είναι ανυπέρβλητη, παρά τη συμπαράσταση που έχει από τους γονείς της και ιδιαίτερα από την επαναστάτρια και φευγάτη γιαγιά της. Στα 24 χρόνια της έχει πια συνειδητοποιήσει ότι, όσο και να αισθάνεται βαθειά Ιρανή και να αγαπάει το Ιράν, αυτό την αποβάλει σαν ξένο σώμα. Μην μπορώντας να ζήσει ούτε εκεί εγκαταλείπει τη χώρα της για πάντα με προορισμό το Παρίσι. Η συναρπαστική διαδρομή της νεαρής Μαρζάν έχει σοκαριστικές ομοιότητες και είναι κοινωνικά αντίστοιχη με την αυτή εκατομμυρίων ανθρώπων της γενιάς της, των προηγούμενων και των επόμενων γενιών, που οι συνθήκες τους υποχρεώνουν να αποχωριστούν βίαια πατρίδα και αγαπημένους. Η επιλογή της Satrapi να καταγράψει την περιπέτειά της σαν ένα χιουμοριστικό παραμύθι σε ασπρόμαυρο φόντο, χωρίς χρώματα ενεργοποιεί το χιούμορ και συμβάλλει αποφασιστικά στην γλαφυρή και αποστασιοποιημένη αποτύπωση των τραγικών γεγονότων που περιγράφονται. Αν και η ταινία δεν παίρνει θέση για την κατάσταση στο Ιράν αλλά καταδεικνύει τις πάρα πολλές παραμέτρους που έχει το θέμα, το αποτέλεσμα είναι αριστουργηματικό: ένα ολοκληρωμένο προσωπικό χρονικό γεμάτο ιστορική μνήμη και ειλικρίνεια. Η ταινία έχει τιμηθεί με το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών (2007) και το Βραβείο Sutherland Trophy για την πιο πρωτότυπη, εφευρετική και επινοητική πρώτη ταινία δημιουργού στο 51ο London Film Festival (2007). Ήταν η επίσημη πρόταση της Γαλλίας για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (2008) και υποψήφια για το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στα Βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου (EFA 2007).
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=WKxaYIzNQKw το trailer της ταινίας
Οι απόγονοι
Αμερική, 2011. Διάρκεια: 115'. Σκηνοθεσία: Alexander Payne. Σενάριο: Alexander Payne-Nat Faxon,-Jim Rash, βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Kaui Hart Hemmings. Φωτογραφία: Phedon Papamichail. Μουσική: Eugene Kulikov. Πρωταγωνιστούν: George Clooney, Patritsia Hastie, Shailene Woodley, Amara Miller, Beau Bridges, Matthew Lillard, Judy Greer.
Οι απόγονοι είναι μια ταινία για μια οικογένεια που ξαφνικά βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι δύσκολων αποφάσεων. Ένα φιλμ για τη σημασία να είσαι απόγονος κάποιων , να διαχειρίζεσαι την κληρονομιά σου και για το είδος των σχέσεων που διαμορφώνεις με τους δικούς σου απογόνους. Η πλοκή της αναπτύσσεται στην Χαβάη, την πολιτεία των ΗΠΑ που έχει περισσότερο από όλες ταυτιστεί με την πραγμάτωση του αστικού τρόπου ζωής και πλασαριστεί σαν τόπος παγκόσμιου τουριστικού ονείρου (οι διακοπές στη Χαβάη είναι όνειρο κάθε μέσου αμερικανού και όχι μόνον). Ένας παράδεισος, στην πραγματικότητα ένα πεδίο άγριων επιχειρηματικών συμφερόντων στον τομέα Επένδυσης Γης. Τα real estate καραδοκούν να αγοράσουν γη και να χτίσουν μεγάλα τουριστικά συγκροτήματα αδιαφορώντας για την οικολογική καταστροφή. Κεντρικός της ήρωας είναι ο Ματ Κινγκ, ένας ευκατάστατος δικηγόρος, άτομο γεμάτο ελαττώματα και κληρονόμος μιας τεράστιας έκτασης, στην εκπληκτικής ομορφιάς παραλία Χαναλάι Μπέι, που την περιβάλλει ένα μαγευτικό τροπικό δάσος. Ο Κινγκ είναι απορροφημένος από καριέρα του. Έχει επιφανειακές σχέσεις με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Είναι μαζί, αλλά ψυχικά και ουσιαστικά αποξενωμένοι. Έχουν ξεχάσει να μιλάνε, να αγαπάνε, να κάνουν έρωτα και να αφουγκράζονται ό ένας τις ανάγκες και τις επιθυμίες του άλλου. Τα παιδιά τους, η ατίθαση έφηβη Αλεξάνδρα και η δεκάχρονη θρασύτατη Σκότι είναι κακομαθημένα, φευγάτα σε κόσμους εξάρτησης, ανέξοδων ρήξεων, και δείχνουν συναισθηματικά απονεκρωμένα. Τίποτα δεν τα εκπλήσσει, τίποτα δεν τα συγκινεί βαθειά. Τα έχουν δει και τα έχουν ζήσει όλα πριν καν ωριμάσουν. Ο οικογενειακός ιστός είναι αποσαρθρωμένος τόσο που ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να προκαλέσει οριστική διάλυση. Καταλύτης σε αυτό το τέλμα αναδεικνύεται ένα ατύχημα με σκάφος στο οποίο η σύζυγος του Ματ τραυματίζεται σοβαρά και πέφτει σε κώμα. Προσπαθώντας να διαχειριστεί τη νέα κατάσταση ανακαλύπτει (του το λέει η κόρη του), σχεδόν με τρόμο, ότι η γυναίκα του είχε εξωσυζυγική σχέση. Μπροστά του ανοίγονται τραγικές αποκαλύψεις, δράματα, εφιάλτες και πολλαπλά διλήμματα. Στο συγκλονιστικό αυτό πρόβλημα προστίθεται και ένα ήσσονος σημασίας: ένας συνεταιρισμός διαπραγματεύεται με επενδυτική εταιρία την αξιοποίηση της κτηματικής περιουσίας του. Ο Ματ βρίσκεται ως εκ τούτων αντιμέτωπος με μια εκ βάθρων αλλαγή στη ζωή του. Αναγκάζεται να επανεξετάσει το παρελθόν του και να δει το μέλλον με διαφορετική ματιά. Σοκαρισμένος, πάντα με την απειλή του θανάτου να καραδοκεί, ξεκινάει ένα ταξίδι για να συναντήσει τον αντίζηλό του , ταξίδι που αποτελεί παράλληλα βαθειά και ειλικρινή ανθρώπινη προσπάθεια να γνωρίσει τον εαυτό του και να επανακτήσει τις χαμένες σχέσεις με τα παιδιά του. Η αναζήτηση του έχει χαρακτηριστικά απόγνωσης, απειρίας, γραφικότητας. Τελικά είναι οι απόγονοί του αυτοί που θα τον βοηθήσουν να απαντήσει στα διλλήματα με εντιμότητα και αξιοπρέπεια. Στο φόντο της ταινίας ακροθιγώς τοποθετούνται και άλλες αντιθέσεις όπως αυτή ανάμεσα στο παραδοσιακό με το μοντέρνο, την πόλη με την άγρια φύση, την ανάπτυξη με την προστασία του περιβάλλοντος. Ο μεγαλύτερος μαέστρος της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνικής δραματικής κωμωδίας, ο ελληνικής καταγωγής Αλεξάντερ Πέιν (Αλέξανδρος Παπαδόπουλος) ασχολείται και σε αυτό το έργο με το αγαπημένο του θέμα της αφύπνισης της ανθρώπινης συνείδησης. Παίζει με τη διπλή σημασία που έχει η λέξη Descendants στην αγγλική γλώσσα (προσδιορίζει και τους απογόνους αλλά και αυτούς που κατρακυλούν, που παρακμάζουν) και καταφέρνει να μας δώσει ένα ακόμα κινηματογραφικό αριστούργημα, σαν το «Νεμπράσκα» και το «Πλαγίως», εναλλάσσοντας τις χαρές με τις λύπες, τις κωμικές με τις δραματικές στιγμές, όπως ακριβώς συμβαίνει στην ίδια τη ζωή. Η άψογη σκηνοθετική προσπάθεια ολοκληρώνεται με την εξαίσια φωτογραφία του, επίσης ελληνικής καταγωγής, Φαίδωνα Παπαμάικλ (Παπαμιχαήλ) και η ερμηνεία του George Clooney που απαλλαγμένος από τα στερεότυπα του Χόλυγουντ περί ομορφιάς και γοητείας, δίνει κατά γενική ομολογία την ωριμότερη ερμηνεία της καριέρας του χωρίς κραυγαλέες εξάρσεις. Εκπληκτική είναι στην ερμηνεία της και η πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιός Shailene Woodley. Το φιλμ κέρδισε 2 Χρυσές Σφαίρες (Καλύτερης Δραματικής Ταινίας και Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας σε Δραματική Ταινία για τον George Clooney) και το Βραβείο Όσκαρ για καλύτερο διασκευασμένο σενάριο.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=CWHNXJ1K4yA το trailer της ταινίας
Αμερική, 2011. Διάρκεια: 115'. Σκηνοθεσία: Alexander Payne. Σενάριο: Alexander Payne-Nat Faxon,-Jim Rash, βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Kaui Hart Hemmings. Φωτογραφία: Phedon Papamichail. Μουσική: Eugene Kulikov. Πρωταγωνιστούν: George Clooney, Patritsia Hastie, Shailene Woodley, Amara Miller, Beau Bridges, Matthew Lillard, Judy Greer.
Οι απόγονοι είναι μια ταινία για μια οικογένεια που ξαφνικά βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι δύσκολων αποφάσεων. Ένα φιλμ για τη σημασία να είσαι απόγονος κάποιων , να διαχειρίζεσαι την κληρονομιά σου και για το είδος των σχέσεων που διαμορφώνεις με τους δικούς σου απογόνους. Η πλοκή της αναπτύσσεται στην Χαβάη, την πολιτεία των ΗΠΑ που έχει περισσότερο από όλες ταυτιστεί με την πραγμάτωση του αστικού τρόπου ζωής και πλασαριστεί σαν τόπος παγκόσμιου τουριστικού ονείρου (οι διακοπές στη Χαβάη είναι όνειρο κάθε μέσου αμερικανού και όχι μόνον). Ένας παράδεισος, στην πραγματικότητα ένα πεδίο άγριων επιχειρηματικών συμφερόντων στον τομέα Επένδυσης Γης. Τα real estate καραδοκούν να αγοράσουν γη και να χτίσουν μεγάλα τουριστικά συγκροτήματα αδιαφορώντας για την οικολογική καταστροφή. Κεντρικός της ήρωας είναι ο Ματ Κινγκ, ένας ευκατάστατος δικηγόρος, άτομο γεμάτο ελαττώματα και κληρονόμος μιας τεράστιας έκτασης, στην εκπληκτικής ομορφιάς παραλία Χαναλάι Μπέι, που την περιβάλλει ένα μαγευτικό τροπικό δάσος. Ο Κινγκ είναι απορροφημένος από καριέρα του. Έχει επιφανειακές σχέσεις με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Είναι μαζί, αλλά ψυχικά και ουσιαστικά αποξενωμένοι. Έχουν ξεχάσει να μιλάνε, να αγαπάνε, να κάνουν έρωτα και να αφουγκράζονται ό ένας τις ανάγκες και τις επιθυμίες του άλλου. Τα παιδιά τους, η ατίθαση έφηβη Αλεξάνδρα και η δεκάχρονη θρασύτατη Σκότι είναι κακομαθημένα, φευγάτα σε κόσμους εξάρτησης, ανέξοδων ρήξεων, και δείχνουν συναισθηματικά απονεκρωμένα. Τίποτα δεν τα εκπλήσσει, τίποτα δεν τα συγκινεί βαθειά. Τα έχουν δει και τα έχουν ζήσει όλα πριν καν ωριμάσουν. Ο οικογενειακός ιστός είναι αποσαρθρωμένος τόσο που ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να προκαλέσει οριστική διάλυση. Καταλύτης σε αυτό το τέλμα αναδεικνύεται ένα ατύχημα με σκάφος στο οποίο η σύζυγος του Ματ τραυματίζεται σοβαρά και πέφτει σε κώμα. Προσπαθώντας να διαχειριστεί τη νέα κατάσταση ανακαλύπτει (του το λέει η κόρη του), σχεδόν με τρόμο, ότι η γυναίκα του είχε εξωσυζυγική σχέση. Μπροστά του ανοίγονται τραγικές αποκαλύψεις, δράματα, εφιάλτες και πολλαπλά διλήμματα. Στο συγκλονιστικό αυτό πρόβλημα προστίθεται και ένα ήσσονος σημασίας: ένας συνεταιρισμός διαπραγματεύεται με επενδυτική εταιρία την αξιοποίηση της κτηματικής περιουσίας του. Ο Ματ βρίσκεται ως εκ τούτων αντιμέτωπος με μια εκ βάθρων αλλαγή στη ζωή του. Αναγκάζεται να επανεξετάσει το παρελθόν του και να δει το μέλλον με διαφορετική ματιά. Σοκαρισμένος, πάντα με την απειλή του θανάτου να καραδοκεί, ξεκινάει ένα ταξίδι για να συναντήσει τον αντίζηλό του , ταξίδι που αποτελεί παράλληλα βαθειά και ειλικρινή ανθρώπινη προσπάθεια να γνωρίσει τον εαυτό του και να επανακτήσει τις χαμένες σχέσεις με τα παιδιά του. Η αναζήτηση του έχει χαρακτηριστικά απόγνωσης, απειρίας, γραφικότητας. Τελικά είναι οι απόγονοί του αυτοί που θα τον βοηθήσουν να απαντήσει στα διλλήματα με εντιμότητα και αξιοπρέπεια. Στο φόντο της ταινίας ακροθιγώς τοποθετούνται και άλλες αντιθέσεις όπως αυτή ανάμεσα στο παραδοσιακό με το μοντέρνο, την πόλη με την άγρια φύση, την ανάπτυξη με την προστασία του περιβάλλοντος. Ο μεγαλύτερος μαέστρος της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνικής δραματικής κωμωδίας, ο ελληνικής καταγωγής Αλεξάντερ Πέιν (Αλέξανδρος Παπαδόπουλος) ασχολείται και σε αυτό το έργο με το αγαπημένο του θέμα της αφύπνισης της ανθρώπινης συνείδησης. Παίζει με τη διπλή σημασία που έχει η λέξη Descendants στην αγγλική γλώσσα (προσδιορίζει και τους απογόνους αλλά και αυτούς που κατρακυλούν, που παρακμάζουν) και καταφέρνει να μας δώσει ένα ακόμα κινηματογραφικό αριστούργημα, σαν το «Νεμπράσκα» και το «Πλαγίως», εναλλάσσοντας τις χαρές με τις λύπες, τις κωμικές με τις δραματικές στιγμές, όπως ακριβώς συμβαίνει στην ίδια τη ζωή. Η άψογη σκηνοθετική προσπάθεια ολοκληρώνεται με την εξαίσια φωτογραφία του, επίσης ελληνικής καταγωγής, Φαίδωνα Παπαμάικλ (Παπαμιχαήλ) και η ερμηνεία του George Clooney που απαλλαγμένος από τα στερεότυπα του Χόλυγουντ περί ομορφιάς και γοητείας, δίνει κατά γενική ομολογία την ωριμότερη ερμηνεία της καριέρας του χωρίς κραυγαλέες εξάρσεις. Εκπληκτική είναι στην ερμηνεία της και η πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιός Shailene Woodley. Το φιλμ κέρδισε 2 Χρυσές Σφαίρες (Καλύτερης Δραματικής Ταινίας και Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας σε Δραματική Ταινία για τον George Clooney) και το Βραβείο Όσκαρ για καλύτερο διασκευασμένο σενάριο.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=CWHNXJ1K4yA το trailer της ταινίας
Το δέντρο και η κούνια
Ελλάδα-Σερβία-Μαυροβούνιο, 2013. Διάρκεια: 108΄.
Σκηνοθεσία: Μαρία Ντούζα. Σενάριο: Μαρία Ντούζα (βασισμένο σε μια ιδέα της Ελένης Ατσίκμπαση). Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ζαφείρης Επαμεινώνδας. Μουσική: Αννα Στερεοπούλου. Μοντάζ: Γιάννης Κωσταβάρας. Πρωταγωνιστούν: Μυρτώ Αλικάκη, Ηλίας Λογοθέτης, Μιρζάνα Καράζοβιτς, Νίκος Ορφανός, Αϊρις Μίτα, Ελένη Κουλέτης, Μελίνα Λιάλιου, Γεννάδιος Πάτστης, Γιώργος Σουξές, Τζον Μπίκνελ, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Ειρήνη Στρατηγοπούλου, Στάθης Κατσαρός, Βερόνικα Μπιέλιτσα.
Εμείς θα μπορούσαμε να βάλουμε τίτλο στην ταινία: «Άνθρωποι με πατρίδα, χωρίς πατρίδα ή με πολλές πατρίδες». «Το δέντρο και η Κούνια» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Μαρίας Ντούζα. Είναι μια δραματική ιστορία αποχωρισμών, οικογενειακής συμφιλίωσης, αναζήτησης ταυτότητας. Μια ιστορία ανοχής και εξιλέωσης με αφορμή ένα αληθινό περιστατικό που βασίζεται στις παλιότερες και τις νεώτερες μετακινήσεις των ανθρώπων της χώρας μας (και όχι μόνο), στα Βαλκάνια, την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο. Η ταινία συνδέει την πρόσφατη ιστορία με την σύγχρονη πραγματικότητα σε ένα σενάριο όπου οι πρωταγωνιστές, μέσα από τις προσωπικές τους διαδρομές και συγκρούσεις, αναζητούν την μετάνοια, την αποδοχή, τη συμφιλίωση και την αγάπη.
Ο Κυριάκος, πρώην πρόσφυγας στην Γιουγκοσλαβία, έχει επιστρέψει στη πατρίδα και ζει στο παλιό του σπίτι, στην συντήρηση του οποίου τον βοηθά) μια γυναίκα από τη Σερβία, η Νίνα που ζει εκεί μαζί του και με την μικρή της κόρη. Η κόρη του, η Ελένη, αναγνωρισμένη γιατρός, ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Μετά από παράκληση του πατέρα της επιστρέψει με την κόρη της στην πατρίδα για τις πασχαλινές διακοπές Αντιμέτωπη με δύσκολα προσωπικά και επαγγελματικά διλλήματα - ο άντρας της έχει χάσει τη δουλειά του και πρέπει να μεταναστεύσει στη μακρινή Ανατολή, η ίδια για δεύτερη φορά αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο μιας αναγκαστικής υπερορίας ή ενός «αόριστου» χωρισμού - η Ελένη βρίσκεται σε μια ασταθή κατάσταση γενικής αναζήτησης. Τι αναζητά επιστρέφοντας; Τη σιγουριά και την ασφάλεια του πατρικού σπιτιού; Την συγνώμη και την αποδοχή του πατέρα που πάντα στάθηκε αντίθετος με την επιλογή της να ζει και να δουλεύει μακριά από τη χώρα της; Τη φροντίδα του παιδικού της έρωτα; Ό,τι και να αποζητά η επιστροφή στην πατρίδα της καρδιάς της αποδεικνύεται επώδυνη. Στο σπίτι τίποτα δεν είναι όπως το άφησε. Έχουν αλλάξει οι εποχές και οι νοοτροπίες, ενώ ο πατέρας της έχει και αυτός τα δικά του, καλά κρυμμένα, μυστικά το παρελθόν, για μια οικογένεια που μέχρι τώρα έχει απωθήσει.
«Το Δέντρο και η Κούνια» της Μαρίας Ντούζα, είναι γυρισμένο στην ελληνική επαρχία και διαθέτει ένα εξαιρετικό cast όπου συμμετέχουν η Μυρτώ Αλικάκη, ο Ηλίας Λογοθέτης, που κατανοούν και αποδίδουν με ευαισθησία τον πολύπλοκο δεσμό της κόρης με τον πατέρα, ανακαλώντας εσωτερικά τον χρόνο που τους βαραίνει. Παίζει επίσης ο Νίκος Ορφανός και σε ρόλο έκπληξη η γνωστή διεθνώς Σέρβα ηθοποιός, Μιριάννα Καρανόβιτς (η γυναίκα του Μέσα στην ταινία του Κουστουρίτσα «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές»).
Η ταινία έχει τιμηθεί με Βραβείο της «Πιο Δημοφιλούς Ταινίας» («Best of European Union Film Festival Award») στο 10ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Τορόντο, το «Βραβείο Κοινού Astron Best Feature Award» στο 11ο Ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Φρανσίσκο, και με άλλα 7 Βραβεία στο 9ο Διεθνές Φεστιβάλ Κύπρου, ανάμεσά τους και την «Χρυσή Αφροδίτη για Καλύτερη Ταινία και Καλύτερο Σενάριο».
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=-d-VEBVPSII το trailer της ταινίας
Ελλάδα-Σερβία-Μαυροβούνιο, 2013. Διάρκεια: 108΄.
Σκηνοθεσία: Μαρία Ντούζα. Σενάριο: Μαρία Ντούζα (βασισμένο σε μια ιδέα της Ελένης Ατσίκμπαση). Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ζαφείρης Επαμεινώνδας. Μουσική: Αννα Στερεοπούλου. Μοντάζ: Γιάννης Κωσταβάρας. Πρωταγωνιστούν: Μυρτώ Αλικάκη, Ηλίας Λογοθέτης, Μιρζάνα Καράζοβιτς, Νίκος Ορφανός, Αϊρις Μίτα, Ελένη Κουλέτης, Μελίνα Λιάλιου, Γεννάδιος Πάτστης, Γιώργος Σουξές, Τζον Μπίκνελ, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Ειρήνη Στρατηγοπούλου, Στάθης Κατσαρός, Βερόνικα Μπιέλιτσα.
Εμείς θα μπορούσαμε να βάλουμε τίτλο στην ταινία: «Άνθρωποι με πατρίδα, χωρίς πατρίδα ή με πολλές πατρίδες». «Το δέντρο και η Κούνια» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Μαρίας Ντούζα. Είναι μια δραματική ιστορία αποχωρισμών, οικογενειακής συμφιλίωσης, αναζήτησης ταυτότητας. Μια ιστορία ανοχής και εξιλέωσης με αφορμή ένα αληθινό περιστατικό που βασίζεται στις παλιότερες και τις νεώτερες μετακινήσεις των ανθρώπων της χώρας μας (και όχι μόνο), στα Βαλκάνια, την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο. Η ταινία συνδέει την πρόσφατη ιστορία με την σύγχρονη πραγματικότητα σε ένα σενάριο όπου οι πρωταγωνιστές, μέσα από τις προσωπικές τους διαδρομές και συγκρούσεις, αναζητούν την μετάνοια, την αποδοχή, τη συμφιλίωση και την αγάπη.
Ο Κυριάκος, πρώην πρόσφυγας στην Γιουγκοσλαβία, έχει επιστρέψει στη πατρίδα και ζει στο παλιό του σπίτι, στην συντήρηση του οποίου τον βοηθά) μια γυναίκα από τη Σερβία, η Νίνα που ζει εκεί μαζί του και με την μικρή της κόρη. Η κόρη του, η Ελένη, αναγνωρισμένη γιατρός, ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Μετά από παράκληση του πατέρα της επιστρέψει με την κόρη της στην πατρίδα για τις πασχαλινές διακοπές Αντιμέτωπη με δύσκολα προσωπικά και επαγγελματικά διλλήματα - ο άντρας της έχει χάσει τη δουλειά του και πρέπει να μεταναστεύσει στη μακρινή Ανατολή, η ίδια για δεύτερη φορά αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο μιας αναγκαστικής υπερορίας ή ενός «αόριστου» χωρισμού - η Ελένη βρίσκεται σε μια ασταθή κατάσταση γενικής αναζήτησης. Τι αναζητά επιστρέφοντας; Τη σιγουριά και την ασφάλεια του πατρικού σπιτιού; Την συγνώμη και την αποδοχή του πατέρα που πάντα στάθηκε αντίθετος με την επιλογή της να ζει και να δουλεύει μακριά από τη χώρα της; Τη φροντίδα του παιδικού της έρωτα; Ό,τι και να αποζητά η επιστροφή στην πατρίδα της καρδιάς της αποδεικνύεται επώδυνη. Στο σπίτι τίποτα δεν είναι όπως το άφησε. Έχουν αλλάξει οι εποχές και οι νοοτροπίες, ενώ ο πατέρας της έχει και αυτός τα δικά του, καλά κρυμμένα, μυστικά το παρελθόν, για μια οικογένεια που μέχρι τώρα έχει απωθήσει.
«Το Δέντρο και η Κούνια» της Μαρίας Ντούζα, είναι γυρισμένο στην ελληνική επαρχία και διαθέτει ένα εξαιρετικό cast όπου συμμετέχουν η Μυρτώ Αλικάκη, ο Ηλίας Λογοθέτης, που κατανοούν και αποδίδουν με ευαισθησία τον πολύπλοκο δεσμό της κόρης με τον πατέρα, ανακαλώντας εσωτερικά τον χρόνο που τους βαραίνει. Παίζει επίσης ο Νίκος Ορφανός και σε ρόλο έκπληξη η γνωστή διεθνώς Σέρβα ηθοποιός, Μιριάννα Καρανόβιτς (η γυναίκα του Μέσα στην ταινία του Κουστουρίτσα «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές»).
Η ταινία έχει τιμηθεί με Βραβείο της «Πιο Δημοφιλούς Ταινίας» («Best of European Union Film Festival Award») στο 10ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Τορόντο, το «Βραβείο Κοινού Astron Best Feature Award» στο 11ο Ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Φρανσίσκο, και με άλλα 7 Βραβεία στο 9ο Διεθνές Φεστιβάλ Κύπρου, ανάμεσά τους και την «Χρυσή Αφροδίτη για Καλύτερη Ταινία και Καλύτερο Σενάριο».
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=-d-VEBVPSII το trailer της ταινίας
Ο Μπαμπάς Λείπει σε Ταξίδι για Δουλειές (Otac na sluzbenom putu)
Γιουγκοσλαβία, 1985. Διάρκεια: 136΄.
Σκηνοθεσία: Emir Kusturica . Σενάριο: Abdulah Sidran. Πρωταγωνιστούν : Moreno D'E Bartolli, Predrag Manojlovic, Mirjana Karanovic.
Στην πρώην, την ολόκληρη, την τιτοϊκή σοσιαλιστική δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας η έκφραση «ο μπαμπάς λείπει ταξίδι σε δουλειές» χρησιμοποιούνταν για να προσδιορίζει το γεγονός ότι ο περί ου ο λόγος εκάστοτε «μπαμπάς» βρίσκονταν φυλακισμένος ή εκτοπισμένος για λόγους κυρίως πολιτικούς. Ο μπαμπάς της δικής μας ιστορίας, ο Μέσα, είναι γυναικάς, μπον βιβέρ, αγαθός, ολίγον επιπόλαιος και κυρίως παντελώς αδιάφορος για τα πολιτικά. Αν και συλλαμβάνεται από το καθεστώς εξαιτίας μιας “απροσεξίας” του στην εφημερίδα που εργάζεται, στην πραγματικότητα ο Μέσα φυλακίζεται για λόγους συγκαλυμμένα ερωτικούς που παρουσιάζονται ως πολιτικοί. Πληρώνει το γεγονός ότι διατηρούσε σχέσεις με μια όμορφη, καλά γυμνασμένη γυμνάστρια. Όταν αυτός αποφασίζει να την εγκαταλείψει για να επιστρέψει στη σύζυγό του, εκείνη οργανώνει την εκδίκησή της. Τα φτιάχνει με τον κουνιάδο του, τον αδελφό της συζύγου του, που είναι παράλληλα κομισάριος και ασφαλίτης του χωριού και ως άλλη Σαλώμη, ζητάει από το νέο της εραστή να κλείσει στην φυλακή τον προηγούμενο για παραδειγματισμό. Ας πούμε για να δει τι είχε και τι έχασε. Την όλη επιχείρηση στηρίζει στο γεγονός ότι σε κάποια από τις ερωτικές τους συνευρέσεις εν έτει 1952- τρία χρόνια μετά τη λήξη των συντροφικών σχέσεων του Τίτο με τον Στάλιν- ο Μέσα , ακροθιγώς και ανεπαισθήτως παραπονιέται για το σταλινικά αντισταλινικό τιτοϊκό καθεστώς. Όπως αντιλαμβάνεσθε η προηγηθείσα ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν, δεν ήταν η αρχή της αποσταλινοποίησης στην Γιουγκοσλαβία, αλλά η αρχή της τιτοποίησης, γεγονός που αποδεικνύει ότι μπορεί να υπάρξει σταλινισμός και χωρίς Στάλιν, και το μόνο που χρειάζεται είναι να υπάρχει ένας ισχυρός άντρας, που λειτουργεί ως μύθος για τον λαό του. Ο γιος του Μέσα, ο εξάχρονος Μάλικ αδυνατώντας να εξηγήσει όσα συμβαίνουν γύρω του, αρχικά και για μεγάλο διάστημα πιστεύει το παραμύθι της μητέρας του ότι ο μπαμπάς του λείπει σε ταξίδι για δουλειές. Αλλά το ψέμα έχει κοντά ποδάρια και όταν μέσα σε αυτό το κοινωνικοπολιτιστικό χάος όλα αρχίζουν να μπερδεύονται στο παιδικό μυαλό του ο μόνος τρόπος για να βρει το δρόμο του είναι να περπατά σαν υπνοβάτης και να χαμογελά ενίοτε με νόημα σε αυτούς που με τρόμο τον παρακολουθούν.
Από το εκρηκτικό καζάνι των Βαλκανίων που κοχλάζει εδώ και δεκαετίες, ή καλύτερα αιώνες, μέσα από την καρδιά του Σαράγιεβο, ξεπήδησε το τρομερό παιδί της τέχνης, ο Emir Kusturica, Σέρβιος και μουσουλμάνος τσιγγάνικης καταγωγής που διαπρέπει ως σκηνοθέτης, μουσικός, ηθοποιός, συγγραφέας. Μαζί με τον δικό μας Θεόδωρο Αγγελόπουλο θεωρούνται οι δύο βασικοί εκπρόσωποι του βαλκανικού κινηματογράφου. Ο Kusturica έμαθε να διηγείται θεσπέσια βαλκανικά παραμύθια, γεμάτα μαύρο χιούμορ, σατιρικά σχόλια και δράση, εξόχως εναρμονισμένα και εμπλουτισμένα με την ντόπια μουσική παράδοση. Έχει βραβευτεί δύο φορές με τον χρυσό φοίνικα («Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» «Underground») και μία φορά με το βραβείο σκηνοθεσίας των Καννών («Ο καιρός των τσιγγάνων»). Έχει τιμηθεί με το χρυσό και το αργυρό λιοντάρι («Θυμάσαι την Ντόλυ Μπελ;», «Μαύρη γάτα Άσπρος γάτος» αντίστοιχα) στη βενετσιάνικη Μόστρα. Τη συλλογή του συμπληρώνουν η αργυρή άρκτος του Φεστιβάλ Βερολίνου («Arizona dream») και μια υποψηφιότητα για τα Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (για τον Μπαμπά) και δεκάδες άλλα βραβεία στη χώρα του και σε ολόκληρο τον κόσμο. «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» συνιστά παράλληλα μια κριτική στο καθεστώς και μια αυτοβιογραφία αφού ο πατέρας του εργαζόταν σε γραφεία πληροφοριών στο γιουγκοσλαβικό κράτος. Σε αυτήν βρίσκουμε όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν και τις επόμενες ταινίες του και συγκροτούν το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν: σαρκασμός και ειρωνεία, ευαισθησία και σκληρότητα, πίστη στην ζωή, σφρίγος και ενέργεια. Επιπλέον εδώ ο Κουστουρίτσα, χωρίς να ηθογραφεί κατορθώνει να δώσει τον ψυχισμό και τις αντιλήψεις των ανθρώπων, μέσα από τη δημιουργία ζωντανών χαρακτήρων, που δεν κατατάσσονται απόλυτα σε κακούς ή καλούς. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ρεαλιστική και ποιητική ταινία, µε έντονο εθνικό χρώμα, που σκιαγραφεί την πολιτική και κοινωνική ζωή των πρώτων σοσιαλιστικών χρόνων στη Γιουγκοσλαβία.
Το trailer της ταινίας εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=s6xXEYEn2dc
Γιουγκοσλαβία, 1985. Διάρκεια: 136΄.
Σκηνοθεσία: Emir Kusturica . Σενάριο: Abdulah Sidran. Πρωταγωνιστούν : Moreno D'E Bartolli, Predrag Manojlovic, Mirjana Karanovic.
Στην πρώην, την ολόκληρη, την τιτοϊκή σοσιαλιστική δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας η έκφραση «ο μπαμπάς λείπει ταξίδι σε δουλειές» χρησιμοποιούνταν για να προσδιορίζει το γεγονός ότι ο περί ου ο λόγος εκάστοτε «μπαμπάς» βρίσκονταν φυλακισμένος ή εκτοπισμένος για λόγους κυρίως πολιτικούς. Ο μπαμπάς της δικής μας ιστορίας, ο Μέσα, είναι γυναικάς, μπον βιβέρ, αγαθός, ολίγον επιπόλαιος και κυρίως παντελώς αδιάφορος για τα πολιτικά. Αν και συλλαμβάνεται από το καθεστώς εξαιτίας μιας “απροσεξίας” του στην εφημερίδα που εργάζεται, στην πραγματικότητα ο Μέσα φυλακίζεται για λόγους συγκαλυμμένα ερωτικούς που παρουσιάζονται ως πολιτικοί. Πληρώνει το γεγονός ότι διατηρούσε σχέσεις με μια όμορφη, καλά γυμνασμένη γυμνάστρια. Όταν αυτός αποφασίζει να την εγκαταλείψει για να επιστρέψει στη σύζυγό του, εκείνη οργανώνει την εκδίκησή της. Τα φτιάχνει με τον κουνιάδο του, τον αδελφό της συζύγου του, που είναι παράλληλα κομισάριος και ασφαλίτης του χωριού και ως άλλη Σαλώμη, ζητάει από το νέο της εραστή να κλείσει στην φυλακή τον προηγούμενο για παραδειγματισμό. Ας πούμε για να δει τι είχε και τι έχασε. Την όλη επιχείρηση στηρίζει στο γεγονός ότι σε κάποια από τις ερωτικές τους συνευρέσεις εν έτει 1952- τρία χρόνια μετά τη λήξη των συντροφικών σχέσεων του Τίτο με τον Στάλιν- ο Μέσα , ακροθιγώς και ανεπαισθήτως παραπονιέται για το σταλινικά αντισταλινικό τιτοϊκό καθεστώς. Όπως αντιλαμβάνεσθε η προηγηθείσα ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν, δεν ήταν η αρχή της αποσταλινοποίησης στην Γιουγκοσλαβία, αλλά η αρχή της τιτοποίησης, γεγονός που αποδεικνύει ότι μπορεί να υπάρξει σταλινισμός και χωρίς Στάλιν, και το μόνο που χρειάζεται είναι να υπάρχει ένας ισχυρός άντρας, που λειτουργεί ως μύθος για τον λαό του. Ο γιος του Μέσα, ο εξάχρονος Μάλικ αδυνατώντας να εξηγήσει όσα συμβαίνουν γύρω του, αρχικά και για μεγάλο διάστημα πιστεύει το παραμύθι της μητέρας του ότι ο μπαμπάς του λείπει σε ταξίδι για δουλειές. Αλλά το ψέμα έχει κοντά ποδάρια και όταν μέσα σε αυτό το κοινωνικοπολιτιστικό χάος όλα αρχίζουν να μπερδεύονται στο παιδικό μυαλό του ο μόνος τρόπος για να βρει το δρόμο του είναι να περπατά σαν υπνοβάτης και να χαμογελά ενίοτε με νόημα σε αυτούς που με τρόμο τον παρακολουθούν.
Από το εκρηκτικό καζάνι των Βαλκανίων που κοχλάζει εδώ και δεκαετίες, ή καλύτερα αιώνες, μέσα από την καρδιά του Σαράγιεβο, ξεπήδησε το τρομερό παιδί της τέχνης, ο Emir Kusturica, Σέρβιος και μουσουλμάνος τσιγγάνικης καταγωγής που διαπρέπει ως σκηνοθέτης, μουσικός, ηθοποιός, συγγραφέας. Μαζί με τον δικό μας Θεόδωρο Αγγελόπουλο θεωρούνται οι δύο βασικοί εκπρόσωποι του βαλκανικού κινηματογράφου. Ο Kusturica έμαθε να διηγείται θεσπέσια βαλκανικά παραμύθια, γεμάτα μαύρο χιούμορ, σατιρικά σχόλια και δράση, εξόχως εναρμονισμένα και εμπλουτισμένα με την ντόπια μουσική παράδοση. Έχει βραβευτεί δύο φορές με τον χρυσό φοίνικα («Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» «Underground») και μία φορά με το βραβείο σκηνοθεσίας των Καννών («Ο καιρός των τσιγγάνων»). Έχει τιμηθεί με το χρυσό και το αργυρό λιοντάρι («Θυμάσαι την Ντόλυ Μπελ;», «Μαύρη γάτα Άσπρος γάτος» αντίστοιχα) στη βενετσιάνικη Μόστρα. Τη συλλογή του συμπληρώνουν η αργυρή άρκτος του Φεστιβάλ Βερολίνου («Arizona dream») και μια υποψηφιότητα για τα Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (για τον Μπαμπά) και δεκάδες άλλα βραβεία στη χώρα του και σε ολόκληρο τον κόσμο. «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» συνιστά παράλληλα μια κριτική στο καθεστώς και μια αυτοβιογραφία αφού ο πατέρας του εργαζόταν σε γραφεία πληροφοριών στο γιουγκοσλαβικό κράτος. Σε αυτήν βρίσκουμε όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν και τις επόμενες ταινίες του και συγκροτούν το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν: σαρκασμός και ειρωνεία, ευαισθησία και σκληρότητα, πίστη στην ζωή, σφρίγος και ενέργεια. Επιπλέον εδώ ο Κουστουρίτσα, χωρίς να ηθογραφεί κατορθώνει να δώσει τον ψυχισμό και τις αντιλήψεις των ανθρώπων, μέσα από τη δημιουργία ζωντανών χαρακτήρων, που δεν κατατάσσονται απόλυτα σε κακούς ή καλούς. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ρεαλιστική και ποιητική ταινία, µε έντονο εθνικό χρώμα, που σκιαγραφεί την πολιτική και κοινωνική ζωή των πρώτων σοσιαλιστικών χρόνων στη Γιουγκοσλαβία.
Το trailer της ταινίας εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=s6xXEYEn2dc
Το κορίτσι των Ονείρων σου (la nina de tus ojos)
Ισπανία, 1998. Διάρκεια: 126'. Δραματική Κομεντί.
Σκηνοθεσία: Φερνάντο Τρουέμπα. Σενάριο: Ραφαέλ Αθκόνα, Μιγκέλ Αγκέλ Εγκέα, Κάρλος Λόπεζ, Νταβίντ Τρουέμπα. Φωτογραφία: Χαβιέ Αγκουίρεσαρόμπε. Μοντάζ: Κάρμεν Φρίας. Μουσική: Αντουάν Ντουαμέλ. Πρωταγωνιστούν: Πενέλοπε Κρουζ, Χάνα Συγκούλα, Αντόνιο Ρεσίνες, Νέους Ασένσι, Χέσους Μπονίγια, Λόλες Λεόν, Χόρχε Σανθ, Ρόζα Μαρία Σαρδά.
Η ταινία που θα παρακολουθήσουμε είναι η καλύτερη (όπως φαίνεται από τα βραβεία και την εισπρακτική της επιτυχία) από τις πολλές που δημιουργούνται τα τελευταία χρόνια στην Ισπανία και έχουν ως θέμα τα γεγονότα και τις συνέπειες του εμφύλιου πολέμου, την δικτατορία του Φράνκο, την απόδοση ευθυνών για το γεγονός ότι μια ευρωπαϊκή χώρα έζησε για σχεδόν 40 χρόνια σε συνθήκες απουσίας οποιουδήποτε δημοκρατικού δικαιώματος και ελευθερίας. Πολύ περισσότερο όλη αυτή η καλλιτεχνική δημιουργία είναι μια διαρκής αναζήτηση για το γεγονός ότι ποτέ δεν αποδόθηκαν ευθύνες για τα κάθε είδους εγκλήματα της δικτατορικής περιόδου. Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και χρονικά είναι τοποθετημένη στην σπαρασσόμενη από τον Εμφύλιο Πόλεμο Ισπανία του 1938. Η κοινωνική, πολιτική, οικονομική, και πολιτιστική ζωή της χώρας χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα, το δημοκρατικό και το φασιστικό. Το ίδιο συμβαίνει και με την κινηματογραφική βιομηχανία. Τα στούντιο της Μαδρίτης ανταγωνίζονται αυτά της Βαρκελώνης. Είναι η εποχή που επικρατούν οι δημοκρατικοί. Ακριβώς για αυτό δεν επιτρέπεται στους οπαδούς του στρατηγού Φράνκο να κινηματογραφούν στην χώρα, αλλά πηγαίνουν στη φιλική για αυτούς Ναζιστική Γερμανία. Ο θρύλος λέει ότι όταν ο Ισπανός σκηνοθέτης Floran Rey γύριζε στο Βερολίνο το μιούζικαλ “Νύχτες στην Ανδαλουσία” ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ ερωτεύτηκε με πάθος την πρωταγωνίστρια του έργου, την νεαρή Ισπανίδα ηθοποιό Imperio Argentina. Αυτό το θρύλο αξιοποιεί και το σενάριο της ταινίας.
Στην ταινία οι Γερμανοί καλούν μια ομάδα Ισπανών κινηματογραφιστών στο Βερολίνο, για να γυρίσουν το δημοφιλές Ανδαλουσιανό μουσικό δράμα «Το Κορίτσι των Ονείρων σου» σε δύο εκδοχές, μία στα ισπανικά και μία στα γερμανικά. Οι ηθοποιοί και το προσωπικό του ισπανικού συνεργείου αρχικά εντυπωσιάζονται από τις εκπληκτικές υποδομές των γερμανικών στούντιο και αισθάνονται τυχεροί που έστω και για λίγο βρίσκονται μακριά από τον πόλεμο, την φτώχεια και την καταστροφή στην οποία έχει βυθιστεί η πατρίδα τους. Επιπλέον ο καθένας έχει τα δικά του σχέδια και ζει τις δικές του περιπέτειες. Ο σκηνοθέτης κοιμάται με μια πολλά υποσχόμενη νεαρή, η πρωταγωνίστρια «συνεργάζεται» με τους Ναζί με την ελπίδα να καταφέρει να βγάλει τον πατέρα της από μια φυλακή του Φράνκο. Η κατάστασή τους περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν αντιλαμβάνονται ότι η φιλοξενία που τους παρέχει ο Γκέμπελς, υπουργός προπαγάνδας των Ναζί, οφείλεται στον έρωτά του για την πρωταγωνίστρια, την οποία σκηνοθέτης και ηθοποιοί παροτρύνουν να κοιμηθεί μαζί του για το καλό της παραγωγής. Σιγά-σιγά, διαπιστώνουν ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκονται είναι χειρότερη από ό,τι στην Ισπανία. Αυτό που ζουν εδώ είναι ένας πόλεμος διαφορετικός από αυτόν που μαίνεται στην πατρίδα τους, αλλά πόλεμος. Οι μόνοι κομπάρσοι που βρίσκουν να μοιάζουν με Ανδαλουσιανούς, είναι Εβραίοι και Τσιγγάνοι από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο τέλος η αμφιβολία τους κατακλύζει ολοκληρωτικά καθώς σκέφτονται ότι η επιβίωσή τους έχει περισσότερη σημασία από την ταινία.
Ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει το θέμα του ισορροπώντας με ένα θαυμάσιο τρόπο ανάμεσα στην σάτιρα και το δράμα, δημιουργώντας έτσι μία από τις καλύτερες ισπανικές ταινίες (κέρδισε 7 βραβεία Goya) και τη δεύτερη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών στην Ισπανία. Για την ερμηνεία της η Πενέλοπε Κρουζ απέσπασε Βραβείο Goya από την Academia de los Artes y las Ciencies Cinematofraficas de Espana, Βραβείο από την Ένωση Ισπανών ηθοποιών και μια υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Κινηματογράφου.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=G0VMPMa4eZ8 το trailer της ταινίας
Ισπανία, 1998. Διάρκεια: 126'. Δραματική Κομεντί.
Σκηνοθεσία: Φερνάντο Τρουέμπα. Σενάριο: Ραφαέλ Αθκόνα, Μιγκέλ Αγκέλ Εγκέα, Κάρλος Λόπεζ, Νταβίντ Τρουέμπα. Φωτογραφία: Χαβιέ Αγκουίρεσαρόμπε. Μοντάζ: Κάρμεν Φρίας. Μουσική: Αντουάν Ντουαμέλ. Πρωταγωνιστούν: Πενέλοπε Κρουζ, Χάνα Συγκούλα, Αντόνιο Ρεσίνες, Νέους Ασένσι, Χέσους Μπονίγια, Λόλες Λεόν, Χόρχε Σανθ, Ρόζα Μαρία Σαρδά.
Η ταινία που θα παρακολουθήσουμε είναι η καλύτερη (όπως φαίνεται από τα βραβεία και την εισπρακτική της επιτυχία) από τις πολλές που δημιουργούνται τα τελευταία χρόνια στην Ισπανία και έχουν ως θέμα τα γεγονότα και τις συνέπειες του εμφύλιου πολέμου, την δικτατορία του Φράνκο, την απόδοση ευθυνών για το γεγονός ότι μια ευρωπαϊκή χώρα έζησε για σχεδόν 40 χρόνια σε συνθήκες απουσίας οποιουδήποτε δημοκρατικού δικαιώματος και ελευθερίας. Πολύ περισσότερο όλη αυτή η καλλιτεχνική δημιουργία είναι μια διαρκής αναζήτηση για το γεγονός ότι ποτέ δεν αποδόθηκαν ευθύνες για τα κάθε είδους εγκλήματα της δικτατορικής περιόδου. Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και χρονικά είναι τοποθετημένη στην σπαρασσόμενη από τον Εμφύλιο Πόλεμο Ισπανία του 1938. Η κοινωνική, πολιτική, οικονομική, και πολιτιστική ζωή της χώρας χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα, το δημοκρατικό και το φασιστικό. Το ίδιο συμβαίνει και με την κινηματογραφική βιομηχανία. Τα στούντιο της Μαδρίτης ανταγωνίζονται αυτά της Βαρκελώνης. Είναι η εποχή που επικρατούν οι δημοκρατικοί. Ακριβώς για αυτό δεν επιτρέπεται στους οπαδούς του στρατηγού Φράνκο να κινηματογραφούν στην χώρα, αλλά πηγαίνουν στη φιλική για αυτούς Ναζιστική Γερμανία. Ο θρύλος λέει ότι όταν ο Ισπανός σκηνοθέτης Floran Rey γύριζε στο Βερολίνο το μιούζικαλ “Νύχτες στην Ανδαλουσία” ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ ερωτεύτηκε με πάθος την πρωταγωνίστρια του έργου, την νεαρή Ισπανίδα ηθοποιό Imperio Argentina. Αυτό το θρύλο αξιοποιεί και το σενάριο της ταινίας.
Στην ταινία οι Γερμανοί καλούν μια ομάδα Ισπανών κινηματογραφιστών στο Βερολίνο, για να γυρίσουν το δημοφιλές Ανδαλουσιανό μουσικό δράμα «Το Κορίτσι των Ονείρων σου» σε δύο εκδοχές, μία στα ισπανικά και μία στα γερμανικά. Οι ηθοποιοί και το προσωπικό του ισπανικού συνεργείου αρχικά εντυπωσιάζονται από τις εκπληκτικές υποδομές των γερμανικών στούντιο και αισθάνονται τυχεροί που έστω και για λίγο βρίσκονται μακριά από τον πόλεμο, την φτώχεια και την καταστροφή στην οποία έχει βυθιστεί η πατρίδα τους. Επιπλέον ο καθένας έχει τα δικά του σχέδια και ζει τις δικές του περιπέτειες. Ο σκηνοθέτης κοιμάται με μια πολλά υποσχόμενη νεαρή, η πρωταγωνίστρια «συνεργάζεται» με τους Ναζί με την ελπίδα να καταφέρει να βγάλει τον πατέρα της από μια φυλακή του Φράνκο. Η κατάστασή τους περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν αντιλαμβάνονται ότι η φιλοξενία που τους παρέχει ο Γκέμπελς, υπουργός προπαγάνδας των Ναζί, οφείλεται στον έρωτά του για την πρωταγωνίστρια, την οποία σκηνοθέτης και ηθοποιοί παροτρύνουν να κοιμηθεί μαζί του για το καλό της παραγωγής. Σιγά-σιγά, διαπιστώνουν ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκονται είναι χειρότερη από ό,τι στην Ισπανία. Αυτό που ζουν εδώ είναι ένας πόλεμος διαφορετικός από αυτόν που μαίνεται στην πατρίδα τους, αλλά πόλεμος. Οι μόνοι κομπάρσοι που βρίσκουν να μοιάζουν με Ανδαλουσιανούς, είναι Εβραίοι και Τσιγγάνοι από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο τέλος η αμφιβολία τους κατακλύζει ολοκληρωτικά καθώς σκέφτονται ότι η επιβίωσή τους έχει περισσότερη σημασία από την ταινία.
Ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει το θέμα του ισορροπώντας με ένα θαυμάσιο τρόπο ανάμεσα στην σάτιρα και το δράμα, δημιουργώντας έτσι μία από τις καλύτερες ισπανικές ταινίες (κέρδισε 7 βραβεία Goya) και τη δεύτερη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών στην Ισπανία. Για την ερμηνεία της η Πενέλοπε Κρουζ απέσπασε Βραβείο Goya από την Academia de los Artes y las Ciencies Cinematofraficas de Espana, Βραβείο από την Ένωση Ισπανών ηθοποιών και μια υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Κινηματογράφου.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=G0VMPMa4eZ8 το trailer της ταινίας
Ανθρωποκτονία (Manslaughter/Drabet)
Δανία, 2005. Διάρκεια: 100΄.
Σκηνοθεσία: Περ Φλι. Σενάριο: Περ Φλι, Κιμ Λεόνα, Μόγκενς Ρούκοφ, Ντόρτε Χογκ. Πρωταγωνιστούν: Γιέσπερ Κρίστενσεν, Περνίλε Άουγκουστ, Μπεάτε Μπίλε, Σαρλότε Φιχ.
Το «Drabet» είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας με θέμα τις κοινωνικές τάξεις του Δανού σκηνοθέτη Per Fly. Τα άλλα δύο είναι «The Bench» (Το Παγκάκι) και «Inheritance» (Κληρονομικότητα), συγκλονιστικό δράμα για την αλήθεια και το ψέμα, τις συνέπειες της ενοχής και τη βαρύτητα της συνενοχής. Ήρωας της είναι ο Κάρστεν, ένας 50χρονος αριστερός πανεπιστημιακός καθηγητής πολιτικών επιστημών. Είναι παντρεμένος με παιδιά μεγάλης ηλικίας. Παράλληλα είναι ερωτευμένος και έχει σχέσεις με την πολιτική ακτιβίστρια, πρώην μαθήτριά του, Πιλ. Όταν η Πιλ συμμετέχει με δύο συντρόφους της σε μια πολιτική δραστηριότητα που έχει σαν αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ένας αστυνομικός η οικογένεια του Κάρστεν μαθαίνει για την εκτός γάμου σχέση του, η γυναίκα του θέλει διαζύγιο, ο γιος του τον κατακρίνει και η ζωή του ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, ενώ οι πολιτικές πεποιθήσεις του τίθενται σε αμφισβήτηση. Θα συγκρουστεί με την οικογένεια, τους φίλους, τους συναδέλφους και τελικά τον ίδιο του τον εαυτό, όταν αποφασίζει να σταθεί στο πλευρό της πολύ νεότερης ακτιβίστριας φίλης του.
Έπειτα από μία πράξη πολιτικής δράσης στην οποία συμμετέχει η Pil, ένας αστυνομικός καταλήγει νεκρός. Στην υπεράσπιση των νεαρών ακτιβιστών θα συνδράμει ο Carsten και αυτό θα έχει άμεσες συνέπειες για τη προσωπική και επαγγελματική του ζωή. Ενώ αρχικά δείχνει αποφασισμένος και δυνατός να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες, το μέλλον αποδεικνύεται πολύ σκληρότερο από όσο αρχικά φανταζόταν.
Παραδόξως, το ζήτημα αυτό δεν αναλύεται αρκούντως ικανοποιητικά. Φορώντας τον εύκολο μανδύα του ερωτικού-κοινωνικού δράματος μοιραία δεν αφήνονται πολλά περιθώρια για ταξικούς και ιδεολογικούς προβληματισμούς, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό της ταινίας. Ενώ το πρώτο μέρος παρουσιάζει ένα σχετικό ενδιαφέρον η συνέχεια αδυνατεί να το διατηρήσει. Ο μεσήλικας που έχει ερωτευτεί μία νεότερή του γυναίκα και διαλύει το γάμο του για τα μάτια της δεν διεκδικεί βραβείο πρωτοτυπίας, όταν μάλιστα οι όποιοι ημι-προβληματισμοί περί 'σωστού' ή 'λάθους' που έχουν τεθεί επιδερμικά στην αρχή φύγουν γρήγορα από το προσκήνιο. Όταν δε, αρχίζεις να υποψιάζεσαι πως το φινάλε θα είναι μία ανιαρή επανάληψη προηγουμένων κινηματογραφικών εμπειριών, το μόνο που σου απομένει να κάνεις είναι να απορήσεις περί του πού ακριβώς βρίσκεται (καλά) κρυμμένος ο ταξικός προβληματισμός.
Η «Ανθρωποκτονία» είναι ένα δυνατό δράμα με πολιτικές προεκτάσεις που διεκδικεί με πολύ καλούς όρους την προσοχή μας, παραμένοντας μέχρι το τέλος ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις. Ο Fly κάνει κριτική στη συμμετοχή της Δανίας στον πόλεμο και την τρομοκρατία των ισχυρών, θέτει ερωτήματα για την κοινωνική δικαιοσύνη, τα Μ.Μ.Ε. και την αλλοτριωμένη κοινωνία, στο προσκήνιο όμως προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον η σταδιακή μεταμόρφωση του πρωταγωνιστή, τα διλλήματα και οι εσωτερικές συγκρούσεις, όπως και η επιδείνωση της σχέσης του με τους οικείους του.
Εξαιρετική η ερμηνεία του Jesper Christensen που οι μεταμορφώσεις του δίνουν την εντύπωση στο θεατή ότι όσο εξελίσσεται η ιστορία ο ήρωας γερνάει. Πολύ καλή στο ρόλο της νεαρής φίλης του καθηγητή και η όμρφη Beate Bille, ενώ η σύζυγος του νεκρού αστυνομικού που είναι κι αυτή θύμα ενός άδικου πολέμου, προσφέρει μια σπαρακτική νότα στο όλο εγχείρημα.
Η σκηνή κατά την οποία το μικρό αγοράκι του νεκρού αστυνομικού κοιτά τον Κάρστεν μέσα απ’ το παράθυρο, αν και δεν εκφράζει εξολοκλήρου το κλίμα της ταινίας, είναι μια δυνατή στιγμή που θα θυμάμαι για καιρό.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=5S3bAqqAuxg, το trailer της ταινίας
Δανία, 2005. Διάρκεια: 100΄.
Σκηνοθεσία: Περ Φλι. Σενάριο: Περ Φλι, Κιμ Λεόνα, Μόγκενς Ρούκοφ, Ντόρτε Χογκ. Πρωταγωνιστούν: Γιέσπερ Κρίστενσεν, Περνίλε Άουγκουστ, Μπεάτε Μπίλε, Σαρλότε Φιχ.
Το «Drabet» είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας με θέμα τις κοινωνικές τάξεις του Δανού σκηνοθέτη Per Fly. Τα άλλα δύο είναι «The Bench» (Το Παγκάκι) και «Inheritance» (Κληρονομικότητα), συγκλονιστικό δράμα για την αλήθεια και το ψέμα, τις συνέπειες της ενοχής και τη βαρύτητα της συνενοχής. Ήρωας της είναι ο Κάρστεν, ένας 50χρονος αριστερός πανεπιστημιακός καθηγητής πολιτικών επιστημών. Είναι παντρεμένος με παιδιά μεγάλης ηλικίας. Παράλληλα είναι ερωτευμένος και έχει σχέσεις με την πολιτική ακτιβίστρια, πρώην μαθήτριά του, Πιλ. Όταν η Πιλ συμμετέχει με δύο συντρόφους της σε μια πολιτική δραστηριότητα που έχει σαν αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ένας αστυνομικός η οικογένεια του Κάρστεν μαθαίνει για την εκτός γάμου σχέση του, η γυναίκα του θέλει διαζύγιο, ο γιος του τον κατακρίνει και η ζωή του ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, ενώ οι πολιτικές πεποιθήσεις του τίθενται σε αμφισβήτηση. Θα συγκρουστεί με την οικογένεια, τους φίλους, τους συναδέλφους και τελικά τον ίδιο του τον εαυτό, όταν αποφασίζει να σταθεί στο πλευρό της πολύ νεότερης ακτιβίστριας φίλης του.
Έπειτα από μία πράξη πολιτικής δράσης στην οποία συμμετέχει η Pil, ένας αστυνομικός καταλήγει νεκρός. Στην υπεράσπιση των νεαρών ακτιβιστών θα συνδράμει ο Carsten και αυτό θα έχει άμεσες συνέπειες για τη προσωπική και επαγγελματική του ζωή. Ενώ αρχικά δείχνει αποφασισμένος και δυνατός να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες, το μέλλον αποδεικνύεται πολύ σκληρότερο από όσο αρχικά φανταζόταν.
Παραδόξως, το ζήτημα αυτό δεν αναλύεται αρκούντως ικανοποιητικά. Φορώντας τον εύκολο μανδύα του ερωτικού-κοινωνικού δράματος μοιραία δεν αφήνονται πολλά περιθώρια για ταξικούς και ιδεολογικούς προβληματισμούς, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό της ταινίας. Ενώ το πρώτο μέρος παρουσιάζει ένα σχετικό ενδιαφέρον η συνέχεια αδυνατεί να το διατηρήσει. Ο μεσήλικας που έχει ερωτευτεί μία νεότερή του γυναίκα και διαλύει το γάμο του για τα μάτια της δεν διεκδικεί βραβείο πρωτοτυπίας, όταν μάλιστα οι όποιοι ημι-προβληματισμοί περί 'σωστού' ή 'λάθους' που έχουν τεθεί επιδερμικά στην αρχή φύγουν γρήγορα από το προσκήνιο. Όταν δε, αρχίζεις να υποψιάζεσαι πως το φινάλε θα είναι μία ανιαρή επανάληψη προηγουμένων κινηματογραφικών εμπειριών, το μόνο που σου απομένει να κάνεις είναι να απορήσεις περί του πού ακριβώς βρίσκεται (καλά) κρυμμένος ο ταξικός προβληματισμός.
Η «Ανθρωποκτονία» είναι ένα δυνατό δράμα με πολιτικές προεκτάσεις που διεκδικεί με πολύ καλούς όρους την προσοχή μας, παραμένοντας μέχρι το τέλος ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις. Ο Fly κάνει κριτική στη συμμετοχή της Δανίας στον πόλεμο και την τρομοκρατία των ισχυρών, θέτει ερωτήματα για την κοινωνική δικαιοσύνη, τα Μ.Μ.Ε. και την αλλοτριωμένη κοινωνία, στο προσκήνιο όμως προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον η σταδιακή μεταμόρφωση του πρωταγωνιστή, τα διλλήματα και οι εσωτερικές συγκρούσεις, όπως και η επιδείνωση της σχέσης του με τους οικείους του.
Εξαιρετική η ερμηνεία του Jesper Christensen που οι μεταμορφώσεις του δίνουν την εντύπωση στο θεατή ότι όσο εξελίσσεται η ιστορία ο ήρωας γερνάει. Πολύ καλή στο ρόλο της νεαρής φίλης του καθηγητή και η όμρφη Beate Bille, ενώ η σύζυγος του νεκρού αστυνομικού που είναι κι αυτή θύμα ενός άδικου πολέμου, προσφέρει μια σπαρακτική νότα στο όλο εγχείρημα.
Η σκηνή κατά την οποία το μικρό αγοράκι του νεκρού αστυνομικού κοιτά τον Κάρστεν μέσα απ’ το παράθυρο, αν και δεν εκφράζει εξολοκλήρου το κλίμα της ταινίας, είναι μια δυνατή στιγμή που θα θυμάμαι για καιρό.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=5S3bAqqAuxg, το trailer της ταινίας
Philomena
Αγγλία, 2013. Διάρκεια: 98’.
Σκηνοθεσία: Stephen Frears. Σενάριο: Steve Coogan. Πρωταγωνιστούν: Judi Dench, Steve Coogan, Sophie Kennedy Clark, Mare Winningham, Barbara Jefford. Μουσική: Alexandre Desplat.
Η Philomena είναι η ιστορία των μυστικών που αναγκάστηκαν να κρατήσουν κρυφά μια μητέρα και ο γιός της, οι ζωές των οποίων καταστράφηκαν από την κοινωνική υποκρισία που κυριαρχούσε στα μέσα του περασμένου αιώνα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Αφορά πολλά μικρά (μεγάλα όμως και συντριπτικά βαριά για όποιον τα ζει σε μια συγκεκριμένη στιγμή) καθημερινά θέματα: την αθωότητα, τη διαφθορά, την οικογένεια, τη μοναξιά, την αλήθεια, το ψέμα, αλλά κυρίως το ρόλο της καθολικής εκκλησίας στο ξέπλυμα της «ντροπής» από ατιμασμένες οικογένειες που οι κόρες τουςέμειναν έγκυες εκτός γάμου και έκριναν επιβεβλημένο να βρουν τρόπο να κρατήσουν το μυστικό τους μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα συγγενών, φίλων και γειτόνων. Το σενάριο της, που υπογράφει ο πρωταγωνιστής της ταινίας, βασίζεται στο βιβλίο του πρώην δημοσιογράφου του BBC Martin Sixsmith «The Lost Child of Philomena Lee: A Mother, Her Son and a 50 Year Search», το οποίο έχει εμπνευστεί από την παρακάτω αληθινή και σπαρακτική ιστορία: Το 1952, στην καθολική Ιρλανδία η έφηβη Philomena Lee μένει έγκυος. Ο αυστηρών αρχών πατέρας της, την διώχνει από το σπίτι, με αποτέλεσμα να καταλήξει έγκλειστη στο καθολικό γυναικείο μοναστήρι του Ρόσκρι του Λίμερικ. Εκεί οι μοναχές αναλαμβάνουν να την φροντίσουν ώσπου να γεννήσει και στη συνέχεια να εξασφαλίσουν την υιοθεσία του παιδιού, με το αζημίωτο βέβαια, αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για αγοραπωλησία βρέφους. Όταν, στα τρία του χρόνια, το παιδί πουλιέται σε μια Αμερικανική οικογένεια, η Philomena φεύγει από το μοναστήρι έχοντας προηγουμένως υπογράψει συμβόλαιο που την υποχρεώνει ρητά και κατηγορηματικά να μην ψάξει ποτέ να μάθει τι έκανε η εκκλησία το παιδί της. Πρόκειται για μια πρακτική, από την αρχή ως το τέλος, πολύ συνηθισμένη εκείνη την εποχή και στην πατρίδα μας (θυμηθείτε το σκάνδαλο του «Αγίου Στυλιανού».
Τα επόμενα 50 χρόνια η Philomena τα περνάει ψάχνοντας το γιο της, χωρίς να γνωρίζει ότι και εκείνος, που είναι πλέον κορυφαίος δικηγόρος και Ρεπουμπλικάνος πολιτικός στην πρώτη κυβέρνηση Μπους του νεότερου, περνά τη ζωή του προσπαθώντας να τη βρει. Ο γιος της είναι ομοφυλόφιλος, γεγονός που κρύβει από το συντηρητικό πολιτικά και υποκριτικό κοινωνικά περιβάλλον της Ουάσινγκτον, όπως κρύβει και το ότι προσβάλλεται από τον ιό του Aids. Όταν διαπιστώνει ότι έχει ελάχιστο χρόνο ζωής , επιστρέφει στην Ιρλανδία και παρακαλεί τις μοναχές στο μοναστήρι που γεννήθηκε να του αποκαλύψουν τα στοιχεία της μητέρας του, για να μπορέσει να τη δει πριν πεθάνει. Εκείνες, φυσικά, αρνούνται.
Μετά από 50 χρόνια μάταιης αναζήτησης η Philomena αποκαλύπτει το βαρύ μυστικό στην κόρη που στο μεταξύ έχει αποκτήσει και αυτή την φέρνει σε επαφή με έναν απολυμένο δημοσιογράφο και αποτυχημένο πολιτικό που μόλις έχει αποφασίσει να επιστρέψει στο γράψιμο. Εκείνος ενδιαφέρεται για την ιστορία της Philomena, δέχεται να την βοηθήσει και μαζί ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι αναζήτησης. Οι δυο τους αποτελούν ένα αταίριαστο κινηματογραφικό «ζευγάρι». Εκείνη είναι λαϊκή, αφελής και αφοπλιστικά καλή. Μια καθημερινή γυναίκα που πιστεύει στην καλοσύνη των ανθρώπων ακόμα και όταν όλοι της φέρονται εχθρικά, θεωρεί το σεξ μια από τις πιο συναρπαστικές στιγμές της ζωής και είναι σίγουρη πως αυτό που έχει σημασία είναι να μπορείς να κοιτάξεις στο παρελθόν χωρίς να νιώθεις ενοχές. Εκείνος, σε αναζήτηση ταυτότητας, κυνικός και φλεγματικός γίνεται αστείος, επίμονος και τρυφερός απέναντι της.
Ο Βρετανός σκηνοθέτης Stephen Frears έχει χαρίσει αριστουργήματα στον παγκόσμιο κινηματογράφο όπως τα: «Ωραίο Μου Πλυντήριο», «High Fidelity», «Καντίνα», «Βασίλισσα», «Επικίνδυνες Σχέσεις», Grifters».Την ταινία του «Όμορφα Βρώμικα πράγματα» με αντικείμενο την απάνθρωπη εκμετάλλευση των οικονομικών μεταναστών κάπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρόβαλε το Cine-Δράση το 2014. Παρά τα εβδομήντα του χρόνια εξακολουθεί να είναι νεανικά δημιουργικός και να ξαφνιάζει με τη δυνατότητα του να δημιουργεί έργα που πατάνε γερά στην σημερινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα και τα φλέγοντα προβλήματα της εποχής. Εδώ ο Frears δημιουργεί ένα αστείο και συγκινητικό φιλμ που χαίρεσαι να παρακολουθείς, απολαμβάνοντας κάθε του σκηνή, κάθε του διάλογο, κάθε φινετσάτη και βαθειά κριτική απέναντι στα ανθρώπινα λάθη και τους θεσμούς, ιδιαίτερα την εκκλησία. Και οι δύο πρωταγωνιστές του μεγαλουργούν κάτω από τις οδηγίες του, κυρίως όμως η υπέροχη η Judi Dench -ίσως σήμερα η μεγαλύτερη ηθοποιός στον πλανήτη- χτίζει ένα μοναδικό πορτρέτο μιας μεγαλειώδους καθημερινής γυναίκας.
Η ταινία προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του 70ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας όπου απέσπασε το βραβείο Καλύτερου Σεναρίου και σχολιάστηκε θετικά από κοινό και κριτικούς. Είχε τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένων των Καλύτερης Ταινίας και Α' Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της Ντεντς. Απέσπασε επίσης τέσσερις υποψηφιότητες για BAFTA κερδίζοντας ένα και τρεις για Χρυσή Σφαίρα.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=rG3QP8foCvg το trailer της ταινίας
Αγγλία, 2013. Διάρκεια: 98’.
Σκηνοθεσία: Stephen Frears. Σενάριο: Steve Coogan. Πρωταγωνιστούν: Judi Dench, Steve Coogan, Sophie Kennedy Clark, Mare Winningham, Barbara Jefford. Μουσική: Alexandre Desplat.
Η Philomena είναι η ιστορία των μυστικών που αναγκάστηκαν να κρατήσουν κρυφά μια μητέρα και ο γιός της, οι ζωές των οποίων καταστράφηκαν από την κοινωνική υποκρισία που κυριαρχούσε στα μέσα του περασμένου αιώνα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Αφορά πολλά μικρά (μεγάλα όμως και συντριπτικά βαριά για όποιον τα ζει σε μια συγκεκριμένη στιγμή) καθημερινά θέματα: την αθωότητα, τη διαφθορά, την οικογένεια, τη μοναξιά, την αλήθεια, το ψέμα, αλλά κυρίως το ρόλο της καθολικής εκκλησίας στο ξέπλυμα της «ντροπής» από ατιμασμένες οικογένειες που οι κόρες τουςέμειναν έγκυες εκτός γάμου και έκριναν επιβεβλημένο να βρουν τρόπο να κρατήσουν το μυστικό τους μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα συγγενών, φίλων και γειτόνων. Το σενάριο της, που υπογράφει ο πρωταγωνιστής της ταινίας, βασίζεται στο βιβλίο του πρώην δημοσιογράφου του BBC Martin Sixsmith «The Lost Child of Philomena Lee: A Mother, Her Son and a 50 Year Search», το οποίο έχει εμπνευστεί από την παρακάτω αληθινή και σπαρακτική ιστορία: Το 1952, στην καθολική Ιρλανδία η έφηβη Philomena Lee μένει έγκυος. Ο αυστηρών αρχών πατέρας της, την διώχνει από το σπίτι, με αποτέλεσμα να καταλήξει έγκλειστη στο καθολικό γυναικείο μοναστήρι του Ρόσκρι του Λίμερικ. Εκεί οι μοναχές αναλαμβάνουν να την φροντίσουν ώσπου να γεννήσει και στη συνέχεια να εξασφαλίσουν την υιοθεσία του παιδιού, με το αζημίωτο βέβαια, αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για αγοραπωλησία βρέφους. Όταν, στα τρία του χρόνια, το παιδί πουλιέται σε μια Αμερικανική οικογένεια, η Philomena φεύγει από το μοναστήρι έχοντας προηγουμένως υπογράψει συμβόλαιο που την υποχρεώνει ρητά και κατηγορηματικά να μην ψάξει ποτέ να μάθει τι έκανε η εκκλησία το παιδί της. Πρόκειται για μια πρακτική, από την αρχή ως το τέλος, πολύ συνηθισμένη εκείνη την εποχή και στην πατρίδα μας (θυμηθείτε το σκάνδαλο του «Αγίου Στυλιανού».
Τα επόμενα 50 χρόνια η Philomena τα περνάει ψάχνοντας το γιο της, χωρίς να γνωρίζει ότι και εκείνος, που είναι πλέον κορυφαίος δικηγόρος και Ρεπουμπλικάνος πολιτικός στην πρώτη κυβέρνηση Μπους του νεότερου, περνά τη ζωή του προσπαθώντας να τη βρει. Ο γιος της είναι ομοφυλόφιλος, γεγονός που κρύβει από το συντηρητικό πολιτικά και υποκριτικό κοινωνικά περιβάλλον της Ουάσινγκτον, όπως κρύβει και το ότι προσβάλλεται από τον ιό του Aids. Όταν διαπιστώνει ότι έχει ελάχιστο χρόνο ζωής , επιστρέφει στην Ιρλανδία και παρακαλεί τις μοναχές στο μοναστήρι που γεννήθηκε να του αποκαλύψουν τα στοιχεία της μητέρας του, για να μπορέσει να τη δει πριν πεθάνει. Εκείνες, φυσικά, αρνούνται.
Μετά από 50 χρόνια μάταιης αναζήτησης η Philomena αποκαλύπτει το βαρύ μυστικό στην κόρη που στο μεταξύ έχει αποκτήσει και αυτή την φέρνει σε επαφή με έναν απολυμένο δημοσιογράφο και αποτυχημένο πολιτικό που μόλις έχει αποφασίσει να επιστρέψει στο γράψιμο. Εκείνος ενδιαφέρεται για την ιστορία της Philomena, δέχεται να την βοηθήσει και μαζί ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι αναζήτησης. Οι δυο τους αποτελούν ένα αταίριαστο κινηματογραφικό «ζευγάρι». Εκείνη είναι λαϊκή, αφελής και αφοπλιστικά καλή. Μια καθημερινή γυναίκα που πιστεύει στην καλοσύνη των ανθρώπων ακόμα και όταν όλοι της φέρονται εχθρικά, θεωρεί το σεξ μια από τις πιο συναρπαστικές στιγμές της ζωής και είναι σίγουρη πως αυτό που έχει σημασία είναι να μπορείς να κοιτάξεις στο παρελθόν χωρίς να νιώθεις ενοχές. Εκείνος, σε αναζήτηση ταυτότητας, κυνικός και φλεγματικός γίνεται αστείος, επίμονος και τρυφερός απέναντι της.
Ο Βρετανός σκηνοθέτης Stephen Frears έχει χαρίσει αριστουργήματα στον παγκόσμιο κινηματογράφο όπως τα: «Ωραίο Μου Πλυντήριο», «High Fidelity», «Καντίνα», «Βασίλισσα», «Επικίνδυνες Σχέσεις», Grifters».Την ταινία του «Όμορφα Βρώμικα πράγματα» με αντικείμενο την απάνθρωπη εκμετάλλευση των οικονομικών μεταναστών κάπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρόβαλε το Cine-Δράση το 2014. Παρά τα εβδομήντα του χρόνια εξακολουθεί να είναι νεανικά δημιουργικός και να ξαφνιάζει με τη δυνατότητα του να δημιουργεί έργα που πατάνε γερά στην σημερινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα και τα φλέγοντα προβλήματα της εποχής. Εδώ ο Frears δημιουργεί ένα αστείο και συγκινητικό φιλμ που χαίρεσαι να παρακολουθείς, απολαμβάνοντας κάθε του σκηνή, κάθε του διάλογο, κάθε φινετσάτη και βαθειά κριτική απέναντι στα ανθρώπινα λάθη και τους θεσμούς, ιδιαίτερα την εκκλησία. Και οι δύο πρωταγωνιστές του μεγαλουργούν κάτω από τις οδηγίες του, κυρίως όμως η υπέροχη η Judi Dench -ίσως σήμερα η μεγαλύτερη ηθοποιός στον πλανήτη- χτίζει ένα μοναδικό πορτρέτο μιας μεγαλειώδους καθημερινής γυναίκας.
Η ταινία προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του 70ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας όπου απέσπασε το βραβείο Καλύτερου Σεναρίου και σχολιάστηκε θετικά από κοινό και κριτικούς. Είχε τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένων των Καλύτερης Ταινίας και Α' Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της Ντεντς. Απέσπασε επίσης τέσσερις υποψηφιότητες για BAFTA κερδίζοντας ένα και τρεις για Χρυσή Σφαίρα.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=rG3QP8foCvg το trailer της ταινίας
Γκλόρια (Gloria)
Χιλή-Ισπανία, 2013. Διάρκεια: 110'.
Σκηνοθεσία: Σεμπαστιάν Λέλιο. Σενάριο: Σεμπαστιάν Λέλιο-Γκονζάλο Μάζα. Πρωταγωνιστούν: Παουλίνα Γκαρσία, Σέρχιο Χερνάντες, Ντιέγο Φοντεσίγια, Φαμπιόλα Σαμόρα, Χούγκο Μοράγα.
Η ταινία διηγείται την ιστορία της Γκλόρια μιας 58χρονης χωρισμένης εδώ και δέκα χρόνια, δυνατής και ευάλωτης, ώριμης και απελευθερωμένης στο σεξ Χιλιανής, που ζει και εργάζεται στο Σαντιάγο. Η ηρωίδα μας έχει δύο μεγάλα παιδιά στων οποίων τη ζωή είναι πάντα παρούσα . Έχει αποδεχθεί την ηλικία της χωρίς να έχει συνθηκολογήσει: ζει τη μοναξιά της, αλλά απεχθάνεται τη μιζέρια που αυτή συνεπάγεται. Κάνει τις μοντέρνες προσπάθειες της εποχής για να είναι ζωντανή: γελωτοθεραπεία και γιόγκα, δεν ξεχνάει ποτέ να βάλει το κραγιόν της, σιγοτραγουδάει ανέμελα στο αυτοκίνητο από και προς τη δουλειά, βγαίνει έξω και ψάχνει κάπως αμήχανα και ψυχαναγκαστικά τον έρωτα σε πάρτι και μπαρ όπου ενήλικοι αναζητούν συντροφιά. Ώσπου συναντά τον Ροδόλφο, έναν χωρισμένο 65άρη, πρώην αξιωματικό του Ναυτικού, κάνει σχέση μαζί του και η αναζήτηση της για συντροφικότητα μοιάζει να παίρνει τέλος.
Η Γκλόρια θέλει να δοθεί ανεπιφύλαχτα σε αυτήν τη σχέση και γιατί τον ερωτεύεται και γιατί φοβάται ότι αυτή θα είναι το τελευταίο σκίρτημα της καρδιάς της, η τελευταία ευκαιρία που της δίνει η ζωή για λίγη, έστω και εύθραυστη ευτυχία. Εκείνος είναι όμως το αντίθετό της: από την μία θέλει να ζήσει ό,τι καινούργιο του επιφυλάσσουν οι τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, από την άλλη στέκεται άτολμος μπροστά στο καινούριο. Έχει ενοχές για το διαζύγιο, είναι αρρωστημένα εξαρτημένος από τις 30χρονες κόρες και την καταπιεστική πρώην γυναίκα του από την οποία μόλις πρόσφατα έχει βρει το θάρρος να χωρίσει. Αυτά τα ανυπέρβλητα εμπόδια δημιουργούν από την αρχή δυσκολίες, ενώ η συνεχιζόμενη απροθυμία του Ροντόλφο να ανακοινώσει τη σχέση τους στις κόρες του, διαβεβαιώνουν την ηρωίδα μας πως κάτι βαθύτερο δεν πάει καλά εδώ και την φέρνουν αντιμέτωπη με πολλά ερωτήματα. Κατά πόσο είναι διατεθειμένη να κάνει σοβαρές υποχωρήσεις για να μην επιστρέψει στην ολέθρια μοναξιά της; Ποια και πόσα στραβά του ρηχού Ροντόλφο, ποιες και πόσες φευγαλέες ταπεινώσεις είναι έτοιμη να δεχτεί για το σκοπό αυτό; Πρέπει να λυγίσει, να συμβιβαστεί ή να αποφασίσει ότι «καλύτερα μόνη, λίγο ρεζίλι αλλά σίγουρα περήφανη, με απενοχοποιημένο σεξ, ακόμα και σε μια τυχαία βραδιά, παρά ασφαλής στη λάθος αγκαλιά»;
Ο Χιλιανός σκηνοθέτης Σεμπαστιάν Λέλιο («La Sagrada Familia», «Navidad»), σε μια παραγωγή του επίσης σκηνοθέτη Πάμπλο Λαραΐν (NO, Post Mortem), αξιοποιεί ολοκληρωτικά τις υποκριτικές ικανότητες της εξαιρετικής, τηλεοπτικής, ηθοποιού, Παουλίνας Γκαρσία που ερμηνεύει την ηρωίδα της, με φυσικότητα και φροντίδα (δικαίως κέρδισε το πρώτο βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, το 2013). Η ταινία διαθέτει άψογη δομή: ξεκινάει και τελειώνει με δυο σημαδιακά τραγούδια, στη μέση προβάλει την σχέση της Γκλόρια με τα παιδιά, τον πρώην σύζυγό της και την άνετη τωρινή σύζυγο και προς το φινάλε αναπτύσσει τη δεύτερη ευκαιρία, δικαιώνοντας τις καταβολές μιας γυναίκας που ως ευσυνείδητος, λογικός και ευαίσθητος άνθρωπος αγαπάει τη ζωή, δεν αρνείται το πάθος και έχει μάθει να παρατηρεί και να περιμένει, πριν διαγράψει οριστικά και αμετάκλητα ότι έχει συμβεί και προχωρήσει. Πετυχαίνει έτσι, ο Λέλιο, να δημιουργήσει όχι μια χολιγουντιανή ρομαντζάδα, αλλά μία θλιμμένη ιστορία αγώνα εναντίον της μοναξιάς με τρυφερό χιούμορ και γλυκόπικρη αισιοδοξία. Μία ταινία παρατήρησης και στιγμών που δεν έχουν σε τίποτα να συνεισφέρουν στην πλοκή, αλλά χτίζουν συνειδητά και υποσυνείδητα το πορτρέτο της ηρωίδας. Η ταινία έχει γυριστεί για να πανηγυρίσει την ύπαρξη ανθρώπων που πέφτουν κάτω, όπως όλοι μας, σηκώνονται, χαμογελούν και συνεχίζουν όχι λιγότερο πληγωμένοι, όχι λιγότερο ανασφαλείς, αλλά σίγουρα περισσότερο θαρραλέοι και με μια δόση υπέροχης αφέλειας, πείσματος και τρέλας.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=h9PrVESAYeA το trailer της ταινίας
Χιλή-Ισπανία, 2013. Διάρκεια: 110'.
Σκηνοθεσία: Σεμπαστιάν Λέλιο. Σενάριο: Σεμπαστιάν Λέλιο-Γκονζάλο Μάζα. Πρωταγωνιστούν: Παουλίνα Γκαρσία, Σέρχιο Χερνάντες, Ντιέγο Φοντεσίγια, Φαμπιόλα Σαμόρα, Χούγκο Μοράγα.
Η ταινία διηγείται την ιστορία της Γκλόρια μιας 58χρονης χωρισμένης εδώ και δέκα χρόνια, δυνατής και ευάλωτης, ώριμης και απελευθερωμένης στο σεξ Χιλιανής, που ζει και εργάζεται στο Σαντιάγο. Η ηρωίδα μας έχει δύο μεγάλα παιδιά στων οποίων τη ζωή είναι πάντα παρούσα . Έχει αποδεχθεί την ηλικία της χωρίς να έχει συνθηκολογήσει: ζει τη μοναξιά της, αλλά απεχθάνεται τη μιζέρια που αυτή συνεπάγεται. Κάνει τις μοντέρνες προσπάθειες της εποχής για να είναι ζωντανή: γελωτοθεραπεία και γιόγκα, δεν ξεχνάει ποτέ να βάλει το κραγιόν της, σιγοτραγουδάει ανέμελα στο αυτοκίνητο από και προς τη δουλειά, βγαίνει έξω και ψάχνει κάπως αμήχανα και ψυχαναγκαστικά τον έρωτα σε πάρτι και μπαρ όπου ενήλικοι αναζητούν συντροφιά. Ώσπου συναντά τον Ροδόλφο, έναν χωρισμένο 65άρη, πρώην αξιωματικό του Ναυτικού, κάνει σχέση μαζί του και η αναζήτηση της για συντροφικότητα μοιάζει να παίρνει τέλος.
Η Γκλόρια θέλει να δοθεί ανεπιφύλαχτα σε αυτήν τη σχέση και γιατί τον ερωτεύεται και γιατί φοβάται ότι αυτή θα είναι το τελευταίο σκίρτημα της καρδιάς της, η τελευταία ευκαιρία που της δίνει η ζωή για λίγη, έστω και εύθραυστη ευτυχία. Εκείνος είναι όμως το αντίθετό της: από την μία θέλει να ζήσει ό,τι καινούργιο του επιφυλάσσουν οι τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, από την άλλη στέκεται άτολμος μπροστά στο καινούριο. Έχει ενοχές για το διαζύγιο, είναι αρρωστημένα εξαρτημένος από τις 30χρονες κόρες και την καταπιεστική πρώην γυναίκα του από την οποία μόλις πρόσφατα έχει βρει το θάρρος να χωρίσει. Αυτά τα ανυπέρβλητα εμπόδια δημιουργούν από την αρχή δυσκολίες, ενώ η συνεχιζόμενη απροθυμία του Ροντόλφο να ανακοινώσει τη σχέση τους στις κόρες του, διαβεβαιώνουν την ηρωίδα μας πως κάτι βαθύτερο δεν πάει καλά εδώ και την φέρνουν αντιμέτωπη με πολλά ερωτήματα. Κατά πόσο είναι διατεθειμένη να κάνει σοβαρές υποχωρήσεις για να μην επιστρέψει στην ολέθρια μοναξιά της; Ποια και πόσα στραβά του ρηχού Ροντόλφο, ποιες και πόσες φευγαλέες ταπεινώσεις είναι έτοιμη να δεχτεί για το σκοπό αυτό; Πρέπει να λυγίσει, να συμβιβαστεί ή να αποφασίσει ότι «καλύτερα μόνη, λίγο ρεζίλι αλλά σίγουρα περήφανη, με απενοχοποιημένο σεξ, ακόμα και σε μια τυχαία βραδιά, παρά ασφαλής στη λάθος αγκαλιά»;
Ο Χιλιανός σκηνοθέτης Σεμπαστιάν Λέλιο («La Sagrada Familia», «Navidad»), σε μια παραγωγή του επίσης σκηνοθέτη Πάμπλο Λαραΐν (NO, Post Mortem), αξιοποιεί ολοκληρωτικά τις υποκριτικές ικανότητες της εξαιρετικής, τηλεοπτικής, ηθοποιού, Παουλίνας Γκαρσία που ερμηνεύει την ηρωίδα της, με φυσικότητα και φροντίδα (δικαίως κέρδισε το πρώτο βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, το 2013). Η ταινία διαθέτει άψογη δομή: ξεκινάει και τελειώνει με δυο σημαδιακά τραγούδια, στη μέση προβάλει την σχέση της Γκλόρια με τα παιδιά, τον πρώην σύζυγό της και την άνετη τωρινή σύζυγο και προς το φινάλε αναπτύσσει τη δεύτερη ευκαιρία, δικαιώνοντας τις καταβολές μιας γυναίκας που ως ευσυνείδητος, λογικός και ευαίσθητος άνθρωπος αγαπάει τη ζωή, δεν αρνείται το πάθος και έχει μάθει να παρατηρεί και να περιμένει, πριν διαγράψει οριστικά και αμετάκλητα ότι έχει συμβεί και προχωρήσει. Πετυχαίνει έτσι, ο Λέλιο, να δημιουργήσει όχι μια χολιγουντιανή ρομαντζάδα, αλλά μία θλιμμένη ιστορία αγώνα εναντίον της μοναξιάς με τρυφερό χιούμορ και γλυκόπικρη αισιοδοξία. Μία ταινία παρατήρησης και στιγμών που δεν έχουν σε τίποτα να συνεισφέρουν στην πλοκή, αλλά χτίζουν συνειδητά και υποσυνείδητα το πορτρέτο της ηρωίδας. Η ταινία έχει γυριστεί για να πανηγυρίσει την ύπαρξη ανθρώπων που πέφτουν κάτω, όπως όλοι μας, σηκώνονται, χαμογελούν και συνεχίζουν όχι λιγότερο πληγωμένοι, όχι λιγότερο ανασφαλείς, αλλά σίγουρα περισσότερο θαρραλέοι και με μια δόση υπέροχης αφέλειας, πείσματος και τρέλας.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=h9PrVESAYeA το trailer της ταινίας
"Ο Μπαμπάς Λείπει σε Ταξίδι για Δουλειές" (Otac na sluzbenom putu)
Γιουγκοσλαβία, 1985. Διάρκεια: 136΄.
Σκηνοθεσία: Emir Kusturica . Σενάριο: Abdulah Sidran. Πρωταγωνιστούν: Moreno D'E Bartolli, Predrag Manojlovic, Mirjana Karanovic .
Στην πρώην, την ολόκληρη, την τιτοϊκή σοσιαλιστική δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας η έκφραση «ο μπαμπάς λείπει ταξίδι σε δουλειές» χρησιμοποιούνταν για να προσδιορίζει το γεγονός ότι ο περί ου ο λόγος εκάστοτε «μπαμπάς» βρίσκονταν φυλακισμένος ή εκτοπισμένος για λόγους κυρίως πολιτικούς. Ο μπαμπάς της δικής μας ιστορίας, ο Μέσα, είναι γυναικάς, μπον βιβέρ, αγαθός, ολίγον επιπόλαιος και κυρίως παντελώς αδιάφορος για τα πολιτικά. Αν και συλλαμβάνεται από το καθεστώς εξαιτίας μιας “απροσεξίας” του στην εφημερίδα που εργάζεται, στην πραγματικότητα ο Μέσα φυλακίζεται για λόγους συγκαλυμμένα ερωτικούς που παρουσιάζονται ως πολιτικοί. Πληρώνει το γεγονός ότι διατηρούσε σχέσεις με μια όμορφη , καλά γυμνασμένη γυμνάστρια. Όταν αυτός αποφασίζει να την εγκαταλείψει για να επιστρέψει στη σύζυγό του, εκείνη οργανώνει την εκδίκησή της. Τα φτιάχνει με τον κουνιάδο του, τον αδελφό της συζύγου του, που είναι παράλληλα κομισάριος και ασφαλίτης του χωριού και ως άλλη Σαλώμη, ζητάει από το νέο της εραστή να κλείσει στην φυλακή τον προηγούμενο για παραδειγματισμό. Ας πούμε για να δει τι είχε και τι έχασε. Την όλη επιχείρηση στηρίζει στο γεγονός ότι σε κάποια από τις ερωτικές τους συνευρέσεις εν έτει 1952- τρία χρόνια μετά τη λήξη των συντροφικών σχέσεων του Τίτο με τον Στάλιν- ο Μέσα , ακροθιγώς και ανεπαισθήτως παραπονιέται για το σταλινικά αντισταλινικό τιτοϊκό καθεστώς. Όπως αντιλαμβάνεσθε η προηγηθείσα ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν, δεν ήταν η αρχή της αποσταλινοποίησης στην Γιουγκοσλαβία, αλλά η αρχή της τιτοποίησης, γεγονός που αποδεικνύει ότι μπορεί να υπάρξει σταλινισμός και χωρίς Στάλιν, και το μόνο που χρειάζεται είναι να υπάρχει ένας ισχυρός άντρας, που λειτουργεί ως μύθος για τον λαό του. Ο γιος του Μέσα , ο εξάχρονος Μάλικ αδυνατώντας να εξηγήσει όσα συμβαίνουν γύρω του, αρχικά και για μεγάλο διάστημα πιστεύει το παραμύθι της μητέρας του ότι ο μπαμπάς του λείπει σε ταξίδι για δουλειές. Αλλά το ψέμα έχει κοντά ποδάρια και όταν μέσα σε αυτό το κοινωνικοπολιτιστικό χάος όλα αρχίζουν να μπερδεύονται στο παιδικό μυαλό του ο μόνος τρόπος για να βρει το δρόμο του είναι να περπατά σαν υπνοβάτης και να χαμογελά ενίοτε με νόημα σε αυτούς που με τρόμο τον παρακολουθούν. Από το εκρηκτικό καζάνι των Βαλκανίων που κοχλάζει εδώ και δεκαετίες, ή καλύτερα αιώνες, μέσα από την καρδιά του Σαράγιεβο, ξεπήδησε το τρομερό παιδί της τέχνης, ο Emir Kusturica , Σέρβιος και μουσουλμάνος τσιγγάνικης καταγωγής που διαπρέπει ως σκηνοθέτης, μουσικός, ηθοποιός, συγγραφέας. Μαζί με τον δικό μας Θεόδωρο Αγγελόπουλο θεωρούνται οι δύο βασικοί εκπρόσωποι του βαλκανικού κινηματογράφου. Ο Kusturica έμαθε να διηγείται θεσπέσια βαλκανικά παραμύθια, γεμάτα μαύρο χιούμορ, σατιρικά σχόλια και δράση, εξόχως εναρμονισμένα και εμπλουτισμένα με την ντόπια μουσική παράδοση. Έχει βραβευτεί δύο φορές με τον χρυσό φοίνικα («Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές», «Underground») και μία φορά με το βραβείο σκηνοθεσίας των Καννών («Ο καιρός των τσιγγάνων»). Έχει τιμηθεί με το χρυσό και το αργυρό λιοντάρι («Θυμάσαι την Ντόλυ Μπελ;», «Μαύρη γάτα Άσπρος γάτος» αντίστοιχα ) στη βενετσιάνικη Μόστρα. Τη συλλογή του συμπληρώνουν η αργυρή άρκτος του Φεστιβάλ Βερολίνου («Arizona dream») και μια υποψηφιότητα για τα Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (για τον Μπαμπά) και δεκάδες άλλα βραβεία στη χώρα του και σε ολόκληρο τον κόσμο. «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» συνιστά παράλληλα μια κριτική στο καθεστώς και μια αυτοβιογραφία αφού ο πατέρας του εργαζόταν σε γραφεία πληροφοριών στο γιουγκοσλαβικό κράτος. Σε αυτήν βρίσκουμε όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν και τις επόμενες ταινίες του και συγκροτούν το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν : σαρκασμός και ειρωνεία, ευαισθησία και σκληρότητα, πίστη στην ζωή, σφρίγος και ενέργεια . Επιπλέον εδώ ο Κουστουρίτσα, χωρίς να ηθογραφεί, κατορθώνει να δώσει τον ψυχισμό και τις αντιλήψεις των ανθρώπων, μέσα από τη δημιουργία ζωντανών χαρακτήρων, που δεν κατατάσσονται απόλυτα σε κακούς ή καλούς. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ρεαλιστική και ποιητική ταινία, µε έντονο εθνικό χρώμα, που σκιαγραφεί την πολιτική και κοινωνική ζωή των πρώτων σοσιαλιστικών χρόνων στη Γιουγκοσλαβία.
Το trailer της ταινίας εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=s6xXEYEn2dc
Γιουγκοσλαβία, 1985. Διάρκεια: 136΄.
Σκηνοθεσία: Emir Kusturica . Σενάριο: Abdulah Sidran. Πρωταγωνιστούν: Moreno D'E Bartolli, Predrag Manojlovic, Mirjana Karanovic .
Στην πρώην, την ολόκληρη, την τιτοϊκή σοσιαλιστική δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας η έκφραση «ο μπαμπάς λείπει ταξίδι σε δουλειές» χρησιμοποιούνταν για να προσδιορίζει το γεγονός ότι ο περί ου ο λόγος εκάστοτε «μπαμπάς» βρίσκονταν φυλακισμένος ή εκτοπισμένος για λόγους κυρίως πολιτικούς. Ο μπαμπάς της δικής μας ιστορίας, ο Μέσα, είναι γυναικάς, μπον βιβέρ, αγαθός, ολίγον επιπόλαιος και κυρίως παντελώς αδιάφορος για τα πολιτικά. Αν και συλλαμβάνεται από το καθεστώς εξαιτίας μιας “απροσεξίας” του στην εφημερίδα που εργάζεται, στην πραγματικότητα ο Μέσα φυλακίζεται για λόγους συγκαλυμμένα ερωτικούς που παρουσιάζονται ως πολιτικοί. Πληρώνει το γεγονός ότι διατηρούσε σχέσεις με μια όμορφη , καλά γυμνασμένη γυμνάστρια. Όταν αυτός αποφασίζει να την εγκαταλείψει για να επιστρέψει στη σύζυγό του, εκείνη οργανώνει την εκδίκησή της. Τα φτιάχνει με τον κουνιάδο του, τον αδελφό της συζύγου του, που είναι παράλληλα κομισάριος και ασφαλίτης του χωριού και ως άλλη Σαλώμη, ζητάει από το νέο της εραστή να κλείσει στην φυλακή τον προηγούμενο για παραδειγματισμό. Ας πούμε για να δει τι είχε και τι έχασε. Την όλη επιχείρηση στηρίζει στο γεγονός ότι σε κάποια από τις ερωτικές τους συνευρέσεις εν έτει 1952- τρία χρόνια μετά τη λήξη των συντροφικών σχέσεων του Τίτο με τον Στάλιν- ο Μέσα , ακροθιγώς και ανεπαισθήτως παραπονιέται για το σταλινικά αντισταλινικό τιτοϊκό καθεστώς. Όπως αντιλαμβάνεσθε η προηγηθείσα ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν, δεν ήταν η αρχή της αποσταλινοποίησης στην Γιουγκοσλαβία, αλλά η αρχή της τιτοποίησης, γεγονός που αποδεικνύει ότι μπορεί να υπάρξει σταλινισμός και χωρίς Στάλιν, και το μόνο που χρειάζεται είναι να υπάρχει ένας ισχυρός άντρας, που λειτουργεί ως μύθος για τον λαό του. Ο γιος του Μέσα , ο εξάχρονος Μάλικ αδυνατώντας να εξηγήσει όσα συμβαίνουν γύρω του, αρχικά και για μεγάλο διάστημα πιστεύει το παραμύθι της μητέρας του ότι ο μπαμπάς του λείπει σε ταξίδι για δουλειές. Αλλά το ψέμα έχει κοντά ποδάρια και όταν μέσα σε αυτό το κοινωνικοπολιτιστικό χάος όλα αρχίζουν να μπερδεύονται στο παιδικό μυαλό του ο μόνος τρόπος για να βρει το δρόμο του είναι να περπατά σαν υπνοβάτης και να χαμογελά ενίοτε με νόημα σε αυτούς που με τρόμο τον παρακολουθούν. Από το εκρηκτικό καζάνι των Βαλκανίων που κοχλάζει εδώ και δεκαετίες, ή καλύτερα αιώνες, μέσα από την καρδιά του Σαράγιεβο, ξεπήδησε το τρομερό παιδί της τέχνης, ο Emir Kusturica , Σέρβιος και μουσουλμάνος τσιγγάνικης καταγωγής που διαπρέπει ως σκηνοθέτης, μουσικός, ηθοποιός, συγγραφέας. Μαζί με τον δικό μας Θεόδωρο Αγγελόπουλο θεωρούνται οι δύο βασικοί εκπρόσωποι του βαλκανικού κινηματογράφου. Ο Kusturica έμαθε να διηγείται θεσπέσια βαλκανικά παραμύθια, γεμάτα μαύρο χιούμορ, σατιρικά σχόλια και δράση, εξόχως εναρμονισμένα και εμπλουτισμένα με την ντόπια μουσική παράδοση. Έχει βραβευτεί δύο φορές με τον χρυσό φοίνικα («Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές», «Underground») και μία φορά με το βραβείο σκηνοθεσίας των Καννών («Ο καιρός των τσιγγάνων»). Έχει τιμηθεί με το χρυσό και το αργυρό λιοντάρι («Θυμάσαι την Ντόλυ Μπελ;», «Μαύρη γάτα Άσπρος γάτος» αντίστοιχα ) στη βενετσιάνικη Μόστρα. Τη συλλογή του συμπληρώνουν η αργυρή άρκτος του Φεστιβάλ Βερολίνου («Arizona dream») και μια υποψηφιότητα για τα Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (για τον Μπαμπά) και δεκάδες άλλα βραβεία στη χώρα του και σε ολόκληρο τον κόσμο. «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» συνιστά παράλληλα μια κριτική στο καθεστώς και μια αυτοβιογραφία αφού ο πατέρας του εργαζόταν σε γραφεία πληροφοριών στο γιουγκοσλαβικό κράτος. Σε αυτήν βρίσκουμε όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν και τις επόμενες ταινίες του και συγκροτούν το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν : σαρκασμός και ειρωνεία, ευαισθησία και σκληρότητα, πίστη στην ζωή, σφρίγος και ενέργεια . Επιπλέον εδώ ο Κουστουρίτσα, χωρίς να ηθογραφεί, κατορθώνει να δώσει τον ψυχισμό και τις αντιλήψεις των ανθρώπων, μέσα από τη δημιουργία ζωντανών χαρακτήρων, που δεν κατατάσσονται απόλυτα σε κακούς ή καλούς. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ρεαλιστική και ποιητική ταινία, µε έντονο εθνικό χρώμα, που σκιαγραφεί την πολιτική και κοινωνική ζωή των πρώτων σοσιαλιστικών χρόνων στη Γιουγκοσλαβία.
Το trailer της ταινίας εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=s6xXEYEn2dc
"Ο χτύπος που έχασε η καρδιά μου" (De battre mon coeur s'est arrete)
Γαλλία 2005. Διάρκεια: 107’
Σκηνοθεσία: Jacques Audiard (Ζακ Οντιάρ). Σενάριο: Jacques Audiard-Tonino Benacquista Πρωταγωνιστούν: Romain Duris, Emmanuelle Devos, Aure Atika, Niels Arestrup, Gilles Cohen κ.α. Μουσική: Alexandr Desplat. Φωτογραφία: Stéphane Fontaine.
"Ο χτύπος που έχασε η καρδιά μου" είναι μεταμοντέρνο φιλμ νουάρ με πρωταγωνιστή τον τσιγγάνο Romain Duris και αποτελεί ένα πάρα πολύ ελεύθερο ριμέικ της ταινίας "Fingers"(1978) του James Toback με πρωταγωνιστή τον Harvey Keitel. Ο Τομ είναι κτηματομεσίτης όπως ο πατέρας του, εισπράκτορας και μεταπράτης ακινήτων που κινείται στα όρια του νόμου. Χρησιμοποιεί βίαια και άνομα μέσα για να διώξει ανεπιθύμητους ενοίκους. Αντιλαμβάνεται ότι σε αυτό το επάγγελμα δεν υπάρχει μέλλον για τον ίδιο και έχει κρυφό όνειρο να γίνει πιανίστας, όπως η νεκρή μητέρα του. Η ευκαιρία του δίνεται σε μια τυχαία συνάντηση. Μια νεοφερμένη στην πόλη ταλαντούχα πιανίστρια από την Κίνα θα γίνει η δασκάλα του και η μουσική θα είναι η μόνη γλώσσα επικοινωνίας τους, αφού εκείνη δε μιλάει λέξη γαλλικά. Ο Τομ θέλει να αρπάξει την ευκαιρία για να βρει κατάλληλη διέξοδο στη ζωή του, αλλά είναι λίγο μεγάλος για καριέρα, αρκετά γυναικάς και πολύ οξύθυμος για σολίστ του κλασικού πιάνου. Προσπαθεί όμως και τελικά κατορθώνει να προσανατολιστεί επαγγελματικά σε κάτι παραπλήσιο. Αυτό που έχει ιδιαίτερη αξία στην ταινία είναι η παρουσίαση της αντιφατικής προσωπικότητας του ήρωα που μοιράζεται ανάμεσα στην σκοτεινή του φύση που χρωστάει στον πατέρα του, και την καλλιτεχνική του κλίση, κληρονομιά από την μητέρα του. Είναι επιρρεπής σε απάτες και αποπλανήσεις, νευρικός και τρυφερός, ιντριγκαδόρος και εκδικητικός όταν χρειαστεί, ρεαλιστής και προσγειωμένος όταν απαιτείται και παράλληλα πολύ πεισματάρης στην κατάκτηση του υψηλού ιδανικού στόχου (που δεν έχει καταλήξει και ποιος είναι). Ο κακός του εαυτός τον δυναστεύει, τον ωθεί στην καταστροφή, αυτός όμως αντιστέκεται και δραπετεύει, κατά πάσα πιθανότητα όχι για πάντα αλλά με ευοίωνες προοπτικές οριστικής διαφυγής. Ο Ρομαίν Ντουρί δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας σκαμπανεβάζοντας με απαράμιλλη πλαστικότητα τις διαθέσεις και τις αμφιταλαντεύσεις του χαρακτήρα που υποδύεται. Οι απρόβλεπτες χιουμοριστικές του εξάρσεις, οι ερωτικές του αντεπιθέσεις, οι δυναμιτιστικές του παρεμβάσεις, οι ώρες αδυναμίας και οι τελικές στιγμές ανακούφισης και αγαλλίασης είναι απολύτως ρεαλιστικές: απλά βγαίνουν από μέσα του με τρομακτική φυσικότητα και ειλικρίνεια. Καθηλωτική είναι και η πρωτότυπη μουσική του Alexandre Desplat που δένει ιδανικά με τα κλασικά κομμάτια των Chopin, Debussy, Bach και Mozart. Ο σκηνοθέτης Jacques Audiard είναι γνωστός από το 1994 όταν εντυπωσίασε στα διεθνή φεστιβάλ με την ταινία "Κοίτα τους άνδρες όταν πέφτουν" (Regarde les hommes tomber), όπως ακριβώς και το 1996 με το έργο "Ένας πολύ διακριτικός ήρωάς" (Un heros tres discret). Προέρχεται από οικογένεια σεναριογράφων, σκηνοθετών και παραγωγών και έχει σπουδές φιλολογίας και φιλοσοφίας στη Σορβόνη τις οποίες δεν ολοκλήρωσε ποτέ , αφού στράφηκε στη συγγραφή σεναρίων και έχει στο ενεργητικό του μερικά πολύ πετυχημένα σενάρια θρίλερ. Έχει επίσης ασχοληθεί επαγγελματικά με το μοντάζ (βοηθός στο «Le locataire» (1976) του Polanski) και τη διασκευή και προσαρμογή θεατρικών κειμένων.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=LtKZso_wFZ4, το trailer της ταινίας
Γαλλία 2005. Διάρκεια: 107’
Σκηνοθεσία: Jacques Audiard (Ζακ Οντιάρ). Σενάριο: Jacques Audiard-Tonino Benacquista Πρωταγωνιστούν: Romain Duris, Emmanuelle Devos, Aure Atika, Niels Arestrup, Gilles Cohen κ.α. Μουσική: Alexandr Desplat. Φωτογραφία: Stéphane Fontaine.
"Ο χτύπος που έχασε η καρδιά μου" είναι μεταμοντέρνο φιλμ νουάρ με πρωταγωνιστή τον τσιγγάνο Romain Duris και αποτελεί ένα πάρα πολύ ελεύθερο ριμέικ της ταινίας "Fingers"(1978) του James Toback με πρωταγωνιστή τον Harvey Keitel. Ο Τομ είναι κτηματομεσίτης όπως ο πατέρας του, εισπράκτορας και μεταπράτης ακινήτων που κινείται στα όρια του νόμου. Χρησιμοποιεί βίαια και άνομα μέσα για να διώξει ανεπιθύμητους ενοίκους. Αντιλαμβάνεται ότι σε αυτό το επάγγελμα δεν υπάρχει μέλλον για τον ίδιο και έχει κρυφό όνειρο να γίνει πιανίστας, όπως η νεκρή μητέρα του. Η ευκαιρία του δίνεται σε μια τυχαία συνάντηση. Μια νεοφερμένη στην πόλη ταλαντούχα πιανίστρια από την Κίνα θα γίνει η δασκάλα του και η μουσική θα είναι η μόνη γλώσσα επικοινωνίας τους, αφού εκείνη δε μιλάει λέξη γαλλικά. Ο Τομ θέλει να αρπάξει την ευκαιρία για να βρει κατάλληλη διέξοδο στη ζωή του, αλλά είναι λίγο μεγάλος για καριέρα, αρκετά γυναικάς και πολύ οξύθυμος για σολίστ του κλασικού πιάνου. Προσπαθεί όμως και τελικά κατορθώνει να προσανατολιστεί επαγγελματικά σε κάτι παραπλήσιο. Αυτό που έχει ιδιαίτερη αξία στην ταινία είναι η παρουσίαση της αντιφατικής προσωπικότητας του ήρωα που μοιράζεται ανάμεσα στην σκοτεινή του φύση που χρωστάει στον πατέρα του, και την καλλιτεχνική του κλίση, κληρονομιά από την μητέρα του. Είναι επιρρεπής σε απάτες και αποπλανήσεις, νευρικός και τρυφερός, ιντριγκαδόρος και εκδικητικός όταν χρειαστεί, ρεαλιστής και προσγειωμένος όταν απαιτείται και παράλληλα πολύ πεισματάρης στην κατάκτηση του υψηλού ιδανικού στόχου (που δεν έχει καταλήξει και ποιος είναι). Ο κακός του εαυτός τον δυναστεύει, τον ωθεί στην καταστροφή, αυτός όμως αντιστέκεται και δραπετεύει, κατά πάσα πιθανότητα όχι για πάντα αλλά με ευοίωνες προοπτικές οριστικής διαφυγής. Ο Ρομαίν Ντουρί δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας σκαμπανεβάζοντας με απαράμιλλη πλαστικότητα τις διαθέσεις και τις αμφιταλαντεύσεις του χαρακτήρα που υποδύεται. Οι απρόβλεπτες χιουμοριστικές του εξάρσεις, οι ερωτικές του αντεπιθέσεις, οι δυναμιτιστικές του παρεμβάσεις, οι ώρες αδυναμίας και οι τελικές στιγμές ανακούφισης και αγαλλίασης είναι απολύτως ρεαλιστικές: απλά βγαίνουν από μέσα του με τρομακτική φυσικότητα και ειλικρίνεια. Καθηλωτική είναι και η πρωτότυπη μουσική του Alexandre Desplat που δένει ιδανικά με τα κλασικά κομμάτια των Chopin, Debussy, Bach και Mozart. Ο σκηνοθέτης Jacques Audiard είναι γνωστός από το 1994 όταν εντυπωσίασε στα διεθνή φεστιβάλ με την ταινία "Κοίτα τους άνδρες όταν πέφτουν" (Regarde les hommes tomber), όπως ακριβώς και το 1996 με το έργο "Ένας πολύ διακριτικός ήρωάς" (Un heros tres discret). Προέρχεται από οικογένεια σεναριογράφων, σκηνοθετών και παραγωγών και έχει σπουδές φιλολογίας και φιλοσοφίας στη Σορβόνη τις οποίες δεν ολοκλήρωσε ποτέ , αφού στράφηκε στη συγγραφή σεναρίων και έχει στο ενεργητικό του μερικά πολύ πετυχημένα σενάρια θρίλερ. Έχει επίσης ασχοληθεί επαγγελματικά με το μοντάζ (βοηθός στο «Le locataire» (1976) του Polanski) και τη διασκευή και προσαρμογή θεατρικών κειμένων.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=LtKZso_wFZ4, το trailer της ταινίας
«Ούτε ένας λιγότερος» ( Yi ge dou bu neng shao/ Not One Less)
Κίνα, 1999 . Διάρκεια: 100'.
Σκηνοθεσία: Ζαν Γιμού. Πρωταγωνιστούν: Γουέι Μίνζι, Ζανγκ Χούικε, Τίαν Ζεντά.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία, στην επαρχιακή Κίνα , όπως και σε όλες τις επαρχίες του κόσμου –αναπτυγμένου ή μη- οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες οδηγούν τα παιδιά να εγκαταλείπουν το σχολείο για να εργαστούν και να βοηθήσουν τους γονείς
τους. Όταν ο δάσκαλος ενός ερειπωμένου δημοτικού σχολείου σε ένα απομονωμένο χωριό υποχρεώνεται να λείψει για ένα μήνα αφήνει ως αναπληρώτρια την 13χρονη μαθήτρια Γουέι, με την προτροπή όταν γυρίσει να μην βρει «ούτε έναν λιγότερο μαθητή στην τάξη» και την απειλή ότι αν συμβεί αυτό δεν θα ανταμειφτεί. Όταν, λοιπόν, ένας μαθητής «δραπετεύει» για να βρει δουλειά στην κοντινή μεγαλούπολη η Γουέι θα κάνει τα πάντα για να τον φέρει πίσω, θέλοντας να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε στο δάσκαλό της και να πάρει την αμοιβή της. Με απίστευτο θάρρος, υπομονή και επιμονή για την ηλικία της, φτάνει στην μεγαλούπολη και κατασκηνώνει για 36 ώρες στην πόρτα ενός τηλεοπτικού καναλιού ψάχνοντας κάποιον υπεύθυνο που θα συγκινηθεί , θα του ανακοινώσει το πρόβλημά της και θα την βοηθήσει να βρει τον «δραπέτη». Ύστερα από ώρες καταφέρνει να φτάσει στην εκπομπή μιας κινέζας Νικολούλη, βρίσκει τον συμμαθητή της και όλοι μαζί , με τις κάμερες συνοδεία, επιστρέφουν στο χωριό. Θα έλεγε κανείς : και αυτοί ζήσανε καλά και εμείς καλύτερα. Αλλά δεν είναι έτσι. Η εικόνα της Κίνας που παρουσιάζει η ταινία είναι περίπου ανατριχιαστική . Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία κάθε χρόνο, στην χώρα πρότυπο της φτηνής εργασίας και ανταγωνιστικότητας, ένα εκατομμύριο μαθητές (στην πραγματικότητα το νούμερο αυτό είναι τρεις φορές ψηλότερο) εγκαταλείπουν τα βιβλία και ρίχνονται στην παραγωγή με αμοιβής πενταροδεκάρες. Και στην Κίνα λοιπόν οι κοινωνικές και πολιτειακές δομές είναι ανύπαρκτες και ανίκανες να βοηθήσουν τους πολίτες να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα τους. Και εκεί το ρόλο του σωτήρα τον παίζουν τα κανάλια , που εμφανίζονται ως το έσχατο καταφύγιο του αδύναμου πολίτη. Επιπλέον στην συγκεκριμένη περίπτωση τα παιδιά δεν θα έπρεπε να έχουν τέτοιου είδους ζητήματα να λύσουν. Έπρεπε να έχουν όλα την ίδια εξασφαλισμένη βασική εκπαίδευση και οι γονείς τους εξασφαλισμένη δουλειά και ικανοποιητικούς μισθούς ώστε να μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια χωρίς να χρειάζεται να βγάζουν τα παιδιά τους στα σκλαβοπάζαρα εξ απαλών ονύχων. Αλλά τότε η Κίνα σίγουρα δεν θα ήταν ο οικονομικός γίγαντας που είναι σήμερα. Η ταινία είναι γυρισμένη σε φυσικούς χώρους και με ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η ιστορία της συγκινεί με την αλήθεια της, που πηγάζει τόσο από τις ‘‘ερμηνείες’’ όλων των συμμετεχόντων όσο και από την εκφραστικότητα της νεαρής πρωταγωνίστριας. Ο Ζαν Γιμού είναι ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης και η ταινία δικαίως τιμήθηκε με τον Χρυσό Λιοντάρι στο 52ο (1999) Φεστιβάλ της Βενετίας και απέσπασε δεκάδες άλλα βραβεία.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=h55fQSPA-gA το trailer της ταινίας
Κίνα, 1999 . Διάρκεια: 100'.
Σκηνοθεσία: Ζαν Γιμού. Πρωταγωνιστούν: Γουέι Μίνζι, Ζανγκ Χούικε, Τίαν Ζεντά.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία, στην επαρχιακή Κίνα , όπως και σε όλες τις επαρχίες του κόσμου –αναπτυγμένου ή μη- οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες οδηγούν τα παιδιά να εγκαταλείπουν το σχολείο για να εργαστούν και να βοηθήσουν τους γονείς
τους. Όταν ο δάσκαλος ενός ερειπωμένου δημοτικού σχολείου σε ένα απομονωμένο χωριό υποχρεώνεται να λείψει για ένα μήνα αφήνει ως αναπληρώτρια την 13χρονη μαθήτρια Γουέι, με την προτροπή όταν γυρίσει να μην βρει «ούτε έναν λιγότερο μαθητή στην τάξη» και την απειλή ότι αν συμβεί αυτό δεν θα ανταμειφτεί. Όταν, λοιπόν, ένας μαθητής «δραπετεύει» για να βρει δουλειά στην κοντινή μεγαλούπολη η Γουέι θα κάνει τα πάντα για να τον φέρει πίσω, θέλοντας να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε στο δάσκαλό της και να πάρει την αμοιβή της. Με απίστευτο θάρρος, υπομονή και επιμονή για την ηλικία της, φτάνει στην μεγαλούπολη και κατασκηνώνει για 36 ώρες στην πόρτα ενός τηλεοπτικού καναλιού ψάχνοντας κάποιον υπεύθυνο που θα συγκινηθεί , θα του ανακοινώσει το πρόβλημά της και θα την βοηθήσει να βρει τον «δραπέτη». Ύστερα από ώρες καταφέρνει να φτάσει στην εκπομπή μιας κινέζας Νικολούλη, βρίσκει τον συμμαθητή της και όλοι μαζί , με τις κάμερες συνοδεία, επιστρέφουν στο χωριό. Θα έλεγε κανείς : και αυτοί ζήσανε καλά και εμείς καλύτερα. Αλλά δεν είναι έτσι. Η εικόνα της Κίνας που παρουσιάζει η ταινία είναι περίπου ανατριχιαστική . Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία κάθε χρόνο, στην χώρα πρότυπο της φτηνής εργασίας και ανταγωνιστικότητας, ένα εκατομμύριο μαθητές (στην πραγματικότητα το νούμερο αυτό είναι τρεις φορές ψηλότερο) εγκαταλείπουν τα βιβλία και ρίχνονται στην παραγωγή με αμοιβής πενταροδεκάρες. Και στην Κίνα λοιπόν οι κοινωνικές και πολιτειακές δομές είναι ανύπαρκτες και ανίκανες να βοηθήσουν τους πολίτες να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα τους. Και εκεί το ρόλο του σωτήρα τον παίζουν τα κανάλια , που εμφανίζονται ως το έσχατο καταφύγιο του αδύναμου πολίτη. Επιπλέον στην συγκεκριμένη περίπτωση τα παιδιά δεν θα έπρεπε να έχουν τέτοιου είδους ζητήματα να λύσουν. Έπρεπε να έχουν όλα την ίδια εξασφαλισμένη βασική εκπαίδευση και οι γονείς τους εξασφαλισμένη δουλειά και ικανοποιητικούς μισθούς ώστε να μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια χωρίς να χρειάζεται να βγάζουν τα παιδιά τους στα σκλαβοπάζαρα εξ απαλών ονύχων. Αλλά τότε η Κίνα σίγουρα δεν θα ήταν ο οικονομικός γίγαντας που είναι σήμερα. Η ταινία είναι γυρισμένη σε φυσικούς χώρους και με ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η ιστορία της συγκινεί με την αλήθεια της, που πηγάζει τόσο από τις ‘‘ερμηνείες’’ όλων των συμμετεχόντων όσο και από την εκφραστικότητα της νεαρής πρωταγωνίστριας. Ο Ζαν Γιμού είναι ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης και η ταινία δικαίως τιμήθηκε με τον Χρυσό Λιοντάρι στο 52ο (1999) Φεστιβάλ της Βενετίας και απέσπασε δεκάδες άλλα βραβεία.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=h55fQSPA-gA το trailer της ταινίας
«Παραδόσεις Αγάπης» (The Lunchbox )
Ινδία, 2013. Διάρκεια: 104'.
Σκηνοθεσία: Ρίτες Μπάτρα. Πρωταγωνιστούν: Ιρφάν Καν, Νιμράτ Καούρ, Ναβαζουντίν Σιντίκι.
Στην Βομβάη της Ινδίας, υπάρχει ένα φημισμένο, ιδιόμορφο σύστημα διακίνησης φαγητού μέσω των κουτιών γεύματος (Lunchbox). Το «έθιμο» ξεκίνησε εδώ και 120 χρόνια και σήμερα 5000 Νταμπαβάλα (Dabbawallahs), τοπικοί κούριερ φαγητού μεταφέρουν περίπου 200.000 γεύματα καθημερινά. Πρόκειται για ένα θαυμαστό σύστημα εξυπηρέτησης: Κάθε πρωί, μεταφέρουν τα ζεστά γεύματα, που έχουν μαγειρέψει οι γυναίκες, στον χώρο εργασίας του συζύγου τους και το απόγευμα επιστρέφουν τα άδεια κουτιά, επιτρέποντας στους εργαζόμενους της πόλης να καταναλώνουν, στη δουλειά τους, σπιτικό μαγειρεμένο φαγητό . Οι Νταμπαβάλα είναι αναλφάβητοι και χρησιμοποιούν ένα πολύπλοκο κωδικοποιημένο σύστημα, με βάση τα χρώματα και τα σύμβολα, για να καταφέρουν να παραδώσουν τα γεύματα,. Τα κουτιά ταξιδεύουν με το ποδήλατο στον λαβύρινθο μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο, ανάμεσα στο υπερπλήρες σιδηροδρομικό δίκτυο και τους χαοτικούς δρόμους της πόλης, μέσω μουσώνων και απίστευτης ζέστης για να φτάσουν εγκαίρως ζεστά στο σωστό κτίριο, στο σωστό γραφείο, στο σωστό άτομο. Μια έρευνα του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ πάνω στο συγκεκριμένο σύστημα παράδοσης απέδειξε ότι μόνο ένα στο εκατομμύριο πακέτα μπορεί να φτάσει στα λάθος παραλήπτη!
Οι «Παραδόσεις αγάπης» είναι η ιστορία αυτού του λάθους, που φέρνει κοντά δυο αγνώστους, την Ίλα και τον Φερνάντεζ, που ερωτεύονται μέσω ανταλλαγής επιστολών δίχως να έχουν συναντηθεί από κοντά. Αυτή είναι μια νοικοκυρά παραμελημένη από τον σύζυγό της , ο οποίος ενδιαφέρεται μόνον για όσα συνδέονται με τη δουλειά του και αυτός ένας μοναχικός λογιστής, χήρος στα πρόθυρα συνταξιοδότησης, κατσούφης, λιγομίλητος και βαρύς. Οι δύο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, αρχίζουν να επικοινωνούν με καθημερινά μηνύματα μέσω των κουτιών φαγητού. Η ιδιόμορφη αυτή επαφή θα φέρει ευχάριστες ανατροπές στις, από χρόνια, καθηλωμένες ζωές τους. Το φιλμ είναι μια μικρή, καλόκαρδη ταινία που αληθινά αγαπάει το θέμα της και τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρεται. Ξεκινάει από ένα ασήμαντο λάθος και στην πορεία μετατρέπεται , σε μια σπουδή στα μικρά και συνηθισμένα που, ανάλογα με το πώς θα τα αντιμετωπίσεις, μπορούν να οδηγήσουν στην απελπισία ή τη λύτρωση. Ταυτόχρονα, όμως έχει στο οπτικό της πεδίο το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο: κριτικάρει, σαρκάζει, και στοχάζεται πάνω στο υλικό της καθημερινότητας. Το ινδικό αστικό τοπίο παρουσιάζεται χωρίς το συνηθισμένο εξωτικό φολκόρ, ενώ οι πολιτικές αιχμές της, την διασώζουν από τη γραφικότητα .
Το σινεμά του συγγραφέα Ρίτες Μπάτρα είναι ποιοτικό, αυθεντικά συγκινητικό, σε κάνει να νιώθεις καλύτερος άνθρωπος και σου χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο που σε συντροφεύει και μετά το τέλος της προβολής. Η σκηνοθεσία είναι ανεπιτήδευτη, ειλικρινής και ανθρωπιστική, χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς. Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές , πλάθουν χαρακτήρες οικείους, συμπαθητικούς και ενδιαφέροντες. Ο έξοχος ρυθμός απορροφά τον θεατή χωρίς να του επιβάλλει τίποτα με το ζόρι: ούτε ουρανοκατέβατη αισιοδοξία -όπως συμβαίνει στις ταινίες made in Hollywood – ούτε λαγνεία της δυστυχίας και της παρακμής. Οι ήρωές του έχουν προβλήματα. Ζορίζονται τα με τα εσωτερικά τους θέματα και τις απαιτήσεις της αδυσώπητης πραγματικότητας αλλά βαθιά μέσα τους θέλουν και παλεύουν να κάνουν ευνοϊκότερους τους όρους της ζωής τους. Η ταινία απευθύνεται σε εμάς που έχουμε βαρεθεί την χολιγουντιανή φόρμουλα της ρομαντικής κομεντί και αποτελεί ένα ιδιότυπο, σύγχρονο ρομάντζο για εκείνους που η ζωή δεν έδωσε και πολλές ευκαιρίες.
Ινδία, 2013. Διάρκεια: 104'.
Σκηνοθεσία: Ρίτες Μπάτρα. Πρωταγωνιστούν: Ιρφάν Καν, Νιμράτ Καούρ, Ναβαζουντίν Σιντίκι.
Στην Βομβάη της Ινδίας, υπάρχει ένα φημισμένο, ιδιόμορφο σύστημα διακίνησης φαγητού μέσω των κουτιών γεύματος (Lunchbox). Το «έθιμο» ξεκίνησε εδώ και 120 χρόνια και σήμερα 5000 Νταμπαβάλα (Dabbawallahs), τοπικοί κούριερ φαγητού μεταφέρουν περίπου 200.000 γεύματα καθημερινά. Πρόκειται για ένα θαυμαστό σύστημα εξυπηρέτησης: Κάθε πρωί, μεταφέρουν τα ζεστά γεύματα, που έχουν μαγειρέψει οι γυναίκες, στον χώρο εργασίας του συζύγου τους και το απόγευμα επιστρέφουν τα άδεια κουτιά, επιτρέποντας στους εργαζόμενους της πόλης να καταναλώνουν, στη δουλειά τους, σπιτικό μαγειρεμένο φαγητό . Οι Νταμπαβάλα είναι αναλφάβητοι και χρησιμοποιούν ένα πολύπλοκο κωδικοποιημένο σύστημα, με βάση τα χρώματα και τα σύμβολα, για να καταφέρουν να παραδώσουν τα γεύματα,. Τα κουτιά ταξιδεύουν με το ποδήλατο στον λαβύρινθο μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο, ανάμεσα στο υπερπλήρες σιδηροδρομικό δίκτυο και τους χαοτικούς δρόμους της πόλης, μέσω μουσώνων και απίστευτης ζέστης για να φτάσουν εγκαίρως ζεστά στο σωστό κτίριο, στο σωστό γραφείο, στο σωστό άτομο. Μια έρευνα του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ πάνω στο συγκεκριμένο σύστημα παράδοσης απέδειξε ότι μόνο ένα στο εκατομμύριο πακέτα μπορεί να φτάσει στα λάθος παραλήπτη!
Οι «Παραδόσεις αγάπης» είναι η ιστορία αυτού του λάθους, που φέρνει κοντά δυο αγνώστους, την Ίλα και τον Φερνάντεζ, που ερωτεύονται μέσω ανταλλαγής επιστολών δίχως να έχουν συναντηθεί από κοντά. Αυτή είναι μια νοικοκυρά παραμελημένη από τον σύζυγό της , ο οποίος ενδιαφέρεται μόνον για όσα συνδέονται με τη δουλειά του και αυτός ένας μοναχικός λογιστής, χήρος στα πρόθυρα συνταξιοδότησης, κατσούφης, λιγομίλητος και βαρύς. Οι δύο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, αρχίζουν να επικοινωνούν με καθημερινά μηνύματα μέσω των κουτιών φαγητού. Η ιδιόμορφη αυτή επαφή θα φέρει ευχάριστες ανατροπές στις, από χρόνια, καθηλωμένες ζωές τους. Το φιλμ είναι μια μικρή, καλόκαρδη ταινία που αληθινά αγαπάει το θέμα της και τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρεται. Ξεκινάει από ένα ασήμαντο λάθος και στην πορεία μετατρέπεται , σε μια σπουδή στα μικρά και συνηθισμένα που, ανάλογα με το πώς θα τα αντιμετωπίσεις, μπορούν να οδηγήσουν στην απελπισία ή τη λύτρωση. Ταυτόχρονα, όμως έχει στο οπτικό της πεδίο το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο: κριτικάρει, σαρκάζει, και στοχάζεται πάνω στο υλικό της καθημερινότητας. Το ινδικό αστικό τοπίο παρουσιάζεται χωρίς το συνηθισμένο εξωτικό φολκόρ, ενώ οι πολιτικές αιχμές της, την διασώζουν από τη γραφικότητα .
Το σινεμά του συγγραφέα Ρίτες Μπάτρα είναι ποιοτικό, αυθεντικά συγκινητικό, σε κάνει να νιώθεις καλύτερος άνθρωπος και σου χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο που σε συντροφεύει και μετά το τέλος της προβολής. Η σκηνοθεσία είναι ανεπιτήδευτη, ειλικρινής και ανθρωπιστική, χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς. Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές , πλάθουν χαρακτήρες οικείους, συμπαθητικούς και ενδιαφέροντες. Ο έξοχος ρυθμός απορροφά τον θεατή χωρίς να του επιβάλλει τίποτα με το ζόρι: ούτε ουρανοκατέβατη αισιοδοξία -όπως συμβαίνει στις ταινίες made in Hollywood – ούτε λαγνεία της δυστυχίας και της παρακμής. Οι ήρωές του έχουν προβλήματα. Ζορίζονται τα με τα εσωτερικά τους θέματα και τις απαιτήσεις της αδυσώπητης πραγματικότητας αλλά βαθιά μέσα τους θέλουν και παλεύουν να κάνουν ευνοϊκότερους τους όρους της ζωής τους. Η ταινία απευθύνεται σε εμάς που έχουμε βαρεθεί την χολιγουντιανή φόρμουλα της ρομαντικής κομεντί και αποτελεί ένα ιδιότυπο, σύγχρονο ρομάντζο για εκείνους που η ζωή δεν έδωσε και πολλές ευκαιρίες.
"Η Κυρία από τη Σαγκάη"
Αμερικανική ταινία, 1947.
Σκηνοθεσία-σενάριο: Orson Welles. Πρωταγωνιστούν : Orson Welles, Rita Hayworth, Everett Sloane, Errol Flynn.
Η ταινία, ένα από τα κινηματογραφικά αριστουργήματα όλων των εποχών, βασίστηκε σε ένα ασυνάρτητο και παράλογο σενάριο, μια ιδέα παρμένη από το διήγημα «If I Die Before I Wake» του Sherwood King . Ο θρύλος λέει ότι όταν παντρεύτηκαν ο Orson Welles και η Rita Hayworth (ένας γάμος που κράτησε μόλις τέσσερα χρόνια) η τελευταία έπεισε την Columbia να γυρίσει μια ταινία με τον σύζυγό της και αυτοί πρότειναν ένα ασήμαντο αστυνομικό μυθιστόρημα, που στα χέρια του συζύγου της έμελλε να γίνει η ταινία-σύμβολο του φιλμ νουάρ. Ο δαιμόνιος σκηνοθέτης , έκοψε κοντά τα μαλλιά της Ρίτα, τα έβαψε ξανθά και σε πείσμα της χολιγουντιανής εικόνας της, την έβαλε να υποδυθεί μια μοιραία γυναίκα υπόδειγμα αμοραλισμού, γεγονός που εξόργισε τους θαυμαστές της. Είναι και αυτός ένας από τους λόγους που η ταινία αποτέλεσε τεράστια εμπορική αποτυχία στην εποχή της . Πριν από την «Η Κυρία απ` τη Σαγκάη» ο Orson Welles (1915-1985) δεν είχε πάλι ασχοληθεί με αυτό το κινηματογραφικό είδος, που την εποχή εκείνη βρισκόταν στις μεγάλες του δόξες . Ήδη είχε στο ενεργητικό του ταινίες όπως ο "Πολίτης Κέην" και οι "Υπέροχοι Άμπερσονς" και για το λόγο αυτό μπόρεσε να προσθέσει στο φιλμ νουάρ ορισμένα καινούρια χαρακτηριστικά.
«Η Κυρία απ` τη Σαγκάη» πραγματεύεται το μπλέξιμο ενός ερωτευμένου ανθρώπου στα δίχτυα μιας στυγνής γυναίκας και τις προσπάθειες του να βγει από το λαβύρινθο του πάθους του. Με δυο λόγια ένας ναυτικός, γοητεύεται από μια πανέμορφη και παντρεμένη με πάμπλουτο μεγαλοδικηγόρο κυρία, δέχεται την πρόσκλησή της να γίνει καπετάνιος τροπικής κρουαζιέρας με το γιωτ του ζεύγους και μερικών ακόμα πλούσιων φίλων . Στην πορεία βρίσκεται μπλεγμένος σε μια ασυνήθιστη ιστορία φόνου με μπερδεμένα κίνητρα, στην οποία θα βρεθεί κατηγορούμενος.
Η ταινία περιέχει όλα τα στοιχεία του απόλυτα κλασσικού νουάρ. Διαθέτει μαφιόζους -στην συμπεριφορά- δικηγόρους (Bannister & Grisby). Μια πάρα πολύ επικίνδυνα μοιραία γυναίκα που παρασέρνει το θύμα της στον όλεθρο, (Elsa Bannister). Έναν ρομαντικό, αφελή, ερωτευμένο νεαρό που, ακριβώς εξ αιτίας του έρωτά του χάνει τον έλεγχο των πράξεών του και τη συνήθη ψυχραιμία του και αφήνεται να παρασυρθεί βήμα - βήμα στην καταστροφή, (τον Ιρλανδό Mιchael O`Hara που τον υποδύεται ο νεαρότατος και συνεχώς ανερχόμενος , τότε, σκηνοθέτης). Διαθέτει επίσης χλιδή, φόνους, συνομωσίες και κοφτές κουβέντες. Εκτός αυτών την ένταση ενισχύει η υποβλητική ασπρόμαυρη φωτογραφία, η voice over πρωτοπρόσωπη αφήγηση και στο αποκορύφωμα η κλασσική, στην ιστορία του σινεμά, σκηνή με το τελικό ξεκαθάρισμα στο δωμάτιο ενός λούνα παρκ με τους πολλούς καθρέφτες όπου τα πολλαπλά, παραμορφωμένα είδωλα καταρρέουν για να έρθει η ολοκλήρωση των δύο, μέσα από την κατασπάραξη του ενός από τον άλλο.Το παραπάνω που ο Welles προσθέτει στο κινηματογραφικό είδος του νουάρ είναι η έντονη κοινωνική κριτική και η προφανής απέχθειά του για τους πλούσιους, τους οποίους θεωρεί σχεδόν εξ ορισμού διεφθαρμένους, άπληστους, αδίστακτους και απίστευτα υποκριτές. Είναι χαρακτηριστικός ο επαναλαμβανόμενος παραλληλισμός της μεγαλοαστικής τάξης με τους καρχαρίες, που κατασπαράζουν ό,τι βρουν γύρω τους και, μετά, τρελαμένοι από τη μυρουδιά του αίματος, κατασπαράζονται μεταξύ τους. O Ο’Hara είναι ο μόνος χαρακτήρας του φιλμ που ο Welles δείχνει να τον έχει σε εκτίμηση. Τον θεωρεί ποιητή και θύμα μαζί, έναν ρομαντικό που θέλει να οδηγήσει την Elsa σε ένα νησί μακριά από τον κόσμο. Για αυτόν ξέρουμε λίγα πράγματα. Είναι ναυτικός, ερωτευμένος (σίγουρα) και συγγραφέας όποτε μπορεί, εξ ολοκλήρου ανεξάρτητος, παρόλα αυτά όμως παραμένει συνδεδεμένος με ορισμένες κοινωνικές και ανθρώπινες αξίες: πχ συμμετείχε ως εθελοντής στο πόλεμο της Ισπανίας. Έτσι, δίνει στο τυπικό νουάρ μια αναπάντεχη πολιτική διάσταση.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=NYElXC3ZLUc το trailer της ταινίας
Αμερικανική ταινία, 1947.
Σκηνοθεσία-σενάριο: Orson Welles. Πρωταγωνιστούν : Orson Welles, Rita Hayworth, Everett Sloane, Errol Flynn.
Η ταινία, ένα από τα κινηματογραφικά αριστουργήματα όλων των εποχών, βασίστηκε σε ένα ασυνάρτητο και παράλογο σενάριο, μια ιδέα παρμένη από το διήγημα «If I Die Before I Wake» του Sherwood King . Ο θρύλος λέει ότι όταν παντρεύτηκαν ο Orson Welles και η Rita Hayworth (ένας γάμος που κράτησε μόλις τέσσερα χρόνια) η τελευταία έπεισε την Columbia να γυρίσει μια ταινία με τον σύζυγό της και αυτοί πρότειναν ένα ασήμαντο αστυνομικό μυθιστόρημα, που στα χέρια του συζύγου της έμελλε να γίνει η ταινία-σύμβολο του φιλμ νουάρ. Ο δαιμόνιος σκηνοθέτης , έκοψε κοντά τα μαλλιά της Ρίτα, τα έβαψε ξανθά και σε πείσμα της χολιγουντιανής εικόνας της, την έβαλε να υποδυθεί μια μοιραία γυναίκα υπόδειγμα αμοραλισμού, γεγονός που εξόργισε τους θαυμαστές της. Είναι και αυτός ένας από τους λόγους που η ταινία αποτέλεσε τεράστια εμπορική αποτυχία στην εποχή της . Πριν από την «Η Κυρία απ` τη Σαγκάη» ο Orson Welles (1915-1985) δεν είχε πάλι ασχοληθεί με αυτό το κινηματογραφικό είδος, που την εποχή εκείνη βρισκόταν στις μεγάλες του δόξες . Ήδη είχε στο ενεργητικό του ταινίες όπως ο "Πολίτης Κέην" και οι "Υπέροχοι Άμπερσονς" και για το λόγο αυτό μπόρεσε να προσθέσει στο φιλμ νουάρ ορισμένα καινούρια χαρακτηριστικά.
«Η Κυρία απ` τη Σαγκάη» πραγματεύεται το μπλέξιμο ενός ερωτευμένου ανθρώπου στα δίχτυα μιας στυγνής γυναίκας και τις προσπάθειες του να βγει από το λαβύρινθο του πάθους του. Με δυο λόγια ένας ναυτικός, γοητεύεται από μια πανέμορφη και παντρεμένη με πάμπλουτο μεγαλοδικηγόρο κυρία, δέχεται την πρόσκλησή της να γίνει καπετάνιος τροπικής κρουαζιέρας με το γιωτ του ζεύγους και μερικών ακόμα πλούσιων φίλων . Στην πορεία βρίσκεται μπλεγμένος σε μια ασυνήθιστη ιστορία φόνου με μπερδεμένα κίνητρα, στην οποία θα βρεθεί κατηγορούμενος.
Η ταινία περιέχει όλα τα στοιχεία του απόλυτα κλασσικού νουάρ. Διαθέτει μαφιόζους -στην συμπεριφορά- δικηγόρους (Bannister & Grisby). Μια πάρα πολύ επικίνδυνα μοιραία γυναίκα που παρασέρνει το θύμα της στον όλεθρο, (Elsa Bannister). Έναν ρομαντικό, αφελή, ερωτευμένο νεαρό που, ακριβώς εξ αιτίας του έρωτά του χάνει τον έλεγχο των πράξεών του και τη συνήθη ψυχραιμία του και αφήνεται να παρασυρθεί βήμα - βήμα στην καταστροφή, (τον Ιρλανδό Mιchael O`Hara που τον υποδύεται ο νεαρότατος και συνεχώς ανερχόμενος , τότε, σκηνοθέτης). Διαθέτει επίσης χλιδή, φόνους, συνομωσίες και κοφτές κουβέντες. Εκτός αυτών την ένταση ενισχύει η υποβλητική ασπρόμαυρη φωτογραφία, η voice over πρωτοπρόσωπη αφήγηση και στο αποκορύφωμα η κλασσική, στην ιστορία του σινεμά, σκηνή με το τελικό ξεκαθάρισμα στο δωμάτιο ενός λούνα παρκ με τους πολλούς καθρέφτες όπου τα πολλαπλά, παραμορφωμένα είδωλα καταρρέουν για να έρθει η ολοκλήρωση των δύο, μέσα από την κατασπάραξη του ενός από τον άλλο.Το παραπάνω που ο Welles προσθέτει στο κινηματογραφικό είδος του νουάρ είναι η έντονη κοινωνική κριτική και η προφανής απέχθειά του για τους πλούσιους, τους οποίους θεωρεί σχεδόν εξ ορισμού διεφθαρμένους, άπληστους, αδίστακτους και απίστευτα υποκριτές. Είναι χαρακτηριστικός ο επαναλαμβανόμενος παραλληλισμός της μεγαλοαστικής τάξης με τους καρχαρίες, που κατασπαράζουν ό,τι βρουν γύρω τους και, μετά, τρελαμένοι από τη μυρουδιά του αίματος, κατασπαράζονται μεταξύ τους. O Ο’Hara είναι ο μόνος χαρακτήρας του φιλμ που ο Welles δείχνει να τον έχει σε εκτίμηση. Τον θεωρεί ποιητή και θύμα μαζί, έναν ρομαντικό που θέλει να οδηγήσει την Elsa σε ένα νησί μακριά από τον κόσμο. Για αυτόν ξέρουμε λίγα πράγματα. Είναι ναυτικός, ερωτευμένος (σίγουρα) και συγγραφέας όποτε μπορεί, εξ ολοκλήρου ανεξάρτητος, παρόλα αυτά όμως παραμένει συνδεδεμένος με ορισμένες κοινωνικές και ανθρώπινες αξίες: πχ συμμετείχε ως εθελοντής στο πόλεμο της Ισπανίας. Έτσι, δίνει στο τυπικό νουάρ μια αναπάντεχη πολιτική διάσταση.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=NYElXC3ZLUc το trailer της ταινίας
«Ιστορίες για Αγρίους» (Relatos Salvajes / Wild Tales)
Δραματική κομεντί. Αργεντινή 2014.
Σκηνοθεσία-σενάριο: Ντάμιαν Σιφρόν. Πρωταγωνιστούν: Ρικάρντο Ντάριν, Ρίτα Κορτέζε, Ερίκα Ρίβας, Όσκαρ Μαρτίνεζ.
Διάρκεια: 122'.
Το σπονδυλωτό φιλμ του Σιφρόν αποτελείται από 6 αυτόνομα κινηματογραφικά κεφάλαια, μικρού και μεσαίου μήκους, που περιστρέφονται γύρω από την εκδίκηση ως απόρροια της αγανάκτησης. Σε μία ορεινή διαδρομή στην έρημη επαρχία, ένα άντρας με σπορ αυτοκίνητο προσπερνάει έναν άλλον που του κλείνει το δρόμο με το σαραβαλάκι του, κατεβάζει το παράθυρο και ορθώνει το μεσαίο του δάχτυλο (συμβαίνει και στα καθ΄ ημάς). Όταν λίγο πιο κάτω μένει από λάστιχο το σαραβαλάκι τον προλαβαίνει και η αιματοβαμμένη αναμέτρηση των ανδρικών εγωισμών είναι αναπόφευκτη και ακραία. Μία κοπέλα που δουλεύει σε εστιατόριο της εθνικής οδού καλείται να σερβίρει τον άντρα που σκότωσε τον πατέρα της και σημάδεψε την παιδική της ηλικία. Η συνάδελφός της μαγείρισσα, που έχει κάνει φυλακή, τις βάζει ιδέες για εκδίκηση. Ένας άριστος πυροτεχνουργός, αγανακτισμένος με την διεφθαρμένη γραφειοκρατία του δημόσιου και ιδιαίτερα της τροχαίας, τα κάνει όλα «Κούγκι» (αυτό το σχόλιο για την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Αργεντινής θα σας κάνει να αναστενάξετε από ταύτιση). Ο πλούσιος γιος μίας οικογένειας διαπράττει ένα έγκλημα, γονείς και μεγαλοδικηγόροι δουλεύουν για να τον ξελασπώσουν μέσα από σουρεαλιστικές διαπραγματεύσεις με το άτομο που θέλουν να του φορτώσουν το δυστύχημα, αλλά και με χρηματιζόμενους δημόσιους λειτουργούς. Σε μια εβραϊκή γαμήλια τελετή η νύφη μαθαίνει, ότι ο γαμπρός την απατά και η ερωμένη του είναι παρούσα στη δεξίωση του γάμου της. Η αποκάλυψη αυτή επιφέρει ακραίες, παθιασμένες και τελικά εκτροχιασμένες παρενέργειες για τους νεόνυμφους. Ένας πιλότος γεμίζει την τελευταία πτήση του με τους ανθρώπους που τον πλήγωσαν και τον αποθάρρυναν στην παιδική και εφηβική του ηλικία.
Ο Αργεντινός Σιφρόν που γράφει και σκηνοθετεί αυτήν την κατάμαυρη, απολαυστική, μακάβρια αστεία κωμωδία φαίνεται ότι προσπαθεί να δώσει απάντηση σε ερωτήματα όπως τι θα γινόταν αν μπορούσαμε να κάνουμε όλα όσα πραγματικά σκεφτόμαστε; Αν αντιδρούσαμε με ειλικρίνεια αφήνοντας ελεύθερα και αλογόκριτα τα πιο ποταπά μας ένστικτα και παίρναμε, με αυτοδικία, εκδίκηση για όλες τις αδικίες που έχουμε υποστεί ; Αν γίνονταν αυτό, πόσες ιστορίες για αγρίους θα είχαμε να διηγηθούμε ο ένας στον άλλον; Η ένοχη απόλαυση που αισθανόμαστε όταν τα εκδικητικά ένστικτα νικούν στη σκηνή τη λογική, την κοινωνική υποκρισία, την πολιτική ορθότητα αποδεικνύει ότι η κόλαση δεν είναι οι άλλοι αλλά παραμονεύει μέσα μας έτοιμη να πάρει το πάνω χέρι σε κάθε ευκαιρία.
Στην ταινία , την παραγωγή της οποίας έχει κάνει ο Πέδρο Αλμαδόβαρ, πρωταγωνιστούν διάσημοι αργεντινοί ηθοποιοί όπως ο Nτάριο Γκραντινέτι («Μίλα της»), ο Ρικάρντο Νταρίν, («Εννέα Βασίλισσες», «Το Μυστικό στα Μάτια της» που και τις τρεις τις έχει προβάλει το Cine-Δράση). Συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του περσινού φεστιβάλ Κανών και άνοιξε επίσημα το 20ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας».
https://www.youtube.com/watch?v=UI0cgThQy6M το trailer της ταινίας
Μίλα της (Hable con ella, Talk to Her)
Ισπανία, 2002.
Σκηνοθεσία-σενάριο: Πέδρο Αλμοδόβαρ. Πρωταγωνιστούν: Ντάριο Γκραντινέτι, Χαβιέρ Καμάρα, Ροζάριο Φλόρες, Λέονορ Γουάτλινγκ, Τζεραλντίν Τσάπλιν, Μαριόλα Φουέντες.
Η μοναξιά, ο έρωτας, η φιλία, η Εκκλησία , τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, και η κοινωνική υποκρισία είναι μερικά από τα θέματα που παρουσιάζονται μέσα από την ιστορία δύο αντρών και των γυναικών τους, σε μια αριστουργηματική ταινία, δοσμένη με αίσθημα, χιούμορ και ξεχωριστή έμπνευση, που σε αγγίζει κατευθείαν στην καρδιά. Στα πρώτα πλάνα της ταινίας, ο αμφιλεγόμενος, καλοκάγαθος και μοναχικός νοσοκόμος Μπενίνο και ο Αργεντινός, όχι και τόσο καλός, δημοσιογράφος Μάρκο κάθονται πλάι-πλάι, χωρίς να γνωρίζονται, στη διάρκεια ενός χοροδράματος όπου η εξαιρετική Πίνα Μπάους συνεπαίρνει τους θεατές της. Ο Μάρκο δακρύζει ενώ ο Μπενίνο τον παρακολουθεί χωρίς να αντιλαμβάνεται το λόγο μιας τέτοιας ευαισθησίας. Αργότερα οι δυο τους θα συναντηθούν κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες, στην κλινική όπου ό ένας εργάζεται φροντίζοντας την Αλίσια, μια νεαρή χορεύτρια με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος και η οποία βρίσκεται σε κώμα εδώ και τέσσερα χρόνια, ενώ ο άλλος ακολουθεί εκεί τη δική του αγαπημένη, την ταυρομάχο Λύδια, που και αυτή βρίσκεται σε κώμα, θύμα επίθεσης του ταύρου στην τελευταία της ταυρομαχία. Εν αντιθέσει με τον Μπενίνο, ο Μάρκο αρνείται να πιστέψει στη δύναμη που μπορεί να μεταδώσει στην άρρωστη κοπέλα. Αλλά μέσα σε αυτήν την αριστοτεχνικά κλιμακούμενη τραγωδία, στο τέλος επιβραβεύεται ο νοσοκόμος που πιστεύει ακλόνητα σε ένα θαύμα. Το θαύμα να την βγάλει από το κώμα και να την επαναφέρει σε επαφή με την πραγματικότητα ως αποτέλεσμα της πρακτικής να μιλάει συνεχώς και να εκφράζει τα συναισθήματά του στην άρρωστη γυναίκα. Κάπου προς τα τελευταία λεπτά της ταινίας, ο νοσοκόμος Μπενίνο μιλάει και πάλι στην Αλίσια της καρδιάς του, περιγράφοντάς της μια βωβή ταινία που είδε στην Ταινιοθήκη. Αυτή η ταινία δεν υπήρχε στη διεθνή κινηματογραφία, την κατασκεύασε ο Αλμαδόβαρ μόνος του (γεγονός που θεωρείται άθλος), βασισμένος στην καλτ ταινία φαντασίας του 1957, το ''The incredible shrinking man''. Πρόκειται για ένα σημαντικό επίτευγμα του σκηνοθέτη, μια άσκηση ύφους και έναν ακόμη φόρο τιμής στη γυναίκα και το σώμα της. Άψογη η ασπρόμαυρη φωτογραφία, άψογη η μουσική, άψογα τα πάντα σε αυτό το ταινιάκι όπου, εκτός των άλλων, κυριαρχεί η αγάπη για το σινεμά. Ίσως η καλύτερη στιγμή της ταινίας.
Ο Πέδρο Αλμαδόβαρ έχει διαγράψει μια κυριολεκτικά ξεχωριστή, sui generis θα έλεγε κανείς, πορεία στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ξεκίνησε με ανατρεπτικές , υπερρεαλιστικές και ούλτρα κιτς σάτιρες , αλλά τα τελευταία χρόνια έχει κάνει στροφή σε μια περισσότερο δραματική θεματολογία όπως φαίνεται από ταινίες όπως «Όλα για τη μητέρα μου», «Κακή Εκπαίδευση» και αυτή που βλέπουμε σήμερα. Όλες του οι ταινίες, σατυρικές ή δραματικές, ξεχωρίζουν για το θαυμασμό που ο δημιουργός τους αισθάνεται για το γυναικείο φύλλο. Οι γυναίκες παρουσιάζονται πάντα ως θεϊκά πλάσματα, που ανθίζουν και καταστρέφονται σε ένα κόσμο φτιαγμένο για αυτές από άνδρες αμήχανους και μόνους μέσα στη μοναξιά της αδυναμίας τους να επικοινωνήσουν μαζί τους, δέσμιους των αντιφατικών αισθημάτων εξουσίας και υποταγής που τρέφουν ταυτόχρονα για αυτές . Στη συγκεκριμένη ταινία ο Αλμαδόβαρ ξεπερνά τη συνήθη υποτιμητική προς το αντρικό φύλλο στάση του και δημιουργεί μια μικρή ωδή στη φιλία δύο αντρών, που ο ένας έυκολα και ο άλλος δύσκολα κλαίνε για μια γυναίκα.
Η ταινία κέρδισε το 2003 το Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου και τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας. Όσον αφορά τους πρωταγωνιστές της ο Χαβιέρ Καμάρα (που πρόσφατα θαυμάσαμε στην ταινία «Η ζωή είναι ωραία με τα μάτια κλειστά») δίνει ερμηνεία λιτή, θλιμμένη και κατασκευάζει μια φιγούρα τραγική και αιωνίως αφοσιωμένη, ενώ ο Ντάριο Γκραντινέτι, είναι θαυμάσιος σε ένα ψυχρό, στιβαρό αλλά, κατά βάθος, εντελώς ανθρώπινο ρόλο. Σε έναν μικρό ρόλο εμφανίζεται η κόρη του Τσάρλι Τσάπλιν, Τζέραλντιν. Η καταπληκτική Πίνα Μπάους υποδύεται τον εαυτό της και εντυπωσιάζει με τη χορογραφία της για άλλη μια φορά, ενώ ο βραζιλιάνος τραγουδιστής Γκαετάνο Βελόζο δίνει μια καταπληκτική ερμηνεία του πασίγνωστου τραγουδιού “Cucurrucucu Paloma”. H μουσική είναι και αυτή από τα μεγαλύτερα ατού της ταινίας.
Ισπανία, 2002.
Σκηνοθεσία-σενάριο: Πέδρο Αλμοδόβαρ. Πρωταγωνιστούν: Ντάριο Γκραντινέτι, Χαβιέρ Καμάρα, Ροζάριο Φλόρες, Λέονορ Γουάτλινγκ, Τζεραλντίν Τσάπλιν, Μαριόλα Φουέντες.
Η μοναξιά, ο έρωτας, η φιλία, η Εκκλησία , τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, και η κοινωνική υποκρισία είναι μερικά από τα θέματα που παρουσιάζονται μέσα από την ιστορία δύο αντρών και των γυναικών τους, σε μια αριστουργηματική ταινία, δοσμένη με αίσθημα, χιούμορ και ξεχωριστή έμπνευση, που σε αγγίζει κατευθείαν στην καρδιά. Στα πρώτα πλάνα της ταινίας, ο αμφιλεγόμενος, καλοκάγαθος και μοναχικός νοσοκόμος Μπενίνο και ο Αργεντινός, όχι και τόσο καλός, δημοσιογράφος Μάρκο κάθονται πλάι-πλάι, χωρίς να γνωρίζονται, στη διάρκεια ενός χοροδράματος όπου η εξαιρετική Πίνα Μπάους συνεπαίρνει τους θεατές της. Ο Μάρκο δακρύζει ενώ ο Μπενίνο τον παρακολουθεί χωρίς να αντιλαμβάνεται το λόγο μιας τέτοιας ευαισθησίας. Αργότερα οι δυο τους θα συναντηθούν κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες, στην κλινική όπου ό ένας εργάζεται φροντίζοντας την Αλίσια, μια νεαρή χορεύτρια με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος και η οποία βρίσκεται σε κώμα εδώ και τέσσερα χρόνια, ενώ ο άλλος ακολουθεί εκεί τη δική του αγαπημένη, την ταυρομάχο Λύδια, που και αυτή βρίσκεται σε κώμα, θύμα επίθεσης του ταύρου στην τελευταία της ταυρομαχία. Εν αντιθέσει με τον Μπενίνο, ο Μάρκο αρνείται να πιστέψει στη δύναμη που μπορεί να μεταδώσει στην άρρωστη κοπέλα. Αλλά μέσα σε αυτήν την αριστοτεχνικά κλιμακούμενη τραγωδία, στο τέλος επιβραβεύεται ο νοσοκόμος που πιστεύει ακλόνητα σε ένα θαύμα. Το θαύμα να την βγάλει από το κώμα και να την επαναφέρει σε επαφή με την πραγματικότητα ως αποτέλεσμα της πρακτικής να μιλάει συνεχώς και να εκφράζει τα συναισθήματά του στην άρρωστη γυναίκα. Κάπου προς τα τελευταία λεπτά της ταινίας, ο νοσοκόμος Μπενίνο μιλάει και πάλι στην Αλίσια της καρδιάς του, περιγράφοντάς της μια βωβή ταινία που είδε στην Ταινιοθήκη. Αυτή η ταινία δεν υπήρχε στη διεθνή κινηματογραφία, την κατασκεύασε ο Αλμαδόβαρ μόνος του (γεγονός που θεωρείται άθλος), βασισμένος στην καλτ ταινία φαντασίας του 1957, το ''The incredible shrinking man''. Πρόκειται για ένα σημαντικό επίτευγμα του σκηνοθέτη, μια άσκηση ύφους και έναν ακόμη φόρο τιμής στη γυναίκα και το σώμα της. Άψογη η ασπρόμαυρη φωτογραφία, άψογη η μουσική, άψογα τα πάντα σε αυτό το ταινιάκι όπου, εκτός των άλλων, κυριαρχεί η αγάπη για το σινεμά. Ίσως η καλύτερη στιγμή της ταινίας.
Ο Πέδρο Αλμαδόβαρ έχει διαγράψει μια κυριολεκτικά ξεχωριστή, sui generis θα έλεγε κανείς, πορεία στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ξεκίνησε με ανατρεπτικές , υπερρεαλιστικές και ούλτρα κιτς σάτιρες , αλλά τα τελευταία χρόνια έχει κάνει στροφή σε μια περισσότερο δραματική θεματολογία όπως φαίνεται από ταινίες όπως «Όλα για τη μητέρα μου», «Κακή Εκπαίδευση» και αυτή που βλέπουμε σήμερα. Όλες του οι ταινίες, σατυρικές ή δραματικές, ξεχωρίζουν για το θαυμασμό που ο δημιουργός τους αισθάνεται για το γυναικείο φύλλο. Οι γυναίκες παρουσιάζονται πάντα ως θεϊκά πλάσματα, που ανθίζουν και καταστρέφονται σε ένα κόσμο φτιαγμένο για αυτές από άνδρες αμήχανους και μόνους μέσα στη μοναξιά της αδυναμίας τους να επικοινωνήσουν μαζί τους, δέσμιους των αντιφατικών αισθημάτων εξουσίας και υποταγής που τρέφουν ταυτόχρονα για αυτές . Στη συγκεκριμένη ταινία ο Αλμαδόβαρ ξεπερνά τη συνήθη υποτιμητική προς το αντρικό φύλλο στάση του και δημιουργεί μια μικρή ωδή στη φιλία δύο αντρών, που ο ένας έυκολα και ο άλλος δύσκολα κλαίνε για μια γυναίκα.
Η ταινία κέρδισε το 2003 το Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου και τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας. Όσον αφορά τους πρωταγωνιστές της ο Χαβιέρ Καμάρα (που πρόσφατα θαυμάσαμε στην ταινία «Η ζωή είναι ωραία με τα μάτια κλειστά») δίνει ερμηνεία λιτή, θλιμμένη και κατασκευάζει μια φιγούρα τραγική και αιωνίως αφοσιωμένη, ενώ ο Ντάριο Γκραντινέτι, είναι θαυμάσιος σε ένα ψυχρό, στιβαρό αλλά, κατά βάθος, εντελώς ανθρώπινο ρόλο. Σε έναν μικρό ρόλο εμφανίζεται η κόρη του Τσάρλι Τσάπλιν, Τζέραλντιν. Η καταπληκτική Πίνα Μπάους υποδύεται τον εαυτό της και εντυπωσιάζει με τη χορογραφία της για άλλη μια φορά, ενώ ο βραζιλιάνος τραγουδιστής Γκαετάνο Βελόζο δίνει μια καταπληκτική ερμηνεία του πασίγνωστου τραγουδιού “Cucurrucucu Paloma”. H μουσική είναι και αυτή από τα μεγαλύτερα ατού της ταινίας.
“Η Ζωή Είναι Ωραία με τα Μάτια Κλειστά” (Vivir Es Facil con los Ojos Cerrados).
Ισπανία, 2013.
Σενάριο-σκηνοθεσία: Δαβίδ Τρουέμπα. Πρωταγωνιστούν: Χαβιέ Καμάρα, Ναταλία ντε Μολίνα, Φρανσέσκ Κολομέρ. Μουσική: Πατ Μέθενι.
Η ταινία δανείζεται τον τίτλο της από αποσπασματικούς στίχους του τραγουδιού «Strawberry Fields for Ever» των Beatles και είναι εξίσου τρυφερή, νοσταλγική κι όμορφη με αυτό.
Το 1966, μια εποχή που η εμμονή με τους διάσημους έδειχνε να έχει μια γοητευτική, σχεδόν ιδεαλιστική αίσθηση και όχι τον ανθρωποφαγικό χαρακτήρα των σημερινών tabloids και του ίντερνετ, ο Τζον Λένον βρίσκεται στην Καρταχένα της Αλμερίας στην Ισπανία για τα γυρίσματα της ταινίας «Πως Κέρδισα τον Πόλεμο» του Ρίτσαρντ Λέστερ. Αρκετά χιλιόμετρα βορειότερα, στην πόλη Αλμπασέτ, ο δάσκαλος Αντόνιο, που χρησιμοποιεί τους στίχους από τα τραγούδια των Beatles για να διδάξει στους μαθητές του αγγλικά, όταν μαθαίνει ότι το είδωλό του βρίσκεται στην Ισπανία, αποφασίζει να ταξιδέψει προς το χώρο των γυρισμάτων. Έχει στόχο να συναντήσει από κοντά τον Λένον και να του ζητήσει να προσθέσει τους στίχους των τραγουδιών στο οπισθόφυλλο, ως βοηθητικό στοιχείο για το μάθημά του, αφού στην περίοδο αυτή, οι ξένες γλώσσες εξαρτιόνταν κυριαρχικά από τη διάδοση της ποπ ποίησης . Στην διαδρομή γνωρίζει δύο νέους που έχουν φύγει από τα σπίτια τους, κυνηγώντας ο καθένας το δικό του όνειρο. Πρόκειται για την Μπελέν, μια νέα κοπέλα που περιπλανιέται λόγω της θρησκευτικά και πολιτικά, ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης της και τον Χουάνχο, έναν μακρυμάλλη έφηβο που βιώνει το χάσμα των γενεών μέσα από τη -σύγκρουση με τον αρτηριοσκληρωτικό πατέρα του. Οι τρεις μαζί ξεκινάνε ένα μακρύ ταξίδι στη διάρκεια του οποίου ανακαλύπτουν πράγματα για τον εαυτό τους που δεν είχαν ποτέ φανταστεί.
Βασισμένο σε ένα αληθινό περιστατικό, το φιλμ του Νταβίντ Τρουέμπα, ακολουθεί μια νοσταλγική διαδρομή χωρίς να γίνεται γλυκερό ή ρετρό. Στη διάρκεια του, οι χαρακτήρες εμφανίζονται ολοκληρωμένα καλοσχηματισμένοι, η ιστορία της Ισπανίας απεικονίζεται με ενδιαφέρον, διανθισμένη με μικρές γοητευτικές λεπτομέρειες, χιούμορ και τρυφερότητα. Οι όποιες μικρές πολιτικές αναφορές στο παρελθόν καθώς και η αντανάκλασή τους στο σήμερα, αντιμετωπίζονται από τον σκηνοθέτη με τέτοιο τρόπο που κατορθώνει να ισορροπεί την μεγάλη εικόνα της ταλαιπωρημένης χώρας του με τις μικρές προσωπικές ιστορίες. Γεφυρώνει επίσης την νοσταλγική γοητεία μιας περασμένης εποχής με την αλήθεια της ζωής που τότε , όπως και σήμερα δεν είναι ιδανική. Κάποιες από τις συμπτώσεις και τις συναντήσεις του κεντρικού ήρωα στον δρόμο του προς τον Τζον Λένον, δείχνουν σχηματικές, όμως ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνουν ή κινηματογραφούνται τα γεγονότα, είναι από την αρχή ως το τέλος κομψός και μετρημένος, πειστικός και γλυκόπικρος.
Σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία στην Ισπανία και βραβεύτηκε με έξι βραβεία Γκόγια: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, αντρικού ρόλου (στον χαρισματικό αλμοδοβαρικό πρωταγωνιστή, τον Χαβιέρ Καμάρα του «Μίλα της»), νέας ηθοποιού και μουσικής για το ατμοσφαιρικό σάουντρακ του θρυλικού Πατ Μέθενι. Ήταν επίσης η επίσημη υποβολή της Ισπανίας για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 2014.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=Iq-4C3NV85g το trailer της ταινίας.
Εδώ : https://www.youtube.com/watch?v=nehRB1FTeTo το τραγούδι των Beatles
Ισπανία, 2013.
Σενάριο-σκηνοθεσία: Δαβίδ Τρουέμπα. Πρωταγωνιστούν: Χαβιέ Καμάρα, Ναταλία ντε Μολίνα, Φρανσέσκ Κολομέρ. Μουσική: Πατ Μέθενι.
Η ταινία δανείζεται τον τίτλο της από αποσπασματικούς στίχους του τραγουδιού «Strawberry Fields for Ever» των Beatles και είναι εξίσου τρυφερή, νοσταλγική κι όμορφη με αυτό.
Το 1966, μια εποχή που η εμμονή με τους διάσημους έδειχνε να έχει μια γοητευτική, σχεδόν ιδεαλιστική αίσθηση και όχι τον ανθρωποφαγικό χαρακτήρα των σημερινών tabloids και του ίντερνετ, ο Τζον Λένον βρίσκεται στην Καρταχένα της Αλμερίας στην Ισπανία για τα γυρίσματα της ταινίας «Πως Κέρδισα τον Πόλεμο» του Ρίτσαρντ Λέστερ. Αρκετά χιλιόμετρα βορειότερα, στην πόλη Αλμπασέτ, ο δάσκαλος Αντόνιο, που χρησιμοποιεί τους στίχους από τα τραγούδια των Beatles για να διδάξει στους μαθητές του αγγλικά, όταν μαθαίνει ότι το είδωλό του βρίσκεται στην Ισπανία, αποφασίζει να ταξιδέψει προς το χώρο των γυρισμάτων. Έχει στόχο να συναντήσει από κοντά τον Λένον και να του ζητήσει να προσθέσει τους στίχους των τραγουδιών στο οπισθόφυλλο, ως βοηθητικό στοιχείο για το μάθημά του, αφού στην περίοδο αυτή, οι ξένες γλώσσες εξαρτιόνταν κυριαρχικά από τη διάδοση της ποπ ποίησης . Στην διαδρομή γνωρίζει δύο νέους που έχουν φύγει από τα σπίτια τους, κυνηγώντας ο καθένας το δικό του όνειρο. Πρόκειται για την Μπελέν, μια νέα κοπέλα που περιπλανιέται λόγω της θρησκευτικά και πολιτικά, ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης της και τον Χουάνχο, έναν μακρυμάλλη έφηβο που βιώνει το χάσμα των γενεών μέσα από τη -σύγκρουση με τον αρτηριοσκληρωτικό πατέρα του. Οι τρεις μαζί ξεκινάνε ένα μακρύ ταξίδι στη διάρκεια του οποίου ανακαλύπτουν πράγματα για τον εαυτό τους που δεν είχαν ποτέ φανταστεί.
Βασισμένο σε ένα αληθινό περιστατικό, το φιλμ του Νταβίντ Τρουέμπα, ακολουθεί μια νοσταλγική διαδρομή χωρίς να γίνεται γλυκερό ή ρετρό. Στη διάρκεια του, οι χαρακτήρες εμφανίζονται ολοκληρωμένα καλοσχηματισμένοι, η ιστορία της Ισπανίας απεικονίζεται με ενδιαφέρον, διανθισμένη με μικρές γοητευτικές λεπτομέρειες, χιούμορ και τρυφερότητα. Οι όποιες μικρές πολιτικές αναφορές στο παρελθόν καθώς και η αντανάκλασή τους στο σήμερα, αντιμετωπίζονται από τον σκηνοθέτη με τέτοιο τρόπο που κατορθώνει να ισορροπεί την μεγάλη εικόνα της ταλαιπωρημένης χώρας του με τις μικρές προσωπικές ιστορίες. Γεφυρώνει επίσης την νοσταλγική γοητεία μιας περασμένης εποχής με την αλήθεια της ζωής που τότε , όπως και σήμερα δεν είναι ιδανική. Κάποιες από τις συμπτώσεις και τις συναντήσεις του κεντρικού ήρωα στον δρόμο του προς τον Τζον Λένον, δείχνουν σχηματικές, όμως ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνουν ή κινηματογραφούνται τα γεγονότα, είναι από την αρχή ως το τέλος κομψός και μετρημένος, πειστικός και γλυκόπικρος.
Σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία στην Ισπανία και βραβεύτηκε με έξι βραβεία Γκόγια: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, αντρικού ρόλου (στον χαρισματικό αλμοδοβαρικό πρωταγωνιστή, τον Χαβιέρ Καμάρα του «Μίλα της»), νέας ηθοποιού και μουσικής για το ατμοσφαιρικό σάουντρακ του θρυλικού Πατ Μέθενι. Ήταν επίσης η επίσημη υποβολή της Ισπανίας για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 2014.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=Iq-4C3NV85g το trailer της ταινίας.
Εδώ : https://www.youtube.com/watch?v=nehRB1FTeTo το τραγούδι των Beatles