Αγγλία 1997. Διάρκεια: 91΄. Σκηνοθεσία: John Duigan. Σενάριο: Naomi Wallace. Πρωταγωνιστούν: Sam Rockwel, Mischa Barton, Christopher McDonald, Kathleen Quinlan, Bruce McGill. Είναι πολύ δύσκολο να μεταφέρει κάποιος στο χαρτί τα πολλά και έντονα θετικά συναισθήματα που προκαλεί η παρακολούθηση αυτής της ταινίας. Αλλά το βέβαιο είναι ότι όποιος τη δει, θα τη θεωρήσει ένα από τα ωραιότερα παραμύθια στο πανί και θα θέλει να την δει πάλι και πάλι. Ένα έργο μοντέρνο, αλληγορικό, ωμό και τρυφερό για τις σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους, τις κοινωνικές διακρίσεις, την ανθρώπινη μοναξιά και την παιδική αθωότητα, από την οποία βιαζόμαστε να απαλλαγούμε και όταν αυτό συμβεί την αναζητάμε απεγνωσμένα. Σε ένα κουκλίστικο προάστιο, με το επιτηδευμένο όνομα Camelot Gardens (Οι κήποι του Κάμελοτ, που παραπέμπει στο θρυλικό κάστρο και τις ρομαντικές ιστορίες που το συνοδεύουν), ειδικά κατασκευασμένο για να κατοικούν πλούσιοι, περίφραχτο με ιδανικά σχεδιασμένους δρόμους και υπέροχα διαμορφωμένα γκαζόν μετακομίζει μια τριμελής οικογένεια. Ο αψεγάδιαστος χώρος που την περιβάλλει, η αποστειρωμένη και τέλεια κατοικία τους, το γυαλιστερό κάμπριο ξεγελούν και δίνουν την αίσθηση ότι τα πάντα λειτουργούν ομαλά χωρίς προβλήματα. Στην πραγματικότητα η εικόνα κρύβει, όχι πολύ καλά, το νεοπλουτισμό, το ρατσισμό και την κακία, την εμπορευματοποίηση των σχέσεων, την ελαφρότητα, τον κυνισμό, την αδιαφορία και την έλλειψη αισθημάτων. Ο πατέρας κάνει σχέδια για την προεκλογική του εκστρατεία και αναπτύσσει φιλίες με τους γείτονες για να διευρύνει την επιρροή του. Η μητέρα σκοτώνει την πλήξη της υποκύπτοντας στα χάδια ενός πολύ μικρότερού της νεαρού. Η δεκάχρονη κόρη Ντέβον είναι ασυνήθιστα υπέροχη και πολύ διαφορετική από την υπόλοιπη οικογένεια. Οι γονείς της, την μεταχειρίζονται σαν εθνικό θησαυρό, την προστατεύουν από έντονες συγκινήσεις, ατυχήματα ακόμα και δυνατούς θορύβους. Όλος ο υλικός κόσμος είναι στα πόδια της, αλλά δεν της παρέχουν τίποτα από όσα έχουν ανάγκη τα παιδιά. Της στερούν την αγάπη, τη ζεστασιά, την τρυφερότητα, τα παραμύθια, την ίδια την παιδική ηλικία. Το νεαρό κορίτσι, παρακολουθεί αγανακτισμένο και επικριτικά την πραγματικότητα γύρω του, ασφυκτιά από τη συμπεριφορά των γονιών του, επαναστατεί και αρνείται να συμβιβαστεί και να περιοριστεί στα όρια που του καθορίζουν. Ζει στον δικό του ψεύτικο μαγικό κόσμο, καταναλώνει όλη τη γοητεία της προεφηβικής ηλικίας του, σε συμπεριφορές εκτόνωσης όπως κραυγές από τη στέγη του σπιτιού μέσα στην νύχτα, ενώ διηγείται συνεχώς ιστορίες για την Μπάμπα Γιαγκά (πνεύμα του δάσους και κυρά της μαγείας στη Σλάβικη, κυρίως ρώσικη μυθολογία). Τους τέλειους χλοοτάπητες φροντίζει ο Τρεντ, ένας ασυνήθιστος νεαρός 21 χρόνων, γιος βετεράνου του πολέμου της Κορέας, πρώην αθλητής καταδύσεων, με ένα τραύμα από σφαίρα στην κοιλιά. Εκπρόσωπος του «απόλυτου τίποτα», κυκλοφορεί συνεχώς με τα ίδια λεκιασμένα ρούχα και κυρίως χωρίς κανείς να ξέρει τίποτα για αυτόν και το παρελθόν του. Η κατοικία του είναι ένα μικρό απεριποίητο τροχόσπιτο, σε ένα ξέφωτο, ενός γειτονικού στο προάστιο δάσους, που δίνει την αίσθηση ότι έχει ξεφύγει από τις σελίδες κάποιου παραμυθιού. Η σιωπηλή και αξιοπρεπής συμπεριφορά του προκαλεί την έντονη περιέργεια των σνομπ κατοίκων του προαστίου, τόσο που δύο αλαζόνες νεαροί χωρίς θυμό, χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, μόνο από πλήξη και αδιαφορία, αρχίζουν να τον παρενοχλούν συστηματικά. Ο Τρεντ και η Ντέβον γνωρίζονται κάτω από περίεργες συνθήκες και ανάμεσα τους, αργά και δειλά, αναπτύσσεται μια δυνατή και ασυνήθιστη φιλία. Τους ενώνει η ίδια ελευθερία σκέψης, έκφρασης και δράσης, η ίδια απέχθεια για την αποστειρωμένη, στάσιμη και υποκριτικά σεμνότυφη κοινότητα και τη θλιβερή πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Τους ενώνει το γεγονός ότι και οι δυο, όπως δείχνουν τα σημάδια τους, έφτασαν κάποτε πολύ κοντά στο θάνατο και αδυνατούν να επιστρέψουν σε αυτό που οι άλλοι αποκαλούν «φυσιολογική» ζωή. Αυτός είναι απόβλητος και αυτή αισθάνεται «ξένη». Ο ένας βρίσκει στον άλλον αυτό που ψάχνουν: κάποιον να τους νοιάζεται. Η τρυφερή και αθώα σχέση τους προκαλεί αρνητικούς συνειρμούς στους φύλακες της ηθικής, συνειρμούς που εντείνονται καθώς οι δύο φίλοι δεν κάνουν καμία προσπάθεια να τους αντικρούσουν. Το αγόρι βρίσκεται σε κίνδυνο και η Ντέβον του χαρίζει μαγικά αντικείμενα: μια πετσέτα που κάνει τα ποτάμια να φουσκώνουν και μία τσατσάρα, χάρη στην οποία φυτρώνουν δάση που τον κρύβουν από τους διώκτες του. Η ατμόσφαιρα γίνεται σταδιακά εκρηκτική, πυροδοτούμενη από τις ταξικές διαφορές, την υποκρισία και τη μισαλλοδοξία. Αλλά, καθώς πλησιάζει η τελική έκρηξη, έρχεται το λυτρωτικό φινάλε που κάνει τον θεατή να εύχεται να ήταν και εφικτό. Ο σκηνοθέτης κάνει μια ταινία, με πολλά στοιχεία από τη λαογραφία και τα παραμύθια. Από τις πιο όμορφες σκηνές της το υπέροχα φωτισμένο στόλισμα ενός πανύψηλου δέντρου με αμέτρητες κατακόκκινες κορδέλες. Αποκορύφωμα της αφήγησης είναι η κατάρριψη του μύθου του «σκληρού» χαρακτήρα του Τρεντ, μέσα από την γνωστοποίηση της σχέσης του με τους γονείς του και την αποκάλυψη των συνθηκών που τον οδήγησαν στην επιλογή του συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Πολύ καλοί στους ρόλους του η Mischa Barton και ο Sam Rockwell, αναδεικνύουν με την παρουσία τους το υπέροχο σενάριο της Naomi Wallace. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=5eCjLuKID8A το trailer της ταινίας “Σκυλιά στη Χλόη” (Lawn Dogs) Αγγλία 1997. Διάρκεια: 91΄. Σκηνοθεσία: John Duigan. Σενάριο: Naomi Wallace. Πρωταγωνιστούν: Sam Rockwel, Mischa Barton, Christopher McDonald, Kathleen Quinlan, Bruce McGill. Είναι πολύ δύσκολο να μεταφέρει κάποιος στο χαρτί τα πολλά και έντονα θετικά συναισθήματα που προκαλεί η παρακολούθηση αυτής της ταινίας. Αλλά το βέβαιο είναι ότι όποιος τη δει, θα τη θεωρήσει ένα από τα ωραιότερα παραμύθια στο πανί και θα θέλει να την δει πάλι και πάλι. Ένα έργο μοντέρνο, αλληγορικό, ωμό και τρυφερό για τις σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους, τις κοινωνικές διακρίσεις, την ανθρώπινη μοναξιά και την παιδική αθωότητα, από την οποία βιαζόμαστε να απαλλαγούμε και όταν αυτό συμβεί την αναζητάμε απεγνωσμένα. Σε ένα κουκλίστικο προάστιο, με το επιτηδευμένο όνομα Camelot Gardens (Οι κήποι του Κάμελοτ, που παραπέμπει στο θρυλικό κάστρο και τις ρομαντικές ιστορίες που το συνοδεύουν), ειδικά κατασκευασμένο για να κατοικούν πλούσιοι, περίφραχτο με ιδανικά σχεδιασμένους δρόμους και υπέροχα διαμορφωμένα γκαζόν μετακομίζει μια τριμελής οικογένεια. Ο αψεγάδιαστος χώρος που την περιβάλλει, η αποστειρωμένη και τέλεια κατοικία τους, το γυαλιστερό κάμπριο ξεγελούν και δίνουν την αίσθηση ότι τα πάντα λειτουργούν ομαλά χωρίς προβλήματα. Στην πραγματικότητα η εικόνα κρύβει, όχι πολύ καλά, το νεοπλουτισμό, το ρατσισμό και την κακία, την εμπορευματοποίηση των σχέσεων, την ελαφρότητα, τον κυνισμό, την αδιαφορία και την έλλειψη αισθημάτων. Ο πατέρας κάνει σχέδια για την προεκλογική του εκστρατεία και αναπτύσσει φιλίες με τους γείτονες για να διευρύνει την επιρροή του. Η μητέρα σκοτώνει την πλήξη της υποκύπτοντας στα χάδια ενός πολύ μικρότερού της νεαρού. Η δεκάχρονη κόρη Ντέβον είναι ασυνήθιστα υπέροχη και πολύ διαφορετική από την υπόλοιπη οικογένεια. Οι γονείς της, την μεταχειρίζονται σαν εθνικό θησαυρό, την προστατεύουν από έντονες συγκινήσεις, ατυχήματα ακόμα και δυνατούς θορύβους. Όλος ο υλικός κόσμος είναι στα πόδια της, αλλά δεν της παρέχουν τίποτα από όσα έχουν ανάγκη τα παιδιά. Της στερούν την αγάπη, τη ζεστασιά, την τρυφερότητα, τα παραμύθια, την ίδια την παιδική ηλικία. Το νεαρό κορίτσι, παρακολουθεί αγανακτισμένο και επικριτικά την πραγματικότητα γύρω του, ασφυκτιά από τη συμπεριφορά των γονιών του, επαναστατεί και αρνείται να συμβιβαστεί και να περιοριστεί στα όρια που του καθορίζουν. Ζει στον δικό του ψεύτικο μαγικό κόσμο, καταναλώνει όλη τη γοητεία της προεφηβικής ηλικίας του, σε συμπεριφορές εκτόνωσης όπως κραυγές από τη στέγη του σπιτιού μέσα στην νύχτα, ενώ διηγείται συνεχώς ιστορίες για την Μπάμπα Γιαγκά (πνεύμα του δάσους και κυρά της μαγείας στη Σλάβικη, κυρίως ρώσικη μυθολογία). Τους τέλειους χλοοτάπητες φροντίζει ο Τρεντ, ένας ασυνήθιστος νεαρός 21 χρόνων, γιος βετεράνου του πολέμου της Κορέας, πρώην αθλητής καταδύσεων, με ένα τραύμα από σφαίρα στην κοιλιά. Εκπρόσωπος του «απόλυτου τίποτα», κυκλοφορεί συνεχώς με τα ίδια λεκιασμένα ρούχα και κυρίως χωρίς κανείς να ξέρει τίποτα για αυτόν και το παρελθόν του. Η κατοικία του είναι ένα μικρό απεριποίητο τροχόσπιτο, σε ένα ξέφωτο, ενός γειτονικού στο προάστιο δάσους, που δίνει την αίσθηση ότι έχει ξεφύγει από τις σελίδες κάποιου παραμυθιού. Η σιωπηλή και αξιοπρεπής συμπεριφορά του προκαλεί την έντονη περιέργεια των σνομπ κατοίκων του προαστίου, τόσο που δύο αλαζόνες νεαροί χωρίς θυμό, χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, μόνο από πλήξη και αδιαφορία, αρχίζουν να τον παρενοχλούν συστηματικά. Ο Τρεντ και η Ντέβον γνωρίζονται κάτω από περίεργες συνθήκες και ανάμεσα τους, αργά και δειλά, αναπτύσσεται μια δυνατή και ασυνήθιστη φιλία. Τους ενώνει η ίδια ελευθερία σκέψης, έκφρασης και δράσης, η ίδια απέχθεια για την αποστειρωμένη, στάσιμη και υποκριτικά σεμνότυφη κοινότητα και τη θλιβερή πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Τους ενώνει το γεγονός ότι και οι δυο, όπως δείχνουν τα σημάδια τους, έφτασαν κάποτε πολύ κοντά στο θάνατο και αδυνατούν να επιστρέψουν σε αυτό που οι άλλοι αποκαλούν «φυσιολογική» ζωή. Αυτός είναι απόβλητος και αυτή αισθάνεται «ξένη». Ο ένας βρίσκει στον άλλον αυτό που ψάχνουν: κάποιον να τους νοιάζεται. Η τρυφερή και αθώα σχέση τους προκαλεί αρνητικούς συνειρμούς στους φύλακες της ηθικής, συνειρμούς που εντείνονται καθώς οι δύο φίλοι δεν κάνουν καμία προσπάθεια να τους αντικρούσουν. Το αγόρι βρίσκεται σε κίνδυνο και η Ντέβον του χαρίζει μαγικά αντικείμενα: μια πετσέτα που κάνει τα ποτάμια να φουσκώνουν και μία τσατσάρα, χάρη στην οποία φυτρώνουν δάση που τον κρύβουν από τους διώκτες του. Η ατμόσφαιρα γίνεται σταδιακά εκρηκτική, πυροδοτούμενη από τις ταξικές διαφορές, την υποκρισία και τη μισαλλοδοξία. Αλλά, καθώς πλησιάζει η τελική έκρηξη, έρχεται το λυτρωτικό φινάλε που κάνει τον θεατή να εύχεται να ήταν και εφικτό. Ο σκηνοθέτης κάνει μια ταινία, με πολλά στοιχεία από τη λαογραφία και τα παραμύθια. Από τις πιο όμορφες σκηνές της το υπέροχα φωτισμένο στόλισμα ενός πανύψηλου δέντρου με αμέτρητες κατακόκκινες κορδέλες. Αποκορύφωμα της αφήγησης είναι η κατάρριψη του μύθου του «σκληρού» χαρακτήρα του Τρεντ, μέσα από την γνωστοποίηση της σχέσης του με τους γονείς του και την αποκάλυψη των συνθηκών που τον οδήγησαν στην επιλογή του συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Πολύ καλοί στους ρόλους του η Mischa Barton και ο Sam Rockwell, αναδεικνύουν με την παρουσία τους το υπέροχο σενάριο της Naomi Wallace. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=5eCjLuKID8A το trailer της ταινίας
0 Comments
Leave a Reply. |