Ελλάδα-Γαλλία, 1986. Διάρκεια: 107'. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Νίκος Παπατάκης. Μουσική Σύνθεση: Χριστόδουλος Χάλαρης. Πρωταγωνιστούν: Χρήστος Τσάγκας, Αρης Ρέτσος, Ζωζώ Zάρπα, Δέσποινα Τομαζάνη, Χρήστος Βαλαβανίδης, Τότσικας Γιάννης. Ένας σκηνοθέτης της διασποράς ο Έλληνο-Αιθίοπας Νίκος Παπατάκης φτιάχνει μια από τις λαϊκότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου στην οποία εξερευνά, με ζεστό, ανθρώπινο, αλλά παράλληλα αιχμηρό και ειρωνικό τρόπο, θέματα όπως η μετανάστευση, ο εξαναγκαστικός ξεριζωμός, η αυτοεξορία για πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους, η νοσταλγία του ξενιτεμένου, η πλάνη της ευτυχίας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αλληγορία που καταπιάνεται με τραγικά γεγονότα, παρεξηγήσεις και απάτες που σημάδεψαν την νεότερη ιστορία της πατρίδας μας. Επίκεντρο της κριτικής του είναι η επταετής δικτατορία και τα πρόσωπα που οδήγησαν τη χώρα σε παρόμοιες καταστάσεις και είναι υπεύθυνα για τις κακοτοπιές που πέρασε (και περνάει) ο ελληνικός λαός. Στα χρόνια της δικτατορίας ο Ηλίας υπηρετεί δύσκολη θητεία στο στρατό επειδή είναι «χαρακτηρισμένος», καθώς ο κομμουνιστής πατέρας του πολέμησε και σκοτώθηκε στον εμφύλιο στο πλευρό του ΕΛΑΣ. Για τον ίδιο λόγο, όταν απολύεται και επιστρέφει στην πατρίδα του, την Καστοριά, δεν έχει καμία ευκαιρία για ένα καλύτερο μέλλον. Αποφασίζει να μεταναστεύσει στο Παρίσι, όπου προσεγγίζει τον Γεράσιμο, έναν σχεδόν μισάνθρωπο, μοναχικό γουναρά, μακρινό συγγενή της μητέρας του, που βρίσκεται εκεί από χρόνια και έχει δικό του εργαστήριο επεξεργασίας γούνας. Ανάμεσα στους δύο άνδρες, που δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τη ζωή και την κοινωνία, σιγά- σιγά αναπτύσσεται μια σχέση φιλίας, αγάπης και εμπιστοσύνης, η οποία όμως οικοδομείται πάνω σε ένα επιπόλαιο ψέμα. Ο Ηλίας κουβαλά πάντα μαζί του, με έκδηλη θρησκευτικότητα, τη φωτογραφία μιας τραγουδίστριας που ειρωνικά την λένε Ευτυχία, την οποία είχε μαζέψει με πολύ χαρά από το δρόμο στην αρχή της ταινίας. Όταν ο Γεράσιμος βλέπει τυχαία τη φωτογραφία ο Ηλίας την παρουσιάζει σαν αδελφή του. Αυτή η «έμπνευση» πυροδοτεί όλη την πλοκή της ταινίας και γίνεται αιτία να δημιουργηθούν μια σειρά από παρεξηγήσεις οι οποίες προκαλούν άλλα μεγαλύτερα και λιγότερο αθώα ψέματα και προοδευτικά εμπνέουν στον ανύπαντρο γουναρά έναν πλατωνικό έρωτα για την φαντασιακή εικόνα της ανύπαρκτης Ευτυχίας. Αποφασίζει να την παντρευτεί και για αυτό το σκοπό αναδιοργανώνει ολόκληρη τη ζωή του. Ο Ηλίας μπλοκαρισμένος ανάμεσα στην ειλικρινή ευγνωμοσύνη, την ανάγκη να μην χάσει τη δουλειά του και να διαφυλάξει μια ζωή που για πρώτη φορά δεν πάει στραβά, έχει συμπεριφορά παρόμοια με αυτή ενός εγκληματία. Νοιώθει διαρκώς ένοχος για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε ποτέ. Αντίθετα απέτρεψε την συνέχιση ενός εγκλήματος αποκαλύπτοντας πως τα εμβάσματα που έστελνε ο Γεράσιμος για τους γονείς του δεν έφταναν σε αυτούς, που ήταν νεκροί, αλλά τα κατακρατούσε ο άνθρωπος που είχε με την ευθύνη να τους τα παραδίδει. Όταν οι δύο άντρες επιστρέφουν στην Ελλάδα για το γάμο, το ψέμα αποκαλύπτεται και η ιστορία τους μετατρέπεται σε τραγωδία. Ο Παπατάκης υπογράφει τη σκηνοθεσία και το σενάριο. Η φωτογραφία του Άρη Σταύρου αναδεικνύει το θέμα, το ίδιο και η μουσική του Χριστόδουλου Χάλαρη. Οι πρωταγωνιστές Άρης Ρέτσος, κυρίως θεατρικός ηθοποιός, Χρήστος Τσάγκας, αλλά και ο Χρήστος Βαλαβανίδης στο ρόλο του φιλοχουντικού, «καλού χριστιανού» που υπεξαιρεί τα χρήματα του μετανάστη δίνουν δυνατές ερμηνείες. Η ταινία διαγωνίστηκε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στο Φεστιβάλ των Καννών του 1987. Απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου του Ρίμινι τον ίδιο χρόνο. Το πέρασμά της από το 27ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης άφησε ιστορία. Ενώ ήταν σίγουρη η βράβευσή της με το πρώτο βραβείο, την τελευταία στιγμή η κριτική επιτροπή, ακριβώς επειδή η συμβολική-αλληγορική διάστασή της προκάλεσε τη συντηρητική κοινωνία της εποχής που χαρακτήρισε αιρετικό το σκηνοθέτη, το έδωσε στο «Καραβάν Σαράι» και απένειμε στη «Φωτογραφία» το βραβείο σεναρίου, το οποίο ο Παπατάκης αρνήθηκε να παραλάβει. Το κοινό αντιδρώντας στην άδικη βράβευση, σήκωσε στα χέρια του το σκηνοθέτη και τον αποθέωσε. Η «Φωτογραφία» τοποθετήθηκε από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) στις 5 καλύτερες ελληνικές ταινίες, ενώ ψηφίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσα στις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Ο Νίκος Παπατάκης, ένας μέτοικος που δεν απέκτησε ποτέ πατρίδα, είναι ένας θρύλος του ελληνικού και παγκόσμιου κινηματογράφου. Γεννήθηκε στην Αιθιοπία. Οι πυκνές ιστορικές εξελίξεις της εποχής του τον υποχρέωσαν να ζήσει και να δουλέψει σε πολλές χώρες όπως ο Λίβανος, η Ελλάδα, η Γαλλία, οι ΗΠΑ. Υπήρξε επαναστάτης με την καλλιτεχνική έννοια του όρου, διανοούμενος με αναρχική σκέψη, καταραμένος και συγχρόνως ευνοούμενος της μοίρας, μπον-βιβέρ εκπάγλου καλλονής στα νιάτα του, εμβληματική προσωπικότητα που συνδέθηκε με τα σημαντικότερα ονόματα της τέχνης και του πνεύματος στη Γαλλία (Ζακ Πρεβέρ, Γκρέτα Γκάρμπο, η Άννα Μανιάνι, Ανούκ Αιμέ, Ζαν Ζενέ, τον Pablo, κατά κόσμο Μιχάλη Ράπτη κ.ά.). Πολέμησε εναντίον του Μουσολίνι στην Αιθιοπία, συμμετείχε στη γαλλική αντίσταση και στον ελληνικό αντιδικτατορικό αγώνα. Παντρεύτηκε την Ανούκ Αιμέ και την Όλγα Καρλάτου, συνδέθηκε με μια γυναίκα μύθο, τη Nico των Velvet Underground, μετέπειτα μούσα του Άντι Γουόρχολ. Χρηματοδότησε την ταινία, σταθμό στην ιστορία του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, «Σκιές» («Shadows») του Τζον Κασσαβέτης. Η ταινία του «Άβυσσοι» επιλέχτηκε από τον Αντρέ Μαλρό, υπουργό τότε Πολιτισμού να εκπροσωπήσει τη Γαλλία στο Φεστιβάλ Καννών, παρακάμπτοντας διάφορες επιτροπές και παραβλέποντας το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης ήταν Έλληνας υπήκοος. Οι συμβολισμοί της σχέσης Γάλλων και Αλγερινών στην ταινία ήταν τόσο εμφανείς, που εθνικιστικές οργανώσεις απείλησαν ότι αν βραβευόταν, θα τίναζαν το κτίριο του Φεστιβάλ στον αέρα. Η ταινία είχε την υποστήριξη προσωπικοτήτων όπως ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Αντρέ Μπρετόν, ενώ η Φρανσουά Σαγκάν δήλωνε ότι αν ήταν στο χέρι της, θα της έδινε τον Χρυσό Φοίνικα. Ολόκληρο το Παρίσι μιλούσε για τον Παπατάκη ως έναν δημιουργό μεγάλης δύναμης, παρομοιάζοντάς τον με τον Λουίς Μπονιουέλ. Γύρισε μόνο 6 ταινίες. Στο τέλος της πολυτάραχης ζωής του δέχτηκε σημαντικές τιμές σε Γαλλία και Ελλάδα. Μοναχικός οδοιπόρος, χωρίς πατρίδα, αναρχικός και πεσιμιστής, πέθανε στα 92 του, ολομόναχος στο σπίτι του στο Παρίσι, στις 17 Δεκεμβρίου του 2010. (Τα βιογραφικά στοιχεία είναι από την «Μονογραφία Νίκος Παπατάκης» του Γιάννη Κονταξόπουλου, Εκδόσεις Καστανιώτη). Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=A7ozIBIv3C8 το trailer της ταινίας
0 Comments
ΗΠΑ, 2014. Διάρκεια: 134'. Σκηνοθεσία:Bennett Miller. Πρωταγωνιστούν: Steve Carell, Channing Tatum, Mark Ruffalo, Sienna Miller, Anthony Michael Hall, Guy Boyd, Brett Rice, David "Doc" Bennett, Vanessa Redgrave. To“Foxcatcher” είναι μια συγκινητική ιστορία, ένα ψυχολογικό, κοινωνικό βιογραφικό δράμα στο οποίο ο σκηνοθέτης Bennett Miller (“Capote” και “Maneyball”) αφηγείται αριστουργηματικά μεγάλα κοινωνικά ζητήματα μέσα από πορτραίτα αληθινών ανθρώπων. Μια συναρπαστική παραβολή για ενδιαφέροντα, πολύπλοκα και πρόσφορα για σκέψη θέματα όπως το χρήμα, η πάλη των εχόντων με τους μη έχοντες, η εμμονή της Αμερικής με την επιτυχία και η ιδεολογία που συστηματικά χτίζεται γύρω από την «ισοπεδωτική αποτυχία» της δεύτερης θέσης, η βασανιστική ανάγκη να υπακούς στην νόρμα, η θλίψη και η ματαιότητα, ο τρόπος που τα καταπιεσμένα ένστικτα δηλητηριάζουν την ζωή, η κοινωνικά ορισμένη κατάσταση των φύλων, ο λαβύρινθος των ανθρώπινων σχέσεων, η αδερφική αγάπη, η τυφλή πίστη, η διαφθορά που συνοδεύει τη δύναμη και τον πλούτο. Είναι η διήγηση ενός εφήμερου success story, μια σκληρή κριτική στο αμερικάνικο όνειρο και την ίδια την Αμερική, τη χώρα όπου κυριαρχεί η χειραγώγηση, τα όπλα (όποιος έχει πολλά λεφτά μπορεί να αποκτήσει ένα πλήρως εξοπλισμένο άρμα μάχης), η βία και η καταστολή της εξουσίας που στηρίζεται σε ψευτοπατριωτισμούς, μόνο και μόνο για να κρύψει το πόσο τυραννική είναι. Το σενάριο διηγείται την αληθινή ιστορία των αδερφών Ντέιβ και Μαρκ Σουλτς χρυσών ολυμπιονικών της ελληνορωμαϊκής πάλης στους Ολυμπιακούς του 1984. Τα δύο αδέλφια μεγαλωμένα από μικρά χωρίς γονείς και χωρίς σταθερή οικογένεια, δεν έχουν μια τυπική αδελφική σχέση. Είναι βαθιά, σε βαθμό εξάρτησης, συνδεδεμένα και παρά το γεγονός ότι ο Ντέιβ είναι ελάχιστα μεγαλύτερος από τον Μαρκ ο πρώτος αναλαμβάνει ένα πατρικό ρόλο για τον δεύτερο. Ο Μαρκ, αφελής και ασταθής χαρακτήρας, έχει τρομερή αγάπη για τον αδερφό του, τον βλέπει ως μέντορα και προστάτη, συνάδελφο και προπονητή στην πάλη. Σε αυτόν καταφεύγει για ψυχολογική και συναισθηματική υποστήριξη. Ταυτόχρονα τον ζηλεύει παθολογικά, η ζήλια του αυξάνεται με τα χρόνια, ενώ η όλη του εξάρτηση τον εμποδίζει να έχει δική του ζωή, δική του καριέρα και δικό του σεβασμό από τον κόσμο. Την συναισθηματική του ένταση εκτονώνει στους αντιπάλους του στην πάλη και τον ίδιο του τον εαυτό. ΄Οσο τα δύο αδέλφια προπονούνται για τους Ολυμπιακούς της Σεούλ του 1988, ο Ντέιβ αποφασίζει να προχωρήσει στη ζωή του, παντρεύεται και αποκτά δύο παιδιά, γεγονός που ο Μαρκ το εκλαμβάνει ως προδοσία και η σχέση τους έρχεται σε ρήξη. Σε αυτή την ευαίσθητη στιγμή, ο Μαρκ προσκαλείται από τον Τζον ΝτυΠόντ, έναν εκκεντρικό δισεκατομμυριούχο να μετακομίσει και να προπονηθεί, υπό την καθοδήγησή του, στο μεγαλειώδες κτήμα του Foxcatcher Farm. Ο Μαρκ δέχεται κολακευμένος από την προσφορά, πιστεύοντας ότι του προσφέρεται η δυνατότητα μιας ιδανικής ζωής, η ευκαιρία να αποδεσμευτεί συναισθηματικά από τον αδελφό του και να αφοσιωθεί σε αυτό που πραγματικά αγαπά και επιδιώκει: να γίνει ο καλύτερος αθλητής πάλης στον κόσμο. Ο ΝτυΠόντ είναι και αυτός μια ειδική περίπτωση. Η προσωπικότητα του έχει διαμορφωθεί διαστρεβλωμένα από το βάρος της απουσίας ενός εξαφανισμένου πατέρα και της σκληρής παρουσίας μιας αυταρχικής και πάντα επικριτικής μητέρας. Το παίζει φιλοτελιστής, ορνιθολόγος, ευεργέτης, παράγοντας με πατριωτικές ανησυχίες. Στην πραγματικότητα είναι ένα άεργο, προβληματικό, παρανοϊκό, γερασμένο «παιδί» που δεν σταματά να παίζει με τα όπλα. Μισεί τα άλογα που εκτρέφει η μητέρα του και που οι νίκες τους στους αγώνες έχουν γεμίσει ένα δωμάτιο με έπαθλα. Υστερεί σε κύρος και ουσία και αναπληρώνει την ανυπαρξία τους με την δύναμη που αντλεί από τον πλούτο και την κοινωνική του θέση. Κανένας και τίποτα δεν μπορεί να του αντισταθεί. Χρησιμοποιεί τους γύρω του για να κατακτήσει την ανέφικτη αγάπη της μάνας και τον σεβασμό των συνομηλίκων του. Κάνει δωρεές και θαμπώνει τους υπεύθυνους της αμερικανικής ομοσπονδίας πάλης, «αγοράζει» στην πραγματικότητα τον μοναχικό Ολυμπιονίκη Μαρκ Σουλτς, προσκαλεί και άλλους καλούς συναθλητές του και φτιάχνει μια ομάδα, με αντάλλαγμα να αποκαλείται κόουτς και να εμφανίζεται ως μαικήνας στους πάγκους των μεγάλων διοργανώσεων. Καταφέρνει να δελεάσει ακόμα και τον προσγειωμένο, οικογενειάρχη πια Ντέιβ Σουλτς, που έρχεται και αυτός στο κτήμα. Ανάμεσα στους τρεις άνδρες αναπτύσσεται μια πολύπλοκη δυναμική σχέσεων. Ο Μαρκ βρίσκει στον νέο του μέντορα την πατρική φιγούρα που του λείπει και αναζητά συνεχώς την επιβεβαίωση του. Για τον πλούσιο άντρα, ο Μαρκ εκτός από καταπιεσμένο αντικείμενο του πόθου, είναι κατά κάποιον τρόπο ένας φίλος, σύντροφος. Αποζητά ακριβώς αυτή τη σχέση γιατί όπως εξομολογείται μεγάλωσε χωρίς φιλικούς δεσμούς, αφού στα δεκαέξι του ανακάλυψε πως ο καλύτερος του φίλος, ο γιος του σοφέρ της μητέρας του, πληρωνόταν από εκείνη για να τον κάνει παρέα. Η άστατη προσωπικότητα του ΝτυΠόντ παρασύρει το Μαρκ σε ένα νοσηρό τρόπο ζωής και απειλεί να υπονομεύσει την αθλητική προετοιμασία του. Η εμμονή του με το Ντέιβ και την αποφασιστικότητα που αποπνέει τροφοδοτεί την παράνοια του και οι τρεις τους οδηγούνται σε μια απρόβλεπτη τραγωδία. H σκηνοθεσία του Miller είναι εκπληκτική. Αξιοποιεί στο έπακρο τις υποκριτικές δυνατότητες της ομάδας των τριών ανδρών πρωταγωνιστών (Steve Carell, Channing Tatum και Mark Ruffalo) αποσπώντας αριστουργηματικές ερμηνείες. Η πανέμορφη φωτογραφία και το μελαγχολικό soundtrack βοηθούν τον σκηνοθέτη να πει με συγκλονιστικό τρόπο την τραγική ιστορία του, κρατώντας συνεχώς τους θεατές του σε ένταση προσφέροντας τους μια από τις πλέον ειλικρινείς, αυθόρμητες ψυχολογικές ταινίες που έχουμε δει τελευταία. Η ταινία κατέκτησε το Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών (2014), είχες πολλές υποψηφιότητες στα Όσκαρ και τις Χρυσές Σφαίρες της ίδιας χρονιάς. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=1mmHKof6LIM το tailer της ταινίας Γερμανία, 1987. Διάρκεια: 127'. Σκηνοθεσία: Βιμ Βέντερς. Σενάριο: Πήτερ Χάνκε- Βιμ Βέντερς. Πρωταγωνιστούν: Μπρούνο Γκαντζ, Πίτερ Φολκ, Σολβέιγ Ντομαρτέν, Ότο Σάντερ. Κινηματογραφική ελεγεία του Βέντερς, ταινία καθαρής ποίησης και ταυτόχρονα ερωτική εξομολόγηση στη ζωή, τους ανθρώπους, την πίστη, την αμφιβολία, τον έρωτα, την αυταπάτη. Με εκπληκτικές εναέριες λήψεις στο Βερολίνο, ο σκηνοθέτης μας αφηγείται την ιστορία δύο αόρατων στους ανθρώπους, αλλά ορατών στα παιδιά, αγγέλων. Ο ένας από αυτούς ο Νταμιέλ, βαρέθηκε να είναι απλός γνώστης και αποφασίζει να γίνει πάλι άνθρωπος ώστε να ζήσει τον έρωτα του για τη Μαριόν, μια ακροβάτισσα του τσίρκου, αλλά και κάθε μικρή απόλαυση της καθημερινής ζωής των κοινών θνητών: να αγγίζει, να γεύεται το φαγητό, να ακούει μουσική, να νιώθει τη βροχή, να πίνει καφέ. Συνειδητά και με τη θέλησή του απορρίπτει τα προνόμια της αθανασίας και τη θλίψη της μοναξιάς, «εκπίπτει» στους περιορισμούς του χρόνου, την αρρώστια, τον πόνο και το θάνατο για να κερδίσει τη δυνατότητα να ζήσει την περιπέτεια της ζωής. Βουτάει στη γη (σε μια αξέχαστη κινηματογραφική σκηνή) και γίνεται άνθρωπος μπροστά στο Τείχος, σε ένα χώρο που τότε δεν ήταν ούτε Δύση, ούτε Ανατολή, αλλά ένας «no man’s land». Ο σκηνοθέτης ποιητικός και ευκρινής μας ψιθυρίζει τρυφερά μελαγχολικές ιστορίες για την παιδική ηλικία, τον άντρα και τη γυναίκα, την αθωότητα και τη σοφία, την Ευρώπη και την Αμερική, τον κινηματογράφο, τη ζωή που ονειρευόμαστε και τη ζωή που ζούμε. Κερδίζει Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες το 1987 και μια θέση στην ιστορία του κινηματογράφου ως ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες της Ευρώπης. Όπως λέει ο ίδιος «…Η γέννηση αυτής της ταινίας είναι βαθιά συνδεδεμένη με την Επιθυμία: τις επιθυμίες μου να κάνω μια ταινία για και στο Βερολίνο, την επιθυμία μου να ξαναβρώ τη γλώσσα μου και τα γερμανικά που τα είχα εγκαταλείψει κινηματογραφικά εδώ και πολύ διάστημα. H επιθυμία να πω επίσης: πώς μπορεί να ζει κανείς στο σημερινό κόσμο; H ιστορία μου δε θα μπορούσε να διεξαχθεί πουθενά άλλου, το Βερολίνο δεν είναι μόνο η ενσάρκωση και η καρδιά της Γερμανίας, αλλά επίσης ολίγον τι ολόκληρου του κόσμου. Είναι η μόνη πόλη που μ’ ενδιαφέρει από τη χώρα μου. Οπουδήποτε άλλου δε νιώθεις τίποτα, εκτός από τη φρενήρη ανάγκη να ξεχασθεί το παρελθόν. Αντίθετα το Βερολίνο κουβαλά τα τραύματα του έντιμα, θα έλεγα με υπερηφάνεια. Τα σημάδια του πολέμου δεν εξαφανίστηκαν, μένουν μάλιστα παρόντα ακόμα και στην αρχιτεκτονική. Είναι το μόνο μέρος όπου δεν προσπαθούν να λησμονήσουν. Σ’ αυτή τη συμβολική πόλη βρίσκεις ίχνη του 19ου αιώνα, της δεκαετίας του ’20, του πολέμου, του μεταπολέμου, όπως φυσικά της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας». Χρησιμοποιεί συμβολικά τους αγγέλους γιατί χάρη σε αυτούς όπως λέει: «θέλω να αφηγηθώ πράγματα, που δύσκολα θα μπορούσα να πω με διαφορετικό τρόπο. Οι άγγελοι έχουν ένα πιο αντικειμενικό βλέμμα, εφόσον παρατηρούν τους ανθρώπους από ψηλά, από έξω, αλλά και ταυτόχρονα υποκειμενικό όταν το βλέμμα αυτό επικεντρώνεται πάνω σε πρόσωπα που τους αγγίζουν ιδιαίτερα. Ο άγγελος βλέπει τα πάντα, μπορεί να μπει μέσα στο νου, να ακούσει τις κρυφές σκέψεις, είναι ένα απόλυτα καλό ον κι εκφράζει ένα ολότελα ελεύθερο πνεύμα… Μεγάλοι ταξιδευτές, μάρτυρες χωρίς δυνατότητα συμμετοχής, οι άγγελοι σταμάτησαν στο Βερολίνο. Δεν έχουν ψυχολογία, δεν την έχουν ανάγκη, γιατί η αντίληψη τους είναι διαφορετική. Τι είναι ένας άγγελος; Συμβολίζει το παιδί που ήμασταν κάποτε και που το ξεχάσαμε, τη χαμένη αθωότητα με τίμημα την ενήλικη σοφία… Από την εποχή της αιωνιότητας, είναι γνώστες χωρίς εμπειρία, δεν έχουν βιώσει τίποτα…» Ο Βιμ Βέντερς χρησιμοποιεί συμβολικά και τα χρώματα. Όσο ο Νταμιέλ είναι ακόμα άγγελος το φιλμ είναι ασπρόμαυρο και γίνεται έγχρωμο όταν αυτός γίνεται θνητός. Όπως λέει: «Τα χρώματα σηματοδοτούν το πέρασμα στον κόσμο των θνητών, με όλες αυτές τις επιθυμίες του να γευτείς, να αισθανθείς να δεις, ν’ αγγίξεις. Οι άγγελοι δε γνωρίζουν τις ανθρώπινες εμπειρίες του σώματος, γνωρίζουν μόνο την ουσία των πραγμάτων, όχι την επαφή μαζί τους. Δεν διακρίνουν τα χρώματα, παρά φευγαλέα καμιά φορά, όπως τις στιγμές της αφηρημάδας του Νταμιέλ, όταν αφήνει να τον κατακλύσουν οπτικές άλλων που δεν είναι δικές του. Το πρώτο ήμισυ της ταινίας κολυμπά τόσο πολύ σ’ ένα ονειρικό κλίμα που το ασπρόμαυρο ήταν επιβεβλημένο. Από τη στιγμή που ο Νταμιέλ γίνεται θνητός, η ταινία κλίνει ολοκληρωτικά προς το χρώμα…». Τα παραπάνω είναι αποσπάσματα από συνέντευξη του Wim Wenders στο La Revue du Cinema, No 431, Οκτώβρης 1987. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=0htOcy1QUkk το trailer της ταινίας Αγγλία 1997. Διάρκεια: 91΄. Σκηνοθεσία: John Duigan. Σενάριο: Naomi Wallace. Πρωταγωνιστούν: Sam Rockwel, Mischa Barton, Christopher McDonald, Kathleen Quinlan, Bruce McGill. Είναι πολύ δύσκολο να μεταφέρει κάποιος στο χαρτί τα πολλά και έντονα θετικά συναισθήματα που προκαλεί η παρακολούθηση αυτής της ταινίας. Αλλά το βέβαιο είναι ότι όποιος τη δει, θα τη θεωρήσει ένα από τα ωραιότερα παραμύθια στο πανί και θα θέλει να την δει πάλι και πάλι. Ένα έργο μοντέρνο, αλληγορικό, ωμό και τρυφερό για τις σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους, τις κοινωνικές διακρίσεις, την ανθρώπινη μοναξιά και την παιδική αθωότητα, από την οποία βιαζόμαστε να απαλλαγούμε και όταν αυτό συμβεί την αναζητάμε απεγνωσμένα. Σε ένα κουκλίστικο προάστιο, με το επιτηδευμένο όνομα Camelot Gardens (Οι κήποι του Κάμελοτ, που παραπέμπει στο θρυλικό κάστρο και τις ρομαντικές ιστορίες που το συνοδεύουν), ειδικά κατασκευασμένο για να κατοικούν πλούσιοι, περίφραχτο με ιδανικά σχεδιασμένους δρόμους και υπέροχα διαμορφωμένα γκαζόν μετακομίζει μια τριμελής οικογένεια. Ο αψεγάδιαστος χώρος που την περιβάλλει, η αποστειρωμένη και τέλεια κατοικία τους, το γυαλιστερό κάμπριο ξεγελούν και δίνουν την αίσθηση ότι τα πάντα λειτουργούν ομαλά χωρίς προβλήματα. Στην πραγματικότητα η εικόνα κρύβει, όχι πολύ καλά, το νεοπλουτισμό, το ρατσισμό και την κακία, την εμπορευματοποίηση των σχέσεων, την ελαφρότητα, τον κυνισμό, την αδιαφορία και την έλλειψη αισθημάτων. Ο πατέρας κάνει σχέδια για την προεκλογική του εκστρατεία και αναπτύσσει φιλίες με τους γείτονες για να διευρύνει την επιρροή του. Η μητέρα σκοτώνει την πλήξη της υποκύπτοντας στα χάδια ενός πολύ μικρότερού της νεαρού. Η δεκάχρονη κόρη Ντέβον είναι ασυνήθιστα υπέροχη και πολύ διαφορετική από την υπόλοιπη οικογένεια. Οι γονείς της, την μεταχειρίζονται σαν εθνικό θησαυρό, την προστατεύουν από έντονες συγκινήσεις, ατυχήματα ακόμα και δυνατούς θορύβους. Όλος ο υλικός κόσμος είναι στα πόδια της, αλλά δεν της παρέχουν τίποτα από όσα έχουν ανάγκη τα παιδιά. Της στερούν την αγάπη, τη ζεστασιά, την τρυφερότητα, τα παραμύθια, την ίδια την παιδική ηλικία. Το νεαρό κορίτσι, παρακολουθεί αγανακτισμένο και επικριτικά την πραγματικότητα γύρω του, ασφυκτιά από τη συμπεριφορά των γονιών του, επαναστατεί και αρνείται να συμβιβαστεί και να περιοριστεί στα όρια που του καθορίζουν. Ζει στον δικό του ψεύτικο μαγικό κόσμο, καταναλώνει όλη τη γοητεία της προεφηβικής ηλικίας του, σε συμπεριφορές εκτόνωσης όπως κραυγές από τη στέγη του σπιτιού μέσα στην νύχτα, ενώ διηγείται συνεχώς ιστορίες για την Μπάμπα Γιαγκά (πνεύμα του δάσους και κυρά της μαγείας στη Σλάβικη, κυρίως ρώσικη μυθολογία). Τους τέλειους χλοοτάπητες φροντίζει ο Τρεντ, ένας ασυνήθιστος νεαρός 21 χρόνων, γιος βετεράνου του πολέμου της Κορέας, πρώην αθλητής καταδύσεων, με ένα τραύμα από σφαίρα στην κοιλιά. Εκπρόσωπος του «απόλυτου τίποτα», κυκλοφορεί συνεχώς με τα ίδια λεκιασμένα ρούχα και κυρίως χωρίς κανείς να ξέρει τίποτα για αυτόν και το παρελθόν του. Η κατοικία του είναι ένα μικρό απεριποίητο τροχόσπιτο, σε ένα ξέφωτο, ενός γειτονικού στο προάστιο δάσους, που δίνει την αίσθηση ότι έχει ξεφύγει από τις σελίδες κάποιου παραμυθιού. Η σιωπηλή και αξιοπρεπής συμπεριφορά του προκαλεί την έντονη περιέργεια των σνομπ κατοίκων του προαστίου, τόσο που δύο αλαζόνες νεαροί χωρίς θυμό, χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, μόνο από πλήξη και αδιαφορία, αρχίζουν να τον παρενοχλούν συστηματικά. Ο Τρεντ και η Ντέβον γνωρίζονται κάτω από περίεργες συνθήκες και ανάμεσα τους, αργά και δειλά, αναπτύσσεται μια δυνατή και ασυνήθιστη φιλία. Τους ενώνει η ίδια ελευθερία σκέψης, έκφρασης και δράσης, η ίδια απέχθεια για την αποστειρωμένη, στάσιμη και υποκριτικά σεμνότυφη κοινότητα και τη θλιβερή πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Τους ενώνει το γεγονός ότι και οι δυο, όπως δείχνουν τα σημάδια τους, έφτασαν κάποτε πολύ κοντά στο θάνατο και αδυνατούν να επιστρέψουν σε αυτό που οι άλλοι αποκαλούν «φυσιολογική» ζωή. Αυτός είναι απόβλητος και αυτή αισθάνεται «ξένη». Ο ένας βρίσκει στον άλλον αυτό που ψάχνουν: κάποιον να τους νοιάζεται. Η τρυφερή και αθώα σχέση τους προκαλεί αρνητικούς συνειρμούς στους φύλακες της ηθικής, συνειρμούς που εντείνονται καθώς οι δύο φίλοι δεν κάνουν καμία προσπάθεια να τους αντικρούσουν. Το αγόρι βρίσκεται σε κίνδυνο και η Ντέβον του χαρίζει μαγικά αντικείμενα: μια πετσέτα που κάνει τα ποτάμια να φουσκώνουν και μία τσατσάρα, χάρη στην οποία φυτρώνουν δάση που τον κρύβουν από τους διώκτες του. Η ατμόσφαιρα γίνεται σταδιακά εκρηκτική, πυροδοτούμενη από τις ταξικές διαφορές, την υποκρισία και τη μισαλλοδοξία. Αλλά, καθώς πλησιάζει η τελική έκρηξη, έρχεται το λυτρωτικό φινάλε που κάνει τον θεατή να εύχεται να ήταν και εφικτό. Ο σκηνοθέτης κάνει μια ταινία, με πολλά στοιχεία από τη λαογραφία και τα παραμύθια. Από τις πιο όμορφες σκηνές της το υπέροχα φωτισμένο στόλισμα ενός πανύψηλου δέντρου με αμέτρητες κατακόκκινες κορδέλες. Αποκορύφωμα της αφήγησης είναι η κατάρριψη του μύθου του «σκληρού» χαρακτήρα του Τρεντ, μέσα από την γνωστοποίηση της σχέσης του με τους γονείς του και την αποκάλυψη των συνθηκών που τον οδήγησαν στην επιλογή του συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Πολύ καλοί στους ρόλους του η Mischa Barton και ο Sam Rockwell, αναδεικνύουν με την παρουσία τους το υπέροχο σενάριο της Naomi Wallace. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=5eCjLuKID8A το trailer της ταινίας “Σκυλιά στη Χλόη” (Lawn Dogs) Αγγλία 1997. Διάρκεια: 91΄. Σκηνοθεσία: John Duigan. Σενάριο: Naomi Wallace. Πρωταγωνιστούν: Sam Rockwel, Mischa Barton, Christopher McDonald, Kathleen Quinlan, Bruce McGill. Είναι πολύ δύσκολο να μεταφέρει κάποιος στο χαρτί τα πολλά και έντονα θετικά συναισθήματα που προκαλεί η παρακολούθηση αυτής της ταινίας. Αλλά το βέβαιο είναι ότι όποιος τη δει, θα τη θεωρήσει ένα από τα ωραιότερα παραμύθια στο πανί και θα θέλει να την δει πάλι και πάλι. Ένα έργο μοντέρνο, αλληγορικό, ωμό και τρυφερό για τις σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους, τις κοινωνικές διακρίσεις, την ανθρώπινη μοναξιά και την παιδική αθωότητα, από την οποία βιαζόμαστε να απαλλαγούμε και όταν αυτό συμβεί την αναζητάμε απεγνωσμένα. Σε ένα κουκλίστικο προάστιο, με το επιτηδευμένο όνομα Camelot Gardens (Οι κήποι του Κάμελοτ, που παραπέμπει στο θρυλικό κάστρο και τις ρομαντικές ιστορίες που το συνοδεύουν), ειδικά κατασκευασμένο για να κατοικούν πλούσιοι, περίφραχτο με ιδανικά σχεδιασμένους δρόμους και υπέροχα διαμορφωμένα γκαζόν μετακομίζει μια τριμελής οικογένεια. Ο αψεγάδιαστος χώρος που την περιβάλλει, η αποστειρωμένη και τέλεια κατοικία τους, το γυαλιστερό κάμπριο ξεγελούν και δίνουν την αίσθηση ότι τα πάντα λειτουργούν ομαλά χωρίς προβλήματα. Στην πραγματικότητα η εικόνα κρύβει, όχι πολύ καλά, το νεοπλουτισμό, το ρατσισμό και την κακία, την εμπορευματοποίηση των σχέσεων, την ελαφρότητα, τον κυνισμό, την αδιαφορία και την έλλειψη αισθημάτων. Ο πατέρας κάνει σχέδια για την προεκλογική του εκστρατεία και αναπτύσσει φιλίες με τους γείτονες για να διευρύνει την επιρροή του. Η μητέρα σκοτώνει την πλήξη της υποκύπτοντας στα χάδια ενός πολύ μικρότερού της νεαρού. Η δεκάχρονη κόρη Ντέβον είναι ασυνήθιστα υπέροχη και πολύ διαφορετική από την υπόλοιπη οικογένεια. Οι γονείς της, την μεταχειρίζονται σαν εθνικό θησαυρό, την προστατεύουν από έντονες συγκινήσεις, ατυχήματα ακόμα και δυνατούς θορύβους. Όλος ο υλικός κόσμος είναι στα πόδια της, αλλά δεν της παρέχουν τίποτα από όσα έχουν ανάγκη τα παιδιά. Της στερούν την αγάπη, τη ζεστασιά, την τρυφερότητα, τα παραμύθια, την ίδια την παιδική ηλικία. Το νεαρό κορίτσι, παρακολουθεί αγανακτισμένο και επικριτικά την πραγματικότητα γύρω του, ασφυκτιά από τη συμπεριφορά των γονιών του, επαναστατεί και αρνείται να συμβιβαστεί και να περιοριστεί στα όρια που του καθορίζουν. Ζει στον δικό του ψεύτικο μαγικό κόσμο, καταναλώνει όλη τη γοητεία της προεφηβικής ηλικίας του, σε συμπεριφορές εκτόνωσης όπως κραυγές από τη στέγη του σπιτιού μέσα στην νύχτα, ενώ διηγείται συνεχώς ιστορίες για την Μπάμπα Γιαγκά (πνεύμα του δάσους και κυρά της μαγείας στη Σλάβικη, κυρίως ρώσικη μυθολογία). Τους τέλειους χλοοτάπητες φροντίζει ο Τρεντ, ένας ασυνήθιστος νεαρός 21 χρόνων, γιος βετεράνου του πολέμου της Κορέας, πρώην αθλητής καταδύσεων, με ένα τραύμα από σφαίρα στην κοιλιά. Εκπρόσωπος του «απόλυτου τίποτα», κυκλοφορεί συνεχώς με τα ίδια λεκιασμένα ρούχα και κυρίως χωρίς κανείς να ξέρει τίποτα για αυτόν και το παρελθόν του. Η κατοικία του είναι ένα μικρό απεριποίητο τροχόσπιτο, σε ένα ξέφωτο, ενός γειτονικού στο προάστιο δάσους, που δίνει την αίσθηση ότι έχει ξεφύγει από τις σελίδες κάποιου παραμυθιού. Η σιωπηλή και αξιοπρεπής συμπεριφορά του προκαλεί την έντονη περιέργεια των σνομπ κατοίκων του προαστίου, τόσο που δύο αλαζόνες νεαροί χωρίς θυμό, χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, μόνο από πλήξη και αδιαφορία, αρχίζουν να τον παρενοχλούν συστηματικά. Ο Τρεντ και η Ντέβον γνωρίζονται κάτω από περίεργες συνθήκες και ανάμεσα τους, αργά και δειλά, αναπτύσσεται μια δυνατή και ασυνήθιστη φιλία. Τους ενώνει η ίδια ελευθερία σκέψης, έκφρασης και δράσης, η ίδια απέχθεια για την αποστειρωμένη, στάσιμη και υποκριτικά σεμνότυφη κοινότητα και τη θλιβερή πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Τους ενώνει το γεγονός ότι και οι δυο, όπως δείχνουν τα σημάδια τους, έφτασαν κάποτε πολύ κοντά στο θάνατο και αδυνατούν να επιστρέψουν σε αυτό που οι άλλοι αποκαλούν «φυσιολογική» ζωή. Αυτός είναι απόβλητος και αυτή αισθάνεται «ξένη». Ο ένας βρίσκει στον άλλον αυτό που ψάχνουν: κάποιον να τους νοιάζεται. Η τρυφερή και αθώα σχέση τους προκαλεί αρνητικούς συνειρμούς στους φύλακες της ηθικής, συνειρμούς που εντείνονται καθώς οι δύο φίλοι δεν κάνουν καμία προσπάθεια να τους αντικρούσουν. Το αγόρι βρίσκεται σε κίνδυνο και η Ντέβον του χαρίζει μαγικά αντικείμενα: μια πετσέτα που κάνει τα ποτάμια να φουσκώνουν και μία τσατσάρα, χάρη στην οποία φυτρώνουν δάση που τον κρύβουν από τους διώκτες του. Η ατμόσφαιρα γίνεται σταδιακά εκρηκτική, πυροδοτούμενη από τις ταξικές διαφορές, την υποκρισία και τη μισαλλοδοξία. Αλλά, καθώς πλησιάζει η τελική έκρηξη, έρχεται το λυτρωτικό φινάλε που κάνει τον θεατή να εύχεται να ήταν και εφικτό. Ο σκηνοθέτης κάνει μια ταινία, με πολλά στοιχεία από τη λαογραφία και τα παραμύθια. Από τις πιο όμορφες σκηνές της το υπέροχα φωτισμένο στόλισμα ενός πανύψηλου δέντρου με αμέτρητες κατακόκκινες κορδέλες. Αποκορύφωμα της αφήγησης είναι η κατάρριψη του μύθου του «σκληρού» χαρακτήρα του Τρεντ, μέσα από την γνωστοποίηση της σχέσης του με τους γονείς του και την αποκάλυψη των συνθηκών που τον οδήγησαν στην επιλογή του συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Πολύ καλοί στους ρόλους του η Mischa Barton και ο Sam Rockwell, αναδεικνύουν με την παρουσία τους το υπέροχο σενάριο της Naomi Wallace. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=5eCjLuKID8A το trailer της ταινίας Ηνωμένο Βασίλειο, 2014. Διάρκεια: 120'. Σκηνοθεσία: Matthew Warchus. Σενάριο: Stephen Beresford. Πρωταγωνιστούν: Ben Schnetzer, Bill Nighy, Imelda Staunton, Joe Gilgun, Faye Marsay, Paddy Considine, Rhodri Meilir, Jessica Gunning, Liz White, Dominic West, Andrew Scott, Freddie Fox, Karina Fernandez, Jessie Cave, Monica Dolan, George MacKay. Ένα φιλμ ακαταμάχητο, αισιόδοξα ευχάριστο, γεμάτο συμπαθέστατους και διασκεδαστικούς χαρακτήρες που δίνουν περήφανες μάχες για τα μικρά και τα μεγάλα και αντιδρούν οδυνηρά αλλά με μεγαλοπρέπεια σε οποιασδήποτε μορφής κατεστημένο. Μια ταινία της αγγλικής σχολής, που κινείται στην ίδια ρότα με παλιότερες επιτυχίες όπως το «Billy Elliot» και το «The Full Monty” (“Άντρες έτοιμοι για όλα”). Μια γιορτή αξιοπρέπειας, ανοχής και συγκατάβασης απέναντι στο ξένο και το διαφορετικό, που παίρνει θέση απέναντι σε κάθε διάκριση και προκατάληψη, συνδυάζοντας στιγμές έντονου κεφιού με μικρές συγκλονιστικές δραματικές νότες. Ένας ύμνος στην ανθρώπινη φιλία και την αλληλεγγύη, το μόνο όπλο που διαθέτουν οι πολλοί και αδύνατοι, απέναντι στους λίγους και ισχυρούς. Το φιλμ πραγματεύεται την ιστορία της απίθανης ένωσης στη δεκαετία του΄80 δυο εντελώς διαφορετικών κοινωνικών ομάδων: των επαρχιωτών απεργών ανθρακωρύχων και των λονδρέζων ομοφυλόφιλων ακτιβιστών. Τον Μάρτιο του 1984, η κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ ανακοίνωσε την αμείλικτη απόφασή της να κλείσει αρχικά 20 ανθρακωρυχεία και μελλοντικά άλλα 50. Στο πίσω μέρος του μυαλού της υπήρχε η διακηρυγμένη επιθυμία της να ξεμπερδεύει μια και καλή και με τα ισχυρότατα σωματεία των Βρετανών ανθρακωρύχων. Η απόφαση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να καταστραφούν πολλές οικογένειες εργαζομένων στα ορυχεία, ενώ ολόκληρες βιομηχανικές περιοχές νέκρωσαν οικονομικά και μέχρι σήμερα, 30 ολόκληρα χρόνια μετά, δεν έχουν καταφέρει να ορθοποδήσουν. Οι απεργίες των ανθρακωρύχων ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης κράτησαν σχεδόν ένα χρόνο, χαρακτηρίστηκαν ως «εμφύλιος δίχως όπλα», ήταν, ίσως, οι μεγαλύτερες στην Μεγάλη Βρετανία και έληξαν με ήττα για τους απεργούς. Οι διαδηλώσεις υποστήριξης και οι κάθε μορφής εκδηλώσεις συμπαράστασης σε ολόκληρη την χώρα ήταν πρωτοφανείς για την εποχή. Η ομάδα των γκέι ιδρύει σύλλογο αλληλεγγύης και αξιοποιεί διάφορους ευφάνταστους τρόπους για να ενισχύσει οικονομικά και ηθικά τους απεργούς. H ταινία αφηγείται παράλληλα την ιστορία του νεαρού Τζο ο οποίος γίνεται, σχεδόν κατά λάθος, μέλος της γκέι οργάνωσης και σταδιακά μετατρέπεται σε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα περήφανη για` αυτό που είναι και πιστεύει. Οι δύο ομάδες διασύρονται από την ακραία συντηρητική πολιτική. “Pits And Perverts” (Λάκκοι και Ανώμαλοι) ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος, με τεράστια γραμματοσειρά, της εφημερίδας Sun. Η λέξη pits αναφέρεται στα ορυχεία και χρησιμοποιείται υποτιμητικά για τους ανθρακωρύχους, σα να λέμε λέρες, λαγουμιτζήδες, ενώ perverts αποκαλούνται οι γκέι. Τα γεγονότα είναι πραγματικά. Η φιγούρα του Τζο παραπέμπει στον νεαρό γκέι ακτιβιστή Μαρκ Άστον, τότε γραμματέα της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Αγγλίας, που πέθανε σε ηλικία μόλις 26 ετών, το 1987, από AIDS. Η ομάδα «Lesbians and Gays Support the Miners» του Λονδίνου ήταν η πιο πετυχημένη από τις 11 αντίστοιχες ομάδες που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή. Δεν ήταν καθόλου εύκολο για τους ανθρακωρύχους να αποδεχτούν τη βοήθεια από μια τέτοια κοινότητα σε μια εποχή μάλιστα που η ανοχή της κοινωνίας απέναντι στο διαφορετικό ήταν ανύπαρκτη, πολύ περισσότερο σε μια απομακρυσμένη και κοινωνικά συντηρητική περιοχή της Ουαλίας όπου η υποκρισία είναι κοινός τόπος και ό,τι λερώνει την τιμή και την υπόληψη της οικογένειας κρύβεται επιμελώς κάτω από το χαλί. Έτσι ακόμα και αυτή η κοινωνία του μικρού χωριού της Ουαλίας που τελικά αποδέχεται τη στήριξη αντιμετωπίζει τους γκέι με μεγάλη καχυποψία. Η επιτηδευμένη εκκεντρικότητα της μαχόμενης γκέι κοινότητας προκαλεί τους «χοντροκομμένους» και απλοϊκούς επαρχιώτες εργάτες. Και εκεί αρχίζουν οι παρεξηγήσεις δημιουργώντας συνεχώς κωμικές καταστάσεις και σκηνές αμηχανίας ανάμεσα στις δύο τόσο διαφορετικές ομάδες, που όμως ακούν τεράστια γοητεία η μία στην άλλη. Ο πολυβραβευμένος, κυρίως θεατρικός σκηνοθέτης Matthew Warchus, αναπαράγει νοσταλγικά και δημιουργικά την αισθητική της εποχής των απεργιών. Χωρίς να ευτελίζει τα σοβαρότατα θέματα που πραγματεύεται, χωρίς διδακτισμούς, χωρίς στερεότυπα και κλισέ του είδους αναδεικνύει με φυσικότητα τι πλούσιες εμπειρίες και τη δύναμη που αντλούν από την συνάντηση και την κοινή δράση, ανόμοιες ομάδες. Συνδυάζει τον κοινωνικό ρεαλισμό με τη μαγεία και το ανάλαφρο ύφος του μουσικού θεάτρου από το οποίο προέρχεται, απολαμβάνει τις αντιπαραθέσεις που κατασκευάζει και αποδεικνύει ότι υπάρχει η δυνατότητα, με ένα ευχάριστο στυλ, χωρίς πολύ δραματικές εξάρσεις, να μιλήσεις για τα πιο σοβαρά πράγματα, όπως η αλληλεγγύη, η ενότητα, η ανάγκη του ακτιβισμού. Χρησιμοποιεί ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών, προσφέρει όλες τις «βαριές» ατάκες στις δυναμικές και αλύγιστες γυναίκες των μεταλλωρύχων, από τις οποίες ξεχωρίζει η απολαυστική Imelda Staunton που σχεδόν από μόνη της δίνει το ρυθμό στην ταινία. Από τους άντρες υποδειγματικός είναι ο Bill Nighy, αλλά το βάρος της ταινίας είναι ισότιμα μοιρασμένο σε όλους τους ηθοποιούς που συμμετέχουν. Η ταινία ήταν υποψήφια για 15 βραβεία και διακρίσεις. Απέσπασε τελικά 8, ανάμεσά τους: Βρετανικό Βραβείο Ανεξάρτητου Κινηματογράφου Καλύτερης Βρετανικής Ταινίας (2014). Βρετανικό Βραβείο Ανεξάρτητου Κινηματογράφου Καλύτερου Σεναρίου (Stephen Beresford). Βραβείο BAFTA και Καλύτερου ντεμπούτου από Βρετανό Κινηματογραφιστή. Βρετανικό Βραβείο Ανεξάρτητου Κινηματογράφου Καλύτερου Β ́ Ανδρικού Ρόλου (Andrew Scott) και Καλύτερου Β ́ Γυναικείου Ρόλου (Imelda Staunton) Ήταν επίσης υποψήφια για τα Golden Globe Awards 2015 στην κατηγορία Best Motion Picture Comedy or Musical. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=N8ZcJ0soMtc το trailer της ταινίας |