ΗΠΑ, 1986. Σκηνοθεσία: Rob Reiner. Σενάριο: Raynold Gideon και Bruce A. Evans, βασισμένο στο βιβλίο “The Body” του Stephen King. Πρωταγωνιστούν: Wil Wheaton ,River Phoenix , Corey Feldman, Jerry O'Connell, Kiefer Sutherland, Casey Siemaszko, Richard Dreyfuss, John Cusack. Μια ιστορία θάρρους και φιλίας, μια νοσταλγική ταινία για τη φωτεινή και σκοτεινή πλευρά της παιδικής ηλικίας, την διάχυτη μελαγχολία και την ανιδιοτελή και ανυπόκριτη φιλία που τη συνοδεύουν. Το 1959 στο Old Castle, μια μικρή πόλη του Oregon με 1281 κατοίκους, ο μικρός Γκόρντι μαζί με τους τρεις φίλους του Βερν, Τεντ και Κρις, όλοι στην ηλικία των 12 περίπου χρόνων, αποφασίζουν να ζήσουν την μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής τους και να αναδειχτούν τοπικοί ήρωες. Το σκάνε από τα σπίτια και τις οικογένειές τους, παίρνουν τα σακίδια τους, και ξεκινούν ένα ταξίδι μέσα στο δάσος, κατά μήκος των γραμμών του τραίνου, σε αναζήτηση του πτώματος ενός εξαφανισμένου συνομήλικου τους που θεωρείται νεκρός. Τα τέσσερα παιδιά είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Κάποια τα κυνηγάει το παρελθόν, κάποια δεν μπορούν να ξεφύγουν από ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον. Ο αγαθούλης Βερν είναι ένα υπέρβαρο παιδί, δειλό, τρομάζει εύκολα, δεν παίρνει πρωτοβουλίες, εξαρτάται από τους άλλους και συχνά γίνεται ο στόχος παρενόχλησης από τους συνομηλίκους του. Ο Τεντ είναι λίγο παλαβιάρης, ιδιόρρυθμος, τσαμπουκάς και έχει εμμονή με το στρατό, λόγω της προσκόλλησης του στον ψυχασθενή πατέρα του και δεν διστάζει, χωρίς να είναι στην πραγματικότητα κακός, να προσβάλλει συνεχώς τους γύρω του. Ο Κρις κατάγεται από οικογένεια αλκοολικών και παραβατικών ατόμων, έχει και ο ίδιος τη στάμπα του «κλέφτη», γνωρίζει μια τραγική αλήθεια που αδυνατεί να αποκαλύψει, είναι γενναίος, ηγετική φυσιογνωμία, λύνει όλα τα προβλήματα και η παρουσία του επιδρά κατευναστικά στους υπόλοιπους. Τέλος ο Γκόρντι, ο αφηγητής της ιστορίας, είναι ένα ήσυχο και χαρισματικό αγόρι που τα συνδυάζει λίγο-πολύ όλα. Πληγωμένος από την συμπεριφορά του πατέρα του, που δεν του δίνει ιδιαίτερη σημασία, απορροφημένος από τον πόνο του για τον νεκρό μεγαλύτερο γιο του, στρέφεται στα βιβλία και λατρεύει να διηγείται και να γράφει ιστορίες-άλλωστε μεγαλώνοντας θα γίνει συγγραφέας. Παρά τις διαφορές τους όλα ικετεύουν ανομολόγητα κάποιον να σταθεί πλάι τους. Στη διάρκεια της περιπέτειας τους θα συναντήσουν πολλές δυσκολίες και θα αντιμετωπίσουν υπαρκτούς ή φανταστικούς κινδύνους, απειλές, και φοβίες. Προχωρώντας πάνω στις γραμμές, σε μια γέφυρα, ακούν το σφύριγμα του τραίνου μόλις την τελευταία στιγμή και έτσι γλυτώνουν από βέβαιο θάνατο. Πέφτουν σε ένα βάλτο και με δυσκολία ξεφεύγουν από τις βδέλλες που κυριολεκτικά τους «ρουφάν» το αίμα. Μπλέκονται σε άνιση σύγκρουση με μια συμμορία, από μεγαλύτερα παιδιά, που διεκδικούν για τον εαυτό τους τη δόξα της ανακάλυψης του πτώματος. Τελικά βρίσκουν το πτώμα και επιστρέφουν θριαμβευτές στην πόλη. Στο ίδιο διάστημα ο καθένας τους, εκτός από την ομαδική δίνει και την ατομική του μάχη. Αντιπαλεύει τους προσωπικούς του δαίμονες, τους φόβους, τις ανησυχίες και τα αρνητικά συναισθήματα της μοναξιάς και της απόρριψης που προέρχονται από το επισφαλές και καθόλου προστατευτικό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον τους. Χάρη στην ιδιαίτερη σχέση φιλίας, τρυφερότητας, σεβασμού, αλληλοπροστασίας και κατανόησης που αναπτύσσεται ανάμεσά τους, το κάθε μέλος αυτής της ανάλαφρης παιδικής παρέας θα βγει νικητής και στο προσωπικό του στοίχημα. Έτσι ένα ταξίδι διάρκειας δύο ημερών και απόστασης μόνο μερικών χιλιομέτρων μετατρέπεται σε κάτι πολύ πιο μεγάλο: στο ταξίδι με το οποίο ο καθένας τους περνάει από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και ξεκινά την ενήλικη ζωή του με τα καλύτερα δυνατά εφόδια. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο βιβλίο «The Body» του Stephen King. Ο τίτλος της προέρχεται από το ομώνυμο, κλασικό πια, τραγούδι που ο Β.Β. King ερμηνεύει αριστουργηματικά στο τέλος: «Όταν η νύχτα πέφτει/κι η γη σκοτεινιάζει/κι η σελήνη χάνεται/μπροστά στα μάτια μας όχι/ Δε θα φοβηθώ όχι,/ Δε θα φοβηθώ/φτάνει εσύ στο πλάι μου να΄σαι/Στάσου στο πλάι μου/Ναι, στάσου στο πλάι μου». Σκηνοθέτης και σεναριογράφος αναδεικνύουν ελάχιστα στο στοιχείο του φόβου που προκαλείται στους μικρούς ήρωες και επεκτείνονται σε κοινωνικές και ψυχολογικές αναφορές της προσωπικότητας των τεσσάρων αγοριών. Φτιάχνουν μια θαυμάσια παιδική περιπέτεια που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά και την ψυχή του θεατή, μέσω της απίστευτης ζωντάνιας των τεσσάρων νεαρών χαρακτήρων και του αρμονικού συνδυασμού ατμόσφαιρας μυστηρίου και περιπέτειας, νοσταλγίας των παιδικών χρόνων και ύμνου στη φιλία, ιδίως αυτή που δημιουργείς στα πολύ-πολύ νιάτα σου. «Δεν είχα ποτέ φίλους σαν αυτούς που είχα δώδεκα χρόνων. Χριστέ μου έχει κανείς;» αναρωτιέται στην τελευταία σκηνή, ο ενήλικος πλέον Γκόρντι. Την λιτή και ανεπιτήδευτη αφήγηση συμπληρώνει η εξαίρετη μουσική και η φυσική με κάποια παιδική αφέλεια και κάτι παραπάνω από ικανοποιητική ερμηνεία των μικρών πρωταγωνιστών (Wil Wheaton στο ρόλο του αφηγητή και συγγραφέα, River Phoenix στο ρόλο του Κρις, Corey Feldman στο ρόλο του Τεντ και Jerry O`Connell στο ρόλο του χοντρούλη Βερν). Όταν γυρίστηκε η ταινία ήταν παιδιά, στη συνέχεια συνέδεσαν τα ονόματά τους με μία λαμπρή καριέρα στη βιομηχανία του θεάματος και με μία τραγική μοίρα για τον River Phoenix που πέθανε στα 23 του. Πολύ καλός είναι επίσης ο Kiefer Sutherland στο ρόλο του «κακού» αρχηγού της συμμορίας των μεγάλων, καθώς και ο Richard Dreyfuss στο μικρό ρόλο του ενήλικα πλέον συγγραφέα-αφηγητή. Το φιλμ παρά τα χρόνια που πέρασαν, διατηρεί την επικαιρότητά του και ξεχωρίζει ανάμεσα στις χιλιάδες ταινίες ενηλικίωσης που κυκλοφορούν. Το 1987 προτάθηκε για Όσκαρ καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου και «Χρυσή σφαίρα» σκηνοθεσίας και δραματικής ταινίας. Κέρδισε πολλές διακρίσεις σε διάφορα Φεστιβάλ, ενώ οι τέσσερις πρωταγωνιστές τιμήθηκαν με το βραβείο “Jackie Coogan Award” για την ερμηνεία τους. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=FUVnfaA-kpI , το trailer της ταινίας.
0 Comments
HΠΑ, 1995. Διάρκεια: 106’. Σκηνοθεσία: Bryan Singer. Σενάριο: Christopher McQuarrie. Πρωταγωνιστούν: Kevin Spacey, Stephen Baldwin, Gabriel Byrne, Benicio del Toro, Kevin Pollak, Chazz Palminteri, Pete Postlethwaite, Giancarlo Esposito, Suzy Amis, Dan Hedaya, Christine Estabrook, Clark Gregg, Louis Lombardi, Paul Bartel, Peter Greene. Στην εισαγωγική σκηνή της ταινίας παρακολουθούμε μια ανεξέλεγκτη φονική έκρηξη που συντελείται πάνω σε ένα πλοίο στο λιμάνι του Λος Άντζελες. Όταν τα πράγματα καταλαγιάζουν, στον τόπο του εγκλήματος απομένουν είκοσι επτά νεκροί, ναρκωτικά αξίας 91 εκατομμυρίων δολαρίων και δύο επιζήσαντες: ένας Ούγγρος τρομοκράτης μέλος του πληρώματος του πλοίου στα πρόθυρα της τρέλας, και ο Roger “Verbal” Kint, ένας μικροαπατεώνας με σωματική «αναπηρία» και, κατά τα φαινόμενα, περιορισμένων πνευματικών δυνατοτήτων. Ανάμεσα στους νεκρούς βρίσκονται τέσσερις σεσημασμένοι κακοποιοί, συνδεδεμένοι με ένα πολύπλοκο δίχτυ παρανομίας και διαπλοκής: ο Keaton, ένας διεφθαρμένος πρώην αστυνομικός που προσπαθεί να ξαναφτιάξει την ζωή του με νόμιμους τρόπους και διατηρεί σχέση με μια επιφανή δικηγόρο, ένας λατινοαμερικανός δανδής με απίστευτο στυλ και ακατάληπτη προφορά, ένας κορυφαίος ληστής θερμόαιμος, κενός και χωρίς κανένα ηθικό περιορισμό και τέλος ένας μικροκακοποιός που προσπαθεί να πιάσει την καλή. Ο Kint συλλαμβάνεται και ανακρίνεται από τον ντέντεκτιβ Kujan έναν σκληροτράχηλο, μπαρουτοκαπνισμένο αστυνομικό, πεπεισμένο ότι το μεγάλο ψάρι πίσω από όλη την ιστορία είναι ο Keaton. Στη διάρκεια της κατάθεσής του προσπαθεί να ανασυνθέσει τον γρίφο των γεγονότων. Ισχυρίζεται ότι η ιστορία ξεκίνησε 6 εβδομάδες πριν, όταν η αστυνομία προσπαθώντας να ανακαλύψει το δράστη της ληστείας ενός φορτηγού με όπλα, τον «μάζεψε» μαζί με τους παραπάνω τέσσερις, νεκρούς πια, «συνήθεις «υπόπτους». Από την ανάκριση δεν προκύπτουν επιβαρυντικά στοιχεία και αφήνονται ελεύθεροι, ενώ δημιουργείται η εντύπωση ότι η προσαγωγή τους ήταν «στημένη» ώστε να συναντηθούν στη γραμμή αναγνώρισης και με την ευκαιρία να οργανώσουν κάποια «δική» τους μεγαλύτερη δουλειά. Ποιος όμως το οργάνωσε; Στην ατμόσφαιρα πλανάται η υποψία ότι τα νήματα κινεί ο τουρκικής προέλευσης διαβόητος, αινιγματικός και τρομακτικός υπεράνθρωπος Keyzer Soze, ένας εγκληματίας που λόγω της απίστευτης σκληρότητας και του βίαιου χαρακτήρα του, έχει μετατραπεί σε πανταχού παρούσα απειλή και αρκεί η εκφορά του ονόματός του να σκορπίσει τον τρόμο. Ενσαρκώνει το απόλυτο κακό και παρουσιάζεται συνεχώς ως προσωποποίηση του διαβόλου, παρόλο που κανείς δεν τον έχει δει ποτέ, κανείς δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει (εκτός ίσως από τον Ούγγρο τραυματία), άρα κανείς δεν μπορεί να επιβεβαιώσει αν πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο ή αστικό μύθο. Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του Keaton, την αίσθηση ότι χειραγωγούνται και την διάχυτη ανησυχία ότι βρίσκονται σε τρομερά ευάλωτη θέση, καθώς στο παρελθόν κάθε ένας χωριστά έχει συγκρουστεί με τον Soze, χωρίς όμως και να τον έχει συναντήσει, μπαίνουν στον πειρασμό να κερδίσουν τρία εκατομμύρια δολάρια και να πάρουν εκδίκηση από την αστυνομία. Πολύ γρήγορα οι χειρότεροι φόβοι τους επιβεβαιώνονται και αντιλαμβάνονται πως έχουν εμπλακεί σε έναν ιστό απάτης και ψεμάτων που τους αγκαλιάζει σφιχτά και ολέθρια και από τον οποίον δύσκολα θα βγουν ζωντανοί. Η διήγηση του Kint αποτελεί μια τρομακτικά έξυπνη προσπάθεια να αποπροσανατολιστεί η αστυνομία και ο θεατής. Ο Kevin Spacey που τον υποδύεται, λειτουργεί σαν αναξιόπιστος αφηγητής μιας συναρπαστικής ιστορίας βίας, προδοσίας, μυστηρίου και αυθεντικής αντρικής φιλίας και συντροφικότητας. Μόνο στο τέλος, με μια σκηνή από κατάλληλα συραμμένα στιγμιότυπα που έχουν προηγηθεί για να πείθουν για την ταυτότητα του Soze, προχωράει στην μεγάλη ανατροπή και ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι αυτός, ο φαινομενικά περιορισμένων δυνατοτήτων σωματικά και πνευματικά άνθρωπος, τον έχει με αριστοτεχνικό τρόπο ολοκληρωτικά εξαπατήσει και ότι μέχρι στιγμής χειραγωγούνταν από την οπτική γωνία του αφηγητή, η οποία όμως συνεχώς υπονομεύονταν λεκτικά από αντιτιθέμενα στοιχεία ή εικασίες που καταθέτουν αυτός και ο ανακριτής. Η αλήθεια παραμένει φευγαλέα και τα δρώμενα αμφίσημα. Τι είναι αυτό το φιλμ; Μια νεονουάρ ταινία ή μια ταινία για τον τρόπο που ο θεατής και κατά προέκταση ο πολίτης πείθεται ότι η κυρίαρχη οπτική είναι και η μοναδική αλήθεια; Όπου και να το κατατάξεις, γεγονός είναι ότι αποτελεί μία εικαστικά θεσπέσια και στυλιζαρισμένη αφηγηματική σπαζοκεφαλιά παραπλάνησης και συνεχών ανατροπών εμπνευσμένη από τον μετρ του είδους Άλφρεντ Χίτσκοκ. Όταν ο Singer σκηνοθέτησε αυτή την ταινία ήταν μόλις 27 χρόνων, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να στήσει ένα ιδιότυπο παιχνίδι με το μυαλό των θεατών και να δημιουργήσει μια από τις πλέον επικές νουάρ ταινίες της δεκαετίας του΄90. Η ιδιαίτερη επιτυχία του «Usual Suspects» οφείλεται στον επιτυχημένο συνδυασμό πολλών επιμέρους παραγόντων: Είναι αρχικά το ευφυέστατο (ένα από τα πλέον έξυπνα στην ιστορία του κινηματογράφου) σενάριο γεμάτο ανατροπές, εύρυθμη και ευρηματική πλοκή, αφήγηση με περιστασιακές αναδρομές και κυρίως με πολλές αντικρουόμενες οπτικές της ιστορίας που διηγείται ο Kint. Είναι τα ατμοσφαιρικά ντεκόρ, η ονειρεμένη φωτογραφία, η προσεγμένη συνοδευτική ορχηστρική μουσική, η ισορροπία ανάμεσα στο μυστήριο, τη δράση και τη συγκίνηση. Είναι η εξαίρετη διανομή ρόλων σε ηθοποιούς που μέχρι κείνη την εποχή είχαν όλοι τους παίξει μόνον σε δεύτερους ρόλους, αλλά εδώ πετυχαίνουν να δημιουργήσουν την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια ομάδα, μια σφιχτοδεμένη συμμορία. Εκείνο όμως που την κάνει πραγματικά να ξεχωρίζει είναι το πραγματικά απρόβλεπτο και ανατρεπτικό φινάλε που αφήνει το θεατή άφωνο με μια βόμβα να έχει σκάσει στα χέρια του και την αίσθηση ότι πρέπει να ξαναδεί την ταινία και μάλιστα την ίδια στιγμή που αυτή έχει τελειώσει. Είναι το τέλος που ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι όλα όσα έχουν προηγουμένως παρουσιαστεί είναι μονάχα χειραγωγούμενες εκδοχές της αλήθειας, μυθοπλασίες διαμορφωμένες πάντα με γνώμονα προσωπικά και συλλογικά συμφέροντα ή σκοτεινά ελατήρια, και ότι η αλήθεια ουσιαστικά απροσπέλαστη. Η ταινία κέρδισε συνολικά 27 βραβεία ανάμεσα τους 2 Oscar: Β’ αντρικού ρόλου για τον Kevin Spacey (ο ίδιος κέρδισε και Χρυσή Σφαίρα) και πρωτότυπου σεναρίου για τον Christopher McQuarrie. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=oiXdPolca5w το trailer της ταινίας. ΗΠΑ, 1991. Διάρκεια: 130'. Σκηνοθεσία: Jon Avnet. Σενάριο: Fannie Flagg, Carol Sobieski. Πρωταγωνιστούν: Kathy Bates, Jessica Tandy, Mary Stuart Masterson, Mary-Louise Parker, Stan Shaw, Cicely Tyson, Gailard Sartain, Chris O'Donnell, Gary Basaraba. Τρυφερό, συγκινητικό, αγαπησιάρικο. Ένας ύμνος σε κάθε φιλία που ξεπερνά προκαταλήψεις, εμπόδια, ανταγωνισμούς, κοινωνικές τάξεις, ηλικίες, θρησκείες, φύλα και χρώμα. Η πλοκή της ταινίας αναπτύσσεται σε δύο χρόνους: Στον ενεστώτα η Έβελιν Κάουτς, μια σαραντάχρονη ήσυχη, άχαρη, άτολμη και δυσαρεστημένη από το γάμο της νοικοκυρά που υφίσταται καθημερινά φραστική, τουλάχιστον, κακοποίηση από τον σύζυγό της δημιουργεί μια ιδιαίτερη φιλία με την εξωστρεφή ογδοντάχρονη Νίνι Θρέντγκουντ που γνωρίζει σε έναν οίκο ευγηρίας όπου έχει βρεθεί για επίσκεψη σε συγγενείς. Η ηλικιωμένη γυναίκα αντιλαμβάνεται την έλλειψη θάρρους και αυτοπεποίθησης της Έβελιν και με σκοπό να της τονώσει το ηθικό και να την κάνει να πάρει στα χέρια της τη ζωή που της ανήκει, αρχίζει να της διηγείται την ιστορία μιας φιλίας που αναπτύχθηκε σε παρελθόντα χρόνο στη διάρκεια της δεκαετίας του΄30, ανάμεσα σε δύο ιδιαίτερες, διαφορετικές και ανεξάρτητες νεαρές γυναίκες που ζούσαν στον αμερικάνικο νότο, στο Χουίστλ Στοπ της Αλαμπάμα. Πρόκειται για την ιστορία ενός αγοροκόριτσου, της ατίθασης και ανυπότακτης, Ίμοτζεν (΄Ιτζι) Θρέντγκουντ που συντετριμμένη από τον θάνατο του πολυαγαπημένου της αδελφού Μπάντι σε ένα ατύχημα με τραίνο, κλείνεται στον εαυτό της και ζει μοναχικά το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας. Μετά από παράκληση της οικογένειας της παρεμβαίνει στη ζωή της η πρώην κοπέλα του αδελφού της Ρουθ παιδί της "καλής κοινωνίας". Η Ίτζι αρχικά αντιστέκεται στις προσπάθειες της Ρουθ να επικοινωνήσουν στη πορεία όμως η σχέση τους γίνεται ιδιαίτερα φιλική. Τα κορίτσια θα χωρίσουν όταν η Ρουθ φύγει για την πολιτεία της Τζιόρτζια προκειμένου να παντρευτεί τον Φρανκ Μπένετ. Η Ίτζι χάνει τη φίλη της αναστατώνεται και προσπαθεί να την ξεχάσει. Μετά από καιρό την επισκέπτεται, την βρίσκει έγκυο και θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης. Την πείθει να εγκαταλείψει το σύζυγο της και ενάντια στην επιθυμία του επιστρέφουν στο Χουίστλ Στοπ, όπου η Ρουθ γεννάει το παιδί της και του δίνει το όνομα Μπάντι Τζούνιορ. Για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να αναθρέψουν τον μικρό οι δύο γυναίκες ανοίγουν καφέ-εστιατόριο με λεφτά που η Ίτζι δανείζεται από τον πατέρα της και προσλαμβάνουν για μάγειρες την έγχρωμη Σίπσι και τον γιο της «Μεγάλο Τζορτζ». Εξαιτίας της ιδιαίτερης επιδεξιότητας του Μεγάλου Τζορτζ στο μπάρμπεκιου το εστιατόριο σύντομα γίνεται πολύ δημοφιλές στην πόλη. Αλλά ο Φρανκ Μπένετ καιροφυλακτεί, επιστρέφει και προσπαθεί να απαγάγει τον Μπάντι Τζούνιορ. Κάποιος, που η ταυτότητά του αρχικά δεν αποκαλύπτεται, βάζει τέλος στα σχέδιά του. Ο Φρανκ αγνοείται και αργότερα το αυτοκίνητό του χωρίς πτώμα, βρίσκεται στον πάτο της κοντινής λίμνης. Η Ίτζι θεωρείται αμέσως ύποπτη καθώς έχει πολλές φορές απειλήσει δημόσια τον Φρανκ και συλλαμβάνεται. Ο σερίφης προσφέρεται να την αφήσει ελεύθερη με την προϋπόθεση αυτή να κατηγορήσει τον Μεγάλο Τζορτζ. Η Ίτζι αρνείται και στη δίκη που ακολουθεί, ο παπάς της πόλης βοηθάει στην αθώωση και των δυο τους παρέχοντας τους ψεύτικο άλλοθι. Πίσω στο παρόν η Έβελιν ανακαλύπτει ότι το σπίτι της Νίνι κατεδαφίζεται κατά την προσωρινή διαμονή της στον οίκο ευγηρίας, και της προτείνει να την φιλοξενήσει στο δικό της. Οι δύο φίλες επισκέπτονται τον τάφο της Ρουθ, όπου κάποιος μόλις έχει αφήσει ένα βάζο με φρέσκο μέλι και μια κάρτα που γράφει "Θα σε αγαπώ για πάντα» και υπογραφή «Ο γητευτής των μελισσών", το παλιό ψευδώνυμο που η Ρουθ χρησιμοποιούσε για την Ίτζι. Γυναίκες ηθοποιοί μεγάλου διαμετρήματος όπως η Κάθι Μπέιτς και η Τζέσικα Τάντι και άλλες όπως η Μαίρη-Στιούαρτ Μάστερσον και η Μαίρη-Λουίζ Πάρκερ παραδίδουν μαθήματα ερμηνείας. Κάθε μια τους αποδίδει αξέχαστα, μοναδικά και με φυσικό τρόπο ένα άρτια ολοκληρωμένο χαρακτήρα και μοιράζονται με το θεατή γέλιο, δάκρυα και αγάπη. Ο σκηνοθέτης με τη σειρά του αποδεικνύεται εκπληκτικός στην απόδοση των εναλλαγών μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, γέλιου και πίκρας, καθώς και της επικοινωνίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες γυναίκες αμέσως μόλις συναντηθούν και μοιραστούν την ιστορία μιας φιλίας που συνέβη πριν 50 χρόνια και αυτό γιατί η μία είχε ανάγκη να την πει και η άλλη να την ακούσει. Συχνά, στη διάρκεια της ταινίας, ο θεατής θεωρεί ότι αντιλαμβάνεται το που οδηγείται η ιστορία, αλλά οι ανατροπές βγάζουν στην επιφάνεια απροσδόκητες εξελίξεις που ούτε τις έχει φανταστεί. Πολλά ερωτηματικά όπως το ποια είναι η σχέση της Νίνι με την Ίτζι και η τύχη του Φρανκ αποκαλύπτονται μόνο προς το τέλος. Πολλοί θεωρούν το «Fried Green Tomatoes» γυναικεία ταινία. Αν και είναι γεγονός ότι μαζί με το «Thelma and Louise» άλλαξαν την προοπτική του «γυναικείου» κινηματογράφου, εμείς νομίζουμε ότι είναι μια ταινία για τη ζωή, τις δυσκολίες και τις χαρές της, τη βαθιά και ακλόνητη φιλία και το πώς επηρεάζει την αντιμετώπιση προσώπων και καταστάσεων. Ένα φιλμ για την ανθρώπινη ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια, το ρατσισμό και την απόδοση δικαιοσύνης με ένα τρόπο που ίσως σήμερα να φαντάζει «αυτοδικία», αλλά που σε αυτήν την περιοχή του κόσμου και εκείνη την εποχή, δείχνει σχεδόν φυσική και αποδίδεται τελεσίδικα με αμετάκλητες πράξεις που ειρωνεύονται τις ενοχές και τον νόμο. Η ατάκα: «Δεχτείτε το κορίτσια είμαι μεγαλύτερη και έχω καλύτερη ασφάλεια» (Face it girls, I'm older and I have more insurance), που ξεστομίζει η Κάθι Μπέιτς, επικυρώνοντας έτσι την μεταμόρφωση της Έβελιν σε μια γυναίκα με αυτοπεποίθηση, αφού πρώτα έχει πάρει φόρα και έχει πέσει με το αυτοκίνητό της πάνω σε αυτό δύο νεαρότερων κοριτσιών που της έχουν κλέψει τη θέση στο παρκινγκ φωνάζοντας της «είμαστε μικρότερες και γρηγορότερες» είναι από μόνη της ικανή να αφήσει την ταινία στην ιστορία. Η ταινία είχε 2 υποψηφιότητες για Όσκαρ, 3 για Χρυσές Σφαίρες και 2 για BAFTA. Αν και έχασε στα Όσκαρ από τη «Σιωπή των Αμνών», πήρε άριστες κριτικές για τις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών και για την βαθιά και συγκινητική ματιά της πάνω τη ζωή, τη φιλία, τη βία, τον ρατσισμό και άλλα κοινωνικά ζητήματα της δεκαετίας του 1930 (και όχι μόνο). Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=wwYDQG0c-cs το trailer της ταινίας. ΗΠΑ, 1966. Διάρκεια: 112΄. Σκηνοθεσία: Norman Jewison. Σενάριο: Nathaniel Brandley-William Rose. Πρωταγωνιστούν: Carl Reiner, EvaMary Saint, Alan Arkin, Brian Keith, Jonathan Winters, Paul Ford, Theodore Bikel, Tessie O’Shea. Το Cine Δράση παρουσιάζει την Τετάρτη 6 Ιουλίου την βραβευμένη, αντιπολεμική σπαρταριστή σάτιρα « Έρχονται οι Ρώσοι», ένα φιλμ που γυρίστηκε σε μια περίοδο όπου ο Ψυχρός Πόλεμος, στην διάρκεια του οποίου Ρώσοι και Αμερικανοί έβλεπαν ο ένας τον άλλον μόνο πίσω από τις κάννες των όπλων, έτοιμοι να τραβήξουν την σκανδάλη και να πυροδοτήσουν ένα Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διαρκούσε ήδη μια εικοσαετία. Η πλοκή της ταινίας πυροδοτείται από το γεγονός ότι ένα σοβιετικό υποβρύχιο, το πλήρωμα του οποίου δεν έχει εχθρικές προθέσεις προς τους Αμερικανούς, ενώ παραπλέει στις ακτές της Νέας Αγγλίας προσαράζει στα αβαθή. Το ατύχημα συμβαίνει γιατί ο επικεφαλής του είναι απορροφημένος να παρατηρεί από το περισκόπιο τις ομορφιές της άγνωστής του Αμερικής και αγνοεί τις προειδοποιήσεις των υφισταμένων του. Κατόπιν τούτου οι Ρώσοι επιθυμούν, για να μην προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο και για να μην τιμωρηθούν πίσω στην πατρίδα, να λήξουν ήσυχα και απλά το πρόβλημά τους. Για το σκοπό αυτό στέλνουν στην μικρή πόλη που βρίσκεται στην κοντινή ακτή μια ομάδα με αποστολή να δανειστεί ή να κλέψει ένα δυνατό πλεούμενο που θα μπορέσει να ξεκολλήσει το υποβρύχιο. Στην μικρή πόλη ζει ένα ετερόκλητο πλήθος: ένας συγγραφέας που κάνει διακοπές , έχει ποτισθεί από την υγρασία και θέλει επειγόντως να φύγει, ένας αξιωματικός της αστυνομίας που θέλει να καταγράψει το ατύχημα στο βιβλίο συμβάντων, ορισμένοι αυτοσχέδιοι εθνοφρουροί εξοπλισμένοι με όχι και τόσο σύγχρονα όπλα. Κάποιοι από αυτούς είναι οπαδοί της ψυχροπολεμικής φιλοσοφίας και άλλοι της ειρηνικής συνύπαρξης. Όλοι αντιλαμβάνονται το ατύχημα σαν Ρωσική απόβαση στη χώρα τους και πολύ γρήγορα κυριαρχούν η έξαψη, ο πανικός και η σύγχυση. Καλούν σε βοήθεια, αλλά μέχρι να έλθει ακόμα μια φορά το «ιππικό» οι πλέον θερμόαιμοι οργανώνουν ασκήσεις και ετοιμάζονται να κατατροπώσουν την ετέρα Υπερδύναμη. Οι ξαφνικές και περίεργες συναντήσεις των ντόπιων με τους Ρώσους που τριγυρνούν στην πόλη ψάχνοντας πλεούμενο, εντείνουν τη σύγχυση. Οι διάφορες παρεξηγήσεις, ακόμα και τα ερωτικά σκιρτήματα, δίνουν αφορμή στο σεναριογράφο και τον σκηνοθέτη να απογειώσουν τη σάτιρα και το χιούμορ διακωμωδώντας συμπεριφορές και στερεότυπα που έχουν καλλιεργηθεί στη συνείδηση του ενός λαού για τον άλλον. Η άγρια κωμωδία παρασύρει τους θεατές, ενώ στο τέλος ένα ζοφερό γεγονός γίνεται αιτία για ανακωχή και συμφιλίωση. Ο Γ΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η αιματοχυσία αποφεύγονται και τελικά οι Αμερικανοί με ό,τι πλεούμενο διαθέτουν συνοδεύουν το ρωσικό υποβρύχιο έξω από τα χορικά τους ύδατα. Όπως έγραψε ο Βασίλης Ραφαηλίδης: «…Όταν οι Αμερικανοί αποφασίζουν να σατιρίσουν τον εαυτό τους είναι αμίμητοι και ασυναγώνιστοι. Καθώς μάλιστα δεν υπάρχει επίσημη κινηματογραφική λογοκρισία στις Η.Π.Α. (οι ταινίες, ωστόσο, αυτολογοκρίνονται από ένα ειδικό οργανισμό της Ένωσης των Αμερικανών Παραγωγών και από μία πανίσχυρη κινηματογραφική θρησκοκρατούμενη «Ένωση»), οι ευφάνταστοι και προοδευτικοί κινηματογραφιστές μπορούν να χρησιμοποιήσουν την αφθονότατη «πρώτη ύλη» μ’ έναν τρόπο πραγματικά σπαρταριστό. Στο «Έρχονται οι Ρώσοι» (στον πρωτότυπο τίτλο επαναλαμβάνεται η πρόταση χωρίς κόμμα, πράγμα που δημιουργεί εξ αρχής μιαν εντύπωση σύγχυσης) σαν «πρώτη ύλη» χρησιμοποιείται η παρανοϊκή κομμουνιστοφοβία, που τόσο έντεχνα και μεθοδικά εμφυτεύθηκε στον εγκέφαλο της αμερικανικής μάζας από τον παρεπιδημήσαντα εις Κύριον (ευτυχώς εγκαίρως) Μακάρθι. Αυτό το αξεπέραστο μέχρι σήμερα ταμπού διαλύεται και αποσυντίθεται εις τα εξ ων συνετέθη από τον θαυμάσιο Τζιούισον, με ένα πείσμα που δίνει την εντύπωση ξαφνικού ξεσπάσματος του από χρόνια καταπιεσμένου φιλελευθερισμού του. Το «Έρχονται οι Ρώσοι» ανήκει σ’ εκείνη τη σπανιότατη κατηγορία χολιγουντιανού κινηματογράφου βαθύτατης αυτογνωσίας και οξύτατης κριτικής. Βέβαια, ως συνήθως, το έξυπνο περικάλυμμα της σάτιρας απαλύνει την κριτική διάθεση, όμως η φαιδρή διακωμώδηση είναι συχνά πολύ πιο αποτελεσματική από τη σοβαροφανή ανατομία ενός εγκλήματος. Ο Νόρμαν Τζιούισον κατορθώνει να ανασυνθέσει άψογα αυτήν την ατμόσφαιρα του πανικού, η κλιμάκωση του οποίου παρασύρει στη δίνη του ολόκληρη τη μικρή πόλη, η οποία, ευρισκόμενη σε κατάσταση πολέμου, προσπαθεί να σωθεί εκ των ενόντων με τους ανεκδιήγητους αυτοσχέδιους εθνοφρουρούς της. Η πολλαπλή «παράλληλη δράση» κρατιέται μέχρι το φινάλε με απόλυτη συνέπεια, δημιουργώντας ένα τέλεια παρανοϊκό κρεσέντο...». Το φιλμ κέρδισε στην κατηγορία του Χρυσή Σφαίρα καλύτερης κωμωδίας και α’ ανδρικού ρόλου (Άλαν Άρκιν), ενώ προτάθηκε για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, διασκευασμένου σεναρίου, α’ ανδρικού ρόλου και μοντάζ. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=IEWWRbn4zG0, το trailer της ταινίας. ΗΠΑ, 2013. Διάρκεια: 98 λεπτά. Σκηνοθεσία: Woody Allen. Σενάριο: Woody Allen. Πρωταγωνιστούν: Cate Blanchett, Alden Ehrenreich, Alec Baldwin, Peter Sarsgaard, Michael Stuhlbarg, Bobby Cannavale, Sally Hawkins, Max Casella. Σε όλη την σκηνοθετική του πορεία, ο Γούντι Άλεν έχει δημιουργήσει εμβληματικούς και ανεξίτηλους γυναικείους χαρακτήρες, τους οποίους ενσάρκωσαν μερικές από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς του Χόλιγουντ, όπως η Νταϊάν Κίτον, η Μία Φάροου, η Τζούντι Ντέιβις και πολλές ακόμη. Έτσι και στη «Θλιμμένη Τζάσμιν» κινητήριος άξονας είναι ο πολύπλευρος χαρακτήρας της Τζάσμιν, τον οποίο ενσαρκώνει υποδειγματικά μία από τις πλέον καταξιωμένες ηθοποιούς του Χόλιγουντ, η Κέιτ Μπλάνσετ. Πρόκειται για μια ταινία που αναφέρεται στην οικονομική και κοινωνική κατάπτωση πολλών ευκατάστατων αμερικανών οι οποίοι ξαφνικά βρέθηκαν σε μία κοινωνική τάξη η οποία ελάχιστα απέχει από τα όρια της ανέχειας. Μια ρομαντική και δραματική κομεντί για τις ολέθριες συνέπειες της αδιαφορίας και της μη έγκαιρης αντιμετώπισης σοβαρών καταστάσεων. Μια ταξική τοιχογραφία πολύ πιο σύνθετη και ενδιαφέρουσα και με περισσότερο χιούμορ από άλλες του ίδιου σκηνοθέτη. Μια ταινία για την υποκρισία και τον ψεύτικο εαυτό που με περίσσεια ματαιοδοξία παρουσιάζουμε στους συνανθρώπους μας, παραμένοντας όμως στην πραγματικότητα μόνοι, κενοί και δυστυχισμένοι. Η Τζάσμιν έχει, ως αποτέλεσμα της πρόσφατης κρίσης, χάσει όλη την τεράστια περιουσία της η οποία είχε δημιουργηθεί από τον καιροσκόπο επιχειρηματία σύζυγο της με τρόπους όχι τόσο καθαρούς και της οποίας η ίδια δεν γνώριζε ακριβώς την προέλευση ή καλύτερα επέλεξε να αγνοεί, βολεμένη στην απατηλή και προσωρινή απόλαυση όλων όσων το απεριόριστο χρήμα μπορούσε να της προσφέρει. Είναι κοινωνική, συμμετέχει σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, προφανώς πνίγοντας τις ενοχές της, εγωίστρια και διακατέχεται από σύνδρομο ανωτερότητας. Έχει τα πάντα αλλά αγνοεί ότι ο γοητευτικός σύζυγός της την απατά κατά συρροή, όπως αγνοεί ότι τα λεφτά του, ανήκουν σε άλλους, οι οποίοι του τα εμπιστεύονται για επενδύσεις. Μετά την καταστροφή πληγωμένη και ερείπιο ψυχικά και σωματικά, είναι αναγκασμένη να καταφύγει στο φτωχικό και περιορισμένο διαμέρισμα της πολύ διαφορετικής αδελφής της Τζίντζερ, που εργάζεται υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ στο Σαν Φρανσίσκο. Εκεί είναι ανίκανη να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο από τον οποίο προφανώς κατάγεται, μα που άφησε τόσο πολύ πίσω που τώρα φοβάται να θυμηθεί και να ξαναζήσει. Γιατί η ηρωίδα μας δεν γεννήθηκε μέσα στα πλούτη, γνώρισε τον πλούσιο και γοητευτικό σύζυγό της στο πανεπιστήμιο, τον παντρεύτηκε και εκείνος την μετέφερε σε ένα κόσμο χλιδής, υψηλής μόδας, πολύτιμων κοσμημάτων, κομψών δείπνων και ιδιωτικών αεροπλάνων. Η στάση της στο νέο της περιβάλλον είναι απαιτητική, θεωρεί τους άλλους υποχρεωμένους να την βοηθήσουν να βγει από τη νέα δύσκολη, προσωρινή όπως νομίζει ,κατάσταση. Συναισθηματικά αδύναμη και επισφαλής, αδιαφορεί εντελώς για το τι συμβαίνει γύρω της, δίνει ιδιαίτερη σημασία στην γνώμη των άλλων για την εικόνα της, αδυνατεί να υποστηρίξει ουσιαστικά τον εαυτό της, καταφεύγοντας τελικά στη βοήθεια του ποτού και των ψυχοφαρμάκων. Υποτιμά την αδελφή της, άλλωστε πάντα την αντιμετώπιζε με υπεροψία που αγγίζει τα όρια της περιφρόνησης, ενώ θεωρεί τελείως αποτυχημένο, δεν εγκρίνει και αποδοκιμάζει συνεχώς τον φίλο της. Παρόλα αυτά θα προσπαθήσει να ξαναφτιάξει τη ζωή της, εγχείρημα δύσκολο, αφού δεν συνειδητοποιεί τη διαφορά της πραγματικής ζωής και του ονείρου που ζούσε μέχρι την ώρα που ο άντρας της κλείστηκε στη φυλακή. Σαν μια άλλη Μπλανς Ντιμπουά, ηρωίδα του θεατρικού έργου του Τενεσί Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος», αξιοποιεί ότι της έχει απομείνει από την παλιά της αίγλη: μια πλούσια γκαρνταρόμπα από φορέματα Σανέλ και τσάντες Ερμές, την συμπεριφορά και τους τρόπους μιας γυναίκας της υψηλής Νεοϋορκέζικης τάξης και το εκλεπτυσμένο της γούστο, για να διατηρήσει κάτι από την παλιά της αίγλη, να τονίσει τη διαφορετικότητά της και να προβάλει την αριστοκρατική της υπεροχή έναντι της ταπεινής κατάστασης των άλλων, στων οποίων την καλοσύνη οφείλει τώρα την επιβίωσή της. Βρίσκει δουλειά ως γραμματέας σε ένα οδοντιατρείο, παρακολουθεί μαθήματα κομπιούτερ, ενώ σε μια κοινωνική εκδήλωση θα συναντήσει έναν γοητευτικό και πλούσιο νεαρό διπλωμάτη, ο οποίος δείχνει ότι μπορεί να τη βοηθήσει να ανακτήσει την παλιά της αίγλη και την άλλοτε λαμπερή της καθημερινότητα. Η «Blue Jasmine» είναι μία από τις καλύτερες ταινίες του Γούντι Άλεν, δυνατή από την αρχή ως το τέλος, με ένα εντυπωσιακό φινάλε που σε προκαλεί να δεις την ταινία κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα. Η Κέιτ Μπλάνσετ δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τη σπουδαιότητα της σαν ηθοποιός. Το αξιόλογο καστ συμπληρώνουν, ο Άλεκ Μπόλντουιν πειστικός στο ρόλο του συζύγου και η σπουδαία αγγλίδα ηθοποιός Σάλι Χόκινς πολύ καλή και απολαυστική στον ρόλο της Τζίντζερ. Το ίδιο υπέροχοι είναι και οι υπόλοιποι ηθοποιοί στους δεύτερους ρόλους. Στα θετικά της ταινίας και το διακριτικό Soundtrack, με ήχους μπλουζ και τζαζ που τόσο αγαπά ο Γούντι Άλεν. Η ταινία κέρδισε πολλά βραβεία ανάμεσα τους το Όσκαρ και τη Χρυσή Σφαίρα α΄ γυναικείου ρόλου για την Μπλάνσετ. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=dLHmLKJwqpM το trailer της ταινίας. |