Ιαπωνία, 2013. Διάρκεια: 121΄. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Hirokazu Kore-eda. Πρωταγωνιστούν: Masaharu Fukuyama, Machiko Ono, Yôko Maki, Rirî Furankî, JunFubuki, Shôgen Hwang, Arata Iura, Kirin Kiki, Jun Kunimura, Megumi Morisaki, Isao Natsuyagi, Keita Ninomiya. Η ταινία «Πατέρας και γιος» είναι μία τρυφερή, συγκινητική και πρωτότυπη ιστορία, σχετικά με οικουμενικά φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά ερωτήματα «γονιός γεννιέσαι ή γίνεσαι;» «παιδί σου είναι αυτό που γεννάς ή αυτό που ανατρέφεις;». Αφορμή για την ανάπτυξη της πλοκής είναι η ιστορία δύο οικογενειών στην Ιαπωνία οι οποίες ενημερώνονται 6 χρόνια μετά την ταυτόχρονη και στο ίδιο μαιευτήριο γέννηση των παιδιών τους, ότι από ένα «σκόπιμο» λάθος μιας νοσηλεύτριας, που επέλεξε αυτόν τον τρόπο για να εκδικηθεί την διοίκηση του ιδρύματος για μια αδικία σε βάρος της, έγινε ανταλλαγή των παιδιών τους και όλο αυτό το διάστημα μεγαλώνει η καθεμία το βιολογικό παιδί της άλλης. Ο Ριότα, ένας εύπορος, άκαμπτος και φιλόδοξος γιαπωνέζος γιάπης, ζει μια τέλεια, ατσαλάκωτη και αποστειρωμένη ζωή με τη γυναίκα του και τον 6χρονο «γιο» του. Ό,τι έχει το κέρδισε με σκληρή δουλειά, είναι σίγουρος για τις επιλογές και τις προτεραιότητες του και έχει διαμορφώσει την πεποίθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην ανοδική πορεία του στην επαγγελματική και οικογενειακή ζωή. Είναι αυστηρός και απαιτητικός με τη γυναίκα του και το παιδί, του προσφέρει τα καλύτερα από σχολεία έως εξωσχολικές δραστηριότητες ώστε να του εξασφαλίσει ένα λαμπρό μέλλον, αντίστοιχο με το δικό του. Το παιδί μεγαλώνει με αγγλικά, πιάνο, καλούς τρόπους και κάποια ψέματα όταν το απαιτούν περιστάσεις, όπως για παράδειγμα η εγγραφή σε ένα καλό ιδιωτικό σχολείο. Η εργασιομανία του και η πίστη ότι η τρυφερότητα προκαλεί στους αποδέκτες της, ιδίως τα παιδιά, μαλθακότητα έχουν σαν αποτέλεσμα ελάχιστη παρουσία στο σπίτι και ψυχική απόσταση από το παιδί. Στον αντίποδα ο πατέρας της μικροαστικής οικογένειας στην οποία μεγαλώνει ο πραγματικός του γιος δεν είναι τόσο πετυχημένος, ούτε τόσο καλλιεργημένος όσο ο Ριότα. Βέβαια εξασφαλίζει τα απαραίτητα σε όλη του την οικογένεια και το σπουδαιότερο βρίσκει χρόνο για κοινές δραστηριότητες με τα παιδιά (έχει άλλα δύο μικρότερα) και την γυναίκα του, είναι μαζί τους χαλαρός, αστείος, τρυφερός, δοτικός. Χωρίς κόμπλεξ και με απλότητα βρίσκει χρόνο να πετάνε μαζί χαρταετό ή να κάνουν όλοι μπάνιο στην μικροσκοπική μπανιέρα. Με πρωτοβουλία της διοίκησης του νοσοκομείου, που είναι διατεθειμένη να επωμιστεί το οικονομικό κόστος, οι δύο οικογένειες γνωρίζονται και αρχίζουν να περνούν χρόνο μαζί, ώστε από κοινού και σε εύλογο χρονικό διάστημα, να διευθετήσουν το πρόβλημα με τα λιγότερα ψυχικά τραύματα. Παράλληλα ξεκινούν οι νομικές διαδικασίες και η ψυχολογική υποστήριξη για την ανταλλαγή. Τα παιδιά αρχίζουν να περνούν λίγο χρόνο στο σπίτι των πραγματικών γονιών τους. Αλλά οι πρωτόγνωρες καταστάσεις που αντιμετωπίζουν επηρεάζουν το συναισθηματικό κόσμο όλων. Οι άντρες διαμορφώνουν μια ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους, οι γυναίκες γίνονται φίλες και εμπιστεύονται η μία την άλλη. Ο Ριότα ανησυχώντας για τη χαλαρή διαπαιδαγώγηση του γιου του, αμφισβητεί, αρχικά, την ορθότητα της ανταλλαγής και με Σολομώντεια λογική προτείνει να αναλάβει η δική του οικογένεια και τα δυο παιδιά. Στην πορεία αποφασίζει να κρατήσει το παιδί που ανέθρεψε και όχι αυτό που γέννησε, αλλά ούτε και αυτή η λύση θα προχωρήσει όταν διαπιστώσει την αφοσίωση της γυναίκας του στο βιολογικό τους παιδί. Θα την κατηγορήσει, βέβαια, για έλλειψη μητρικού ενστίκτου. Αν το διέθετε, θα έπρεπε κατά τη γνώμη του, αποκλειστικά αυτή, να έχει αντιληφθεί από την αρχή και το τραγικό λάθος. Αλλά στη συνέχεια η συμπεριφορά των ίδιων των παιδιών, η συναναστροφή με τον πατέρα και όλη την άλλη οικογένεια, η διαπίστωση ότι παρά το γεγονός ότι ζουν πιο φτωχικά και χαλαρά, όλα της τα μελή είναι ψυχικά υγιή, χαρούμενα και περισσότερο ευτυχισμένα από αυτά της δικής του, θα ανατρέψουν όλες του τις βεβαιότητες. Για πρώτη φορά στη ζωή του, αυτό το απρόσμενο εμπόδιο, θα τον βγάλει από το αποστειρωμένο κλουβί του και θα τον κάνει να αμφισβητήσει τις αξίες και τις προτεραιότητες του. Κυρίως όμως θα αναρωτηθεί για την ουσία της πατρότητας, το πρότυπο πατέρα που εκπροσωπεί και την βιολογική και ουσιαστική σχέση γονιών και παιδιών. Όπως λέει ο Hirokazu Kore-eda: «Σε ποιο σημείο, ένας πατέρας γίνεται πραγματικά γονιός; Όταν γεννήθηκε η κόρη μου...η σύζυγος μου μεταμορφώθηκε άμεσα σε μητέρα…Πέντε χρόνια αργότερα, πολύ συχνά ακούω να μου λένε πόσο μου μοιάζει…Συγκρίνοντας τα χαρακτηριστικά των προσώπων μας, διακρίνω όντως τις ομοιότητες, αλλά είναι η πατρότητα στο DNA ή στο χρόνο που περνάμε μαζί; Είναι το αίμα ή ο χρόνος; Κάπως έτσι ξεκίνησε το "Πατέρας και Γιος". Όλα μου τα διλήμματα, οι απορίες, και τα πράγματα που έχω μετανιώσει, είναι η πρώτη φορά που τα δίνω απλόχερα στον πρωταγωνιστή της ταινίας μου. Η ταινία τελείωσε, όσο για τον πρωταγωνιστή κι εμένα, τα ερωτήματα παραμένουν.» Ο Hirokazu Kore-eda, ένας από τους πλέον χαρισματικούς Ιάπωνες σκηνοθέτες, που εδώ υπογράφει και το σενάριο, παρουσιάζει μια ταινία, που συγκλονίζει τόσο με το θέμα όσο και με τον τρόπο κινηματογράφησης της. Ακολουθώντας την αναζήτηση των συμπατριωτών του για το ρόλο της οικογένειας σε μια κοινωνία που άλλαξε δραματικά μέσα σε λίγες δεκαετίες, προσεγγίζει το θέμα του με ευαισθησία απέναντι στον άνθρωπο, κατανόηση για την αδυναμία του απέναντι στα παιχνίδια της μοίρας και μας δίνει την προσωπική του εκδοχή για τους παράγοντες που διαμορφώνουν την σχέση Πατέρα-Γιου. Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι εξαιρετικές, ιδίως των δύο μικρών παιδιών που αποδίδουν τους ρόλους τους με ρεαλισμό και φυσικότητα. To φιλμ έχει κατακτήσει πολλά βραβεία στα Φεστιβάλ όλου του κόσμου με προεξάρχοντα το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών (2013), Ειδική Μνεία από την Οικουμενική Επιτροπή και Βραβεία Καλύτερου Α΄ και Β΄ γυναικείου ρόλου από την Ιαπωνική Ακαδημία. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=0--TNYW2dG4 το trailer της ταινίας.
0 Comments
Ελλάδα, 2008. Διάρκεια: 125'. Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Σενάριο: Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Πέτρος Μαρκάρης, Tonino Guerra. Πρωταγωνιστούν: Willem Dafoe, Bruno Ganz, Michel Piccoli, Irène Jakob, Christiane Paul, Tiziana Pfiffner, Reni Pittaki, Kostas Apostolidis, Apostolos Mylonas. «Ο Αγγελόπουλος δεν κάνει «σινεμά. Ποίηση δημιουργεί. Αν δεν είχε την κάμερα και κρατούσε πένα, θα ήταν ίσως, ο Σεφέρης. Μόνο αν σταθείς έτσι απέναντι στη δουλειά του μπορείς να της επιτρέψεις να σε αγγίξει. Όλοι μιλάνε για το «υπερ-εγώ» του. Δεν ξέρω. Αυτό που γνωρίζω, είναι πως μια φορά τον συνάντησα τυχαία στο αεροδρόμιο και τον έπιασα διακριτικά από το μπράτσο για να του πω-ως θεατής των ταινιών του ή ως «αναγνώστης» της ποίησης του ένα «ευχαριστώ». Αντέδρασε σχεδόν σα ντροπαλό παιδί, κοίταξε κάτω και ψέλλισε ένα ξαφνιασμένο «εγώ ευχαριστώ». Ακριβώς όπως θα περίμενε κάποιος από έναν πραγματικό δημιουργό. Σπάνιο είδος στην Ελλάδα των ξιπασμένων φελών» Γιώργος Πήττας (σε ένα σχόλιό του στον Πολίτη). Στο χαμόγελο του Μπρούνο Γκανς (πέφτοντας από το πλωτό ταξί στο ποτάμι του Βερολίνου), νομίζουμε πως συμπυκνώνεται ο πλούτος και η ποικιλία των μηνυμάτων που μας στέλνει η νέα ταινία του Θ. Αγγελόπουλου. Ένα χαμόγελο γεμάτο, αποχαιρετισμός μιας γενιάς που δεν υπέκυψε, μιας γενιάς που μετρούσε το χρόνο με γεγονότα. Εμείς χάσαμε -σαν μας λέει- αλλά παίξαμε το παιχνίδι μέχρι τέλους, εσείς; Ένα χαμόγελο ειρωνικό προς την επόμενη γενιά, που ταλαντευόμενη ανάμεσα στο συλλογικό όνειρο και την ατομική καταξίωση, άφησε το ταξίδι στη μέση και έμεινε να μετρά τα γεγονότα με το χρόνο. Ο Γιάκομπ (Μπρούνο Γκανς σε μια ερμηνεία που θα μείνει στην ιστορία) τα έχει ζήσει και τα έχει χάσει όλα. Την κοινωνία που ονειρευόταν, τη χώρα του, τους φίλους του και το μεγάλο του έρωτα, την Ελένη. Αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να παλεύει. Ακόμα και τώρα που τα μαλλιά έχουν ασπρίσει και τα δάχτυλα υγραίνονται, συνεχίζει να διεκδικεί την Ελένη, να την προσκαλεί σε χορό στα σκαλιά του μετρό. Κι όταν αυτή καταρρέει, τότε μόνο συνειδητοποιεί πως ήρθε το τέλος, ενώ ο Σπύρος, έχει από καιρό αποδεχτεί παθητικά την απόφαση της ιστορίας «που μας έβαλε στο περιθώριο». Η Ελένη συλλαμβάνεται στη Θεσσαλονίκη στα χρόνια του εμφύλιου. Ο μεγάλος της έρωτας, ο Σπύρος (Μελισσοκόμος, Ταξίδι στα Κύθηρα), την αναζητά και την βρίσκει στην Τασκένδη. Είμαστε στο 1953. Εξορίζονται και οι δυο στη Σιβηρία, από όπου φεύγουν μετά το θάνατο του Στάλιν. Δυο πλάνα σεκάνς, αυτό της ανακοίνωσης του θανάτου του Στάλιν και αυτό στο βαγόνι (που αιτιολογεί συμβολικά την εξορία), δίνουν αριστουργηματικά το κλίμα της εποχής. Το ταξίδι συνεχίζεται, οι τόποι εναλλάσσονται, ο χρόνος γυρνά πίσω, όχι όμως με φλας μπακ, ο χώρος και ο χρόνος συμπλέκονται, διαστέλλονται και συστέλλονται, ο χρόνος γίνεται ο τόπος της ιστορίας, οι εποχές και οι γενιές συνομιλούν άμεσα, χωρίς διαμεσολαβήσεις. Φιλανδία, Αυστρία, Ρώμη, Νέα Υόρκη, Τορόντο, Βερολίνο, τα σύνορα έχουν πέσει, παγκοσμιοποίηση. Ο Νταφόε, γιος της Ελένης και του Σπύρου, γυρίζει ταινία την ιστορία των γονιών του (Ταξίδι στα Κύθηρα). Εκπροσωπώντας την επόμενη γενιά, ψηλαφεί τις ανοιχτές πληγές του παρελθόντος προσπαθώντας να ανιχνεύσει το παρόν (η σκηνή στο πιάνο με την Πιτακή είναι από τις ωραιότερες της ταινίας). Μένοντας άναυδος αλλά και μετέωρος απέναντι στα γεγονότα, αναζητά κι αυτός την Ελένη, την κόρη του, που παραπαίει στο φόντο ενός άγριου καπιταλισμού (πλάνο σεκάνς με τις μοτοσικλέτες). Την Ελένη που προσπαθεί να καταλάβει, αλλά δεν μπορεί, που το βάρος του παρελθόντος (σκηνικό του παιδικού δωματίου) την πλακώνει, αναζητώντας το τέλος στο κατειλημμένο από άστεγους κτίριο. (Ένας από τους άστεγους έρχεται από τη σκηνή του θανάτου του Στάλιν) Μετά το αρκετά επιτηδευμένο «Λιβάδι που δακρύζει», είναι φανερή η προσπάθεια του σκηνοθέτη να επικοινωνήσει με τον «παλιό» εαυτό του, κρατώντας μεν τον άξονα της νέας τριλογίας, (ατομικό-συλλογικό, έρωτας και επανάσταση, ως υποκείμενα και αντικείμενα της ιστορίας), αλλά αποφεύγοντας επιμελώς τόσο την τεχνική της συναισθηματικής ταύτισης, όσο και την οπτική της «αβάσταχτης ελαφρότητας» των πραγμάτων. Όπως είναι φανερή και η αγωνία του να ξαναβρεθεί με τους «κάτω», λέγοντας μας με λόγια, πως «κάποιοι βιάστηκαν να μιλήσουν για το τέλος της ιστορίας», αλλά και δείχνοντάς μας μέσα από μια προκάτ μεν, αλλά περίτεχνη σκηνή (αυτή του σκονισμένου παλιού μουσικού οργάνου), πως η ταξική πάλη συνεχίζεται και στο χέρι μας είναι να βγει ξανά στο προσκήνιο της ιστορίας. Αρκεί να διώξουμε τη σκόνη; Θα ρωτήσουμε εμείς. Όμως είναι και φανερή η αδυναμία του να προσεγγίσει τη νέα εποχή και τη νέα γενιά και να πιάσει τα σύγχρονα υπόγεια ρεύματα (η μορφή της μικρής Ελένης είναι μάλλον απλουστευτική και ξεπερασμένη από τις εξελίξεις). Κινηματογραφική γλώσσα σταθερή, όπου τα γεγονότα αναγγέλλονται από τους ηθοποιούς και τα μηνύματα αναδείχνονται μέσα από τα πλάνα σεκάνς. Τα αγάλματα (του Σεφέρη;) επαναφέρονται με τα κομμένα κεφάλια (Τοπίο στην ομίχλη, Βλέμμα του Οδυσσέα), μετά την κατάρρευση ίσως θα μπορούσε να προστεθεί κι αυτό του Λένιν (για να συνδιαλέγονται τα αίτια της ήττας;) Οι νεκροί χρόνοι κυριαρχούν ως σημείο τομής του ανθρωπολογικού και του φιλμικού, όπως και η φωνή οf και το espace of (σκηνή αναγγελίας του γάμου), ενώ στην πορεία μειώνονται τα πανοραμίκ εξωτερικά πλάνα και αυξάνονται τα κοντινότερα εσωτερικά, όπως και ο ρυθμός (η επικράτηση του ατομικού απέναντι στο συλλογικό;). Ιδανική η φωτογραφία του Α. Σινάνου και επιβλητική η μουσική της Ε. Καραϊνδρου. Τέλος ο σκηνοθέτης μας αφήνει ένα ανοιχτό παράθυρο με την αναφορά του στην επόμενη ταινία της τριλογίας. Θα είναι άραγε η «Αιώνια επιστροφή» η ανάκληση και ανάπλαση εικόνων -απόκρυφων πτυχών- της σύγχρονης ανθρώπινης ύπαρξης, πάνω στο έδαφος της νέας κοινωνικής πραγματικότητας και των μεγάλων αντιθέσεων (Το παραπάνω κείμενο είναι του Βασίλη Τσιράκη και δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ στις 30 Νοεμβρίου 2008). Όλα τα στοιχεία από το blog: camerastyloonline.wordpress.com Γαλλία 2008. Διάρκεια: 103'. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Sylvie Verheyde. Πρωταγωνιστούν: Léora Barbara, Mélissa Rodriguez, Laëtitia Guerard, Karole Rocher, Benjamin Biolay, Guillaume Depardieu, Jeannick Gravelines. Το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία, και οι ανισότητες σε δύο κοινωνικά διαφορετικές συνοικίες του Παρισιού στη δεκαετία του ΄70, δοσμένα με κριτικό βλέμμα, ευαισθησία, χιούμορ και πρωτοτυπία. Μια βαθιά ανθρώπινη ταινία που συγκίνησε βαθιά κοινό και κριτικούς, όπου κι αν προβλήθηκε. Κοινωνικό φόντο της ταινίας είναι η μετά τον Μάη του ΄68 εποχή, όπου από τη μια καυτά κοινωνικά προβλήματα της επικαιρότητας εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα και από την άλλη οι αγωνιστές έχουν πλέον παραιτηθεί, συμβιβαστεί ή επιλέξει την οδό της μοναχικής αναζήτησης. Σε μια εργατική συνοικία του Παρισιού η εντεκάχρονη Στέλλα, ένα κορίτσι με αισθήματα, προβληματισμό και συσσωρευμένη οργή, ζει με τους γονείς της που διατηρούν μπαρ. Στον όροφο του ίδιου κτιρίου είναι το σπίτι τους και ως εκ τούτου η νεαρή μαθήτρια περνάει τον περισσότερο χρόνο της σε αυτό το σκληρό, για ένα παιδί, περιβάλλον. Εκεί μελετάει τα μαθήματα της, συναναστρέφεται τους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, ζεστούς, με χιούμορ και κάποτε βίαιους θαμώνες του, γίνεται μάρτυρας των προβλημάτων, των αδυναμιών, των εκρήξεων και του αγώνα τους να επιβιώσουν. Παρατηρεί τις συμπεριφορές τους, θυμώνει με τις ενέργειες τους και τις σχολιάζει χωρίς φόβο ή συστολή. Οι γονείς της, δεν αποτελούν και το ιδανικό πρότυπο. Ψευτο-απελευθερωμένοι, προσαρμοστικοί και ανεκτικοί στα όρια της αδιαφορίας, ζουν απορροφημένοι από τα δικά τους προβλήματα και δεν δείχνουν να έχουν την δυνατότητα να μεγαλώσουν ένα παιδί, αν και τους απασχολεί η πρόοδος και η ζωή της. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, με τους θορυβώδεις θαμώνες του μπαρ και όχι παιδιά της ηλικίας της για φίλους, διαμορφώνεται ο χαρακτήρας της Στέλλας. Δεν είναι επιμελής και επειδή δεν της επιβάλλονται ποτέ οι συνήθεις απαγορεύσεις παίζει χαρτιά, μπιλιάρδο, σερβίρει καφέ ή βλέπει τηλεόραση ως πολύ αργά. Αυτή η καθημερινότητα αλλάζει όταν μεταγράφεται σε ένα διαφορετικό και «προσεγμένο» σχολείο για την τελευταία τάξη του δημοτικού. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων, αισθάνεται ξένο σώμα και αταίριαστη. Για πρώτη φορά συνειδητοποιεί ότι δεν ανήκει πουθενά. Ο ατίθασος χαρακτήρας της, σε συνδυασμό με τις αρνητικές εμπειρίες της από το μπαρ, προκαλεί προβλήματα στη συναναστροφή με τους συμμαθητές της και συχνά δέχεται τις επιπλήξεις των νέων της δασκάλων. Στο σχολείο γνωρίζει την Γκλάντις, κόρη διανοούμενων Εβραίων, εξόριστων από την Αργεντινή και πρώτη φορά κάνει μια φίλη της ηλικίας της. Η συναναστροφή της με την καινούρια της φίλη και οι συχνές επισκέψεις στο σπίτι της, οδηγούν την Στέλλα στην ανακάλυψη ενός καινούριου κόσμου, διαφορετικού από τον μικρόκοσμο του μπαρ των γονιών της. Έρχεται σε επαφή με τα βιβλία, τη μουσική και τα τραγούδια της εποχής, οι ορίζοντες της διευρύνονται, διαμορφώνει νέα ενδιαφέροντα, τα οποία μέχρι τότε δεν είχε καν υποψιαστεί ότι υπάρχουν. Στην γνώση και τον πολιτισμό βρίσκει το νόημα και τη διέξοδο που απεγνωσμένα ζητάει στη ζωή της, αρχίζει να κατανοεί διαφορετικά τον κόσμο γύρω της, μεγαλώνει και ωριμάζει, διατηρώντας την παιδικότητα και την αθωότητα της ηλικίας της. Η σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός Sylvie Verheyde, περιγράφοντας μια σχολική χρονιά από τη ζωή της Στέλλας, ουσιαστικά κάνει μια αυτοβιογραφική ταινία για την δική της παιδική και πρώιμη εφηβική ηλικία. Ακολουθώντας μια απλή και χαμηλών τόνων κινηματογραφική γραφή, διανθίζει τις σκηνές της με χιούμορ και όμορφα, συγκινητικά τραγούδια, χαρακτηριστικά της δεκαετίας του '70. Χωρίς ποτέ να καταφεύγει στο μελόδραμα μετατοπίζεται συνεχώς από το χιούμορ στο σχόλιο, από τη μελαγχολία στην χαρά, από την ανάγκη να ανήκεις κάπου στις τάσεις φυγής, εξασφαλίζοντας ζωντάνια και ρεαλισμό στην ταινία. Στα θετικά του φιλμ συγκαταλέγονται η όμορφη φωτογραφία, ο πολύ καλός συνδυασμός ερασιτεχνών και επαγγελματιών ηθοποιών, οι άψογες ερμηνείες όλων τους με κορυφαία την μικρή Leora Barbara, που εδώ, στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση, τονίζοντας με την εκπληκτική ερμηνεία της την εσωστρέφεια, την αθωότητα και την παιδική πονηριά της Στέλλας, του κοριτσιού, που αγωνίζεται με πάθος για να βρει στη ζωή τη θέση που του ανήκει. Όλοι οι συντελεστές προσφέρουν στον θεατή απόλαυση χωρίς διακοπή και μετατρέπουν την μεταμόρφωση της Στέλλας σε μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδας . Η ταινία απέσπασε βραβείο σεναρίου στο Διεθνές Φεστιβάλ της Φλάνδρας (Γάνδη, 2008) και στο Gijón International Film Festival (2008). Στη χώρα μας προβλήθηκε στο 49ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2008 ως τμήμα της ενότητας "Ημέρες Ανεξαρτησίας". Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=VaoesW5CCvQ το trailer της ταινίας. Ιταλία 1975. Διάρκεια 140΄. Σενάριο: Pietro Germi, Leonardo Benvenuti, Piero De Bernardi, Tullio Pinelli . Σκηνοθεσία: Mario Monicelli. Πρωταγωνιστούν: Ugo Tognazzi, Gastone Moschin, Philippe Noiret, Duilio Del Prete, Adolfo Celi, Bernard Blier, Milena Vukotic, Silvia Dionisio. Φωτογραφία: Luigi Kuveiller . Μουσική: Carlo Rustichelli. Μία από τις αριστουργηματικές μαύρες κωμωδίες στην ιστορία του κινηματογράφου που ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς. Ένα φιλμ ειρωνικό, αιχμηρό, δηκτικό και διακριτικό που σατιρίζει κάθε μικροαστική αντίληψη για τις σχέσεις, την κοινωνική αναρρίχηση, την απάτη, το λάθος, την αποτίμηση του έρωτα, τις παρασπονδίες και εκτροπές της πολιτικής. Εν ολίγοις όλα τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη εκείνης της εποχής στην Ιταλία και όλη την Ευρώπη. Την πλοκή της ταινίας πυροδοτούν οι περιπέτειες μιας αντροπαρέας αποτελούμενης από πέντε μεσήλικες, ευυπόληπτους άνδρες. Οι τέσσερις από αυτούς, φίλοι από τα παιδικά τους χρόνια, ζουν στην Φλωρεντία και περνούν κάθε ελεύθερη στιγμή τους μαζί. Πρόκειται για τον Νέκι ιδιοκτήτη μπαρ, τον Περότζι δημοσιογράφο, τον Μελάντρι, αρχιτέκτονα-μηχανικό και τον ξεπεσμένο αριστοκράτη Μασσέτι που τώρα ζει σε ένα υπόγειο με την γυναίκα και την κόρη του, παρασιτώντας με στυλ σε βάρος των υπολοίπων. Ο πέμπτος, ο μεγαλογιατρός Σασαρόλι, προστίθεται στην παρέα στη συνέχεια, όταν ένα από τα περιβόητα ταξίδια της αρχικής ομάδας καταλήγει στο νοσοκομείο που αυτός διευθύνει και όπου ο Μελάντρι, ερωτεύεται και κλέβει τη γυναίκα του, κληρονομώντας όλα τα συμπαρομαρτούντα: παιδιά, σκυλιά, νταντάδες. Αυτή η πενταμελής αντροπαρέα των αμετανόητων πλακατζήδων, που έχουν περάσει τα 50, αλλά αρνούνται να ωριμάσουν, διαθέτει ακόρεστη δίψα για ζωή και μεγάλη διάθεση για τρέλες. Σαν να βιώνουν ακόμα την ανεμελιά των εφηβικών τους χρόνων, διασκεδάζουν σε κάθε ευκαιρία με νεανικό πάθος, σχεδιάζουν και πραγματοποιούν τρομερές φάρσες σε βάρος γνωστών ή αγνώστων, υποψιασμένων και ανυποψίαστων. Η στάση τους αυτή, κρύβει στην πραγματικότητα μια τραγική αντίληψη για τη ζωή, που συνδυάζει απελπισία, μηδενιστικό χιούμορ, και αυτοσαρκασμό, χλευάζει τον Χάροντα ξορκίζοντας το φόβο του θανάτου και προκαλεί τη απονεκρωμένη κοινωνία που κλεισμένη στο καβούκι της δεν αντιδρά σε κανένα ερέθισμα. Η ταινία έχει μεγάλη ιστορία. Ξεκίνησε να γυρίζεται στην Γένοβα από τον καταξιωμένο σκηνοθέτη Πιέτρο Τζέρμι («Διαζύγιο α λα ιταλικά», 1961, «Κυρίες και κύριοι», 1966, «Ατιμασμένη και εγκαταλελειμμένη», 1964), έναν από τους ελάχιστους Ιταλούς που κατέκτησαν Όσκαρ καλύτερης ταινίας, Χρυσό Φοίνικα και Χρυσή Σφαίρα. Ο Τζέρμι είχε την αρχική ιδέα, συν-έγραψε το σενάριο, επέλεξε τους ηθοποιούς και τους χώρους των γυρισμάτων, αλλά αρρώστησε σοβαρά και πέθανε έχοντας όμως προλάβει να χρήσει διάδοχό του στην σκηνοθεσία τον Μάριο Μονιτσέλι, τον μόνον που εμπιστευόταν. Ο νέος σκηνοθέτης έκανε μόνο δύο αλλαγές σε συμφωνία με τον προκάτοχό του. Μετέφερε τα γυρίσματα στην Φλωρεντία, τόπο που γνώριζε καλά και αντικατέστησε τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι με τον Ούγκο Τονιάτσι. Έτσι στην ταινία υπάρχουν δύο σκηνοθετικές υπογραφές. Στους τίτλους αρχής διαβάζουμε: «Μια ταινία του Πιέτρο Τζέρμι» («Un film di Pietro Germi») και μόνον στο τέλος αναφέρεται ότι η σκηνοθεσία είναι του Μονιτσέλι. Και ο Μονιτσέλι είναι μια ξεχωριστή περίπτωση στην ιστορία του σινεμά. Σκηνοθετούσε 50 ολόκληρα χρόνια από το 1949 ως το 1998. Πέθανε το 1998 σε ηλικία 95 χρονών. Στην πραγματικότητα πήδηξε από το παράθυρο του νοσοκομείου που νοσηλευόταν για καρκίνο. Θιασώτης του νεορεαλισμού χαρακτηρίστηκε δικαίως ως ο κορυφαίος της ιταλικής σάτιρας, αλλά διέθετε το χάρισμα να χειρίζεται όλα τα κινηματογραφικά είδη. Στην χώρα μας ταινίες του όπως «Ο κλέψας του κλέψαντος», «Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε», η σάτιρα της ελληνικής δικτατορίας «Θέλουμε τους κολονέλους», αγαπήθηκαν με πάθος και ακόμα συγκινούν το κοινό. Με τους «Εντιμότατους φίλους» σκηνοθετώντας γρήγορα και δυναμικά δημιούργησε ένα τολμηρό αριστούργημα άρτιο σε όλα τα επίπεδα και καθιέρωσε τη λεγόμενη «πικρή» ιταλική κωμωδία. Λεπτό χιούμορ, εξαιρετικής ποιότητας και υψηλού επιπέδου με έντονες πολιτικές αιχμές και μακάβριες αναφορές, ακριβώς στον αντίποδα των κοινότοπων, γεμάτων άσκοπες βωμολοχίες φιλμ της αμερικάνικης κυρίως σχολής του είδους. Ξεχωριστά διασκεδαστικό και συνάμα τραγικό σενάριο που παρουσιάζει καταστάσεις τραγελαφικές και άκρως σουρεαλιστικές και κρατάει το θεατή συγκεντρωμένο στην οθόνη σε όλη τη σχετικά μεγάλη διάρκεια της ταινίας. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών εξαιρετικές. Ο καθένας χωριστά ερμηνεύει το ρόλο του με φυσικότητα και όλοι μαζί συνθέτουν μια εκπληκτική ομάδα, που ανταπεξέρχεται με πλήρη επάρκεια στις απαιτήσεις συνδυασμού δράματος και φάρσας. Η μουσική αναδεικνύει με τον πιο όμορφο τρόπο το σενάριο και όλα τα παραπάνω στοιχεία συνθέτουν μια ταινία που κινείται με αξιοθαύμαστη ακρίβεια ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, σημείωσε στην εποχή της τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία και ακολουθήθηκε από δύο συνέχειες. Το φιλμ κατέκτησε μεγάλο αριθμό Βραβείων στην Ιταλία και το εξωτερικό, ανάμεσά τους το Βραβείο Καλύτερης ταινίας και καλύτερου ανδρικού ρόλου για τον Ugo Tognazzi στα David di Donatello Awards, (1976), Χρυσή Σφαίρα καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού για τον Duilio Del Prete (1976) κ.ά. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=uPxsg_n5Pvk το trailer της ταινίας |