Ταϊβάν, 1994. Διάρκεια: 124΄. Σενάριο: Ang Lee-James Schamus. Σκηνοθεσία: Ang Lee. Πρωταγωνιστούν: Sihung Lung, Yu-Wen Wang, Chien-Lien Wu, Kuei-Mei Yang, Sylvia Chang, Winston Chao, Chao-jung Chen. Μια συναρπαστικά ανθρώπινη ταινία, γεμάτη εκπλήξεις, ένα αριστούργημα απόλυτης ομορφιάς και κινηματογραφικής τέχνης για τις οικογενειακές σχέσεις, την μοναξιά, την απομόνωση, την ανάγκη για συντροφικότητα, την καταπίεση και την απελευθέρωση. Ένα φιλμ για τις αντιθέσεις στη σύγχρονη οικογένεια. Για την αντίθεση ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, την παράδοση και τη νεωτερικότητα, την Ανατολή και τη Δύση, τον άνδρα και τη γυναίκα, τους γονείς και τα παιδιά τους, την λογική και το συναίσθημα, το καθήκον και την επιθυμία, τις ατομικές αποφάσεις και το οικογενειακό συμφέρον. Ένα φιλμ που παρά το γεγονός ότι αναφέρεται σε άτομα ενός διαφορετικού πολιτισμού συγκινεί απόλυτα το δυτικό θεατή και τον κάνει να αισθανθεί μέρος αυτού του οικογενειακού συνόλου. Ο χήρος Chu είναι ο καλύτερος μάγειρας της Ταϊπέι και παρά το γεγονός ότι έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση, καλείται συχνά ως μάγειρας «σωτήρας» σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Χειρίζεται με απόλυτη δεξιοτεχνία τα αμέτρητα και ιδιαίτερα εργαλεία του: κατσαρόλες, τηγάνια, μαχαίρια με τα οποία τεμαχίζει παϊδάκια, ψαρικά, πουλερικά, ζυμώνει πίτες. Χρησιμοποιεί πολλά και συχνά άγνωστα υλικά δημιουργώντας αριστουργήματα τα οποία σερβίρει με αριστοτεχνικό τρόπο. Όσο όμως τα καταφέρνει στη μαγειρική τόσο δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με τις τρεις κόρες του που μένουν μαζί του στο σπίτι και για τις οποίες ετοιμάζει υπέροχα οικογενειακά γεύματα τις Κυριακές. Όλο αυτό το τελετουργικό αποτελεί για αυτές, που έχουν ταυτίσει την επαναστατική ορμή της ηλικίας τους με την ασέβεια προς το γονιό, βασανιστήριο και αγγαρεία, αλλά και μια ευκαιρία να εκφράσουν καταπιεσμένα συναισθήματα και επιθυμίες, να ανακοινώσουν αποφάσεις που αφορούν στην επαγγελματική και ερωτική τους ζωή και εν τέλει να αμφισβητήσουν τις παραδόσεις του κινέζικου πολιτισμού στις οποίες ο πατέρας τους είναι προσκολλημένος. Η μεγάλη κόρη, η Jen, είναι καθηγήτρια, έχει ασπαστεί το Χριστιανισμό, ακούει θρησκευτική μουσική στις διαδρομές με τη συγκοινωνία από και προς το σχολείο, γεγονός που τη διευκολύνει να απομονώνεται από τους υπόλοιπους επιβάτες. Η ίδια έχει αφήσει την οικογένειά της να πιστεύει ότι ο άνδρας με τον οποίο είχε σχέση της ράγισε την καρδιά εγκαταλείποντάς την. Στην πορεία αποκαλύπτεται ότι έχει «κατασκευάσει» αυτό το μύθο για να δικαιολογεί το φράγμα ενάντια σε κάθε οικειότητα που έχει υψώσει ανάμεσα σε αυτήν και την οικογένειά της. Η μεσαία, η Chien, έχει σπουδάσει στατιστική, δουλεύει σε ένα υπερσύγχρονο κτίριο γραφείων όπου για λογαριασμό μιας πολυεθνικής προσπαθεί να λύσει δύσκολα προβλήματα καθισμένη ατελείωτες ώρες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή της. Η Chien είναι η μοναδική από τα τρία κορίτσια που έχει κληρονομήσει το χάρισμα του πατέρα στην μαγειρική και έχει διακαή πόθο, που δεν ομολογεί ούτε στον εαυτό της, να δουλέψει σε αυτό το χώρο και να έχει μια αντίστοιχη με τη δική του καριέρα. Η μικρότερη κόρη η Ning, είναι φοιτήτρια και εργάζεται σε ένα εστιατόριο γρήγορου φαγητού όπου τα πάντα λειτουργούν θορυβωδώς, με απίστευτες ταχύτητες που έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με τις αργές και τελετουργικές πρακτικές του μάγειρα πατέρα. Την παρέα συμπληρώνουν ο «θείος» Wen ένας συνάδελφος, στενός φίλος του Chu και πολυαγαπημένο πρόσωπο των κοριτσιών και μια μονογονεϊκή οικογένεια με μια μικρή κόρη το σχολικό κολατσιό της οποίας επιμελείται με απόλυτη προσήλωση ο Chu. Την πλοκή πυροδοτούν δυο γεγονότα. Από τη μια η Ning ερωτεύεται το αγόρι της καλύτερης της φίλης και συναδέλφου της, μένει έγκυος και ανακοινώνει στην οικογένεια την απόφαση της να φύγει και να ζήσει μαζί του. Από την άλλη η Chien, βλέπει τους κόπους της να αναγνωρίζονται, επιβραβεύεται με προαγωγή και μετάθεση στο Άμστερνταμ, ενώ παράλληλα αντιλαμβάνεται ότι έχει πέσει θύμα της φούσκας της οικοδομής αφού η προκαταβολή, όλες δηλαδή οι μέχρι τότε οικονομίες της, έχουν κάνει φτερά μαζί με τους υπεύθυνους για την κατασκευή του συγκροτήματος κατοικιών όπου ανήκε και η δική της. Καθώς αναπτύσσεται η πλοκή τα μέλη της οικογένειας συναντούν καινούριους ανθρώπους, κάνουν νέους φίλους και ανθίζουν νέες σχέσεις. Αλλά είναι ο πατέρας που στο τέλος θα κάνει την έκπληξη και στο συναισθηματικό πεδίο. Ο ταλαντούχος Ταϊβανέζος σκηνοθέτης Ang Lee είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό από τις ταινίες του «Brokeback Mountain» και «Ζωή του Πι», για τις οποίες έχει βραβευτεί με Όσκαρ σκηνοθεσίας. Αυτός ο Ασιάτης παραμυθάς με εξαίρετη αφηγηματική ικανότητα, πινελιές γλυκού χιούμορ , συναισθηματική ένταση, θαυμάσιες φωτογραφίες και υπέροχες ερμηνείες από όλους τους πρωταγωνιστές του, μετατρέπει αυτή την κοινότοπη οικογενειακή ιστορία σε μια ώριμη, όμορφη, εκφραστικά αστεία, υπέροχα σαγηνευτική ταινία, μια λιχουδιά για τις αισθήσεις, αλλά κυρίως τροφή για το μυαλό και το συναίσθημα. Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από το κλασικό έργο του κινέζου φιλοσόφου Κομφούκιου «Βιβλίο των Ιεροτελεστιών» στο οποίο υποστηρίζει την ανάγκη οι βασικές επιθυμίες του ανθρώπου (φαγητό, ποτό, ερωτική ικανοποίηση) να αναγνωριστούν ως φυσικές. “To φαί, ποτό, αρσενικό, θηλυκό» μαζί με τις ταινίες «Γαμήλιο Πάρτι» και «Μαθήματα Ισορροπίας» συγκροτεί την ενότητα που ο ίδιος ο σκηνοθέτης αποκαλεί ειρωνικά «Ο πατέρας ξέρει καλύτερα» και αφορά στη χαλαρότητα των οικογενειακών δεσμών στην σύγχρονη εποχή, τη διαρκή επίδραση της παράδοσης στην κοινωνία, την οικογένεια και τα άτομα, καθώς και τη δυσκολία συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών. H ταινία είχε 5 υποψηφιότητες για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, Χρυσές Σφαίρες και ΒΑFTA, ενώ απέσπασε αναρίθμητα βραβεία και διακρίσεις σε ασιατικά, ευρωπαϊκά και αμερικανικά Φεστιβάλ. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=wUM9C4cgcG8 το trailer της ταινίας
0 Comments
ΗΠΑ, 1986. Σκηνοθεσία: Rob Reiner. Σενάριο: Raynold Gideon και Bruce A. Evans, βασισμένο στο βιβλίο “The Body” του Stephen King. Πρωταγωνιστούν: Wil Wheaton ,River Phoenix , Corey Feldman, Jerry O'Connell, Kiefer Sutherland, Casey Siemaszko, Richard Dreyfuss, John Cusack. Μια ιστορία θάρρους και φιλίας, μια νοσταλγική ταινία για τη φωτεινή και σκοτεινή πλευρά της παιδικής ηλικίας, την διάχυτη μελαγχολία και την ανιδιοτελή και ανυπόκριτη φιλία που τη συνοδεύουν. Το 1959 στο Old Castle, μια μικρή πόλη του Oregon με 1281 κατοίκους, ο μικρός Γκόρντι μαζί με τους τρεις φίλους του Βερν, Τεντ και Κρις, όλοι στην ηλικία των 12 περίπου χρόνων, αποφασίζουν να ζήσουν την μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής τους και να αναδειχτούν τοπικοί ήρωες. Το σκάνε από τα σπίτια και τις οικογένειές τους, παίρνουν τα σακίδια τους, και ξεκινούν ένα ταξίδι μέσα στο δάσος, κατά μήκος των γραμμών του τραίνου, σε αναζήτηση του πτώματος ενός εξαφανισμένου συνομήλικου τους που θεωρείται νεκρός. Τα τέσσερα παιδιά είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Κάποια τα κυνηγάει το παρελθόν, κάποια δεν μπορούν να ξεφύγουν από ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον. Ο αγαθούλης Βερν είναι ένα υπέρβαρο παιδί, δειλό, τρομάζει εύκολα, δεν παίρνει πρωτοβουλίες, εξαρτάται από τους άλλους και συχνά γίνεται ο στόχος παρενόχλησης από τους συνομηλίκους του. Ο Τεντ είναι λίγο παλαβιάρης, ιδιόρρυθμος, τσαμπουκάς και έχει εμμονή με το στρατό, λόγω της προσκόλλησης του στον ψυχασθενή πατέρα του και δεν διστάζει, χωρίς να είναι στην πραγματικότητα κακός, να προσβάλλει συνεχώς τους γύρω του. Ο Κρις κατάγεται από οικογένεια αλκοολικών και παραβατικών ατόμων, έχει και ο ίδιος τη στάμπα του «κλέφτη», γνωρίζει μια τραγική αλήθεια που αδυνατεί να αποκαλύψει, είναι γενναίος, ηγετική φυσιογνωμία, λύνει όλα τα προβλήματα και η παρουσία του επιδρά κατευναστικά στους υπόλοιπους. Τέλος ο Γκόρντι, ο αφηγητής της ιστορίας, είναι ένα ήσυχο και χαρισματικό αγόρι που τα συνδυάζει λίγο-πολύ όλα. Πληγωμένος από την συμπεριφορά του πατέρα του, που δεν του δίνει ιδιαίτερη σημασία, απορροφημένος από τον πόνο του για τον νεκρό μεγαλύτερο γιο του, στρέφεται στα βιβλία και λατρεύει να διηγείται και να γράφει ιστορίες-άλλωστε μεγαλώνοντας θα γίνει συγγραφέας. Παρά τις διαφορές τους όλα ικετεύουν ανομολόγητα κάποιον να σταθεί πλάι τους. Στη διάρκεια της περιπέτειας τους θα συναντήσουν πολλές δυσκολίες και θα αντιμετωπίσουν υπαρκτούς ή φανταστικούς κινδύνους, απειλές, και φοβίες. Προχωρώντας πάνω στις γραμμές, σε μια γέφυρα, ακούν το σφύριγμα του τραίνου μόλις την τελευταία στιγμή και έτσι γλυτώνουν από βέβαιο θάνατο. Πέφτουν σε ένα βάλτο και με δυσκολία ξεφεύγουν από τις βδέλλες που κυριολεκτικά τους «ρουφάν» το αίμα. Μπλέκονται σε άνιση σύγκρουση με μια συμμορία, από μεγαλύτερα παιδιά, που διεκδικούν για τον εαυτό τους τη δόξα της ανακάλυψης του πτώματος. Τελικά βρίσκουν το πτώμα και επιστρέφουν θριαμβευτές στην πόλη. Στο ίδιο διάστημα ο καθένας τους, εκτός από την ομαδική δίνει και την ατομική του μάχη. Αντιπαλεύει τους προσωπικούς του δαίμονες, τους φόβους, τις ανησυχίες και τα αρνητικά συναισθήματα της μοναξιάς και της απόρριψης που προέρχονται από το επισφαλές και καθόλου προστατευτικό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον τους. Χάρη στην ιδιαίτερη σχέση φιλίας, τρυφερότητας, σεβασμού, αλληλοπροστασίας και κατανόησης που αναπτύσσεται ανάμεσά τους, το κάθε μέλος αυτής της ανάλαφρης παιδικής παρέας θα βγει νικητής και στο προσωπικό του στοίχημα. Έτσι ένα ταξίδι διάρκειας δύο ημερών και απόστασης μόνο μερικών χιλιομέτρων μετατρέπεται σε κάτι πολύ πιο μεγάλο: στο ταξίδι με το οποίο ο καθένας τους περνάει από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και ξεκινά την ενήλικη ζωή του με τα καλύτερα δυνατά εφόδια. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο βιβλίο «The Body» του Stephen King. Ο τίτλος της προέρχεται από το ομώνυμο, κλασικό πια, τραγούδι που ο Β.Β. King ερμηνεύει αριστουργηματικά στο τέλος: «Όταν η νύχτα πέφτει/κι η γη σκοτεινιάζει/κι η σελήνη χάνεται/μπροστά στα μάτια μας όχι/ Δε θα φοβηθώ όχι,/ Δε θα φοβηθώ/φτάνει εσύ στο πλάι μου να΄σαι/Στάσου στο πλάι μου/Ναι, στάσου στο πλάι μου». Σκηνοθέτης και σεναριογράφος αναδεικνύουν ελάχιστα στο στοιχείο του φόβου που προκαλείται στους μικρούς ήρωες και επεκτείνονται σε κοινωνικές και ψυχολογικές αναφορές της προσωπικότητας των τεσσάρων αγοριών. Φτιάχνουν μια θαυμάσια παιδική περιπέτεια που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά και την ψυχή του θεατή, μέσω της απίστευτης ζωντάνιας των τεσσάρων νεαρών χαρακτήρων και του αρμονικού συνδυασμού ατμόσφαιρας μυστηρίου και περιπέτειας, νοσταλγίας των παιδικών χρόνων και ύμνου στη φιλία, ιδίως αυτή που δημιουργείς στα πολύ-πολύ νιάτα σου. «Δεν είχα ποτέ φίλους σαν αυτούς που είχα δώδεκα χρόνων. Χριστέ μου έχει κανείς;» αναρωτιέται στην τελευταία σκηνή, ο ενήλικος πλέον Γκόρντι. Την λιτή και ανεπιτήδευτη αφήγηση συμπληρώνει η εξαίρετη μουσική και η φυσική με κάποια παιδική αφέλεια και κάτι παραπάνω από ικανοποιητική ερμηνεία των μικρών πρωταγωνιστών (Wil Wheaton στο ρόλο του αφηγητή και συγγραφέα, River Phoenix στο ρόλο του Κρις, Corey Feldman στο ρόλο του Τεντ και Jerry O`Connell στο ρόλο του χοντρούλη Βερν). Όταν γυρίστηκε η ταινία ήταν παιδιά, στη συνέχεια συνέδεσαν τα ονόματά τους με μία λαμπρή καριέρα στη βιομηχανία του θεάματος και με μία τραγική μοίρα για τον River Phoenix που πέθανε στα 23 του. Πολύ καλός είναι επίσης ο Kiefer Sutherland στο ρόλο του «κακού» αρχηγού της συμμορίας των μεγάλων, καθώς και ο Richard Dreyfuss στο μικρό ρόλο του ενήλικα πλέον συγγραφέα-αφηγητή. Το φιλμ παρά τα χρόνια που πέρασαν, διατηρεί την επικαιρότητά του και ξεχωρίζει ανάμεσα στις χιλιάδες ταινίες ενηλικίωσης που κυκλοφορούν. Το 1987 προτάθηκε για Όσκαρ καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου και «Χρυσή σφαίρα» σκηνοθεσίας και δραματικής ταινίας. Κέρδισε πολλές διακρίσεις σε διάφορα Φεστιβάλ, ενώ οι τέσσερις πρωταγωνιστές τιμήθηκαν με το βραβείο “Jackie Coogan Award” για την ερμηνεία τους. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=FUVnfaA-kpI , το trailer της ταινίας. HΠΑ, 1995. Διάρκεια: 106’. Σκηνοθεσία: Bryan Singer. Σενάριο: Christopher McQuarrie. Πρωταγωνιστούν: Kevin Spacey, Stephen Baldwin, Gabriel Byrne, Benicio del Toro, Kevin Pollak, Chazz Palminteri, Pete Postlethwaite, Giancarlo Esposito, Suzy Amis, Dan Hedaya, Christine Estabrook, Clark Gregg, Louis Lombardi, Paul Bartel, Peter Greene. Στην εισαγωγική σκηνή της ταινίας παρακολουθούμε μια ανεξέλεγκτη φονική έκρηξη που συντελείται πάνω σε ένα πλοίο στο λιμάνι του Λος Άντζελες. Όταν τα πράγματα καταλαγιάζουν, στον τόπο του εγκλήματος απομένουν είκοσι επτά νεκροί, ναρκωτικά αξίας 91 εκατομμυρίων δολαρίων και δύο επιζήσαντες: ένας Ούγγρος τρομοκράτης μέλος του πληρώματος του πλοίου στα πρόθυρα της τρέλας, και ο Roger “Verbal” Kint, ένας μικροαπατεώνας με σωματική «αναπηρία» και, κατά τα φαινόμενα, περιορισμένων πνευματικών δυνατοτήτων. Ανάμεσα στους νεκρούς βρίσκονται τέσσερις σεσημασμένοι κακοποιοί, συνδεδεμένοι με ένα πολύπλοκο δίχτυ παρανομίας και διαπλοκής: ο Keaton, ένας διεφθαρμένος πρώην αστυνομικός που προσπαθεί να ξαναφτιάξει την ζωή του με νόμιμους τρόπους και διατηρεί σχέση με μια επιφανή δικηγόρο, ένας λατινοαμερικανός δανδής με απίστευτο στυλ και ακατάληπτη προφορά, ένας κορυφαίος ληστής θερμόαιμος, κενός και χωρίς κανένα ηθικό περιορισμό και τέλος ένας μικροκακοποιός που προσπαθεί να πιάσει την καλή. Ο Kint συλλαμβάνεται και ανακρίνεται από τον ντέντεκτιβ Kujan έναν σκληροτράχηλο, μπαρουτοκαπνισμένο αστυνομικό, πεπεισμένο ότι το μεγάλο ψάρι πίσω από όλη την ιστορία είναι ο Keaton. Στη διάρκεια της κατάθεσής του προσπαθεί να ανασυνθέσει τον γρίφο των γεγονότων. Ισχυρίζεται ότι η ιστορία ξεκίνησε 6 εβδομάδες πριν, όταν η αστυνομία προσπαθώντας να ανακαλύψει το δράστη της ληστείας ενός φορτηγού με όπλα, τον «μάζεψε» μαζί με τους παραπάνω τέσσερις, νεκρούς πια, «συνήθεις «υπόπτους». Από την ανάκριση δεν προκύπτουν επιβαρυντικά στοιχεία και αφήνονται ελεύθεροι, ενώ δημιουργείται η εντύπωση ότι η προσαγωγή τους ήταν «στημένη» ώστε να συναντηθούν στη γραμμή αναγνώρισης και με την ευκαιρία να οργανώσουν κάποια «δική» τους μεγαλύτερη δουλειά. Ποιος όμως το οργάνωσε; Στην ατμόσφαιρα πλανάται η υποψία ότι τα νήματα κινεί ο τουρκικής προέλευσης διαβόητος, αινιγματικός και τρομακτικός υπεράνθρωπος Keyzer Soze, ένας εγκληματίας που λόγω της απίστευτης σκληρότητας και του βίαιου χαρακτήρα του, έχει μετατραπεί σε πανταχού παρούσα απειλή και αρκεί η εκφορά του ονόματός του να σκορπίσει τον τρόμο. Ενσαρκώνει το απόλυτο κακό και παρουσιάζεται συνεχώς ως προσωποποίηση του διαβόλου, παρόλο που κανείς δεν τον έχει δει ποτέ, κανείς δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει (εκτός ίσως από τον Ούγγρο τραυματία), άρα κανείς δεν μπορεί να επιβεβαιώσει αν πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο ή αστικό μύθο. Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του Keaton, την αίσθηση ότι χειραγωγούνται και την διάχυτη ανησυχία ότι βρίσκονται σε τρομερά ευάλωτη θέση, καθώς στο παρελθόν κάθε ένας χωριστά έχει συγκρουστεί με τον Soze, χωρίς όμως και να τον έχει συναντήσει, μπαίνουν στον πειρασμό να κερδίσουν τρία εκατομμύρια δολάρια και να πάρουν εκδίκηση από την αστυνομία. Πολύ γρήγορα οι χειρότεροι φόβοι τους επιβεβαιώνονται και αντιλαμβάνονται πως έχουν εμπλακεί σε έναν ιστό απάτης και ψεμάτων που τους αγκαλιάζει σφιχτά και ολέθρια και από τον οποίον δύσκολα θα βγουν ζωντανοί. Η διήγηση του Kint αποτελεί μια τρομακτικά έξυπνη προσπάθεια να αποπροσανατολιστεί η αστυνομία και ο θεατής. Ο Kevin Spacey που τον υποδύεται, λειτουργεί σαν αναξιόπιστος αφηγητής μιας συναρπαστικής ιστορίας βίας, προδοσίας, μυστηρίου και αυθεντικής αντρικής φιλίας και συντροφικότητας. Μόνο στο τέλος, με μια σκηνή από κατάλληλα συραμμένα στιγμιότυπα που έχουν προηγηθεί για να πείθουν για την ταυτότητα του Soze, προχωράει στην μεγάλη ανατροπή και ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι αυτός, ο φαινομενικά περιορισμένων δυνατοτήτων σωματικά και πνευματικά άνθρωπος, τον έχει με αριστοτεχνικό τρόπο ολοκληρωτικά εξαπατήσει και ότι μέχρι στιγμής χειραγωγούνταν από την οπτική γωνία του αφηγητή, η οποία όμως συνεχώς υπονομεύονταν λεκτικά από αντιτιθέμενα στοιχεία ή εικασίες που καταθέτουν αυτός και ο ανακριτής. Η αλήθεια παραμένει φευγαλέα και τα δρώμενα αμφίσημα. Τι είναι αυτό το φιλμ; Μια νεονουάρ ταινία ή μια ταινία για τον τρόπο που ο θεατής και κατά προέκταση ο πολίτης πείθεται ότι η κυρίαρχη οπτική είναι και η μοναδική αλήθεια; Όπου και να το κατατάξεις, γεγονός είναι ότι αποτελεί μία εικαστικά θεσπέσια και στυλιζαρισμένη αφηγηματική σπαζοκεφαλιά παραπλάνησης και συνεχών ανατροπών εμπνευσμένη από τον μετρ του είδους Άλφρεντ Χίτσκοκ. Όταν ο Singer σκηνοθέτησε αυτή την ταινία ήταν μόλις 27 χρόνων, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να στήσει ένα ιδιότυπο παιχνίδι με το μυαλό των θεατών και να δημιουργήσει μια από τις πλέον επικές νουάρ ταινίες της δεκαετίας του΄90. Η ιδιαίτερη επιτυχία του «Usual Suspects» οφείλεται στον επιτυχημένο συνδυασμό πολλών επιμέρους παραγόντων: Είναι αρχικά το ευφυέστατο (ένα από τα πλέον έξυπνα στην ιστορία του κινηματογράφου) σενάριο γεμάτο ανατροπές, εύρυθμη και ευρηματική πλοκή, αφήγηση με περιστασιακές αναδρομές και κυρίως με πολλές αντικρουόμενες οπτικές της ιστορίας που διηγείται ο Kint. Είναι τα ατμοσφαιρικά ντεκόρ, η ονειρεμένη φωτογραφία, η προσεγμένη συνοδευτική ορχηστρική μουσική, η ισορροπία ανάμεσα στο μυστήριο, τη δράση και τη συγκίνηση. Είναι η εξαίρετη διανομή ρόλων σε ηθοποιούς που μέχρι κείνη την εποχή είχαν όλοι τους παίξει μόνον σε δεύτερους ρόλους, αλλά εδώ πετυχαίνουν να δημιουργήσουν την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια ομάδα, μια σφιχτοδεμένη συμμορία. Εκείνο όμως που την κάνει πραγματικά να ξεχωρίζει είναι το πραγματικά απρόβλεπτο και ανατρεπτικό φινάλε που αφήνει το θεατή άφωνο με μια βόμβα να έχει σκάσει στα χέρια του και την αίσθηση ότι πρέπει να ξαναδεί την ταινία και μάλιστα την ίδια στιγμή που αυτή έχει τελειώσει. Είναι το τέλος που ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι όλα όσα έχουν προηγουμένως παρουσιαστεί είναι μονάχα χειραγωγούμενες εκδοχές της αλήθειας, μυθοπλασίες διαμορφωμένες πάντα με γνώμονα προσωπικά και συλλογικά συμφέροντα ή σκοτεινά ελατήρια, και ότι η αλήθεια ουσιαστικά απροσπέλαστη. Η ταινία κέρδισε συνολικά 27 βραβεία ανάμεσα τους 2 Oscar: Β’ αντρικού ρόλου για τον Kevin Spacey (ο ίδιος κέρδισε και Χρυσή Σφαίρα) και πρωτότυπου σεναρίου για τον Christopher McQuarrie. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=oiXdPolca5w το trailer της ταινίας. ΗΠΑ, 1991. Διάρκεια: 130'. Σκηνοθεσία: Jon Avnet. Σενάριο: Fannie Flagg, Carol Sobieski. Πρωταγωνιστούν: Kathy Bates, Jessica Tandy, Mary Stuart Masterson, Mary-Louise Parker, Stan Shaw, Cicely Tyson, Gailard Sartain, Chris O'Donnell, Gary Basaraba. Τρυφερό, συγκινητικό, αγαπησιάρικο. Ένας ύμνος σε κάθε φιλία που ξεπερνά προκαταλήψεις, εμπόδια, ανταγωνισμούς, κοινωνικές τάξεις, ηλικίες, θρησκείες, φύλα και χρώμα. Η πλοκή της ταινίας αναπτύσσεται σε δύο χρόνους: Στον ενεστώτα η Έβελιν Κάουτς, μια σαραντάχρονη ήσυχη, άχαρη, άτολμη και δυσαρεστημένη από το γάμο της νοικοκυρά που υφίσταται καθημερινά φραστική, τουλάχιστον, κακοποίηση από τον σύζυγό της δημιουργεί μια ιδιαίτερη φιλία με την εξωστρεφή ογδοντάχρονη Νίνι Θρέντγκουντ που γνωρίζει σε έναν οίκο ευγηρίας όπου έχει βρεθεί για επίσκεψη σε συγγενείς. Η ηλικιωμένη γυναίκα αντιλαμβάνεται την έλλειψη θάρρους και αυτοπεποίθησης της Έβελιν και με σκοπό να της τονώσει το ηθικό και να την κάνει να πάρει στα χέρια της τη ζωή που της ανήκει, αρχίζει να της διηγείται την ιστορία μιας φιλίας που αναπτύχθηκε σε παρελθόντα χρόνο στη διάρκεια της δεκαετίας του΄30, ανάμεσα σε δύο ιδιαίτερες, διαφορετικές και ανεξάρτητες νεαρές γυναίκες που ζούσαν στον αμερικάνικο νότο, στο Χουίστλ Στοπ της Αλαμπάμα. Πρόκειται για την ιστορία ενός αγοροκόριτσου, της ατίθασης και ανυπότακτης, Ίμοτζεν (΄Ιτζι) Θρέντγκουντ που συντετριμμένη από τον θάνατο του πολυαγαπημένου της αδελφού Μπάντι σε ένα ατύχημα με τραίνο, κλείνεται στον εαυτό της και ζει μοναχικά το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας. Μετά από παράκληση της οικογένειας της παρεμβαίνει στη ζωή της η πρώην κοπέλα του αδελφού της Ρουθ παιδί της "καλής κοινωνίας". Η Ίτζι αρχικά αντιστέκεται στις προσπάθειες της Ρουθ να επικοινωνήσουν στη πορεία όμως η σχέση τους γίνεται ιδιαίτερα φιλική. Τα κορίτσια θα χωρίσουν όταν η Ρουθ φύγει για την πολιτεία της Τζιόρτζια προκειμένου να παντρευτεί τον Φρανκ Μπένετ. Η Ίτζι χάνει τη φίλη της αναστατώνεται και προσπαθεί να την ξεχάσει. Μετά από καιρό την επισκέπτεται, την βρίσκει έγκυο και θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης. Την πείθει να εγκαταλείψει το σύζυγο της και ενάντια στην επιθυμία του επιστρέφουν στο Χουίστλ Στοπ, όπου η Ρουθ γεννάει το παιδί της και του δίνει το όνομα Μπάντι Τζούνιορ. Για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να αναθρέψουν τον μικρό οι δύο γυναίκες ανοίγουν καφέ-εστιατόριο με λεφτά που η Ίτζι δανείζεται από τον πατέρα της και προσλαμβάνουν για μάγειρες την έγχρωμη Σίπσι και τον γιο της «Μεγάλο Τζορτζ». Εξαιτίας της ιδιαίτερης επιδεξιότητας του Μεγάλου Τζορτζ στο μπάρμπεκιου το εστιατόριο σύντομα γίνεται πολύ δημοφιλές στην πόλη. Αλλά ο Φρανκ Μπένετ καιροφυλακτεί, επιστρέφει και προσπαθεί να απαγάγει τον Μπάντι Τζούνιορ. Κάποιος, που η ταυτότητά του αρχικά δεν αποκαλύπτεται, βάζει τέλος στα σχέδιά του. Ο Φρανκ αγνοείται και αργότερα το αυτοκίνητό του χωρίς πτώμα, βρίσκεται στον πάτο της κοντινής λίμνης. Η Ίτζι θεωρείται αμέσως ύποπτη καθώς έχει πολλές φορές απειλήσει δημόσια τον Φρανκ και συλλαμβάνεται. Ο σερίφης προσφέρεται να την αφήσει ελεύθερη με την προϋπόθεση αυτή να κατηγορήσει τον Μεγάλο Τζορτζ. Η Ίτζι αρνείται και στη δίκη που ακολουθεί, ο παπάς της πόλης βοηθάει στην αθώωση και των δυο τους παρέχοντας τους ψεύτικο άλλοθι. Πίσω στο παρόν η Έβελιν ανακαλύπτει ότι το σπίτι της Νίνι κατεδαφίζεται κατά την προσωρινή διαμονή της στον οίκο ευγηρίας, και της προτείνει να την φιλοξενήσει στο δικό της. Οι δύο φίλες επισκέπτονται τον τάφο της Ρουθ, όπου κάποιος μόλις έχει αφήσει ένα βάζο με φρέσκο μέλι και μια κάρτα που γράφει "Θα σε αγαπώ για πάντα» και υπογραφή «Ο γητευτής των μελισσών", το παλιό ψευδώνυμο που η Ρουθ χρησιμοποιούσε για την Ίτζι. Γυναίκες ηθοποιοί μεγάλου διαμετρήματος όπως η Κάθι Μπέιτς και η Τζέσικα Τάντι και άλλες όπως η Μαίρη-Στιούαρτ Μάστερσον και η Μαίρη-Λουίζ Πάρκερ παραδίδουν μαθήματα ερμηνείας. Κάθε μια τους αποδίδει αξέχαστα, μοναδικά και με φυσικό τρόπο ένα άρτια ολοκληρωμένο χαρακτήρα και μοιράζονται με το θεατή γέλιο, δάκρυα και αγάπη. Ο σκηνοθέτης με τη σειρά του αποδεικνύεται εκπληκτικός στην απόδοση των εναλλαγών μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, γέλιου και πίκρας, καθώς και της επικοινωνίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες γυναίκες αμέσως μόλις συναντηθούν και μοιραστούν την ιστορία μιας φιλίας που συνέβη πριν 50 χρόνια και αυτό γιατί η μία είχε ανάγκη να την πει και η άλλη να την ακούσει. Συχνά, στη διάρκεια της ταινίας, ο θεατής θεωρεί ότι αντιλαμβάνεται το που οδηγείται η ιστορία, αλλά οι ανατροπές βγάζουν στην επιφάνεια απροσδόκητες εξελίξεις που ούτε τις έχει φανταστεί. Πολλά ερωτηματικά όπως το ποια είναι η σχέση της Νίνι με την Ίτζι και η τύχη του Φρανκ αποκαλύπτονται μόνο προς το τέλος. Πολλοί θεωρούν το «Fried Green Tomatoes» γυναικεία ταινία. Αν και είναι γεγονός ότι μαζί με το «Thelma and Louise» άλλαξαν την προοπτική του «γυναικείου» κινηματογράφου, εμείς νομίζουμε ότι είναι μια ταινία για τη ζωή, τις δυσκολίες και τις χαρές της, τη βαθιά και ακλόνητη φιλία και το πώς επηρεάζει την αντιμετώπιση προσώπων και καταστάσεων. Ένα φιλμ για την ανθρώπινη ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια, το ρατσισμό και την απόδοση δικαιοσύνης με ένα τρόπο που ίσως σήμερα να φαντάζει «αυτοδικία», αλλά που σε αυτήν την περιοχή του κόσμου και εκείνη την εποχή, δείχνει σχεδόν φυσική και αποδίδεται τελεσίδικα με αμετάκλητες πράξεις που ειρωνεύονται τις ενοχές και τον νόμο. Η ατάκα: «Δεχτείτε το κορίτσια είμαι μεγαλύτερη και έχω καλύτερη ασφάλεια» (Face it girls, I'm older and I have more insurance), που ξεστομίζει η Κάθι Μπέιτς, επικυρώνοντας έτσι την μεταμόρφωση της Έβελιν σε μια γυναίκα με αυτοπεποίθηση, αφού πρώτα έχει πάρει φόρα και έχει πέσει με το αυτοκίνητό της πάνω σε αυτό δύο νεαρότερων κοριτσιών που της έχουν κλέψει τη θέση στο παρκινγκ φωνάζοντας της «είμαστε μικρότερες και γρηγορότερες» είναι από μόνη της ικανή να αφήσει την ταινία στην ιστορία. Η ταινία είχε 2 υποψηφιότητες για Όσκαρ, 3 για Χρυσές Σφαίρες και 2 για BAFTA. Αν και έχασε στα Όσκαρ από τη «Σιωπή των Αμνών», πήρε άριστες κριτικές για τις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών και για την βαθιά και συγκινητική ματιά της πάνω τη ζωή, τη φιλία, τη βία, τον ρατσισμό και άλλα κοινωνικά ζητήματα της δεκαετίας του 1930 (και όχι μόνο). Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=wwYDQG0c-cs το trailer της ταινίας. ΗΠΑ, 1966. Διάρκεια: 112΄. Σκηνοθεσία: Norman Jewison. Σενάριο: Nathaniel Brandley-William Rose. Πρωταγωνιστούν: Carl Reiner, EvaMary Saint, Alan Arkin, Brian Keith, Jonathan Winters, Paul Ford, Theodore Bikel, Tessie O’Shea. Το Cine Δράση παρουσιάζει την Τετάρτη 6 Ιουλίου την βραβευμένη, αντιπολεμική σπαρταριστή σάτιρα « Έρχονται οι Ρώσοι», ένα φιλμ που γυρίστηκε σε μια περίοδο όπου ο Ψυχρός Πόλεμος, στην διάρκεια του οποίου Ρώσοι και Αμερικανοί έβλεπαν ο ένας τον άλλον μόνο πίσω από τις κάννες των όπλων, έτοιμοι να τραβήξουν την σκανδάλη και να πυροδοτήσουν ένα Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διαρκούσε ήδη μια εικοσαετία. Η πλοκή της ταινίας πυροδοτείται από το γεγονός ότι ένα σοβιετικό υποβρύχιο, το πλήρωμα του οποίου δεν έχει εχθρικές προθέσεις προς τους Αμερικανούς, ενώ παραπλέει στις ακτές της Νέας Αγγλίας προσαράζει στα αβαθή. Το ατύχημα συμβαίνει γιατί ο επικεφαλής του είναι απορροφημένος να παρατηρεί από το περισκόπιο τις ομορφιές της άγνωστής του Αμερικής και αγνοεί τις προειδοποιήσεις των υφισταμένων του. Κατόπιν τούτου οι Ρώσοι επιθυμούν, για να μην προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο και για να μην τιμωρηθούν πίσω στην πατρίδα, να λήξουν ήσυχα και απλά το πρόβλημά τους. Για το σκοπό αυτό στέλνουν στην μικρή πόλη που βρίσκεται στην κοντινή ακτή μια ομάδα με αποστολή να δανειστεί ή να κλέψει ένα δυνατό πλεούμενο που θα μπορέσει να ξεκολλήσει το υποβρύχιο. Στην μικρή πόλη ζει ένα ετερόκλητο πλήθος: ένας συγγραφέας που κάνει διακοπές , έχει ποτισθεί από την υγρασία και θέλει επειγόντως να φύγει, ένας αξιωματικός της αστυνομίας που θέλει να καταγράψει το ατύχημα στο βιβλίο συμβάντων, ορισμένοι αυτοσχέδιοι εθνοφρουροί εξοπλισμένοι με όχι και τόσο σύγχρονα όπλα. Κάποιοι από αυτούς είναι οπαδοί της ψυχροπολεμικής φιλοσοφίας και άλλοι της ειρηνικής συνύπαρξης. Όλοι αντιλαμβάνονται το ατύχημα σαν Ρωσική απόβαση στη χώρα τους και πολύ γρήγορα κυριαρχούν η έξαψη, ο πανικός και η σύγχυση. Καλούν σε βοήθεια, αλλά μέχρι να έλθει ακόμα μια φορά το «ιππικό» οι πλέον θερμόαιμοι οργανώνουν ασκήσεις και ετοιμάζονται να κατατροπώσουν την ετέρα Υπερδύναμη. Οι ξαφνικές και περίεργες συναντήσεις των ντόπιων με τους Ρώσους που τριγυρνούν στην πόλη ψάχνοντας πλεούμενο, εντείνουν τη σύγχυση. Οι διάφορες παρεξηγήσεις, ακόμα και τα ερωτικά σκιρτήματα, δίνουν αφορμή στο σεναριογράφο και τον σκηνοθέτη να απογειώσουν τη σάτιρα και το χιούμορ διακωμωδώντας συμπεριφορές και στερεότυπα που έχουν καλλιεργηθεί στη συνείδηση του ενός λαού για τον άλλον. Η άγρια κωμωδία παρασύρει τους θεατές, ενώ στο τέλος ένα ζοφερό γεγονός γίνεται αιτία για ανακωχή και συμφιλίωση. Ο Γ΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η αιματοχυσία αποφεύγονται και τελικά οι Αμερικανοί με ό,τι πλεούμενο διαθέτουν συνοδεύουν το ρωσικό υποβρύχιο έξω από τα χορικά τους ύδατα. Όπως έγραψε ο Βασίλης Ραφαηλίδης: «…Όταν οι Αμερικανοί αποφασίζουν να σατιρίσουν τον εαυτό τους είναι αμίμητοι και ασυναγώνιστοι. Καθώς μάλιστα δεν υπάρχει επίσημη κινηματογραφική λογοκρισία στις Η.Π.Α. (οι ταινίες, ωστόσο, αυτολογοκρίνονται από ένα ειδικό οργανισμό της Ένωσης των Αμερικανών Παραγωγών και από μία πανίσχυρη κινηματογραφική θρησκοκρατούμενη «Ένωση»), οι ευφάνταστοι και προοδευτικοί κινηματογραφιστές μπορούν να χρησιμοποιήσουν την αφθονότατη «πρώτη ύλη» μ’ έναν τρόπο πραγματικά σπαρταριστό. Στο «Έρχονται οι Ρώσοι» (στον πρωτότυπο τίτλο επαναλαμβάνεται η πρόταση χωρίς κόμμα, πράγμα που δημιουργεί εξ αρχής μιαν εντύπωση σύγχυσης) σαν «πρώτη ύλη» χρησιμοποιείται η παρανοϊκή κομμουνιστοφοβία, που τόσο έντεχνα και μεθοδικά εμφυτεύθηκε στον εγκέφαλο της αμερικανικής μάζας από τον παρεπιδημήσαντα εις Κύριον (ευτυχώς εγκαίρως) Μακάρθι. Αυτό το αξεπέραστο μέχρι σήμερα ταμπού διαλύεται και αποσυντίθεται εις τα εξ ων συνετέθη από τον θαυμάσιο Τζιούισον, με ένα πείσμα που δίνει την εντύπωση ξαφνικού ξεσπάσματος του από χρόνια καταπιεσμένου φιλελευθερισμού του. Το «Έρχονται οι Ρώσοι» ανήκει σ’ εκείνη τη σπανιότατη κατηγορία χολιγουντιανού κινηματογράφου βαθύτατης αυτογνωσίας και οξύτατης κριτικής. Βέβαια, ως συνήθως, το έξυπνο περικάλυμμα της σάτιρας απαλύνει την κριτική διάθεση, όμως η φαιδρή διακωμώδηση είναι συχνά πολύ πιο αποτελεσματική από τη σοβαροφανή ανατομία ενός εγκλήματος. Ο Νόρμαν Τζιούισον κατορθώνει να ανασυνθέσει άψογα αυτήν την ατμόσφαιρα του πανικού, η κλιμάκωση του οποίου παρασύρει στη δίνη του ολόκληρη τη μικρή πόλη, η οποία, ευρισκόμενη σε κατάσταση πολέμου, προσπαθεί να σωθεί εκ των ενόντων με τους ανεκδιήγητους αυτοσχέδιους εθνοφρουρούς της. Η πολλαπλή «παράλληλη δράση» κρατιέται μέχρι το φινάλε με απόλυτη συνέπεια, δημιουργώντας ένα τέλεια παρανοϊκό κρεσέντο...». Το φιλμ κέρδισε στην κατηγορία του Χρυσή Σφαίρα καλύτερης κωμωδίας και α’ ανδρικού ρόλου (Άλαν Άρκιν), ενώ προτάθηκε για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, διασκευασμένου σεναρίου, α’ ανδρικού ρόλου και μοντάζ. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=IEWWRbn4zG0, το trailer της ταινίας. ΗΠΑ, 2013. Διάρκεια: 98 λεπτά. Σκηνοθεσία: Woody Allen. Σενάριο: Woody Allen. Πρωταγωνιστούν: Cate Blanchett, Alden Ehrenreich, Alec Baldwin, Peter Sarsgaard, Michael Stuhlbarg, Bobby Cannavale, Sally Hawkins, Max Casella. Σε όλη την σκηνοθετική του πορεία, ο Γούντι Άλεν έχει δημιουργήσει εμβληματικούς και ανεξίτηλους γυναικείους χαρακτήρες, τους οποίους ενσάρκωσαν μερικές από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς του Χόλιγουντ, όπως η Νταϊάν Κίτον, η Μία Φάροου, η Τζούντι Ντέιβις και πολλές ακόμη. Έτσι και στη «Θλιμμένη Τζάσμιν» κινητήριος άξονας είναι ο πολύπλευρος χαρακτήρας της Τζάσμιν, τον οποίο ενσαρκώνει υποδειγματικά μία από τις πλέον καταξιωμένες ηθοποιούς του Χόλιγουντ, η Κέιτ Μπλάνσετ. Πρόκειται για μια ταινία που αναφέρεται στην οικονομική και κοινωνική κατάπτωση πολλών ευκατάστατων αμερικανών οι οποίοι ξαφνικά βρέθηκαν σε μία κοινωνική τάξη η οποία ελάχιστα απέχει από τα όρια της ανέχειας. Μια ρομαντική και δραματική κομεντί για τις ολέθριες συνέπειες της αδιαφορίας και της μη έγκαιρης αντιμετώπισης σοβαρών καταστάσεων. Μια ταξική τοιχογραφία πολύ πιο σύνθετη και ενδιαφέρουσα και με περισσότερο χιούμορ από άλλες του ίδιου σκηνοθέτη. Μια ταινία για την υποκρισία και τον ψεύτικο εαυτό που με περίσσεια ματαιοδοξία παρουσιάζουμε στους συνανθρώπους μας, παραμένοντας όμως στην πραγματικότητα μόνοι, κενοί και δυστυχισμένοι. Η Τζάσμιν έχει, ως αποτέλεσμα της πρόσφατης κρίσης, χάσει όλη την τεράστια περιουσία της η οποία είχε δημιουργηθεί από τον καιροσκόπο επιχειρηματία σύζυγο της με τρόπους όχι τόσο καθαρούς και της οποίας η ίδια δεν γνώριζε ακριβώς την προέλευση ή καλύτερα επέλεξε να αγνοεί, βολεμένη στην απατηλή και προσωρινή απόλαυση όλων όσων το απεριόριστο χρήμα μπορούσε να της προσφέρει. Είναι κοινωνική, συμμετέχει σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, προφανώς πνίγοντας τις ενοχές της, εγωίστρια και διακατέχεται από σύνδρομο ανωτερότητας. Έχει τα πάντα αλλά αγνοεί ότι ο γοητευτικός σύζυγός της την απατά κατά συρροή, όπως αγνοεί ότι τα λεφτά του, ανήκουν σε άλλους, οι οποίοι του τα εμπιστεύονται για επενδύσεις. Μετά την καταστροφή πληγωμένη και ερείπιο ψυχικά και σωματικά, είναι αναγκασμένη να καταφύγει στο φτωχικό και περιορισμένο διαμέρισμα της πολύ διαφορετικής αδελφής της Τζίντζερ, που εργάζεται υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ στο Σαν Φρανσίσκο. Εκεί είναι ανίκανη να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο από τον οποίο προφανώς κατάγεται, μα που άφησε τόσο πολύ πίσω που τώρα φοβάται να θυμηθεί και να ξαναζήσει. Γιατί η ηρωίδα μας δεν γεννήθηκε μέσα στα πλούτη, γνώρισε τον πλούσιο και γοητευτικό σύζυγό της στο πανεπιστήμιο, τον παντρεύτηκε και εκείνος την μετέφερε σε ένα κόσμο χλιδής, υψηλής μόδας, πολύτιμων κοσμημάτων, κομψών δείπνων και ιδιωτικών αεροπλάνων. Η στάση της στο νέο της περιβάλλον είναι απαιτητική, θεωρεί τους άλλους υποχρεωμένους να την βοηθήσουν να βγει από τη νέα δύσκολη, προσωρινή όπως νομίζει ,κατάσταση. Συναισθηματικά αδύναμη και επισφαλής, αδιαφορεί εντελώς για το τι συμβαίνει γύρω της, δίνει ιδιαίτερη σημασία στην γνώμη των άλλων για την εικόνα της, αδυνατεί να υποστηρίξει ουσιαστικά τον εαυτό της, καταφεύγοντας τελικά στη βοήθεια του ποτού και των ψυχοφαρμάκων. Υποτιμά την αδελφή της, άλλωστε πάντα την αντιμετώπιζε με υπεροψία που αγγίζει τα όρια της περιφρόνησης, ενώ θεωρεί τελείως αποτυχημένο, δεν εγκρίνει και αποδοκιμάζει συνεχώς τον φίλο της. Παρόλα αυτά θα προσπαθήσει να ξαναφτιάξει τη ζωή της, εγχείρημα δύσκολο, αφού δεν συνειδητοποιεί τη διαφορά της πραγματικής ζωής και του ονείρου που ζούσε μέχρι την ώρα που ο άντρας της κλείστηκε στη φυλακή. Σαν μια άλλη Μπλανς Ντιμπουά, ηρωίδα του θεατρικού έργου του Τενεσί Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος», αξιοποιεί ότι της έχει απομείνει από την παλιά της αίγλη: μια πλούσια γκαρνταρόμπα από φορέματα Σανέλ και τσάντες Ερμές, την συμπεριφορά και τους τρόπους μιας γυναίκας της υψηλής Νεοϋορκέζικης τάξης και το εκλεπτυσμένο της γούστο, για να διατηρήσει κάτι από την παλιά της αίγλη, να τονίσει τη διαφορετικότητά της και να προβάλει την αριστοκρατική της υπεροχή έναντι της ταπεινής κατάστασης των άλλων, στων οποίων την καλοσύνη οφείλει τώρα την επιβίωσή της. Βρίσκει δουλειά ως γραμματέας σε ένα οδοντιατρείο, παρακολουθεί μαθήματα κομπιούτερ, ενώ σε μια κοινωνική εκδήλωση θα συναντήσει έναν γοητευτικό και πλούσιο νεαρό διπλωμάτη, ο οποίος δείχνει ότι μπορεί να τη βοηθήσει να ανακτήσει την παλιά της αίγλη και την άλλοτε λαμπερή της καθημερινότητα. Η «Blue Jasmine» είναι μία από τις καλύτερες ταινίες του Γούντι Άλεν, δυνατή από την αρχή ως το τέλος, με ένα εντυπωσιακό φινάλε που σε προκαλεί να δεις την ταινία κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα. Η Κέιτ Μπλάνσετ δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τη σπουδαιότητα της σαν ηθοποιός. Το αξιόλογο καστ συμπληρώνουν, ο Άλεκ Μπόλντουιν πειστικός στο ρόλο του συζύγου και η σπουδαία αγγλίδα ηθοποιός Σάλι Χόκινς πολύ καλή και απολαυστική στον ρόλο της Τζίντζερ. Το ίδιο υπέροχοι είναι και οι υπόλοιποι ηθοποιοί στους δεύτερους ρόλους. Στα θετικά της ταινίας και το διακριτικό Soundtrack, με ήχους μπλουζ και τζαζ που τόσο αγαπά ο Γούντι Άλεν. Η ταινία κέρδισε πολλά βραβεία ανάμεσα τους το Όσκαρ και τη Χρυσή Σφαίρα α΄ γυναικείου ρόλου για την Μπλάνσετ. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=dLHmLKJwqpM το trailer της ταινίας. Γαλλία, Βέλγιο, 2014. Διάρκεια: 106′. Σκηνοθεσία: Eric Lartigau. Σενάριο: Victoria Bedos, Thomas Bidegain, Stanislas Carré de Malberg, Eric Lartigau. Πρωταγωνιστούν: Louane Emera, Eric Elmosnino, François Damiens, Karin Viard. Μια συγκινητική ιστορία οικογενειακής ενηλικίωσης, πρωτότυπη και πνευματώδης που ισορροπεί ευχάριστα ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, την αμεσότητα, την τρυφερότητα, τη δροσιά και τη συγκίνηση. Μικρή, σεμνή, ήρεμη, διακριτική, γενναία, και συναισθηματικά ευχάριστη, προσφέρει ισόποσες δόσεις γέλιου και συγκίνησης. Αυθεντική νότα αισιοδοξίας για τη ζωή και σπουδή για τις αξίες της αγάπης, της πρόκλησης, της τόλμης, της θέλησης και κυρίως της οικογενειακής δικαιοσύνης. Οι Μπελιέ είναι μια τυπική γαλλική οικογένεια που ζει με τον καλύτερα δυνατό τρόπο, δραστήρια και πληθωρικά τη ζωή της. Διαθέτει μια σύγχρονη κτηνοτροφική φάρμα, πουλάει τα προϊόντα της στις τοπικές αγορές με μεγάλη επιτυχία, ο πατέρας, με την υποστήριξη της υπερκινητικής και πρώην εστεμμένης σε καλλιστεία μητέρας, είναι υποψήφιος δήμαρχος, ο μικρός γιος είναι ερωτευμένος με την καλύτερη φίλη της 16χρονης αδελφής του Πολά. Η Πολά εκτός από τα τυπικά προβλήματα της ηλικίας της, την αναστάτωση και την ανασφάλεια της εφηβείας, έχει να διαχειριστεί ολομόναχη την οικογένειά της, αφού όλοι εκτός από αυτήν είναι κωφοί. Η καθημερινή ζωή στη φάρμα, οι αναγκαίες και απαιτητικές συνεννοήσεις στην αγορά, το δημόσιο, τις τράπεζες, τους γιατρούς και η συνολική επικοινωνία αυτής της τόσο αυτάρκους, κατά τα άλλα και κλειστής προς τον έξω κόσμο οικογενειακής μονάδας, βασίζεται στη συμμετοχή και τη διερμηνεία της, την οποία η Πολά τους προσφέρει απεριόριστα και με ευχαρίστηση. Η ηρωίδα μας προσπαθεί, παράλληλα, να είναι συνεπής στις μαθητικές της υποχρεώσεις, παρότι είναι σχεδόν πάντα κουρασμένη και έχει να διανύσει καθημερινά μεγάλες αποστάσεις από και προς το σχολείο. Τα πράγματα αλλάζουν όταν ο δάσκαλός της μουσικής αντιλαμβάνεται ότι το κορίτσι διαθέτει σπάνια φωνή και εντυπωσιακό ταλέντο στο τραγούδι, γεγονός που ούτε η ίδια υποψιάζεται. Την καλεί στη χορωδία, την υποστηρίζει με επιμονή και κάνει ό,τι μπορεί για να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στο Παρίσι, ένα θετικό αποτέλεσμα στον οποίο θα της δώσει τη δυνατότητα για μια λαμπρή καριέρα στο χώρο. Η Πολά θα θελήσει να κυνηγήσει αυτή την ευκαιρία, αλλά δεν είναι έτοιμη να αποχωριστεί τους τρυφερούς και τρελάρες συγγενείς της. Από την άλλη ούτε η οικογένεια κατανοεί την φιλοδοξία της και πολύ περισσότερο δεν μπορεί ακόμα να στερηθεί την ίδια και τις υπηρεσίες της. Το βασικό προνόμιο της ταινίας είναι ότι ο σκηνοθέτης δεν εκμεταλλεύεται, όπως γίνεται συνήθως σε τέτοια θέματα, άκομψα την ιδιαιτερότητα αυτής της τόσο διαφορετικής οικογένειας, ούτε περιορίζεται στο σχολιασμό της «αναπηρίας» της. Τοποθετεί τα μέλη της σε μια ενεργή και δυναμική στάση ζωής, με ενδιαφέροντα, σπαρταριστή σεξουαλική ζωή και φιλοδοξίες. Χειρίζεται με σεβασμό και αξιοπρέπεια τους χαρακτήρες, την πλοκή και την εκφραστική δύναμη της νοηματικής. Φτιάχνει μια ζωντανή κωμωδία, σατιρίζει τις καταστάσεις, χωρίς όμως να γίνεται ποτέ προσβλητικός. Οι ερμηνείες των δύσκολων ρόλων από τους ηθοποιούς είναι εξαιρετικές. Παίζοντας μόνο στη νοηματική, με εκπληκτική έμπνευση και μεγάλο κέφι, η Καρίν Βιάρ (υποψήφια στην κατηγορία καλύτερου πρώτου γυναικείου ρόλου ως Ζιζί Μπελιέ) και ο Φρανσουά Νταμιέν είναι απολαυστικοί ως παρορμητικοί γονείς. Η χαριτωμένη Λουάν Εμερά, κλέβει την παράσταση στο ρόλο της αμήχανης, αδέξιας, ερωτεύσιμης, και ταυτόχρονα ευαίσθητης Πολά. Η ταλαντούχα ηθοποιός ξεπήδησε από το γαλλικό The Voice και κατέκτησε το Σεζάρ πιο ελπιδοφόρας ηθοποιού το 2014. Τα τραγούδια του Μισέλ Σαρντού συνοδεύουν πότε διακριτικά και πότε με ένταση τις σκηνές της ταινίας και αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο την ευαισθησία και το χιούμορ της Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=PHr6h0gCjwU το trailer της ταινίας. Η.Π.Α. 2005. Διάρκεια: 93΄. Σκηνοθέτης: George Clooney. Σενάριο: George Clooney- Grant Heslov. Πρωταγωνιστούν: David Strathairn, Robert Downey Jr., Jeff Daniels, Frank Langella, Patricia Clarkson, George Clooney, Alex Borstein . Μια απλή, ανθρώπινη και ειλικρινής ταινία, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα που πραγματεύεται τη σημασία της ανεξάρτητης ενημέρωσης, τη σπουδαιότητα της υπεύθυνης, αξιοπρεπούς και ψύχραιμης πολιτικής ερευνητικής δημοσιογραφίας. Ένα ατμοσφαιρικό φιλμ απέριττο και λακωνικό, με στοιχεία πολιτικού θρίλερ. Η μελέτη και η αξιολόγηση των στοιχείων τις εποχής στην οποία αναφέρεται είναι επίκαιρη όσο ποτέ και λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα από τα οποία ξεχωρίζουν δύο. Το ένα είναι το ζήτημα της "εθνικής ασφάλειας", που τότε χρησιμοποιείται εναντίον του κομμουνισμού, σήμερα εναντίον της "τρομοκρατίας", αλλά πάντα αποτελεί δικαιολογία των εκάστοτε κυβερνήσεων για να περιορίσουν τις ατομικές και συλλογικές ελευθερίες. Και από την άλλη ο έλεγχος της πληροφορίας και της ενημέρωσης ως μέσο για την προώθηση των στόχων κάθε εξουσίας. «…Η ιστορία μας είναι αυτό που κάνουμε. Αν υπάρξουν ιστορικοί σε 50 ή 100 χρόνια κι αν υπάρχουν αρχεία από εκπομπές των τριών δικτύων, θα βρουν καταγραμμένα μαυρόασπρα ή έγχρωμα στοιχεία παρακμής, φυγής και απομόνωσης από τις πραγματικότητες του κόσμου που ζούμε. Είμαστε τώρα εύποροι, παχείς, άνετοι και μακάριοι. Έχουμε έμφυτη αλλεργία σε δυσάρεστα ή ενοχλητικά νέα. Τα μαζικά μέσα μας αυτό αντανακλούν. Κι αν δεν αναγνωρίσουμε ότι η τηλεόραση χρησιμοποιείται κυρίως για να μας εξαπατά και να μας αποπροσανατολίζει, τότε η τηλεόραση, οι παραγωγοί, οι θεατές και οι εργάτες της ίσως δουν, πολύ αργά, μια ολότελα διαφορετική εικόνα…», δήλωνε στις 25/10/1958 ο τηλεοπτικός ρεπόρτερ του CBS Έντουαρντ Μόροου στην Ένωση Ραδιοτηλεοπτικών Ρεπόρτερ των ΗΠΑ. Η ταινία «Καληνύχτα και Καλή Τύχη» διηγείται την πραγματική ιστορία του παραπάνω δημοσιογράφου, που το 1953, στις ΗΠΑ τόλμησε να αμφισβητήσει την ψυχροπολεμική υστερία που καλλιεργούσε ο γερουσιαστής της Μινεσότα Τζόζεφ Μακ Κάρθι ως επικεφαλής της Επιτροπής κατά των Αντιαμερικανικών Ενεργειών (HUAC, House on Un-American Activities Committee). Τα πεπραγμένα του συγκεκριμένου γερουσιαστή είναι γνωστά, άλλωστε ο όρος Μακαρθισμός έχει καθιερωθεί πλέον διεθνώς και περιγράφει κάθε πρακτική διώξεων σε βάρος συγκεκριμένων πολιτικών πεποιθήσεων ή πολιτών μέσω του εκφοβισμού και της κατασυκοφάντησής τους. Στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ο Μακαρθισμός, βρήκε ευνοϊκό κλίμα σε μια κοινωνία μεθυσμένη από την πυρηνική της υπεροχή και τη νίκη της ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα. Έφερε στο προσκήνιο και νομιμοποίησε αυτόν τον αρχικά ακήρυχτο και σιωπηρό πόλεμο. Καθιέρωσε ένα εκτεταμένο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο του οποίου τα κύρια χαρακτηριστικά ήταν το στημένο κυνήγι μαγισσών, η κατασκευή ψευδών ειδήσεων, οι αυταρχικές ανακριτικές μέθοδοι, οι ατέλειωτες ακροάσεις, οι δίκες φρονημάτων, οι μαύρες λίστες αντιφρονούντων, οι μυστικές πηγές πληροφόρησης. Χιλιάδες αμερικανοί πολίτες καλούνται να αποκηρύξουν τα πιστεύω τους ή τους «κόκκινους» συγγενείς τους, χάνουν τη δουλειά τους, στιγματίζονται ως προδότες της πατρίδας, συνωμότες, κατάσκοποι και πράκτορες της Μόσχας, που επιβουλεύονται την ακεραιότητα του κράτους και του καπιταλιστικού τρόπου ζωής. Ο φόβος, οι υποψίες και η σιωπή κυριεύουν ολόκληρη τη χώρα και δηλητηριάζουν την αμερικανική κοινωνία. Τον Σεπτέμβριο του 1947, δεκαπέντε παράγοντες της αμερικανικής κινηματογραφική βιομηχανίας καλούνται να παρουσιαστούν ενώπιον της επιτροπής. Γνωστοί και διακεκριμένοι αμερικανοί ηθοποιοί, σκηνοθέτες, παραγωγοί, επιστήμονες, συνθέτες, πολιτικοί, στρατιωτικοί και πολίτες κάθε τάξης καλούνται να καταθέσουν τα αντικομουνιστικά φρονήματά τους. Μόνο για το Χόλυγουντ η μαύρη λίστα περιλαμβάνει 324 ονόματα. Περίπου 200 ακόμη άνθρωποι του κινηματογράφου αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την εργασία τους. Ορισμένοι «συμμορφώνονται», όπως ο δικός μας Ηλίας Καζάν. Κάποιοι εργάζονται με ψευδώνυμο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο Nτάλτον Tράμπο, που με το όνομα Pόμπερτ Pιτς κέρδισε δύο Όσκαρ σεναρίου. Άλλοι, όπως Τσάρλι Τσάπλιν, ο Zυλ Ντασέν, ο Tζόζεφ Λόουζι αυτοεξορίζονται. Στις 9 Φεβρουαρίου του 1950 ο Μακάρθι κατηγορεί, χωρίς στοιχεία, 205 υπαλλήλους του υπουργείου των Εξωτερικών ως κομμουνιστές, χρεώνοντάς τους τις αποτυχίες του υπουργείου. Το 1953, ο εξαιρετικά πετυχημένος πολιτικός αναλυτής Εντ Μόροου, που αποχαιρετά με το χαιρετισμό «Καληνύχτα και Καλή Τύχη» το τηλεοπτικό κοινό του σόου «See It Now», που παίζεται ήδη μια πενταετία με μεγάλη επιτυχία, αποφασίζει να διερευνήσει με την υποστήριξη μιας σπουδαίας δημοσιογραφικής ομάδας και του παραγωγού Φρεντ Φρέντλι, μια σκοτεινή υπόθεση αποπομπής από την πολεμική αεροπορία ενός ικανότατου πιλότου. Οι υποψίες του και η έρευνα τον οδηγούν στις περίφημες ακροάσεις του Μακάρθι, με τις οποίες διαπιστώνονται οι πολιτικές πεποιθήσεις των πολιτών. Καλεί τον γερουσιαστή σε ζωντανή εκπομπή και θέτει όλα του τα ερωτήματα σε σχέση με την υπόθεση του πιλότου, αναδεικνύοντας παράλληλα θέματα όπως το ότι η κατηγορία δεν σημαίνει απαραίτητα και ενοχή ή ότι η όποια καταδίκη οφείλει να ακολουθεί τις επιταγές του νόμου. Παρά το γεγονός ότι οι ιθύνοντες του καναλιού αναγκάστηκαν να μεταφέρουν την προβολή της εκπομπής και στην πορεία να την σταματήσουν η έρευνα αυτή ήταν η αρχή του τέλους του Μακάρθι, αποτέλεσε τεράστια δημοσιογραφική επιτυχία για τον Μόροου, ενώ ο τρόπος δουλειάς του έγινε πηγή έμπνευσης για πολλές γενιές δημοσιογράφων. Ο Clooney, στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα, κάνει μια εξαιρετική ταινία. Χρησιμοποιεί μία ομάδα γνωστών και καταξιωμένων ηθοποιών, κρατώντας για τον εαυτό έναν σχετικά μικρό ρόλο. Κινηματογραφεί σε άσπρο μαύρο, με ταχύτατους ρυθμούς, γρήγορες εναλλαγές εικόνας, πολύ κοντινά πλάνα, έντονο κοντράστ, εξαίρετο φωτισμό, τέλεια εναρμονισμένη, καθαρά τζαζ, μουσική. Σκόπιμα επιλέγει να μην υποδύεται κάποιος ηθοποιός τον γερουσιαστή αλλά χρησιμοποιεί επίκαιρα της εποχής και την αυθεντική του γλώσσα, όπως αυτή καταγράφεται στα ντοκουμέντα, επιλογή που του επιτρέπει να συνδυάσει αρμονικά την ιστορική εγκυρότητα με τη μυθοπλασία και να αποδώσει πειστικότερα το νοσηρό πνεύμα της δεκαετίας του ΄50 με την πόλωση ανάμεσα στο καλό και το κακό, τον εχθρό και το φίλο, τον πατριώτη και τον προδότη. Η ταινία κατέκτησε 41 Διεθνή Βραβεία και είχε ακόμα 65 υποψηφιότητες. Από τα βραβεία ξεχωρίζουν: Βραβεία σεναρίου, σκηνοθεσίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και α΄ ανδρικού ρόλου για τον Ντέιβιντ Στράδερν στο Φεστιβάλ Βενετίας (2005). Βραβείο καλύτερης μη ευρωπαϊκής ταινίας από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου. Ήταν υποψήφια για έξι Όσκαρ χωρίς να κερδίζει κανένα, ωστόσο αναδείχθηκε η καλύτερη ταινία της χρονιάς, από το Αμερικάνικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (AFI). Εδώ: http://www.cine.gr/trailer.asp?id=706492 το trailer της ταινίας Γαλλία-Βραζιλία, 2014. Ντοκιμαντέρ. Διάρκεια: 110'. Σκηνοθεσία: Juliano Ribeiro Salgado-Wim Wenders. Σενάριο: Juliano Ribeiro Salgado- Wim Wenders. Παίζουν: Sebastião Salgado, Wim Wenders, Juliano Ribeiro Salgado, η γη και οι λαοί όλου του κόσμου. Ο κορυφαίος Γερμανός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς αφού χάρισε στους φίλους του κινηματογράφου μερικές από τι πλέον αριστουργηματικές ταινίες μυθοπλασίας («Τα φτερά του έρωτα» «Τόσο μακριά, τόσο κοντά» «Παρίσι Τέξας» «Η Αλίκη στις πόλεις» κ.ά.), στράφηκε τα τελευταία χρόνια στην δημιουργία ντοκιμαντέρ για κορυφαίους καλλιτέχνες της εποχής μας όπως η πρωτοπόρος του μοντέρνου χορού χορογράφος και θαυμάσια χορεύτρια Πίνα Μπάους. Στο «The Salt of the Earth γης» αποτυπώνει τη συνάντησή του με τη ζωή και το έργο του Βραζιλιάνου ανθρωπολόγου-φωτογράφου και οικολόγου ακτιβιστή Σεμπαστιάο Σαλγκάδο και το συν-σκηνοθετεί με το γιο του Ζουλιάνο- Ριμπέιρο Σαλγκάδο. Ο Βέντερς, στην εισαγωγή του φιλμ εξηγεί πώς πρωτογνώρισε το έργο του φωτογράφου: 20 χρόνια πριν σε μία γκαλερί του Βερολίνου αγόρασε τη διάσημη φωτογραφία που αποτυπώνει ένα ορυχείο χρυσού στη Βραζιλία, μία τεράστια τρύπα στο έδαφος με χιλιάδες λασπωμένους εργάτες να φαντάζουν σαν μυρμήγκια ενός σύγχρονου πύργου της Βαβέλ. Ο γκαλερίστας τότε του έδειξε από το αρχείο του ακόμα ένα έργο του καλλιτέχνη: το πορτρέτο μίας τυφλής αφρικανής γυναίκας την περίοδο της ξηρασίας και της λιμοκτονίας εκατομμυρίων ανθρώπων. «Με έκανε να κλάψω την πρώτη φορά που την είδα. Και δε σταματώ να βουρκώνω, κάθε μέρα, έτσι όπως τη συναντώ μπαίνοντας στο γραφείο μου». «Με έπεισε ότι πέρα από τα κάδρα, πέρα από το μαγικό κιαροσκούρο, ο Σαλγάδο νοιαζόταν για τον άνθρωπο μέσα στη φωτογραφία. Έτσι και αλλιώς, οι άνθρωποι είναι “το αλάτι της ζωής”». Η κατανόηση, η ενσυναίσθηση, η ανάγκη να αποδώσει χαρακτήρα και αξιοπρέπεια σε όσους έχει συλλάβει ο φακός του είναι τα στοιχεία που κάνουν τον Σαλγκάδο να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους καλλιτέχνες του είδους και αυτό προσπαθεί να αποτυπώσει στην οθόνη ο Βέντερς. Και το καταφέρνει άριστα. Με την μειλίχια φωνή του, μία ταπεινότητα που διαθέτουν μόνο οι σπουδαίοι καλλιτέχνες και μία βαθιά φιλοσοφική κατανόηση των όσων έχει αποθανατίσει, ο 70χρονος σήμερα Σαλγκάδο μας μεταφέρει στις πιο απόκρυφες γωνιές της γης ως ένας σύγχρονος Οδυσσέας-παρατηρητής μιας ανθρώπινης φύσης ικανής για το πιο μαγικό, αλλά και για το πιο απάνθρωπο πράγμα. Μέσα από τις φωτογραφίες του που ο Βέντερς καδράρει με ευαισθησία και τελειότητα, συνταξιδεύουμε κι εμείς ανά τον κόσμο. Μέσα από τα χιλιάδες κλικ της φωτογραφικής του μηχανής ξαναζούμε πολέμους, τραγωδίες, αφανισμούς, φυσικές καταστροφές, τα εγκλήματα των ισχυρών στις χώρες του τρίτου κόσμου. Από την ξηρασία της Νιγηρίας και τη λιμοκτονία της Αιθιοπίας, μέχρι την ανελέητη γενοκτονία στη Ρουάντα και την αποτρόπαια καταστροφή του περιβάλλοντος με το κάψιμο των πετρελαιοπηγών στο Κουβέιτ (στη λήξη του πρώτου Περσικού πολέμου) ο Σαλγκάδο παίρνει φωτογραφίες που οφείλει όλος ο κόσμος να δει. «Πόσες φορές απελπίστηκα με την ανθρώπινη φύση; Πόσες φορές άφησα την μηχανή μου στο πάτωμα και έπιασα το κεφάλι μου με τα δυο μου χέρια κλαίγοντας με λυγμούς; Δε θέλετε να ξέρετε...» λέει Πρώην Οικονομολόγος ο ίδιος ξεκίνησε να παίρνει τη μηχανή της γυναίκας του στις αποστολές για λογαριασμό της World Bank στην Αφρική, μέχρι που αποφάσισε ότι αυτό ήταν το κάλεσμά του και παραιτήθηκε από τη σταθερή του δουλειά. Η πρώτη του συλλογή «The Other Americas» τον βρήκε να περιπλανιέται και να καταγράφει τη Λατινική Αμερική, τα δάση του Αμαζονίου, τις φυλές στα οροπέδια του Περού, τις συνήθειες των ιθαγενών, τον πολιτισμό μιας άλλης Αμερικής. Στη δεκαετία του ΄80 τον κέρδισε η Αφρική όπου ένιωσε την αναγκαιότητα να στήνει το τρίποδό του, εκεί που οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα έστηναν τα στρατόπεδα ανθρωπιστικής βοήθειας. Στα ΄90 ταξίδεψε παντού για να αποτίσει φόρο τιμής στους «Εργάτες» που έχτισαν τις ζωές που ζούμε. Στην αλλαγή του αιώνα μετακινήθηκε από τη λαβωμένη ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ξανά τη Ρουάντα για να καταγράψει την «Έξοδο» των εκατομμυρίων μεταναστών. Και εκεί, τον λύγισε ο αφανισμός. Δεν ξανάπιασε κάμερα για μία δεκαετία. Μέχρι που επέστρεψε με τη «Γένεση», μία έκθεση που αποκόπηκε από τη δυστυχία και το θάνατο, και υμνεί την αισθητική της ζωής, την μεγαλοπρέπεια της φύσης, την ομορφιά. Ο Βέντερς όταν κοιτά με το φακό του τις φωτογραφίες μελετά σχολαστικά και ο ίδιος το φως και τις γυαλάδες του. Όταν καταγράφει τον Σαλγκάδο να εργάζεται στη βραζιλιάνικη ζούγκλα ανοίγει τα πλάνα του σε ένα σεβάσμιο σινεμασκόπ. Και όταν τον έχει μπροστά του να αφηγείται τις ιστορίες του, εντείνει το focus του στο σκαμμένο πρόσωπο και το βλέμμα του Σαλγκάδο μαγεμένος. Όμως όσα συμπληρώνει ο λόγος του γέροντα είναι εξίσου δυνατά και ουσιώδη. Ο στοχασμός του καλλιτέχνη μας βοηθά να εστιάσουμε σε λεπτομέρειες που συγκινούν, ανοίγουν νέες πόρτες και ρίχνουν στην κυριολεξία άλλο φως στα μυστικά του κόσμου. Ενός κόσμου που εμείς δε θα έχουμε ποτέ την ευκαιρία να ταξιδέψουμε και να δούμε με τέτοια ευκρίνεια. Αλλά ταξίδεψε για εμάς ο Σαλγκάδο, ένας άνθρωπος με ευαισθησία, τρυφερότητα και οξεία πολιτική συνείδηση. «Κοιτάξτε αυτό το αγόρι» μας παρακινεί τρυφερά δείχνοντάς μας τις φωτογραφίες της Αιθιοπίας. Στην οθόνη ένα αποστεωμένο από την πείνα αγοράκι με μόνο ρούχο ένα κουρελιασμένο μπλουζάκι έχει γυρισμένη την πλάτη, κρατάει ένα άδειο τσουκάλι στο ένα του χέρι, το σκύλο του στο άλλο και κοιτάζει ένα καραβάνι στο βάθος του ορίζοντα. Το λυπάσαι εσύ ο δυτικός. Σπαράζεις. Μέχρι που ακούγεται ξανά η φωνή του Σαλγκάδο για να σου δείξει ότι δεν ξέρεις να κοιτάς. «Παρατηρήστε τη στάση του. Το παράστημά του. Πόσο αποφασισμένο είναι να επιβιώσει. Κοιτάξτε πόση δύναμη κρύβει ένα 8χρονο αγόρι...» Το «The Salt of the Earth» παρουσιάστηκε στο 67ο Φεστιβάλ των Καννών στο πλαίσιο του προγράμματος «Ένα Κάποιο Βλέμμα», όπου και απέσπασε το Special Prize Award. Παράλληλα ήταν και ένα από τα πέντε (5) υποψήφια φιλμ για το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=3cRMdbSCYHI το trailer της ταινίας (Τα στοιχεία για την παραπάνω παρουσίαση είναι από τους ιστότοπους www.flix.gr και www.tvxs.gr) Αγγλία, 1996. Διάρκεια: 127'. Σκηνοθεσία: Ken Loach . Σενάριο: Paul Laverty. Πρωταγωνιστούν: Robert Carlyle, Oyanka Cabezas, Scott Glenn, Salvador Espinoza, Richard Loza, Gary Lewis, Louise Goodall. Μια δυνατή, δοσμένη με ρεαλισμό, ιστορία αγάπης που ανθίζει στην καρδιά του πολέμου, σε μια ταινία που αποτελεί έξοχο δείγμα αλληλεγγύης, μάθημα αξιοπρέπειας και ουμανισμού, κουράγιο στους δοκιμαζόμενους λαούς όπου γης. Βρισκόμαστε στο 1987. Ο Τζορτζ, ένας οδηγός λεωφορείου συναντά την Κάρλα, μια διωγμένη από τη Νικαράγουα κοπέλα που ζει επικίνδυνα και άθλια στη Γλασκόβη. Η πλάτη της είναι γεμάτη σημάδια και έχει τάσεις αυτοκτονίας. Την ερωτεύεται με πάθος και ταξιδεύει μαζί της στη πατρίδα της προκειμένου να ανακαλύψει τι της συνέβη, να τη βοηθήσει να αντικρίσει το παρελθόν της και να ξεπεράσει τους δαίμονές της. Οι θεατές μεταφέρονται με απίστευτη μαεστρία και παραστατικότητα στην καρδιά της Νικαράγουας, την περίοδο που μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος (βοηθούσης της CIA) ανάμεσα στους Σαντινίστας και τους Κόντρας, συμπάσχουν με την ηρωίδα, βιώνουν τις δραματικές, τραγικές καταστάσεις και την τρομοκρατία ενός λαού μέσα στην ίδια του τη χώρα. Φτάνοντας στο σπίτι της κοπέλας βρίσκουν την οικογένεια της διασκορπισμένη. Οι εφιαλτικές μνήμες της ξυπνούν, ενώ κλειδί για την αλήθεια φαίνεται να είναι ο εξαφανισμένος Αμερικανός φίλος της, Μπράντλει. Μέσα από διάφορες προσπάθειες συναντούν την οικογένεια της, οι Κόντρας επιτίθενται και βρίσκονται όλοι μέσα στις φλόγες του πολέμου, αντιμέτωποι με τις επιλογές τους. Ως κατεξοχήν πολιτικός σκηνοθέτης ο Λόουτς έχει ως το κεντρικό θέμα της ταινίας την καταγραφή των κοινωνικών αγώνων στην Κεντρική Αμερική. Η καυστική του εντιμότητα και η ανηλεής πολιτική διερεύνηση του θέματος συμπληρώνονται με το αυξημένο ενδιαφέρον για την ψυχολογία των ηρώων του. Έτσι αυτό που προκαλεί θαυμασμό και συγκίνηση στους θεατές είναι η ανυπόκριτη αγάπη, τα αγνά γεμάτα ουμανισμό αισθήματα και το πάθος για ελευθερία του Τζορτζ, τον οποίο υποδύεται αριστοτεχνικά, ο εξαιρετικός ηθοποιός Ρόμπερτ Καρλάιλ. Ο κοινωνικός ρεαλισμός θριαμβεύει. Αλλωστε αν αγαπάς κάποιον πραγματικά, τον αφήνεις ελεύθερο ακόμη κι αν αυτό πονάει. Ο 79χρονος Λόουτς σπούδασε νομικά αλλά εγκατέλειψε πολύ σύντομα την καριέρα του δικηγόρου για να στραφεί αρχικά στο θέατρο ως ηθοποιός και αργότερα ως σκηνοθέτης στην αγγλική τηλεόραση, όπου γύρισε μια σειρά εξαιρετικών ντοκιμαντέρ, πριν σκηνοθετήσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Είναι ένας καινοτόμος σκηνοθέτης του free cinema γεμάτος ιδέες γύρω από την κινηματογραφική εικόνα, ένας, με τη βαθύτερη έννοια της λέξης, «στρατευμένος» δημιουργός με συνεπή στάση απέναντι στη ζωή και σε αυτό που αντιλαμβάνεται ως κοινωνική δραστηριότητα. Όλες του οι ταινίες είναι αριστουργηματικά κοινωνικά πορτραίτα των χαμηλών και μεσαίων τάξεων καθώς και των ασυμβίβαστων ανθρώπων που σε πείσμα των καιρών εξακολουθούν να διεκδικούν τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά τους δικαιώματα. Ενδιαφέρεται για την κατάσταση σε ολόκληρο τον κόσμο και σε κάθε ταινία του θίγει τα κακώς κείμενα του αγγλικού συστήματος είτε πρόκειται για την Αγγλία στην περίοδο της θατσερικής διακυβέρνησης, είτε για αυτήν της νεοφιλελεύθερης εποχής του Κάμερον. Η πρόταση του για το σινεμά, έχει επηρεάσει πολλές γενιές καλλιτεχνών στην Ευρώπη και αντλεί τη δύναμή της από το όνειρο της μεταμόρφωσης του κόσμου, και το τέλος των ανισοτήτων. Όπως λέει ο ίδιος η λύση μπορεί να εμπνευστεί από ένα φιλμ σε μια οθόνη, αλλά θα υλοποιηθεί μόνον μέσα από τη γενναία ανθρώπινη δραστηριότητα και τις οργανωμένες συλλογικότητες Ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι ο κινηματογράφος είναι μόνο ψυχαγωγία, οι ταινίες του προσφέρουν "αγωγή ψυχής" με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Κάθε φορά που βλέπεις ταινία του, βγαίνεις από την αίθουσα λυτρωμένος. Η αδικία που βλέπεις γύρω σου έχει αποκτήσει όνομα, ξέρεις που οφείλεται. Και' αυτό γιατί ο Λόουτς χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν αποκαλύπτει την αλήθεια που συχνά ο θεατής υποψιάζεται από πριν. Το έργο του Ken Loach έχει αποσπάσει αμέτρητα βραβεία σε όλα τα διεθνή Φεστιβάλ. Είναι ο μόνος που έχει βραβευτεί 4 φορές με το Βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ Καννών και έχει κατακτήσει 2 φορές το Χρυσό Φοίνικα. Μία το 2006 για το «Ο άνεμος Χορεύει το κριθάρι (2006) και τη δεύτερη, μόλις πριν από μία εβδομάδα, για την ταινία του «I, Daniel Blake». Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=3w_ZqZhr3Pg, το trailer της ταινίας |