Στο σπίτι (Αt Home)
Ελλάδα-Γερμανία, 2014΄. Διάρκεια: 103’. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Αθανάσιος Καρανικόλας. Πρωταγωνιστούν: Αλέξανδρος Λογοθέτης, Μαρία Καλλιμάνη, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Γιάννης Τσορτέκης, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Αλεξία Καλτσίκη, Νίκος Γεωργάκης, Νεφέλη Κουρή, Ρομάνα Λόμπατς, Ελευθερία Ρουσσάκη και η πρωτοεμφανιζόμενη δωδεκάχρονη Ζωή Ασημάκη. Η ταινία «Στο σπίτι» του Αθανάσιου Καρανικόλα, από τις σπουδαιότερες ελληνικές παραγωγές των τελευταίων χρόνων, αποτελεί μια διεισδυτική ματιά στην ελληνική οικογένεια και τον τρόπο που αυτή αντιμετωπίζει τοις ανθρώπινες υπάρξεις που κινούνται γύρω της και εντός της. Ένα φιλμ χαμηλόφωνο και μελαγχολικό που αναδεικνύει αριστοτεχνικά, τον εκφυλισμό των κοινωνικών αξιών και, την πολύ σημαντικότερη της οικονομικής, ηθική και πολιτιστική κρίση. Το φιλμ απέσπασε πολλές διακρίσεις και το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο 64ο (2014) Φεστιβάλ του Βερολίνου όπου έκανε την πρεμιέρα της. Κεντρικό της πρόσωπο είναι η Νάντια, μετανάστρια από την Γεωργία, που τα τελευταία 12 χρόνια δουλεύει οικονόμος στο σπίτι μιας ευκατάστατης νεαρής οικογένειας. Έχει τόσο εξοικειωθεί μαζί τους και είναι τόσο απαραίτητη που δεν θεωρείται υπάλληλος, αλλά σχεδόν το τέταρτο μέλος της οικογένειας και οπωσδήποτε φίλη του ζευγαριού. Το ζευγάρι την έχει βοηθήσει να έχει μια καλή ζωή, η κόρη της σπουδάζει στη Γερμανία με την υποστήριξη του, η σύζυγος την αποκαλεί αδελφή της. Ζει μαζί τους στο ίδιο μοντέρνο σπίτι με θέα στην ατελείωτη θάλασσα, μακριά από τη φασαρία και το άγχος της μεγαλούπολης. Μιλάει τέλεια τα ελληνικά, διεκπεραιώνει άψογα όλες τις δουλειές που απαιτούνται για την καλή λειτουργία του σπιτιού, φροντίζει τον κήπο και την ανατροφή της δωδεκάχρονης κόρης του ζευγαριού. Είναι ευγενική, αθόρυβη, εκφράζεται ελάχιστα και όταν της ζητηθεί λέει με θάρρος και παρρησία τη γνώμη της. Θα έρθει, όμως, μία στιγμή, που οι ισορροπίες και το καλό κλίμα θα ανατραπούν. Η διάγνωσή της με ανίατη ασθένεια βγάζει στην επιφάνεια την υποκρισία και αποκαλύπτει τις σχέσεις εκμετάλλευσης. Τώρα που δεν θα τους συμφέρει οικονομικά οι εργοδότες της θα πάρουν πίσω την καλλιεργούμενη ψευδαίσθηση ότι ανήκει στην οικογένεια, αποκαλύπτοντας ότι όλο αυτό το διάστημα εκμεταλλεύονταν την συναισθηματική της ανάγκη της να ανήκει κάπου και να νοιώθει ασφαλής. Με αυτό ως πρόσχημα, αυτή και πολλές ακόμα ελληνικές οικογένειες, έχουν μετανάστες να εργάζονται σπίτι τους με πολύ χαμηλές αμοιβές, παράνομα, χωρίς ασφάλιση. Μπορεί, βέβαια, να μην φαινόταν καθαρά με την πρώτη ματιά, αλλά ο ταξικός διαχωρισμός υπήρχε και η θέση του καθένα σε αυτή τη σχέση ήταν ρυθμισμένη και καθορισμένη με απόλυτη σαφήνεια. Και όπως επισημαίνει στην Νάντια ο φίλος της, η εργοδοτική σχέση δεν μπορεί ποτέ να είναι απολύτως φιλική. Όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι υπάρχει κίνδυνος για τα συμφέροντα τους, δεν είναι διατεθειμένοι να ριψοκινδυνεύσουν ακόμα και αν αυτό φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση τον μέχρι τότε «αδελφό» τους. Τελικά θα είναι ο χαρακτήρας της Νάντιας που θα βγει νικητής σε αυτή την αναμέτρηση. Πραγματική ηρωίδα, ζωντανό παράδειγμα μεγαλοπρεπούς καλοσύνης, αξιοπρέπειας, αφοσίωσης και αυταπάρνησης, θα έχει τη δύναμη να συγχωρήσει αυτούς που την αδίκησαν. Σε μια εποχή που τα πάντα καταρρέουν αυτή ακολουθεί και προτείνει ένα διαφορετικό πρότυπο συμπεριφοράς και ζει μια ζωή που αξίζει, με βάση τις δικές της αρχές και τους δικούς της, αδιαπραγμάτευτους κανόνες. Ο Έλληνας σκηνοθέτης Αθανάσιος Καρανικόλας που ζει και εργάζεται στην Γερμανία, έχει πλούσια θητεία στο πειραματικό σινεμά, το ντοκιμαντέρ και την ακαδημαϊκή καριέρα. Μετά από μια σειρά ντοκιμαντέρ και ταινίες μυθοπλασίας μικρού και μεγάλου μήκους («Elli Makra–42277 Wuppertal» και «Echolot»), κάνει εδώ την πρώτη δουλειά που μιλάει ελληνικά και γυρίστηκε στην Ελλάδα. Όπως λέει ο ίδιος ασχολείται με αυτό που θεωρεί «πρόβλημα του 21ου αιώνα» την μετανάστευση και την κρίση. Υπογράφει και το πολύ καλό σενάριο, επιλέγοντας να ξεφύγει από τη θεματολογία αυτού που ονομάζουμε, «greek weird wave» που ξεκίνησε με τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, έχει επηρεάσει τους περισσότερους, κυρίως νεαρής ηλικίας Έλληνες σκηνοθέτες, ακόμα και τους μικρομηκάδες, έχει δώσει σπουδαίες δημιουργίες που αποτυπώνουν κάτι περισσότερο από ρεαλιστικό την Ελλάδα της κρίσης, αλλά στερούνται οποιασδήποτε αισιόδοξης αναφοράς. Η σκηνοθεσία του Καρανικόλα, με πλάνα σαν πίνακες ζωγραφικής αφήνει μια ευχάριστη αίσθηση στο θεατή παρά το βαρύ του θέματός του. Οι ρόλοι αποδίδονται θαυμάσια από πολλούς και όλους ταλαντούχους Έλληνες ηθοποιούς. Αλλά είναι η πραγματικά θαυμάσια ερμηνεία της Μαρίας Καλλιμάνη, (θεωρήθηκε από τις καλύτερες και για πολλούς η καλύτερη στο φεστιβάλ Βερολίνου) που με το εύθραυστο και ταυτόχρονα δυναμικό της προφίλ απογειώνει την ταινία. Δικαίως η ηθοποιός βραβεύτηκε με το Βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (2015). Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=RRp57bjkCZY το trailer. |
Τα παιδιά ενός άλλου θεού (Min Dit: The Children of Diyarbakir/Beforre your eyes)
Τουρκία, Γερμανία, 2009. Διάρκεια: 102΄Σκηνοθεσία-Σενάριο: Miraz Bezar. Πρωταγωνιστούν: Senay Orak, Muhamed Al, Hakan Karsak, Susan Ilir Μουσική: Mustafa Bibar. Φωτογραφία: Isabelle Casez. Μια συγκλονιστική, ανθρώπινη ταινία για την απώλεια, την επιβίωση, την ανέχεια και την αλληλεγγύη. Ένα ρεαλιστικό δράμα που συγκίνησε κοινό και κριτικούς και απέσπασε σημαντικά Βραβεία στα Φεστιβάλ παγκοσμίως: στο San Sebastián (Βραβείο Νεότητας), την Κωνσταντινούπολη, το Febiofest της Πράγας, το Αμβούργο, την Φλάνδρα (Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής), ενώ προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, κατά την προβολή της, στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Golden Orange της Αττάλειας. Τουρκία, επαρχία Ντιγιαρμπακίρ, δεκαετία του΄90. Επιστρέφοντας από ένα γάμο ένας Κούρδος δημοσιογράφος και η σύζυγός του πέφτουν σε ενέδρα τριών ενόπλων, μελών μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης και εκτελούνται εν ψυχρώ, ως τιμωρία για την αγωνιστική τους δράση, μπροστά στα έντρομα μάτια των τριών ανήλικων παιδιών τους, το ένα από τα οποία είναι νεογέννητο. Την κηδεμονία των ορφανών παιδιών αναλαμβάνει η θεία τους, μια ακτιβίστρια με έντονη παράνομη δράση. Όμως καθώς προετοιμάζονται να φύγουν όλοι μαζί στη Σουηδία, όπου ζει ο παππούς τους, πέφτει και αυτή θύμα απαγωγής, με αποτέλεσμα τα τρία αδέρφια να μείνουν ολομόναχα. Αναγκασμένα να ζουν στους αφιλόξενους δρόμους της μικρής τους πόλης, μπλέκονται σε διάφορες, συχνά παράνομες, δραστηριότητες για να τα βγάλουν πέρα. Ζουν μια Η καταγραφή μιας βασανιστική καθημερινότητα, γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από διάφορους αυτόκλητους ενήλικες σωτήρες, που τα σπρώχνουν στο περιθώριο και ετοιμάζονται να τα στείλουν στην Κωνσταντινούπολη να ζητιανεύουν και να βοηθούν τους μεγαλύτερούς σε κλοπές. Και ενώ δεν διαφαίνονται ελπίδες βελτίωσης της κατάστασης και τα παραπάνω φαντάζουν ως η μοναδική πιθανότητα επιβίωσης, μια νεαρή άστεγη γυναίκα που ξέρει να ελίσσεται και μία πόρνη με «χρυσή καρδιά», θα τους προσφέρουν χείρα βοηθείας ώστε να επιζήσουν με τις, κατά το δυνατόν, λιγότερες ψυχικές και σωματικές απώλειες. Ο κουρδικής καταγωγής 38χρονος σκηνοθέτης Miraz Bezar πραγματοποιεί με το «Mit Dit: The Children of Diyarbakir», το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο του. Προηγουμένως είχε σκηνοθετήσει μεγάλο αριθμό ταινιών μικρού μήκους, για τις οποίες είχε αποσπάσει ποικίλες διακρίσεις. Το σενάριο αφηγείται γεγονότα που έχουν συμβεί. Υπάρχουν αμέτρητες περιπτώσεις, όπου δημοσιογράφοι ή πολιτικοί ακτιβιστές έχουν πυροβοληθεί από εγκληματικές ομάδες και τα παιδιά τους έχουν μείνει ορφανά και σε κάποιες περιπτώσεις κατέληξαν στους δρόμους. Αυτά που δείχνει είναι ένα μόνο κομμάτι αυτού που μπορείς να δεις σε μια συνηθισμένη βόλτα στην πόλη. Η πραγματική ζωή είναι πιο σκληρή από την ταινία και τα παιδιά ζουν πιο άγριες καταστάσεις. Ο πόλεμος, τους έχει στερήσει το μέλλον και έχουν ελάχιστες ευκαιρίες προόδου. Ο Bezar παρουσιάζει με λεπτομέρεια, ρεαλισμό και κοινωνική συνείδηση την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία του για το δράμα των παιδιών και ολόκληρης της κουρδικής μειονότητας που υποφέρει από την καταπιεστική πολιτική του τουρκικού κράτους. Κρατά χαμηλούς τόνους, αποφεύγει τους μελοδραματισμούς, προσθέτει ελάχιστες πινελιές χιούμορ και κρατά αμείωτη την προσοχή και το ενδιαφέρον των θεατών σε όλη τη διάρκεια της ταινίας του. Για την επιλογή των ηθοποιών απευθύνθηκε σε οργανισμούς που δουλεύουν με παιδιά σε γειτονιές που στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων. Αποσπά θαυμάσιες ερμηνείες από τους ανήλικους και όλους ερασιτέχνες πρωταγωνιστές του, ιδιαίτερα από τη 10χρονη Senay Orak, που με τα μεγάλα, εκφραστικά, λυπημένα μάτια της και το ταλέντο της, σηκώνει όλο το βάρος της ταινίας και κλέβει την παράσταση. Όπως αναφέρει ο ίδιος οι μικροί ηθοποιοί ενσαρκώνουν τους ρόλους τους, απόλυτα απορροφημένοι στην ερμηνεία τους, σαν να παίζουν με τους φίλους τους. Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην περιοχή του Ντιγιαρμπακίρ, τη μεγαλύτερη πόλη του τουρκικού Κουρδιστάν, γνωστή για την πλούσια κουλτούρα και τις λαϊκές παραδόσεις της, γεμάτη ανθρώπους που συνεχίζουν να ζουν φυσιολογικά, παρόλο που έχουν υποστεί υπερβολική βία στην παιδική τους ηλικία εξ αιτίας της κρατικής καταστολής και της δράσης των παραστρατιωτικών ομάδων. Η πόλη γιγαντώθηκε (ο πληθυσμός της από 300.000 αυξήθηκε από 300.000 σε 1,5 εκατομμύριο) εξαιτίας της μαζικής εσωτερικής μετανάστευσης από τις γύρω αγροτικές περιοχές στη δεκαετία του ΄90, περίοδο κατά την οποία αποτελούσε το επίκεντρο της πολιτικής βίας. Σύμφωνα με την Διεθνή Αμνηστία περισσότεροι από 18.000 πολιτικά δραστήριοι Κούρδοι και Τούρκοι πολίτες σκοτώθηκαν ή εξαφανίστηκαν. Κάθε οικογένεια έχει χάσει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο. Αυτές οι φρικαλεότητες δεν έχουν σταματήσει, αν και έχουν μειωθεί οι δολοφονίες, ενώ γενικά δεν έχουν αποδοθεί κανενός είδους ευθύνες, με αποτέλεσμα οι δράστες να κυκλοφορούν ατιμώρητοι, συνεχίζοντας ανενόχλητοι το χρήσιμο για την εξουσία έργο τους. Η ταινία αποτελεί προσπάθεια να πέσει κάποιο φως σε αυτή την σκοτεινή πραγματικότητα και όπως όλες οι δημιουργίες Τούρκων σκηνοθετών, τα τελευταία χρόνια, αποτυπώνεται στο μυαλό και δεν την ξεχνάς εύκολα. Πως άλλωστε, αφού ασχολείται με περιπτώσεις παιδιών που βρίσκονται πεντάρφανα στους δρόμους και αφήνονται στην μοίρα τους από τους κρατικούς λειτουργούς που έχουν οριστεί ακριβώς για να τα φροντίζουν; Ένα θέμα που παρά το ότι βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα έρχεται και επανέρχεται και αποκτά όλο και πιο δραματικές διαστάσεις. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=3CRlIzLcV8A το trailer |
O Κύριος Όβε (En man som heter Ove)
Σουηδία, 2015. Διάρκεια: 116'. Σενάριο: Hannes Holm, Fredrik Buckman (μυθιστόρημα). Σκηνοθεσία: Hannes Holm. Πρωταγωνιστούν: Rolf Lassgård, Zozan Akgün, Tobias Almborg, Bahar Pars,Filip Berg, Ida Egvoll. Γλυκόπικρή ταινία από την Σουηδία, με άπλετο μαύρο χιούμορ. Ένα συγκινητικό φιλμ ζεστό, δροσερό, γραμμένο εξαιρετικά και σκηνοθετημένο με έμπνευση. Βασίζεται στο best seller «En Man som Heter Ove» του Fredrik Buckman που έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Ο Όβε είναι ένας παραιτημένος ηλικιωμένος άνθρωπος, τυπική περίπτωση παράξενου, μοναχικού, καταθλιπτικού και ιδιότροπου στα όρια του υποχόνδριου, αντιπαθητικού και ανάγωγου. Μένει σε ένα συγκρότημα με καλαίσθητα σπιτάκια και λιθόστρωτα δρομάκια, κάπου στα «βόρεια» προάστια μιας σουηδικής μεγαλούπολης, όπου μέχρι πρόσφατα έπαιζε ρόλο διαχειριστή. Είναι παθιασμένος με την λογική και την τάξη, έχει αυστηρές αρχές, σιδερένια πειθαρχία, βασίζει τα πάντα στη λογική. Ασκεί καθημερινά τα καθήκοντά του με ακρίβεια, σχολαστικότητα και υπερβολική αυστηρότητα εναντίον οποιουδήποτε ξεφεύγει από τους κανόνες που αυτός θεωρεί αδιαπραγμάτευτους. Είναι υποτιμητικός προς τους γύρω του, εκτιμά ότι περιβάλλεται από ηλίθιους που δεν ξέρουν να οδηγούν, ούτε να επιλέγουν το σωστό αυτοκίνητο. Δεν διαθέτει καμιά κατανόηση για τις επιλογές των άλλων, κάνει συνεχώς υποδείξεις και λέει την γνώμη του με τον χειρότερο τρόπο. Οι γείτονες τον θεωρούν αφόρητο, τον αποκαλούν «ο γείτονας από την κόλαση» και επιλέγουν να τον αγνοούν αντί να οργίζονται με τη στάση και τις παρατηρήσεις του. Κάποια στιγμή επαναστατούν και τον απαλλάσσουν από τα καθήκοντά του, γεγονός που ο ίδιος θεωρεί μεγάλη προδοσία και δεν αποδέχεται. Όταν, δε, μετά από 43 συνεχή χρόνια δουλειάς, απολύεται, αποφασίζει να δώσει τέλος στην άχαρη ζωή του και να συναντήσει στον άλλο κόσμο την πολυαγαπημένη σύζυγο του. Γιατί ναι, τα πράγματα εδώ δεν είναι καθόλου όπως φαίνονται και ο Όβε που σήμερα δείχνει να μην διαθέτει κανένα άλλο συναίσθημα εκτός από την οργή, έχει αγαπήσει και αγαπηθεί πολύ, τόσο που θεωρεί άνευ νοήματος τη ζωή χωρίς την λατρεμένη του. Οι επανειλημμένες προσπάθειες να εγκαταλείψει οικειοθελώς και με κάθε τρόπο, τα εγκόσμια είναι όλες αποτυχημένες και αποτελούν βασικό στοιχείο της πλοκής και του χιούμορ του φιλμ. Συμπερασματικά, ούτε και ο ίδιος επιθυμεί διακαώς να αφήσει αυτό τον μάταιο κόσμο, αλλά και οι γείτονες πάντα παρεμβάλλουν εμπόδια στις απόπειρες του και τις διακόπτουν άλλοτε με τη φασαρία τους, άλλοτε γιατί τον χρειάζονται επειγόντως. Καθώς η ζωή συνεχίζεται, διάφορα γεγονότα θα αλλάξουν ριζικά την ζωή του Όβε και την κατάσταση στη γειτονιά. Στις αλλαγές θα επιδράσει καταλυτικά η μετακόμιση απέναντί από το σπίτι του μιας νεαρής, ζωηρής οικογένειας με την γυναίκα να προέρχεται από τριτοκοσμική χώρα και τα σκανταλιάρικα μικρά παιδιά να απαιτούν διαρκώς την προσοχή του. Ο ήρωας μας αναπάντεχα θα δημιουργήσει μαζί τους μια τρυφερή φιλία, θα εγκαταλείψει για πάντα τα σχέδια περί αυτοκτονίας και θα ξαναθυμηθεί τον βαθιά θαμμένο παλιό, καλό ανθρώπινο εαυτό του. Ο σκηνοθέτης Hannes Holm χρησιμοποιεί εδώ παλιά δοκιμασμένα υλικά αλλά η γραφή του είναι φρέσκια, ζωντανή, ειλικρινής, γεμάτη συναίσθημα και άφθονο χιούμορ. Μέσα από επαναλαμβανόμενα flashback μας μεταφέρει, μετά από κάθε απόπειρα αυτοκτονίας, στο παρελθόν του ήρωα, αποκαλύπτει σταδιακά περισσότερα στοιχεία για την ζωή του, παρουσιάζει χωρίς κενά και μπερδέματα ολοκληρωμένο το χαρακτήρα του, αιτιολογώντας την δύστροπη συμπεριφορά του και καταφέρνοντας τελικά να τον κάνει συμπαθή. Όλο το καστ δίνει αξιομνημόνευτες ερμηνείες, αλλά ο Rolf Lassgård, είναι εξαιρετικός στον ρόλο του κακότροπου και πολυδιάστατου ήρωα αποδίδοντας με πειστικότητα την διαρκώς μεταβαλλόμενη διάθεσή του. Η φωτογραφία είναι καθαρή και ζωντανή. Το αποτέλεσμα είναι μια ζεστή ταινία που ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στο χιούμορ και το δράμα, το γέλιο και τη συγκίνηση και παρουσιάζει με ανθρωπιά, ειλικρίνεια και κατανόηση τους χαρακτήρες της. Μια ταινία που οι περισσότεροι από εμάς μάλλον δεν περιμένουν να έρχεται από τη Σουηδία, μια χώρα που τα στερεότυπα ορίζουν ότι οι κάτοικοι της είναι τόσο ψυχροί όσο το κλίμα της. Ο τρόπος που το σιδερόφρακτο εξωτερικό περίβλημα γίνεται κομμάτια όταν ο Όβε αναπτύσσει ουσιαστικές διαπροσωπικές σχέσεις, απολαμβάνει την στοργή και τρυφερότητα των άλλων και προσφέρει τη δική του κατανόηση αποδεικνύει αφενός ότι οι ανθρώπινοι χαρακτήρες είναι πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε η εξωτερική εικόνα τους και αφετέρου ότι η γνώση πως οι άλλοι σε αγαπούν και σε χρειάζονται, μπορεί να κάνει ακόμα και τον πιο δύστροπο άνθρωπο να αποκαλύψει τον αλτρουισμό και την ευαισθησία του. Το φιλμ είχε συνολικά 34 υποψηφιότητες, ανάμεσα τους 2 για Όσκαρ και 6 για Βραβεία της Σουηδικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Κέρδισε 13 Βραβεία, τρία κρατικά, από οποία ένα για την ερμηνεία του Rolf Lassgård. Έκοψε στην χώρα του 1,6 εκατομμύρια εισιτήρια κατακτώντας μια θέση στο top-5 των πιο επιτυχημένων ταινιών όλων των εποχών. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=1hrF5sR0q08 το trailer |
Ο γιος του Ράμπο (Son of Rambow)
Αγγλία, 2007. Διάρκεια: 96΄. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Garth Jennings. Πρωταγωνιστούν: Bill Milner, Will Poulter, Jessica Hynes, Anna Wing, Neil Dudgeon, Tallulah Evans. Η ταινία Son Of Rambow είναι αστεία, μία νοσταλγική ματιά στην δεκαετία του ’80 και πως είναι να μεγαλώνεις σε αυτή. Χαρακτηρίζει την εποχή της αθωότητας. *The Times* Μια πολύ γλυκιά βρετανική παραγωγή, που αποδίδει, αστεία, αξιαγάπητα, και τρυφερά την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, τη χαρά του παιχνιδιού και την ειλικρινή φιλία ως στοιχείο μιας υγιούς ανήλικης και βάση μιας ισορροπημένης ενήλικης ζωής. Ένα αστείο, νοσταλγικό και συγκινητικό πορτρέτο της Αγγλίας στην εποχή των 80’s. Αγγλία, καλοκαίρι. Ο Λη, ένα ζωηρό και ατίθασο παιδί, μεγαλώνει με τον αδελφό του χωρίς γονείς. Μία μέρα στον διάδρομο του σχολείου του, γνωρίζει τον ήσυχο και ντροπαλό Γουίλ, του οποίου η οικογένεια είναι μέλος μίας θρησκευτικής αίρεσης που θεωρεί τα μέλη της «εκλεκτούς» του θεού και ως εκ τούτου τους απαγορεύει να απολαμβάνουν τις κοσμικές χαρές, όπως να παρακολουθούν σινεμά και τηλεόραση ή να ακούν μουσική. Μετά από μία σειρά συμπτώσεων τα δύο αγόρια παρακολουθούν μαζί, σε πειρατική βιντεοκασέτα, την ταινία «Rambo The First Blood». Ο Γουίλ ρίχνει την ιδέα και αποφασίζουν να γυρίσουν την δική τους ταινία δράσης, μικρού μήκους. Τα γυρίσματα της απολύτως ερασιτεχνικής, αλλά πλούσιας σε αυτοσχεδιασμούς και επικίνδυνες σκηνές ταινίας τους, θα είναι μια λυτρωτική διαδικασία για τα δύο παιδιά. Στη διάρκεια τους θα γεννηθεί και θα στεριώσει η φιλία τους. Φιλία που θα δοκιμαστεί από τις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής τους και την παρουσία άλλων ανθρώπων, ενήλικων και ανήλικων. Ιδιαίτερα διαταρακτική θα είναι η παρουσία ενός εκκεντρικού Γάλλου μαθητή, που επιθυμεί να γίνει ποπ σταρ και βρίσκεται για λίγες μέρες στην πόλη τους, μέσω ενός προγράμματος ανταλλαγής. Με το «Son of Rambow» συνεχίζεται η παράδοση του παγκόσμιου κινηματογράφου να ασχολείται, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο πετυχημένα, με την αθωότητα του παιδικού παιχνιδιού και τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσά σε παιδιά και λειτουργούν ως δίχτυ προστασίας απέναντι στον άδικο και ακατανόητο, για αυτά, κόσμο των μεγάλων. Ταινίες όπως η γαλλική « Ο πόλεμος των κουμπιών» και η αμερικανική «Στάσου πλάι μου» (και οι δύο έχουν προβληθεί από το Cine-Δράση) κινούνται στην ίδια κατεύθυνση με τον «Γιο του Ράμπο». Με μια διαφορά. Η σημερινή ταινία στρέφεται περισσότερο στα παιχνίδια πολεμικού περιεχομένου που παίζουν μεταξύ τους, κυρίως, τα αγόρια. Βρισκόμαστε στην μετά τον τραγικό πόλεμο του Βιετνάμ εποχή. Έχει ήδη αναγγελθεί πανηγυρικά το «τέλος της ιστορίας και των ιδεολογιών», και αρχίζει να επιβάλλεται συντονισμένα ο Ρηγκανικός και Θατσερικός συντηρητισμός, στην Αμερική και την Αγγλία αντίστοιχα με καταστρεπτικές συνέπειες για τα εργασιακά δικαιώματα και την συνοχή του κοινωνικού ιστού. Σε αυτές τις συνθήκες τα δύο αγόρια μοιράζονται τις περιπέτειες τους χωρίς να υπολογίζουν τις διαφορές χαρακτήρα, κοινωνικής θέσης, μόρφωσης ή θρησκευτικών αντιλήψεων, διαφορές που πιθανότατα θα τα απομάκρυναν, αν δεν τα χώριζαν κιόλας, στην ενήλικη ζωή τους. Παρά τις αντιξοότητες δείχνουν να διατηρούν τη γνησιότητα και την ειλικρίνεια της παιδικής ψυχής τους, να ανακαλύπτουν και να είναι συνεπείς στις δικές τους αρχές και αξίες. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας Garth Jennings είναι γνωστός από την περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας ‘’Hitchhicker’s Guide To The Galaxy’’ («Γυρίστε τον Γαλαξία με οτοστόπ»). Επέλεξε τον εντεκάχρονο Bill Milner, που είχε ασχοληθεί από πολύ μικρή ηλικία με την ηθοποιία για το ρόλο του Γουίλ, ενός παιδιού εγκλωβισμένου στις θρησκευτικές αγκυλώσεις της μητέρας του, που βλέπει στο πρόσωπο του Ράμπο τον ήρωα που θα αντικαταστήσει τον χαμένο του πατέρα. Ο δεκαπεντάχρονος Will Poulter στον ρόλο του Λη, μοιάζει φτιαγμένος για το ρόλο του «κακού» παιδιού. Και οι δύο μικροί αποδίδουν φανταστικά, με ρεαλισμό και τρυφερότητα τους ρόλους τους . Αρκετές δόσεις σουρεαλιστικού χιούμορ και Απολαύστε με ασφάλεια. Φέρτε και τα παιδιά σας! Η ταινία πρωτοπαίχτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Λοκάρνο (2008), όπου κέρδισε το Βραβείο Κοινού για τον Garth Jennings. Κέρδισε επίσης, το Βραβείο Καλύτερης Κωμωδίας στης Βρετανικής Αυτοκρατορίας (2009) και το Βραβείο Κορυφαίας Ανεξάρτητης Ταινίας του National Board of Review (ΗΠΑ, 2008). Είχε ακόμα άλλες 9 υποψηφιότητες, Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=gnVt0tqT7YQ το trailer |
Νυχτερινός Ανταποκριτής (Nightcrawler)
ΗΠΑ, 2014. Διάρκεια: 117'. Σενάριο –Σκηνοθεσία : Dan Gilroy. Πρωταγωνιστούν: Ann Cusack, Anne McDaniels, Bill Paxton, Eric Lange, Jake Gyllenhaal, Kathleen York, Kevin Rahm, Rene Russo. «Ο Νυχτερινός ανταποκριτής» είναι ένα ατμοσφαιρικό και καλοστημένο θρίλερ, με φόντο τον νυχτερινό υπόκοσμο του Λος Άντζελες και κεντρικό θέμα τον αδηφάγο κόσμο των mass media. Μια αξιομνημόνευτη μαύρη κωμωδία που καυτηριάζει τη μανία του πλανήτη γη για ωμή βία. Το φιλμ κατέκτησε 43 Βραβεία από 121 συνολικά υποψηφιότητες. Ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου (Dan Gilroy) και για Χρυσή Σφαίρα Α’ Ανδρικού Ρόλου (Jake Gyllenhaal). Είχε, επίσης, 4 Υποψηφιότητες στα Βραβεία Bafta (Α Ανδρικού, Β΄ Γυναικείου, Πρωτότυπου Σεναρίου και Μοντάζ) και βρίσκεται στην επίσημη λίστα του National Board of Review ως μία από τις 10 Καλύτερες Ταινίες του 2014. Νυχτερινό Λος Άντζελες. Την ώρα που η πόλη και οι άνθρωποι της κοιμούνται, κάποιοι ξαγρυπνούν εξασφαλίζοντας την ενημέρωση. Παρακολουθούν τις αστυνομικές συχνότητες, διασχίζουν τους δρόμους, τρέχοντας με μεγάλες ταχύτητας από την μια περιοχή στην άλλη με γρήγορα αυτοκίνητα και ακριβό τηλεοπτικό εξοπλισμό σε αναζήτηση μιας αιματοβαμμένης αποκλειστικότητας. Είναι οι ανεξάρτητοι «κυνηγοί» ειδήσεων, οι νυχτερινοί ανταποκριτές, που περιμένουν την ώρα που θα συμβούν ατυχήματα, πυρκαγιές, δολοφονίες. Κυνηγούν την είδηση με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να πουλήσουν τα πλάνα τους στα τηλεοπτικά κανάλια και θα πιάσουν την καλή. Διαθέτουν την δική τους υποκουλτούρα, δεν διστάζουν να «πειράξουν» την είδηση για να της προσδώσουν δραματικότητα ώστε να καλύψουν την δίψα των θεατών για αίμα. Σε αυτό το πλαίσιο ο σεναριογράφος Dan Gilroy, στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, τοποθετεί τον κεντρικό ήρωα του Λου Μπλουμ. Η πραγματικότητα του Λου είναι ίδια με ολόκληρης της νέας γενιάς σε όλο τον κόσμο. Οι ελπίδες του για επαγγελματική αποκατάσταση έχουν εξαϋλωθεί. Μικροαπατεώνας στην αντίληψη, απελπισμένος, σε μόνιμη αναζήτηση δουλειάς ένα βράδυ θα γίνει μάρτυρας αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, θα παρακολουθήσει ένα τηλεοπτικό συνεργείο και θα αποφασίσει να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να σταδιοδρομήσει στο μαγικό κόσμο του τηλεοπτικού αστυνομικού ρεπορτάζ, το χώρο όπου κάθε σφύριγμα αστυνομικής σειρήνας προβάλει ως πιθανότητα μιας αποκλειστικότητας και τα θύματα μεταφράζονται σε δολάρια και δημοσιότητα. Θα προσληφθεί ως εκπαιδευόμενος συντάκτης με τον κατώτατο μισθό. Αλλά τα χαρακτηριστικά του, η αντοχή, η ελαστική ηθική συνείδηση, το θράσος, ο κυνισμός, η παρατηρητικότητα, η δυνατότητα να απορροφά τις πληροφορίες και η ευρηματικότητα του θα τον βοηθήσουν να διαπρέψει. Πολύ σύντομα, με μια σειρά αποκλειστικοτήτων, θα αναδειχθεί σε περιζήτητο ανταποκριτή του Λος Άντζελες και θα καταλήξει ιδιοκτήτης μιας αναπτυσσόμενης εταιρείας. Αλλά ο τρόπος που εξασφαλίζει την επαγγελματική του επιτυχία, υπερβαίνοντας όλα τα φυσιολογικά όρια και κάθε ηθικό φραγμό, έχει πολλές σκοτεινές διαστάσεις και αποτελεί ταυτόχρονα έναν πραγματικό εφιάλτη για την ίδια την κοινωνία. Επιπλέον η σπουδαιότερη από όλες τις ανταποκρίσεις του, θα απαιτήσει υψηλό τίμημα. Αναζητώντας μανιωδώς «καυτές» ειδήσεις θα μετατρέπεται σταδιακά (ή μήπως ήταν από την αρχή;) σε έναν αμφιβόλου ηθικής δημοσιογράφο, θύμα και θύτη του δικού του success story. Βοηθός στην επαγγελματική του καταξίωση είναι η Νίνα, μια γυναίκα γύρω στα 50, σκληραγωγημένη, όμορφη, βετεράνος των δελτίων ειδήσεων, με θητεία 3 δεκαετιών στην τηλεόραση, η οποία επίσης ξεκίνησε την καριέρα της μπροστά από την κάμερα και τώρα είναι στέλεχος του καναλιού. Οι σχέσεις τους είναι μια εμπορική ανταλλαγή. Αυτή βρίσκει στα ρεπορτάζ του Λου την δυνατότητα να αναζωπυρώσει την τελματωμένη καριέρα της και αυτός την ευκαιρία να ανελιχθεί και γιατί όχι, να δημιουργήσει μια συναισθηματική σχέση. Ο Gilroy φτιάχνει ένα σενάριο που σκιαγραφεί το πορτραίτο του Λου ως μέρος ενός συστήματος, στο οποίο οι τηλεοπτικοί ειδησεογραφικοί σταθμοί αναζητούν ρεπορτάζ με εγκλήματα και αίμα για να ανεβάζουν την τηλεθέαση τους. «Πουλάς φόβο για να κρατήσεις ψηλά τα νούμερα, αυτή είναι η βασική ιδέα» λέει. Η σκηνοθεσία του είναι γρήγορη και ρεαλιστική. Παρουσιάζει τα πράγματα ωμά, χωρίς ηθικολογίες και διδάγματα, ενώ οι φρενήρεις ρυθμοί με τους οποίους οι πρωταγωνιστές κυνηγούν την επόμενη καυτή είδηση προκαλούν στους θεατές προβληματισμό και αγωνία και κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον τους σε όλη την διάρκεια του φιλμ. Αναθέτει το γυναικείο ρόλο στη σύζυγό του Rene Russo, που τον ερμηνεύει με επιφανειακή σκληράδα και εσωτερική ευαισθησία, στοιχεία κρίσιμα για τον χαρακτήρα που υποδύεται. Ο βασικός χαρακτήρας του έργου, που λειτουργεί ως εικόνα όλης της κοινωνίας, αποδίδεται από ένα εξαιρετικό ταλέντο, τον Jake Gyllenhaal, ο οποίος με μια εκπληκτική ερμηνεία βάζει τον θεατή στο κλίμα της ταινίας από την αρχή, κλέβει την παράσταση και πείθει ότι είναι το ίδιο ψυχασθενής με τον ήρωα του. Tο «Nightcrawler», για πολλούς λόγους θα μπορούσε να αποτελεί μάθημα σε σχολές δημοσιογραφίας, κυρίως στην Ελλάδα που έχει ξεφύγει η κατάσταση προς κάθε κατεύθυνση. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=i5w5fHEBW0A το trailer της ταινίας |
Ο άνθρωπος χωρίς παρελθόν, (Mies vailla menneisyytta/ The Man Without a Past)
Φινλανδία, 2002. Διάρκεια: 97'. Σκηνοθέτης: Aki Kaurismäki. Σενάριο: Aki Kaurismäki. Φωτογραφία: Timo Salminen. Μουσική: Olli Kykkänen, Ken Yokoyama. Πρωταγωνιστούν: Markku Peltola, Kati Outinen, Annikki Tahti, Juhani Niemela. Η ταινία βραβεύτηκε με 21 συνολικά Βραβεία, ανάμεσά τους με το Μέγα βραβείο επιτροπής Φεστιβάλ Καννών, Α' γυναικείου ρόλου Φεστιβάλ Καννών, Βραβείο καλύτερης ταινίας 2002 από FIPRESCI (όλα το 2002). Επιπλέον είχε άλλες 24 υποψηφιότητες. Ένας τυχαίος, άγνωστος τύπος που κατεβαίνει από το τρένο σε μια άγνωστη πόλη δέχεται βίαιη επίθεση από συμμορία χουλιγκάνων. Στο νοσοκομείο διαπιστώνεται ο κλινικός του θάνατος. Όμως, εκείνος νεκρανασταίνεται και με μπανταρισμένο πρόσωπο καταλήγει στον σκουπιδοτενεκέ την πόλης. Μια οικογένεια άστεγων και περιφρονημένων τον περιθάλπει και μια ομάδα του Στρατού Σωτηρίας του προσφέρει ένα πιάτο ζεστή σούπα και ένα χρησιμοποιημένο κοστούμι. Κανείς δεν ξέρει το όνομά του, το επάγγελμά του, τον προορισμό του και το παρελθόν του. Ούτε εκείνοι ούτε ο ίδιος. Η μνήμη του μοιάζει με κοντέρ. Μηδενίζει τα χιλιόμετρα και αρπάζει την δεύτερη ευκαιρία. Ο απλός άνθρωπος είναι στο επίκεντρο των ταινιών του Φινλανδού σκηνοθέτη Aki Kaurismaki. Ο άνθρωπος όμως τοποθετημένος σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον. Ο Kaurismaki παραμένει ένας μοναχικός, πρωτότυπος σκηνοθέτης που αντιμετωπίζει το θέμα του με λιτότητα, αντικειμενικότητα κι ένα ιδιόμορφο, απολαυστικό χιούμορ. Όπως και οι λιγομίλητοι χαρακτήρες του, ο Kaurismaki δεν επιλέγει να μιλήσει κατευθείαν για τις απόψεις του πάνω στην πολιτική και την κοινωνία. Αντ’ αυτού λέει μόνο: «Η αντίληψή μου για την κατάσταση της κοινωνίας, την ηθική και την αγάπη φαίνεται στην ίδια την ταινία». Το κεντρικό μήνυμα, αυτής της πλούσιας θεματικά, ταινίας είναι η σημασία της κοινωνίας. Μέσα από αυτή την απλή, συγκινητική, δοσμένη με ζεστασιά και σουρεαλιστικές εικόνες, με μια όμως δόση μελαγχολίας, ιστορία έρωτα κι αλληλεγγύης, ο Kaurismaki κάνει και μια καυστική κριτική ενός κοινωνικού συστήματος που αδιαφορεί για το άτομο και την τύχη του. Από τις πρώτες σκηνές της επίθεσης και της ληστείας μέχρι τις σκηνές όπου ο ήρωας συλλαμβάνεται επειδή βρέθηκε τυχαία στην τράπεζα στη διάρκεια μιας ληστείας και κρατείται στο τμήμα με διάφορες παράλογες δικαιολογίες. Δηλαδή, ο ήρωας μειώνεται τραυματισμένος, χωρίς χρήματα και φίλους, σε μια άγνωστη πόλη. Η προσαρμογή του στην κοινωνία έγινε με την βοήθεια μιας ομάδας άπορων ανθρώπων, νέων φίλων και γειτόνων, και γίνεται ικανός να ξαναφτιάξει την ζωή του. Η αμνησία , επίσης, είναι μια δραματική κατάσταση που συμβαίνει στον πρωταγωνιστή. Η έλλειψη της ταυτότητας του γίνεται ένας μηχανισμός, με τον οποίο ο Kaurismaki εξερευνεί την φύση της ταυτότητας , η οποία προέρχεται από την κοινωνία. Την ίδια στιγμή, ο Kaurismaki κατηγορεί την κοινωνία για την σκληρή και απάνθρωπη αδιαφορία της. Η αντιμετώπιση του ήρωα, από όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, γελοίες γραφειοκρατικές συστολές και αναισθησία. Από τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που τον βγάζουν νεκρό, στους αστυνομικούς που τον απειλούν με τρεις μήνες περιορισμό λόγω έλλειψης ονόματος. Ο Kaurismaki πιστεύει καθαρά πως το τείχος προστασίας της κοινωνίας είναι ανύπαρκτο, και ο πλούτος και η γραφειοκρατία εντελώς διεφθαρμένοι. Στις πολλές αρετές της ταινίας του και οι ερμηνείες των δύο θαυμάσιων ηθοποιών του: του Markku Peltola, που έχει κάτι από την έκφραση των κωμικών του βουβού κινηματογράφου και της Kati Outinen, που μάλιστα κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες. Μια ταινία που δείχνει το σωστό δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσει ο κινηματογράφος αν θέλει να είναι ζωντανός και ανθρώπινος. Ο σκηνοθέτης περιγράφει ο ίδιος το έργο του με τα παρακάτω λόγια: «Ένας άνθρωπος χωρίς όνομα φτάνει στην πόλη και από την πρώτη στιγμή τον χτυπούν θανάσιμα. Εδώ αρχίζει αυτό το επικό δράμα, φιλμ ή καλύτερα όνειρο μοναχικών καρδιών με άδειες τσέπες ή καλύτερα πουλιών, κάτω από τον μεγάλο ουρανό του Κυρίου μας.» και συμπληρώνει: «Οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές απόψεις μου για την κατάσταση της κοινωνίας, την ηθική και τον έρωτα μπορούν να βρεθούν μέσα στην ίδια την ταινία» (δήλωση του Aki Kaurismaki στο Φεστιβάλ Καννών,2002) Η κριτική δημοσιεύτηκε από την Κινηματογραφική Ομάδα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Κ.Ο.Π.Ι.) Εδώ: www.youtube.com/watch?v=WgGvlyuJ628 το trailer |
Ναυσικαά (Nausikaa)
Γαλλία, 1970. Διάρκεια: 90΄ Σενάριο- Σκηνοθεσία: Agnès Varda. Πρωταγωνιστούν: Myriam Boyer, Stavros Tornes, Catherine de Seynes, Gérard Depardieu, Elisabeth Depardieu. H, ελληνικής καταγωγής, Γαλλίδα σκηνοθέτης Ανιές Βαρντά, «η γιαγιά» του νέου κύματος του γαλλικού κινηματογράφου, γύρισε την ταινία «Nausicaa» το 1970. Θέμα του φιλμ είναι η στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα (1967-1974) και οι εξόριστοι αντιστασιακοί στο Παρίσι και ολόκληρη τη Γαλλία, σε μια απόπειρα διερεύνησης της χουντικής εθνικοφροσύνης. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ, που περιλαμβάνει μαρτυρίες πολιτικών εξόριστων, σκετς καφέ θεάτρου και μια ερωτική ιστορία. Το Cine Δράση εξασφάλισε αποκλειστικά και παρουσιάζει σε δεύτερη προβολή στην Ελλάδα την ταινία «Νausikaa», μια ιδιαίτερη πολύ ενδιαφέρουσα, προσωπική ματιά στην επταετή δικτατορία από την Ελληνογαλλίδα σκηνοθέτη Agnes Varda. Η ταινία έχει παιχτεί στην Ελλάδα μόνο μια φορά, πέρυσι τον Απρίλιο στο Ινστιτούτο Γκαίτε, σε εκδήλωση- πρωτοβουλία του μηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού «The Books' Journal» με τη φροντίδα του σκηνοθέτη Σταύρου Καπλανίδη (ο οποίος προμήθευσε το φιλμ στο Cine-Δράση) και συνδιοργανωτή το Γαλλικό Ινστιτούτο. Η ιστορία της ίδιας της ταινίας είναι τουλάχιστον περίεργη και επεισοδιακή. Δεν έχει παιχτεί σε δημόσια προβολή παρά μόνο 2 φορές, δεν έχει διαγωνιστεί σε κανένα φεστιβάλ, δεν έχει καν αφίσα που να γνωστοποιεί την ύπαρξή της. H, 89 χρόνων σήμερα, σκηνοθέτης Ανιές Βαρντά, «η γιαγιά» του νέου κύματος του γαλλικού κινηματογράφου, την γύρισε το 1970. Θέμα της είναι η στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα (1967-1974) και οι εξόριστοι αντιστασιακοί στο Παρίσι και ολόκληρη τη Γαλλία. Πρόκειται για ένα συνδυασμό ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας και περιλαμβάνει μαρτυρίες πολιτικών εξόριστων, σκετς καφέ θεάτρου και… μια ερωτική ιστορία. Παραγωγός ήταν η γαλλική τηλεόραση. Αλλά επειδή οι συνταγματάρχες προγραμμάτιζαν να αγοράσουν γαλλικά «Μιράζ», κάποιοι είχαν συμφέρον να μην ολοκληρωθεί ποτέ το φιλμ και έβαλαν όλη τους την οικονομική και πολιτική δύναμη για να σταματήσουν τα γυρίσματα και να εξαφανίσουν το αρνητικό. Η Βαρντά κατάφερε να διασώσει μια κόπια εργασίας, η οποία χρησίμευσε το 1971, για τη μία και μοναδική δημόσια προβολή της ταινίας, σε αντιδικτατορική εκδήλωση στις Βρυξέλλες. Τότε ήταν που η Βασιλική Ταινιοθήκη του Βελγίου έδειξε απίστευτη ετοιμότητα και έκανε ένα αντίγραφο της κόπιας εργασίας το οποίο και κράτησε στο αρχείο της. Η ταινία έκτοτε ξεχάστηκε και για πολλά χρόνια θεωρούνταν χαμένη. Η ίδια η Βαρντά στην αυτοβιογραφία της την αναφέρει ως μια «από τις ταινίες που δεν έκανε». Επανεμφανίστηκε απρόσμενα πριν από λίγα χρόνια συμμετέχοντας στην κασετίνα «Tout(e) Varda», στην οποία η σκηνοθέτης παρουσίασε με 22 DVD το σύνολο του έργου της. Το 1970 η Βαρντά ήταν ήδη αναγνωρισμένη σκηνοθέτης, θεωρούνταν σύμβολο του γαλλικού νέου κύματος (νουβέλ βαγκ). Άντλησε το υλικό για την ταινία της από τους χιλιάδες Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες διανοούμενους, καλλιτέχνες, πολιτικούς, δημοσιογράφους, φοιτητές και άλλους που κυνηγημένοι από τη δικτατορία είχαν βρει καταφύγιο στη δημοκρατική αυτή χώρα. Για πρωταγωνιστή διάλεξε τον γνωστό ηθοποιό και σκηνοθέτη Σταύρο Τορνέ, τον οποίο έφερε για αυτό το σκοπό από την Ιταλία όπου εκείνη την εποχή ζούσε και δούλευε. Ήταν η σύντροφος του Τορνέ Σαρλοτ βαν Γκέλντερ, η οποία έστειλε από το Άμστερνταμ την ταινία στο Σταύρο Καπλανίδη. Η Βαρντά, πήρε τόσο ζεστά τη «Ναυσικαά», που έγραψε μόνη της τα τρία επιθεωρησιακά σατυρικά σκετς. για τη χούντα και την εθνικοφροσύνη. Σε αυτά παίζουν με ιδιαίτερο κέφι Γάλλοι ηθοποιοί, ανάμεσά τους και ο άγνωστος τότε Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ίσως στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση στον ρόλο ενός χίπη. Το σκετς «Nausicaa» (με τα χαρακτηριστικά δύο a στο τέλος που έδωσε και τον τίτλο στην ταινία) αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής Γαλλίδας με ελληνική καταγωγή που σπουδάζει ιστορία της τέχνης, ερωτεύεται έναν Έλληνα αυτοεξόριστο διανοούμενο και μαζί ανακαλύπτουν όλα όσα κρύβονται κάτω από το ταραγμένο πολιτικό τοπίο εν μέσω της δικτατορίας και του κοινωνικού αναβρασμού. Το φιλμ ντύνουν μουσικά οι συνθέσεις και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ υπάρχουν και κάποια πλάνα με τον Αντώνη Καλογιάννη και τη Μαρία Φαραντούρη. Το καθαρά ντοκιμαντερίστικο μέρος καλύπτουν με αφηγήσεις τους Έλληνες εξόριστοι. Ανάμεσά τους σε μικρές εμφανίσεις συναντάμε τους Ζιζέλ Πράσινος, Βλάση Κανιάρη, ο Ανδρέα Στάικο, Βασίλη Βασιλικό, Περικλή Κοροβέση, Ανδρέα Στάικο , Γιώργο Βότση κ.ά. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=bWq7ShrCSeY το trailer |
Μαζί σου κι ας Πεθάνω (The Little Death)
Αυστραλία, 2014. Διάρκεια: 96'. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Josh Lawson. Πρωταγωνιστούν: Bojana Novakovic, Damon Herriman, Josh Lawson, Stephanie May, Tasneem Roc, Ben Lawson, Kate Mulvany, Lachy Hulme. Erin James κ.ά. Μουσική: Michael Yezerski . Φωτογραφία: Simon Chapman. Μια ξεκαρδιστική, ειλικρινής και συγκινητική κωμωδία, για τον έρωτα, τις σχέσεις, τα ταμπού και τις ασυνήθιστες σεξουαλικές επιθυμίες πέντε συνηθισμένων ζευγαριών. Μια έξυπνη και συγκινητική εξερεύνηση του τι θέλουμε και γιατί το θέλουμε, το πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε για να κάνουμε τα θέλω μας πραγματικότητα και για τις παράξενες, σπαρταριστές και όχι σπάνια καταστροφικές καταστάσεις στις οποίες μπορεί να μας οδηγήσει η υλοποίηση των φαντασιώσεων μας. Κοινό στοιχείο των πέντε ζευγαριών, εκτός του ότι όλα κατοικούν σε ένα μεσοαστικό ήσυχο προάστιο του Σίδνεϊ, είναι ότι όλων η σχέση δοκιμάζεται από φετίχ και ταμπού που παρεμβάλλονται και δυναμιτίζουν τις προσπάθειες βελτίωσης ή αναζωπύρωσης της σεξουαλικής ζωής τους. Ο Πολ και η Μαβ είναι νέοι, ελκυστικοί και ευτυχισμένοι. Κάποτε εκείνη αποκαλύπτει στο έτερον της ήμισυ την ανάγκη της να υλοποιήσει τη φαντασίωση ότι πέφτει θύμα επίθεσης και ένας άντρας την υποχρεώνει με τη βία να κάνουν σεξ. Αυτός αρχικά σοκάρεται από την επικίνδυνη φαντασία της γυναίκας του, συνέρχεται κάπως όταν η Μεβ του ομολογεί ότι θέλει αυτός ο ίδιος να είναι ο «βιαστής» της και βάζει σε εφαρμογή ένα μυστικό σχέδιο για να ικανοποιήσει την επιθυμία της. Μετά από διάφορες οικτρές προσπάθειες η τελευταία του απόπειρα θα είναι τόσο ρεαλιστική που εκείνη θα πιστέψει ότι πραγματικά έχει πέσει θύμα βιασμού και ο φόβος της θα προκαλέσει τη βίαιη δική της αντίδραση με ξεκαρδιστικά αποτελέσματα. Ο Φιλ και η Μορίν έχουν προβλήματα στο γάμο τους. Εκείνη δεν βρίσκει ευχαρίστηση σε τίποτα και κυρίως απορρίπτει ολοκληρωτικά τον άντρα της. Ένα βράδυ παίρνει κατά λάθος τα υπνωτικά χάπια του Φιλ και όσο αυτή κοιμάται, εκείνος ξεκινάει μια κρυφή σχέση μαζί της. Ανακαλύπτει στην κοιμισμένη Μορίν την γυναίκα που υπήρξε κάποτε, επικοινωνεί μαζί της και πάλι, «συζητάνε» χωρίς διακοπές και εκνευρισμούς και την ξανά-ερωτεύεται. Της χορηγεί κρυφά υπνωτικά για να την κρατάει κοιμισμένη, αλλά καθώς εθίζεται στη νέα της προσωπικότητα, χάνει τον έλεγχο της ζωής του. Το αφεντικό του τον απολύει και η «ξύπνια» Μορίν πιστεύει ότι έχει εξωσυζυγική σχέση. Εκείνος θα δυσκολευτεί πολύ να της αποκαλύψει την αλήθεια. Για τον Νταν και την Ιβ έχει πλέον σβήσει η αρχική φλόγα του έρωτά τους. Θα την ξαναζωντανέψουν όταν ένας θεραπευτής τους προτείνει να καταφύγουν στο παιχνίδι των ρόλων. Ξεκινούν να υποδύονται κάποιους άλλους χαρακτήρες, εκείνη βρίσκει το παιχνίδι συναρπαστικό και εξιτάρεται μέχρι που ξυπνάει στον Νταν το alter ego του. Την «βλέπει» ηθοποιός, ξεκινάει μαθήματα υποκριτικής, κινηματογραφεί τις προσωπικές τους στιγμές και φέρεται αλλοπρόσαλλα, τόσο που η Ιβ δυσκολεύεται να εμπιστευτεί τον άντρα που ερωτεύτηκε κάποτε. Η Ροουένα και ο Ρίτσαρντ θέλουν απεγνωσμένα παιδί και το κυνηγητό των γόνιμων ημερών μετατρέπει την ερωτική τους ζωή σε ανιαρή ρουτίνα. Οταν πεθαίνει ο πεθερός της, η Ροουένα με έκπληξη ανακαλύπτει ότι την διεγείρουν τα δάκρυά του συζύγου της. Ξαναβρίσκει την ικανοποίηση στο σεξ και παραφέρεται στην προσπάθεια της να του προκαλέσει με κάθε τρόπο πόνο ώστε να μένει όσο περισσότερο γίνεται δακρυσμένος. Η Μόνικα εργάζεται ως μεταφράστρια για κωφάλαλους σε τηλεφωνικό κέντρο. Ένα βράδυ την καλεί ο Σαμ και ζητά να συνδεθεί με «επαγγελματική» ερωτική γραμμή. Σε φυσιολογικές συνθήκες δε θα δεχόταν, αλλά φαίνεται καλός τύπος και εκείνη δεν έχει επείγουσα δουλειά. Σταδιακά μπλέκονται σε μια πονηρή και χαοτική συνομιλία. Η αρχικά άβολη κατάσταση γίνεται ζεστή και φιλική. Αναζητώντας την οικειότητα, που στερείται η καθημερινότητά τους, ανοίγονται ο ένας στον άλλον και διαισθάνονται αυτό το τηλεφώνημα ως αρχή για κάτι όμορφο. Η ιστορία τους θα εξελιχθεί στην πιο ενδιαφέρουσα και τρυφερή από όλες. Συνδετικός κρίκος για τις πέντε ιστορίες αυτής της σπονδυλωτής ταινίας είναι ο μυστηριώδης Στιβ, ένας πρώην κατάδικος για σεξουαλικά εγκλήματα. Άρτι αποφυλακισθείς, μετακομίζει στη γειτονιά και προσπαθεί, προσφέροντάς τους κουλουράκια που έπλασε ο ίδιος, να τους ενημερώσει, όπως τον υποχρεώνει ο νόμος, για την καταδίκη του. Ωστόσο δεν βρίσκει τον τρόπο και την κατάλληλη στιγμή να διακόψει τα πολυάσχολα ζευγάρια. Το «Μαζί σου κι ας πεθάνω» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αυστραλού ηθοποιού και σκηνοθέτη Josh Lawson ο οποίος έγραψε επίσης το σενάριο και επέλεξε ως πρωταγωνιστές μερικούς από τους πλέον ταλαντούχους ηθοποιούς της Αυστραλίας. Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται στο «la petite mort», τον ευφημισμό που χρησιμοποιούν οι Γάλλοι για να περιγράψουν τον οργασμό. Ο σκηνοθέτης, βλέπει το θέμα του χωρίς καμία «πιπεράτη» διάθεση, δημιουργεί ένα μικρό αριστούργημα, πανέξυπνο και κατάμαυρα αστείο που καυτηριάζει ανάλαφρα τις σεξουαλικές και γενικές ανθρώπινες συμπεριφορές, προσφέροντας ένα συνδυασμό χιούμορ και δράματος και προκαλώντας ξεσπάσματα γέλιου, έκπληξης και αυτογνωσίας στον θεατή. Η ταινία ήταν η επίσημη συμμετοχή της Αυστραλίας στα Διεθνή Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και Τορόντο το 2014 και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου SXSW (South by Southwest στο Όστιν του Τέξας), το 2015. Στη Θεσσαλονίκη και στο SXSW κέρδισε το βραβείο ήχου. Είχε ακόμα άλλες 9 υποψηφιότητες. Από όπου πέρασε απέσπασε πολύ καλές κριτικές από κοινό και κριτικούς. Εδώ:https://www.youtube.com/watch?time_continue=72&v=PRgM1cKIGik το trailer. |
Οι Ζωές των Άλλων (Das Leben den Anderen)
Γερμανια, 2006. Διάρκεια: 137'. Σκηνοθεσία-Σενάριο: Florian Henckel von Donnersmarck. Πρωταγωνιστούν: Martina Gedeck, Ulrich Muhe, Sebastian Koch, Ulrich Tukur, Thomas Thieme. Μουσική: Gabriel Yared . Φωτογραφία: Hagen Bogdanski. Ένα στιβαρό κοινωνικοπολιτικό δράμα χαρακτήρων, θρίλερ και μαζί ερωτική ιστορία, που καταγγέλλει τον παραλογισμό της κρατικής εξουσίας και υμνεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Διάφορα ιστορικά γεγονότα, απολυταρχικά καθεστώτα, στέρηση ελευθερίας, πολιτικές συνωμοσίες, πλεκτάνες πολιτικών σε βάρος πολιτών συνδυάζονται αρμονικά και με ειλικρίνεια σε μια από τις συγκλονιστικότερες κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων. 1984. Σύμφωνα με το σενάριο βρισκόμαστε στο Ανατολικό Βερολίνο, πρωτεύουσα τότε της, ανύπαρκτης σήμερα, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ). Ελάχιστος ιστορικός χρόνος μας χωρίζει από την πλήρη και οριστική κατάρρευση των καθεστώτων που επικράτησε να αποκαλούνται «υπαρκτός σοσιαλισμός». Όσα αποκαλύφθηκαν, κυρίως εκ των υστέρων, ότι καθόριζαν την καθημερινότητα των πολιτών στις χώρες στις οποίες εγκαθιδρύθηκαν τέτοιου είδους καθεστώτα, μας οδηγούν στο βέβαιο συμπέρασμα ότι προφανώς και οι κοινωνίες τους δεν μπορούν να θεωρηθούν κοινωνίες δικαίου, ελευθερίας, ισότητας και δημοκρατίας. Κάτι άλλο έγινε εκεί. Κάπου στην πορεία, μετά την ολιγόχρονη αρχική ανάταση, χάθηκε ο στόχος και μετατράπηκαν σε ιδιότυπα αυταρχικά καθεστώτα. Το γιατί και το πώς είναι πολύ νωρίς να το κρίνει και η ίδια η ιστορία, πολύ περισσότερο οι άνθρωποι που τα έζησαν ακόμα βασανίζονται από ζωντανά τραύματα και πάθη. Το σίγουρο είναι ότι όλες αυτές οι κοινωνίες χαρακτηρίζονταν από μια μεγαλειώδη αντίφαση, έναν δικό τους συνδυασμό θετικών και αρνητικών χαρακτηριστικών. Από τη μια υπήρχε εξασφάλιση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα στην εργασία, την παιδεία την υγεία κλπ. Αν και οι περισσότερες από αυτές διακρίνονταν για στασιμότητα στην ανάπτυξη, δεν υπήρχε πρακτικά ανεργία, η μόρφωση, η πρόληψη και η νοσηλεία ήταν δημόσια αγαθά στα οποία είχαν πρόσβαση όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες. Παράλληλα κυριαρχούσε διάχυτος αυταρχισμός και αστυνομοκρατία, που περιλάμβανε πλείστες όσες απαγορεύσεις, μερικές από τις οποίες ήταν έως απάνθρωπες (όπως πχ η απαγόρευση επικοινωνίας με συγγενείς που είχαν διαφύγει στο εξωτερικό ή στην περίπτωση της Γερμανίας, ο αυθαίρετος, διαμελισμός της που κυριολεκτικά κατέστρεψε κοινωνικούς δεσμούς και διέλυσε οικογένειες, που βρέθηκαν ετσιθελικά και σε μια νύχτα να κατοικούν στην «άλλη», την «αντίπαλη» όχθη). Η αυταρχική διακυβέρνηση υποστηρίζονταν από ένα πολύ καλά οργανωμένο και πολυπληθές σύστημα παρακολούθησης και συλλογής στοιχείων για τους πολίτες εκείνους που για κάποιο λόγο, υπαρκτό ή ανύπαρκτο, οι κρατούντες υποψιάζονταν ότι στη δοσμένη στιγμή ή και μελλοντικά μπορούσαν να μετατραπούν σε «εχθρούς του λαού». Αυτό το σύστημα παρακολούθησης ήταν ιδιαίτερα οργανωμένο στην ΛΔΓ, τόσο που σήμερα η «Στάζι», η μυστική υπηρεσία πληροφοριών αυτής της χώρας, θεωρείται συνώνυμη της εισβολής της εξουσίας στην προσωπική ζωή των ανθρώπων, κατασκόπευσης όλων των δραστηριοτήτων τους και καταπάτησης κάθε ατομικού δικαιώματος. Η δράση της Στάζι έδωσε την αφορμή στον σκηνοθέτη Florian Henckel von Donnersmarck να δημιουργήσει την ταινία « Οι ζωές των άλλων». Στο στόχαστρο της υπηρεσίας αυτή τη φορά μπαίνει ένα ζευγάρι καλλιτεχνών. Εκείνος είναι ο Γκιοργκ Ντράιμαν, ένας πολίτης υπεράνω πάσης υποψίας, ο πιο τιμημένος και δημοφιλής θεατρικός συγγραφέας, που πιστεύει στον κομμουνισμό και τον τρόπο που αυτός υλοποιείται στη χώρα του. Έρχεται όμως η στιγμή που οι φιλοκαθεστωτικές αντιλήψεις του αμφισβητούνται. Οι έντονες υποψίες σε βάρος του, τροφοδοτούνται όχι από στοιχεία, αλλά από μια αίσθηση ότι τα πάντα σε αυτόν δείχνουν πολύ άψογα και η υποταγή του στο καθεστώς πολύ στρογγυλεμένη και άνετη για να είναι αληθινή. Εκείνη είναι μια όμορφη καταξιωμένη ηθοποιός, εξαρτημένη από παράνομα φάρμακα, με μεγάλη αγάπη για το επάγγελμά της. Είναι ερωτευμένη με τον συγγραφέα αλλά τα πάθη της την κάνουν ερωμένη, κατά καιρούς και με το ζόρι(;), ενός υψηλόβαθμου κυβερνητικού στελέχους, που της εξασφαλίζει προστασία. Όταν οι καταστάσεις την υποχρεώνουν να επιλέξει σύντροφο και εγκαταλείπει το στέλεχος, η εκδικητικότητα του πρώην εραστή της ενισχύει και επισπεύδει τις διαδικασίες παρακολούθησης του συγγραφέα. Παρακολούθηση που αποκαλύπτει ότι οι υποψίες σε βάρος του είναι βάσιμες, καθόσον αυτός έχει όντως επαναστατήσει εναντίον του καθεστώτος και προτίθεται να στείλει στη Δύση μανιφέστο με το οποίο στιγματίζει τα κακώς κείμενα στη χώρα του. Το πάζλ των χαρακτήρων συμπληρώνουν ο αυταρχικός διοικητής της Στάζι, ταξίαρχος Γκρούμπιτζ και ο πράκτορας Γκερντ Βίσλερ, που παίρνει την εντολή, να οργανώσει επιχείρηση παρακολούθησης νυχθημερόν και με πάσης φύσεως κοριούς, κάθε πλευράς της ζωής του συγγραφέα. Ο χαρακτήρας του πράκτορα είναι ο πλέον τραγικός της ταινίας. Βιώνει απίστευτες εσωτερικές ανατροπές και συγκρούσεις, ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στο καθήκον και τα αισθήματα του. Παιδί του συστήματος και των μηχανισμών του, μεγαλωμένος με τα ιδεώδη του, αρχίζει να γοητεύεται από την ειλικρίνεια των λόγων του υπόπτου. Όταν αυτός λυγάει μπροστά στην αυτοκτονία ενός απογοητευμένου φίλου και συναδέλφου του και την διαπίστωση ότι η χώρα του είχε υψηλότατο ποσοστό αυτοχείρων και η ηθοποιός συλλαμβάνεται και ανακρίνεται, αυτός συναισθάνεται τον παραλογισμό όσων συμβαίνουν γύρω του και προσπαθεί να προστατεύσει το ζευγάρι και τον έρωτα του, παραχαράσσοντας τα πρακτικά της παρακολούθησης, «προδίδοντας» και αυτός με τη σειρά του την πατρίδα του. Το σενάριο είναι καταπέλτης, εμπεριέχει πολλά στοιχεία τραγικότητας, σκιαγραφεί αντικειμενικά τον ψυχολογικό κόσμο των χαρακτήρων και την ψυχοσύνθεση ενός ολόκληρου λαού. Η δυνατή και άρτια σκηνοθεσία του, γεννημένου το 1973 στην Κολωνία και μεγαλωμένου στη Νέα Υόρκη, Florian Henckel von Donnersmarck μετατρέπει τους ήρωές του σε σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής. Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι εξαιρετικές και, δίχως να καταφεύγουν σε φτηνούς μελοδραματισμούς, κερδίζουν για λογαριασμό των ηρώων που υποδύονται την συμπάθεια του θεατή. Ξεχωρίζει η κορυφαία Γερμανίδα ηθοποιός Martina Gedeck και ο Ulrich Muehe (δυστυχώς πέθανε ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, πριν καλά- καλά γνωρίσει την επιτυχία της) στο ρόλο του αμφίθυμου πράκτορα. Η έντονη εκφραστικότητα του αποτυπώνει ζωηρά το διαρκή εσωτερικό του πόλεμο, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που τα λόγια του είναι περιορισμένα. Η ταινία ήταν η πρώτη και παραμένει μέχρι σήμερα η τελευταία που πήρε άδεια να γυριστεί στα αρχηγεία της Στάζι, όπου και βρίσκονται τα αρχεία της. Οι γυρισμένες στην καρδιά αυτού του γιγαντιαίου συστήματος αρχειοθέτησης σκηνές, αποτυπώνουν ρεαλιστικά το κλίμα της εποχής και δημιουργούν στον θεατή την αίσθηση του αυτόπτη μάρτυρα. Η ταινία απέσπασε τα περισσότερα των κρατικών βραβείων της Γερμανίας, έσπασε εκεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ εισιτηρίων, αγαπήθηκε από το κοινό σε όλο τον κόσμο, κατέκτησε 75 διακρίσεις και είχε επιπλέον 34 υποψηφιότητες σε κορυφαίες διοργανώσεις. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τα Βραβεία Όσκαρ, Σεζάρ και ΒΑΦΤΑ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και τα Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σεναρίου και Καλύτερου Ηθοποιού για τον Ulrich Muhe, στα European Film Awards. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=8lMyzHD_beI το trailer |
H Γοητεία του Σκαντζόχοιρου (Le Herisson)
Γαλλία- Ιταλία, 2009. Διάρκεια :100΄. Σενάριο: Mona Achache, Muriel Barbery (μυθιστόρημα). Σκηνοθεσία: Mona Achache. Πρωταγωνιστούν: Josiane Balasko, Garance Le Guillermic, Togo Igawa, Anne Brochet, Ariane Ascaride. Φωτογραφία: Patrick Blossier. Ταινία τρυφερή, γλυκιά και ελπιδοφόρα που κερδίζει το θεατή σκηνή με τη σκηνή. Ένα φιλμ που απευθύνεται σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα, νεαρό ή ηλικιωμένο, άνδρα ή γυναίκα, μεταφέροντας μήνυμα συντροφικότητας και αισιοδοξίας. Στον απροσπέλαστο αγκαθωτό σκαντζόχοιρο του τίτλου, ο καθένας μας αναγνωρίζει όχι μόνον τις δύο απρόσιτες πρωταγωνίστριες, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, αυτόν που, από φόβο, περιχαρακώνει πίσω από τα αγκάθια της εξωτερικής εικόνας, και αρνείται να επιτρέψει στους άλλους να γνωρίσουν σε βάθος. Η 11χρονη Παλομά διαθέτει υπερβολική ωριμότητα και εξοργιστική αυτοπεποίθηση για την ηλικία της, είναι χαριτωμένα ευφυής με πλήρη επίγνωση της ευφυΐας της και ζει σε μια «καρικατούρα» οικογένειας σε ένα μεγαλοαστικό προάστιο του Παρισιού. Με την απολυτότητα της ηλικίας της έχει αποφασίσει, για να μην καταλήξει δυστυχής και περιορισμένη «σαν χρυσόψαρο στη γυάλα» όπως η αδελφή της, να αυτοκτονήσει στα δωδέκατα γενέθλια της δίνοντας έτσι μια μόνιμη λύση στα προβλήματα της. Στις 165 μέρες που της απομένουν κυκλοφορεί με μια κάμερα στο χέρι και κινηματογραφεί όλα όσα συμβαίνουν γύρω της που δικαιολογούν, επιβεβαιώνουν και κάνουν αμετάκλητη την απόφασή της. Παραπονιέται και χλευάζει τα κοινότοπα και ασήμαντα γεγονότα της καθημερινότητάς της, την μητέρα της που περιποιείται και μιλάει με τα φυτά, τον πατέρα της που είναι έξαλλος με τη δουλειά του και την φαντασμένη αλλά ευαίσθητη αδελφή της. Στην αριστοκρατική Αρ Νουβό πολυκατοικία που μένει, δουλεύει θυρωρός η μοναχική και απρόσιτη Ρενέ Μισέλ. Είναι απότομη και απόμακρη, αφοσιωμένη στη δουλειά της, δεν έχει φίλους, αποφεύγει τις συναναστροφές με του ενοίκους της πολυκατοικίας, η ίδια θεωρεί ότι είναι γριά και άσχημη, ντύνεται άκομψα και γενικά δείχνει παραιτημένη. Η Ρενέ Μισέλ είναι ο σκαντζόχοιρος της ιστορίας, δείχνει στους άλλους τα σκληρά εξωτερικά αγκάθια της για να κρατάει απροσπέλαστες την ζεστασιά και τη γλυκύτητα του εσωτερικού της κόσμου. Λίγο η επίγνωση της ταξικής της θέσης, λίγο ο φόβος να πληγωθεί, όταν τελειώνει τη δουλειά της την οδηγούν σε ένα μικρό δωμάτιο στο διαμέρισμά της όπου με συντροφιά τη γάτα και τα αγαπημένα της βιβλία, αφήνει ελεύθερη την φαντασία της να καλπάζει. Όταν στην πολυκατοικία θα μετακομίσει ένας νέος ένοικος, ο γοητευτικός και μυστηριώδης Ιάπωνας Κακούρο Όζου, οι ζωές των δύο γυναικών, θα διασταυρωθούν αναπάντεχα. Δεν ξέρουν τίποτε για την ιστορία του Όζου. Είναι γύρω στα 60, χήρος, καλοντυμένος, ήσυχος, με γκρίζα μαλλιά και νεανική μορφή. Κάποια στιγμή κρυφακούει τη Μισέλ που σιγοψιθυρίζει: «οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι όλες ίδιες». Αναγνωρίζει σε αυτά διάσημα λόγια ενός μυθιστορήματος, αντιλαμβάνεται ότι η Μισέλ κρύβει πίσω από το εξωτερικό της περίβλημα μια άλλη πιο ευαίσθητη και ψαγμένη προσωπικότητα και ανταπαντά με μια φράση από τον Τολστόι: «Και κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον τρόπο της», δημιουργώντας το πρώτο ρήγμα στο αγκαθωτό προσωπείο της θυρωρού. Έτσι κάπως ξεκινάει μια όμορφη φιλία. Ο Όζου, που η Παλομά παρομοιάζει με «ελεύθερη γάτα», είναι το μοναδικό άτομο, εδώ και πολλά χρόνια, που με τη βοήθεια της μικρής, θα αναδείξει τη γοητεία του σκαντζόχοιρου. Θα ξεκλειδώσει την καρδιά της μοναχικής θυρωρού και παράλληλα θα κάμψει τις απολυτότητες της Παλομά και θα την βοηθήσει να αντικρίζει τη ζωή με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Η ήσυχη και ευγενική συμπεριφορά του Όζου, η θυμοσοφία του μεταμορφώνουν το νεαρό κορίτσι που αρχίζει να βλέπει με περισσότερο σεβασμό στο δικό του εσωτερικό κόσμο, να ζει τη μαγεία των απρόβλεπτων συναντήσεων, να συνυπάρχει με διαφορετικούς χαρακτήρες και να δείχνει περισσότερη κατανόηση στις αδυναμίες των άλλων. Το έργο βασίστηκε σε ένα γαλλικό μπεστ σέλερ μυθιστόρημα, το πολυδιαβασμένο «The elegance of the hedgehog» («Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου») της Muriel Barbery, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Σύγχρονοι Ορίζοντες». Η σκηνοθέτης Mona Achache, στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, διασκευάζει ελεύθερα το μυθιστορικό υλικό και παραδίδει στο κοινό μια τρυφερή και ανθρώπινη ταινία που χαλαρώνει και συγκινεί το θεατή. Αξιοποιώντας ένα αξιοζήλευτο πρωταγωνιστικό τρίο, από την εξαίρετη και απόλυτα ταιριαστή στον ρόλο Josiane Balasko, (που στο Cine-Δράση θαυμάσαμε στην κωμωδία «Για όλα φταίει το γκαζόν»), τον ήρεμο Togo Igawa και την εκπληκτική 12χρονη Garance Le Guillermic που με την εκφραστικότητα και την ερμηνευτική ωριμότητά της είναι η αποκάλυψη της ταινίας, δημιουργεί στέρεους και αξιαγάπητους χαρακτήρες που ξεδιπλώνουν αβίαστα την πλοκή. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας διαδραματίζεται στο εσωτερικό της πολυκατοικίας, έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο εξωτερικό ντεκόρ, έτσι που σε συνδυασμό με τις πολλές κινηματογραφικές και λογοτεχνικές αναφορές του σεναρίου δημιουργείται μια νοσταλγική, σχεδόν παραμυθένια ατμόσφαιρα. Οι μουσικές συνθέσεις που ακούγονται στην ταινία ανήκουν στον Λιβανέζο Gabriel Yared, ο οποίος έχει γράψει, μεταξύ άλλων, τη μουσική για τις ταινίες «Ο Άγγλος Ασθενής» (για την οποία και βραβεύτηκε με Όσκαρ), «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ριπλέι», «Οι Ζωές των Άλλων» κοκ. Το φιλμ είχε 13 υποψηφιότητες και κέρδισε 9 Βραβεία σε φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=7pNJABBabN8 το trailer |
O Κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στην γωνία
(Светът е голям и спасение дебне отвсякъде) Βουλγαρία, 2008. Διάρκεια: 105΄. Σενάριο: Stefan Komandarev, Dušan Milić, Yuriy Dachev, Ilija Trojanov. Σκηνοθεσία: Stefan Komandarev. Πρωταγωνιστούν: Miki Manojlović, Carlo Ljubek, Hristo Mutafchiev, Ana Papadopulu, Lyudmila Cheshmedzhieva, Nikolai Urumov, Vasil Vasilev-Zueka, Dorka Gryllus, Stefan Valdobrev, Heinz Josef Braun, Blagovest Mutafchiev. Μουσική: Stefan Valdobrev. Φωτογραφία: Emil Christof. Μια ευαίσθητη ταινία από τη Βουλγαρία με τουλάχιστον 20 βραβεία σε φεστιβάλ όλου του κόσμου, που πέρασε στη λίστα των 9 φιναλίστ για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (2010). ‘Ένα συναρπαστικό βαλκανικό διαμάντι, που πραγματεύεται με ανθρωπιά και ποιητικό ρεαλισμό μερικά σημαντικά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης: ποιοι είμαστε και ποιες οι ρίζες μας; σε ποιον κόσμο ανήκουμε; εκεί που γεννηθήκαμε ή εκεί που ζούμε και πεθαίνουμε; πως πρέπει να ζούμε τη ζωή μας; μπορούμε να την ορίσουμε οι ίδιοι ή θα είμαστε πάντα έρμαια επιλογών άλλων ισχυρότερων και του ίδιου του πεπρωμένου; Οι ήρωες του φιλμ είναι τρεις. Ο νεαρός Σάσε, ο παππούς του Μπάι Νταν και το τάβλι, το δημοφιλές αλλά και εκνευριστικό παιχνίδι με τα ζάρια, τα πούλια και τα τριγωνάκια. Όπως λέει ο σκηνοθέτης: «Το τάβλι είναι το αρχαιότερο παιχνίδι. Το συναντάς σε όλο τον κόσμο, είναι όμως πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Βαλκάνιων. Στην ιστορία της ταινίας μου, μέρος του χαρακτήρα των ηρώων είναι το τάβλι: καθοδηγεί τα πεπρωμένα τους διαμέσου του χρόνου και του τόπου. Στόχος μου ήταν να μεταφέρω στην οθόνη μια μαγική ιστορία, γεμάτη χιούμορ…στην οποία όλα είναι δυνατά καθότι «ο κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία». Ο 25χρονος Σάσε, άτομο άτολμο, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες και με περιορισμένες πρωτοβουλίες και απαιτήσεις ζει, χωρίς φίλους και κοινωνικές συναναστροφές, στην Γερμανία, στην οποία έφτασε μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι με τους γονείς του, αντίστοιχο με αυτό που κάνουν σήμερα εκατομμύρια πρόσφυγες από όλο τον κόσμο. Στο δρόμο της υποχρεωτικά παράνομης φυγής και αναγκαστικής υπερορίας, τους έβγαλε η πίεση που δεχόταν ο πατέρας, στην Βουλγαρία επί «υπαρκτού» σοσιαλισμού, να κατασκοπεύει και να παραδίδει στην τοπική αστυνομία επιβαρυντικά στοιχεία για την αντικαθεστωτική δράση του πεθερού του, Μπάι Νταν και της παρέας του. Όπως και πολλοί άλλοι, από κάθε σημείο της γης που μεταναστεύουν στη Δύση είδαν αρχικά τις ελπίδες και τα όνειρά τους να ματαιώνονται και στη συνέχεια μπερδεύτηκαν με τη νοσταλγία και τη σύγχυση και έμειναν να ζουν μια περιορισμένη ζωή σε έναν αφιλόξενο τόπο. Μετά από χρόνια, ένα τραγικό τροχαίο δυστύχημα στην αούτομπαν στοιχίζει τη ζωή και στους δύο γονείς, ενώ ο Σάσε επιβιώνει, με σοβαρή κρίση αμνησίας. Αδυνατώντας να θυμηθεί οτιδήποτε, δεν ξέρει ποιος είναι και από πού προέρχεται, ενώ οι γιατροί για να μην επιβαρύνουν την κατάστασή του αποκρύπτουν το γεγονός του θανάτου των γονιών του και ενημερώνουν για τα συμβάντα τον παππού και τη γιαγιά, τους τελευταίους συγγενείς στην Βουλγαρία. Ο Μπάι Νταν, είναι ένας ποδηλάτης και κέρδισε το γύρο της Βουλγαρίας το ’54, σπούδασε με υποτροφία στη Λαϊκή δημοκρατία της Γερμανίας και επιστρέφοντας στη Βουλγαρία ανατίναξε το μνημείο του Στάλιν με δυναμίτη, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά πήρε χάρη. Ευφυής και ευγενικός, με φρόνηση και χιούμορ, απολαμβάνει κάθε μικρή χαρά που του προσφέρει η μίζερη καθημερινότητα, κυρίως όμως απολαμβάνει το τάβλι, το οποίο έχει αναγάγει σε επιστήμη και του έχει προσδώσει τη δική του φιλοσοφία ζωής. Είναι άριστος κατασκευαστής, έχει αναδειχτεί πρωταθλητής στην πόλη του και κατέχει για πολλά χρόνια και χωρίς αντίπαλο, τον τίτλο του «βασιλιά» του παιχνιδιού. Με συντριβή θα δεχτεί τα νέα της μεγάλης απώλειας και χωρίς χρονοτριβή θα ταξιδέψει χιλιάδες χιλιόμετρα για να βρεθεί κοντά και να βοηθήσει τον πολυαγαπημένο εγγονό του, με τον οποίο είχε όταν συγκατοικούσαν μια τρυφερή σχέση αμφίδρομης αφοσίωσης, την οποία διέκοψαν βίαια ο χρόνος και η απόσταση. Αρωγό σε αυτή την προσπάθεια έχει το ξύλινο τάβλι που χάρισε στο Σάσε όταν ήταν παιδί και τις κοινές τους αναμνήσεις από το παρελθόν. Αλλά ο Σάσε δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον παππού του, ούτε κανέναν άλλον από τις φωτογραφίες που του δείχνει και μένει εχθρικός και απαθής σε κάθε προσπάθεια του ηλικιωμένου ανθρώπου να τον επαναφέρει. Και καθώς δεν φαίνεται να βοηθά ιδιαίτερα, ούτε το τάβλι, ο παππούς θα οργανώσει ένα ταξίδι επιστροφής στη Βουλγαρία, με διπλό ποδήλατο. Με αυτό το μέσο διασχίζουν τα πανέμορφα τοπία των Βαλκανικών χωρών, ακολουθώντας αντίστροφα το δρόμο φυγής του παιδιού από τη χώρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε με σκοπό να ξυπνήσουν στο νεαρό μνήμες και συγκινήσεις του παρελθόντος. Ταξιδεύοντας θα απολαύσουν τη φύση, θα φιλοσοφήσουν, θα παίξουν τάβλι. Ο Μπάι Νταν θα χρησιμοποιεί πάντα μεταφορές από τη στρατηγική του ταβλιού για να ταρακουνήσει τον Σάσε. Όπως λέει στη ζωή και στο τάβλι την τύχη την καθορίζει ο κάθε παίκτης και είναι στο χέρι του να την διαχειριστεί σωστά. Όπως το τάβλι, έτσι και η ζωή είναι ένα παιχνίδι στο οποίο καλούμαστε διαρκώς να παίρνουμε αποφάσεις, να αντιμετωπίζουμε προκλήσεις, να καθορίζουμε την τύχη μας. Αυτή η άλλη καθημερινότητα, η αγάπη του γέροντα για τη ζωή, τη φύση, τον έρωτα, τους ανθρώπους, η αισιοδοξία και η θυμοσοφία του θα αποκαταστήσουν τελικά την μνήμη του Σάσε, θα τον συμφιλιώσουν με τη ζωή, θα διώξουν την ατολμία και την παθητικότητα του και θα τον διδάξουν να παίρνει αυτός και μόνον αυτός τις καθοριστικές για τη ζωή του αποφάσεις. Να έχει την ευθύνη του εαυτού του. Μεγάλο ατού για την ταινία είναι η ερμηνεία του Miki Manojlovic, ενός από τους σπουδαιότερους Βαλκάνιους ηθοποιούς γνωστού σε εμάς από τις ταινίες του Emir Kusturica (Underground, Ο Καιρός των τσιγγάνων). Η φωτογράφηση είναι υπέροχη, ιδίως στους ανοιχτούς ορίζοντες της διαδρομής των δύο ηρώων. Η επιλογή του σκηνοθέτη να κινείται σε δύο διαφορετικούς χρόνους, εγχείρημα δύσκολο, υλοποιείται εδώ με ιδιαίτερη επιτυχία. Το κλίμα της κάθε εποχής, τόσο το μουντό της ψυχρής καταπιεστικής εποχής, όσο το φωτεινό μιας πιο ελπιδοφόρας(;), αποδίδεται πολύ ρεαλιστικά. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=u6BooNqTAbY το trailer της ταινίας |
Ηλίθιος Дурак (2014)
Ρωσία, 2014. Διάρκεια: 116'. Σκηνοθεσία - Σενάριο: Yuriy Bykov. Πρωταγωνιστούν: Artyom Bystrov, Natalya Surkova, Yuriy Curilo, Aleksandr Korshunov, Olga Samoshina, Boris Nevzorov, Kirill Polukhin, Darya Moroz, Sergey Arcibashev. Μια συγκλονιστική, σκληρή και τολμηρή ταινία, ένα πολιτικό θρίλερ με άφθονο σασπένς, που πραγματεύεται το γενικευμένο και διεθνοποιημένο πρόβλημα της διαφθοράς-διαπλοκής, που πάντα συνδυάζεται με την απουσία κοινωνικής συνείδησης, συλλογικής δράσης και την ανοχή από την πλευρά των πολιτών. Τόπος αναφοράς του φιλμ είναι μια μικρή, ανώνυμη πόλη της μετασοβιετικής Ρωσίας, αλλά ο κάθε θεατής γρήγορα διαπιστώνει ότι θα μπορούσε να είναι η δική του μικρή ή μεγαλύτερη πόλη. Ειδικότερα, κάθε Έλληνας θεατής θα αναγνωρίσει στην ταινία χαρακτήρες, συμπεριφορές, πρακτικές, συνθήκες και συμπτώματα που ο ίδιος αντιμετωπίζει σε κάθε επαφή του με το δημόσιο. Ο «βλάκας» της ταινίας (η σωστή μετάφραση της ρωσικής λέξης Дурак είναι βλάκας, ο ηλίθιος αποδίδεται με τη λέξη Идио́т) είναι ένας συνηθισμένος και ειλικρινής νεαρός, ο ιδεαλιστής και ηθικά αφελής, μέχρι παρεξηγήσεως, Ντίμα Νικίτιν, υδραυλικός στο επάγγελμα, που ζει σε μια οικοδομή σοβιετικού τύπου μαζί με τους γονείς του, τη σύζυγό του και το παιδί τους, σε μια επαρχιακή και σχετικά καινούρια μικρή πόλη της Ρωσίας. Εργάζεται ως συντηρητής δημοσίων κτιρίων στην τεχνική υπηρεσία του δήμου και στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο τμήμα μηχανικής του αντίστοιχου Πολυτεχνείου. Κάποιο βράδυ, παρατύπως απόντος του υπεύθυνου, καλείται σε μια εργατική πολυκατοικία να επιθεωρήσει ένα πρόβλημα διαρροής, οπότε με τρόμο ανακαλύπτει μια ρωγμή που διατρέχει το κτίριο από τα θεμέλια ως την ταράτσα και αντιλαμβάνεται, ότι είναι ζήτημα ελάχιστων ωρών αυτό το πολυώροφο κτίριο, που εδώ και χρόνια δεν έχει δεχτεί κανένα είδος συντήρησης, να καταρρεύσει παρασύροντας τους οκτακόσιους και πλέον κατοίκους του. Η συντριπτική πλειοψηφία των ενοίκων του κτιρίου είναι άνθρωποι φτωχοί, ξεχασμένοι από τον θεό και την πολιτεία. Παρατημένοι οι ίδιοι από την διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής, αναζητούν την διέξοδο από την μίζερη ζωή τους στο ποτό, την χαρτοπαιξία, τα τυχερά παιχνίδια και τα τηλεοπτικά σκουπίδια, δηλαδή όλα όσα διαγράφουν τις ανησυχίες και τα ερωτηματικά από τη συνείδηση τους και ναρκώνουν την αντίσταση τους. Μπροστά σε αυτό το τραγικό ενδεχόμενο ο Ντίμα δεν μένει αδιάφορος και απαθής όπως θα έκανε κάθε «φυσιολογικός» και «έξυπνος» άνθρωπος. Αντίθετα, έχοντας πλήρη επίγνωση του επείγοντος της κατάστασης, θα αναλωθεί σε έναν αγώνα δρόμου για να ειδοποιήσει την δήμαρχο, την μόνη που μπορεί να διατάξει την άμεση εκκένωση του κτιρίου και να εξασφαλίσει την προσωρινή μετεγκατάσταση των ενοίκων. Εκείνη γιορτάζει τα γενέθλια της με όλη την ηγεσία του δήμου και την τοπική ολιγαρχία. Ο Ντίμα θα τους βρει όλους συγκεντρωμένους σε ένα εστιατόριο και εκεί θα έρθει αντιμέτωπος με όλο το σύστημα διαφθοράς, με όλους όσοι για πάρα πολλά χρόνια καταχράστηκαν και κατασπατάλησαν τα κονδύλια για την επισκευή των δημόσιων κτιρίων. Παρά το όψιμο ενδιαφέρον τους για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα, στο τέλος θα πάρει ως απάντηση την, χωρίς καμία αίσθηση ενοχής, αδιαφορία τους. Ακόμα χειρότερα σκαρφίζονται διάφορα τερτίπια και μηχανεύονται διάφορα στοιχεία, ώστε μετά την καταστροφή, να θεωρηθεί αυτός ως ένας από τους βασικούς υπεύθυνους. «Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι» λέει η δήμαρχος. «Δεν υπάρχει αρκετή καλή ζωή για να την μοιράσεις σε όλους. Αν όλα τα μοιράζαμε ίσα, όλοι θα είμαστε φτωχοί» λέει κυνικά, ένας από τους «παράγοντες» που φορά ακριβό κοστούμι και οδηγεί πολυτελές αυτοκίνητο. Το τραγικότερο της ιστορίας είναι ότι αυτό δόγμα το έχουν ασπαστεί και όσοι ζουν στην πολυτέλεια (με ξένα χρήματα) και όσοι φυτοζωούν. Ο μοναχικός αγώνας, η οδύσσεια του ανθρωπιστή και με ισχυρή αίσθηση αλληλεγγύης για τους γύρω του, υδραυλικού θα κρατήσει μία ολόκληρη νύχτα στη διάρκεια της οποίας δεν αντιπαρατίθεται μόνον με την κυρίαρχη, διεφθαρμένη τάξη, αλλά και με την υφιστάμενη. Οι ένοικοι του συγκροτήματος, αρχικά μεν, τρομοκρατούνται με την είδηση ύπαρξης ρήγματος, αλλά στην πορεία εναντιώνονται μέχρι εχθρότητας σε αυτόν που τους αφύπνισε και τους ξεβόλεψε από τον παραίτηση, την υποταγή και τον αλκοολισμό τους. Καθώς δεν υπάρχει κανενός είδους αντίστασης και ελέγχου της εξουσίας από συλλογικότητες, ομάδες ή φορείς, ο αγώνας του ήρωα μας είναι καταδικασμένος να αποτύχει. Το βαρύ τίμημα που θα πληρώσει θα είναι η πανηγυρική απόδειξη ότι ένας απλός πολίτης, όσο υπεύθυνος και συνειδητοποιημένος να είναι, θα πρέπει παράλληλα να είναι και πολύ «βλάκας» για να πιστεύει ότι θα βγει νικητής στη μάχη με τη διαφθορά της εξουσίας. Η πολιτική εξουσία είναι αδιάφορη και εχθρική απέναντι στον λαό, που εξαθλιωμένος και φοβισμένος, χωρίς πίστη, αξίες και ιδανικά, αρνείται να αντιδράσει. «Ο ηλίθιος», είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του νεαρού (34 χρόνων όταν την γύρισε) Ρώσου σκηνοθέτη, ηθοποιού, σεναριογράφου και συνθέτη Yuriy Bykov. Η σκηνοθεσία είναι νευρική, οι ρυθμοί γρήγοροι, το στυλ λιτό, η μουσική μελαγχολική, οι ερμηνείες άψογες. Ξεχωρίζει ο βραβευμένος πρωταγωνιστής Artyom Bystrov. Αν σας φανεί υπερβολικό το σενάριο σας θυμίζω την κατάρρευση του πύργου Grenfell, στο όχι μετασοβιετικό Λονδίνο, για αντίστοιχους λόγους. Ο σκηνοθέτης αποδίδει απολύτως ρεαλιστικά και έντονα την καπιταλιστική κατάπτωση, την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τη διαφορά ανάμεσα στο «ζω» και «επιβιώνω», βάφοντας την ταινία με τα χρώματα της ρωσικής σημαίας, το μπλε, το κόκκινο και το λευκό, παραπέμποντας, άμεσα στην Ρωσία της εποχής του Πούτιν. Όπως λέει ο ίδιος ο Bykov: «Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται στην άποψη που έχουν οι άλλοι για τον πρωταγωνιστή και τις πράξεις του και όχι φυσικά για τις ικανότητές του. Είναι ένας απόλυτα λογικός και σοβαρός άνθρωπος σε ένα παράλογο κόσμο. Οταν η "μάχη" ξεκινάει, οι περισσότεροι ήρωες αντιδρούν σύμφωνα με τα φυσικά τους ένστικτα: να μείνουν ζωντανοί, να διατηρήσουν την ησυχία τους και τον τρόπο ζωής τους. Ξαφνικά, σε αυτή τη μάχη εμφανίζεται ένας στρατιώτης με ένα συγκεκριμένο κώδικα, τη συνείδησή του. Τέτοιοι άνθρωποι είναι σπάνιοι σήμερα. Τους αποκαλούμε ρομαντικούς, αλτρουιστές, ιδεαλιστές ή απλά ανόητους και "ηλίθιους", για να δείξουμε ότι δε συμπεριφέρονται νορμάλ, σε μια εποχή που ο κυνισμός, ο φόβος και η αδιαφορία κυριαρχούν. Τέτοιοι "ηλίθιοι" υπάρχουν ακόμα στη χώρα μου και αυτό μου δίνει ελπίδα». Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ της ελβετικής πόλης Λοκάρνο το 2014, όπου βραβεύτηκε με τα βραβεία ανδρικής ερμηνείας για τον Artyom Bystrov και το βραβείο Ανθρωπισμού, και στη συνέχεια είχε επιτυχή πορεία σε διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ της σε όλο τον κόσμο. Συνολικά απέσπασε 16 βραβεία και είχε ακόμα 11 υποψηφιότητες. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=0j2wD_RjGtc το trailer της ταινίας |
Επάγγελμα Ρεπόρτερ
(Professione: Reporter/ The Passenger) Ιταλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Ισπανία 1975. Διάρκεια: 123'. Σενάριο: Mark Peploe, Michelangelo Antonioni, Peter Wollen. Σκηνοθεσία:ς: Michelangelo Antonioni. Πρωταγωνιστούν: Jack Nicholson, Maria Schneider, Steven Berkoff, Ian Hendry, Jenny Runacre. Μουσική: Ivan Vandor. Φωτογραφία: Luciano Tovoli. «Αυτό που πάντα με ενδιέφερε ήταν να κοιτάξω μέσα στον άνθρωπο, ποια συναισθήματα τον κινητοποιούν, ποιες είναι οι σκέψεις του στην πορεία του προς την ευτυχία, τη δυστυχία, το θάνατο» Michelangelo Antonioni Κατασκοπική ταινία καταδίωξης, φιλοσοφικό δράμα, και υπαρξιακό θρίλερ δρόμου το “Επάγγελμα Ρεπόρτερ”, είναι μια από τις σπουδαιότερες κινηματογραφικές ταινίες. Αληθινό έπος, έχει στον πυρήνα της αφήγησης του τον χρόνο και τον θάνατο, τον ρόλο του ατόμου στην κοινωνία, την περιπλάνηση και την περιπέτεια ως μορφές υπαρξιακής αναζήτησης, καθώς και τα ζητήματα της ταυτότητας, της αλλοτρίωσης, της αποξένωσης, της κενότητας και εντέλει της ματαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένας ανήσυχος και ασταθής ρεπόρτερ, ο αμερικανικής καταγωγής David Locke (Jack Nicholson), βρίσκεται σε αποστολή σε χώρα της Βόρειας Αφρικής για να καλύψει δημοσιογραφικά τις πολιτικές αναταραχές και τις εμφύλιες συγκρούσεις. Επιτυχημένος στο επάγγελμά του, βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής και της καριέρας του. Αισθάνεται ηττημένος, μελαγχολικός, απελπισμένος, αποξενωμένος και μοιάζει να αναζητά στην έρημο της Αφρικής τον ίδιο του τον εαυτό που είναι θαμμένος κάτω από τις οικογενειακές συμβάσεις και την επαγγελματική ισοπέδωση. Στο ξενοδοχείο που καταλύει γνωρίζει έναν μυστηριώδη άνδρα, τον Robertson. Σύντομα, επιστρέφοντας από μια ακόμα, μάταιη, αναζήτηση των πολεμικών αναμετρήσεων, βρίσκει τον γείτονά του νεκρό από καρδιακό επεισόδιο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, μεταφέρει το πτώμα στο δικό του δωμάτιο, φοράει τα ρούχα του νεκρού, αλλάζει τις φωτογραφίες στα διαβατήρια τους και αποφασίζει να αναζητήσει την περιπέτεια, ζώντας τη ζωή του αγνώστου. Προφανής εξήγηση για την ενέργεια του δεν υπάρχει, αλλά μάλλον εκφράζει έτσι την απελπισμένη επιθυμία του να εξαφανιστεί και να ανταλλάξει την ταυτότητα του και την προϋπάρχουσα πληκτική και βαλτωμένη ζωή του με μια εντελώς καινούργια. Με στοιχεία που βρίσκει στην ατζέντα του νεκρού, κλείνει ραντεβού και βρίσκεται αρχικά στο Λονδίνο και το Μόναχο, όπου ανακαλύπτει πως ο άνθρωπος του οποίου οικειοποιήθηκε την ταυτότητα, άρα και ο καινούριος του εαυτός, ασκεί το επικίνδυνο επάγγελμα του εμπόρου όπλων για λογαριασμό μιας αφρικανικής επαναστατικής οργάνωσης. Στη συνέχεια μεταφέρεται στη Βαρκελώνη όπου στο εσωτερικό ενός από τα αινιγματικά κτίρια του αρχιτέκτονα Antoniο Gaudí, γνωρίζει την Daisy, μια όμορφη φοιτήτρια αρχιτεκτονικής (Maria Schneider) και συνεχίζει μαζί της τον αυτοκαταστροφικό του μονόδρομο που θα τον οδηγήσει από την προηγούμενη φυλακή του σε μια άλλη από την οποία δεν θα μπορέσει ποτέ να δραπετεύσει. Σύντομα διαπιστώνει ότι και ο νέος του εαυτός είναι επίσης καταδιωκόμενος. Μπορεί μεν να ξεφύγει από το δικό του παρελθόν, τη γυναίκα του και έναν συνάδελφο που αναζητώντας τον έφτασαν στα ίχνη του Robertson, τον οποίο και νομίζουν ότι ακολουθούν, δύσκολα όμως θα αποφύγει τις σφαίρες των καθεστωτικών πρακτόρων και της αστυνομίας που τον θεωρούν συνεργάτη των επαναστατών και έχουν βαλθεί να τον εξοντώσουν. Κυρίως όμως δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό και τις δικές του αγωνίες και σε αυτό δεν θα μπορέσει να τον βοηθήσει ούτε η Daisy με τα νιάτα της και τον έρωτά της. Άτομο μιας γενιάς περισσότερο διαθέσιμης και απαιτητικής, θα του δηλώσει ότι δεν αποδέχεται τους «παραιτημένους» και θα ετοιμαστεί να τον εγκαταλείψει. Στην ουσία είναι ο ίδιος που την έχει διώξει, θεωρώντας ότι η σχέση τους, όπως άλλωστε και το οτιδήποτε, δεν μπορούν να του προσφέρουν την προοπτική μιας ουσιαστικής ανανέωσης. Δεν πιστεύει σε τίποτα, δεν ανήκει σε τίποτα, δεν ταυτίζεται με τίποτα. Ο αυτοκαταστροφικός μονόδρομος που ακολουθεί θα τελειώσει σε ένα δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου, σε μια πλατεία της Σεβίλλης σε ένα φινάλε που θεωρείται το πιο εμπνευσμένο, ίσως, στην κινηματογραφική ιστορία. Η διάρκειας επτά λεπτών τελευταία σκηνή της ταινίας, γυρισμένη σε μονοπλάνο είναι ένα αληθινό κινηματογραφικό επίτευγμα. Το φιλμ γυρίστηκε το 1975, στο αποκορύφωμα της διεθνούς καριέρας του σκηνοθέτη. Έχουν προηγηθεί οι ταινίες Blowup (1966), το Zabriskie Point (1970) με τις οποίες θεωρείται ότι το «Επάγγελμα Ρεπόρτερ» αποτελεί μια χαλαρή τριλογία, την τριλογία της αλλοτρίωσης και περιπλάνησης. Σε κάθε πλάνο της διακρίνουμε το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη για τους χώρους και τη σχέση τους με τις προσωπικότητες των ανθρώπων. Αλλά το βάρος πέφτει κυρίως στην αφρικάνικη έρημο και την πλατεία του μικρού ισπανικού χωριού στην τελευταία σκηνή της ταινίας, όπου ο χώρος μοιάζει σαν αντανάκλαση της ψυχής, της πνευματικής και ψυχολογικής κατάστασης του ήρωα. Ο Jack Nicholson είναι ιδανικός και απολαυστικός στην ενσάρκωση ενός ήρωα που πασχίζει να απαλλαγεί από το βάρος της ίδιας του της ταυτότητας. Ο ηθοποιός αγάπησε το «Επάγγελμα Ρεπόρτερ» περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ταινία της πλούσιας φιλμογραφίας του. Όταν στη δεκαετία του ‘80 αντιλήφθηκε ότι κυκλοφορούσε κακοποιημένο και περιορισμένο στη διάρκεια και τις διαστάσεις του κάδρου, απέκτησε τα δικαιώματά του, το απέσυρε από την αγορά και φρόντισε να κυκλοφορήσει ξανά στην αυθεντική του μορφή. Η φωτογραφία του Luciano Tovoli δίνει εικόνες σε ζεστές αποχρώσεις, τόσο εκφραστικές που ο θεατής βιώνει την κάθε μία από αυτές σαν πίνακα ζωγραφικής. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=-qXHF30KHZk το trailer της ταινίας. |
Το μάθημα (Урок)
Βουλγαρία- Ελλάδα, 2014. Διάρκεια: 105'. Σκηνοθεσία - Σενάριο: Kristina Grozeva, Petar Valchanov. Πρωταγωνιστούν: Ivanka Bratoeva, Ivan Barnev, Stefan Denolyubov, Margita Gosheva, Ivan Savov, Deya Todorova. «Η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες» Παύλος Σιδηρόπουλος , (Άντε, και καλή τύχη μάγκες, 1985) Μια γλυκιά και τρυφερή ταινία, ένα πολιτικό και ηθικό θρίλερ ελληνο-βουλγαρικής παραγωγής, που έχει ως πυρήνα του τα ανθρώπινα λάθη εκούσια ή ακούσια, τυχαία ή αναγκαία και τις σοβαρές συνέπειες που μπορούν να έχουν στη ζωή όσων εμπλέκονται. Ένα φιλμ που αναρωτιέται αν μπορούμε να παραμένουμε ηθικοί, καλοί, φιλάνθρωποι, σε συνθήκες οικονομικής ανασφάλειας, όταν τα δικά μας ζωτικά προβλήματα είναι άλυτα. Ένα «μάθημα» ανθρωπιάς, υπομονής, ενσυναίσθησης και αλληλεγγύης προς αυτούς που, αυτές τις δύσκολες εποχές, δίνουν αγώνα επιβίωσης, έχοντας απέναντι τους μια παράλογη εξουσία και ένα αδιάλλακτο κράτος. Σε μια επαρχιακή μικρή πόλη της Βουλγαρίας, που όπως όλες οι βαλκανικές χώρες, μαστίζεται από οικονομική κρίση και κρίση αξιών, η Ναντέζντα είναι καθηγήτρια αγγλικών σε σχολείο μέσης εκπαίδευσης και παράλληλα δουλεύει ως μεταφράστρια. Διαθέτει δυναμική προσωπικότητα και σταθερή δεοντολογική πυξίδα. Είναι παντρεμένη και μητέρα ενός 4χρονου κοριτσιού που τα βγάζει δύσκολα πέρα, καθώς ο σύζυγός της όχι μόνον δεν εργάζεται, αλλά σπαταλά το οικογενειακό εισόδημα πίνοντας και καλοπερνώντας. Κάποια μέρα, μια μαθήτρια καταγγέλλει πως, κάποιος από τους συμμαθητές της, της έκλεψε το πορτοφόλι. Η Ναντέζντα είναι αποφασισμένη να κάνει τον ένοχο να αποκαλυφθεί από μόνος του και να χρησιμοποιήσει το γεγονός ως ευκαιρία για να δώσει στους μαθητές ένα μάθημα για την αξιοπρέπεια, την τιμιότητα, το σωστό και το λάθος, προκειμένου να περιοριστούν παρόμοιες συμπεριφορές, που ενδεχομένως μελλοντικά, στην ενήλικη ζωή, τους προκαλέσουν μεγαλύτερα προβλήματα Ταυτόχρονα μαθαίνει ότι εξαιτίας της επιπολαιότητας του συζύγου της κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους. Αν δεν αποπληρώσει άμεσα το δάνειο, θα μείνουν στο δρόμο. Για να αποφύγει ένα τέτοιο ενδεχόμενο η νεαρή γυναίκα, χτυπάει διάφορες πόρτες για να πάρει από παντού αρνητικές απαντήσεις στο αίτημα της για οικονομική ενίσχυση. Το σχολείο αρνείται να της δώσει προκαταβολή, ο αποξενωμένος πατέρας της αρνείται και αυτός να την βοηθήσει. Δεν της μένει άλλη επιλογή από το να καταφύγει σε τοκογλύφους από τους οποίους θα πάρει τα χρήματα, με δυσβάσταχτους όρους, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει να τα επιστρέψει έγκαιρα. Αλλά όταν αυτό δεν συμβαίνει, οι αδίσταχτοι δανειστές της μεταχειρίζονται κάθε είδος πίεσης, την απειλούν ακόμα και για τη ζωή του παιδιού της, ώστε να πάρουν πίσω τα χρήματα στη συγκεκριμένη διορία. Η ηρωίδα μας, χωρίς καμία βοήθεια, απολύτως απομονωμένη, μέσα σε ένα περιβάλλον ολοκληρωτικά εχθρικό, κάτω από το βάρος της πίεσης βγαίνει εκτός ορίων και καταλήγει σε λύσεις που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα τις έβρισκε ούτε λογικές, ούτε ηθικές, ούτε αξιοπρεπείς. Από το μυαλό της περνάει ακόμα και η πορνεία, αλλά τελικά επιλέγει κάτι περισσότερο δραματικό. Και όταν, πάνω στη στιγμή, μαθαίνει ποιος είναι ο κλέφτης της τάξης της, αντιλαμβάνεται ότι δεν της έχει μείνει καμία ηθική αρχή και αξία για να διδάξει στους μαθητές της. Συνολικά όμως η οικονομική δυσπραγία, η απόγνωση, οι οδυνηροί ηθικοί συμβιβασμοί την οδηγούν σε βαθύτερη αυτογνωσία και κατανόηση των όρων επιείκειας και συμπόνιας. Ανεξάρτητη παραγωγή, χωρίς καμία κρατική επιχορήγηση «Το Μάθημα», βασίζεται σε αληθινή ιστορία και είναι το σκηνοθετικό ντεμπούτο των Kristina Grozeva και Petar Valchanov. Οι σκηνοθέτες αποφεύγοντας οποιεσδήποτε τεχνικές εντυπωσιασμού, και χωρίς καμία διάθεση διδακτισμού σκιαγραφούν το κοινωνικοοικονομικό πορτρέτο της μετα-«κομμουνιστικής» Βουλγαρίας και τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης του απλού πολίτη, του οποίου η αξιοπρέπεια καταπατάται από κάθε είδος εξουσίας, ανάλγητης και παντελώς αδιάφορης ως προς τις θεμελιώδεις ανθρωπιστικές αξίες. Παράλληλα αναδεικνύουν την τεράστια δυσκολία κάθε ανθρώπου να διατηρήσει σταθερό τον κώδικα ηθικών αξιών του στην σύγχρονη εποχή της παγιωμένης κοινωνικής διαφθοράς, όπου επιβραβεύεται κάθε ανήθικη και ανέντιμη στάση. Η Margita Gosheva, υποδύεται τη δασκάλα πολύ λιτά, εκφραστικά, με αυτοπεποίθηση και γοητεία. Η ταινία απέσπασε 20 Βραβεία, σε 29 συνολικά υποψηφιότητες, ανάμεσά τους το Βραβείο Καλύτερου Νέου Σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν. Στη χώρα μας παρουσιάστηκε στο 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου και τον Αργυρό Αλέξανδρο για τους σκηνοθέτες Kristina Grozeva και Petar Valchanov. Ήταν επίσης υποψήφια για το Βραβείο LUX, Καλύτερης Ευρωπαϊκής Ταινίας. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=cStxDLqpIEk το trailer. |
Οι Κυριακές στην πόλη Αβραί (Les dimanches de Ville d'Avray/ Sundays and Cybele)
Γαλλία, 1962. Διάρκεια: 106΄. Σενάριο: Serge Bourguignon, Antoine Tudal, βασισμένο στο βιβλίο του Bernard Eschassériaux. Σκηνοθεσία: Serge Bourguignon. Πρωταγωνιστούν: Hardy Kruger, Patricia Gozzi, Nicole Courcel, Daniel Ivernel, Malka Ribowska Michel Re, Anne-Marie Coffinet. Μουσική : Maurice Jarre. Φωτογραφία: Henri Decae. Ένα αγαπημένο φιλμ, υπέροχο, αξέχαστο, ευαίσθητο και πρωτοποριακό, με συναίσθημα, ουμανιστικό αντιπολεμικό περιεχόμενο, θαυμάσιους ρόλους και αντικείμενό του τα καυτά, διαχρονικά και επίκαιρα στις ημέρες μας θέματα της ταυτότητας, της «διαφορετικότητας», των σχέσεων εξουσίας. Το φιλμ κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (είχε απέναντί του την «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη) και προτάθηκε για το Όσκαρ καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου και μουσικής για τον Maurice Jarre . Το σενάριο είναι απλό. Στα τέλη δεκαετίας του ΄50, στο προάστιο του Παρισιού Βιλ ντ' Αβραί ζει ο Πιέρ, πιλότος του γαλλικού στρατού στον Πόλεμο της Ινδοκίνας. Απόμαχος πλέον παλεύει με τις ενοχές του. Δεν θυμάται, αλλά έχει την αόριστη αίσθηση ότι ένα τρομερό γεγονός συνέβη στη διάρκεια του φρικτού αυτού πολέμου, αίσθηση που τον γεμίζει αφόρητη θλίψη. Η αλήθεια είναι ότι η ζωή του ανατράπηκε στην διάρκεια μιας αναχαίτισης, όταν το αεροπλάνο του προσγειώθηκε ανώμαλα και σκότωσε ένα μικρό κορίτσι. Έκτοτε η μνήμη και οι επιθυμίες του μπλοκάρονται και συμπεριφέρεται νοητικά και συναισθηματικά σαν μικρό παιδί. Στο γαλλικό νοσοκομείο που μεταφέρεται ο τραυματισμένος νεαρός άνδρας, μετά την κατάρριψη, γνωρίζει τη νοσοκόμα Μαντλέν η οποία, τον ερωτεύεται και του παρέχει στέγη και φροντίδα για να αποκατασταθεί η υγεία του. Αυτός που δεν τον γεμίζει αυτή η σχέση, σπαταλά την καθημερινότητά του με έναν τοπικό καλλιτέχνη, περιπλανάται αναζητώντας ενδείξεις για την ταυτότητά του και προσπαθώντας να μην παραλύει από τους χρόνιους ιλίγγους που τον ταλαιπωρούν. Μια μέρα, περιμένοντας την Μαντλέν στον σταθμό των τρένων, παρακολουθώντας τους συρμούς να πηγαινοέρχονται, βλέπει έναν πατέρα να εγκαταλείπει την δωδεκάχρονη κόρη του σε ένα γειτονικό οικοτροφείο που διοικείται από καθολικές καλόγριες και αντιλαμβάνεται την πρόθεση του πατέρα να μην ξαναδεί το παιδί. Ο Πιερ συμπαθεί το μικρό εγκαταλελειμμένο κορίτσι. Παριστάνοντας τον πατέρα της την συναντά κάθε Κυριακή. Στο εξής ζει αδημονώντας να φθάσει η ημέρα συνάντησης τους. Κάνει μαζί της όμορφους περιπάτους και συζητήσεις, όπως ακριβώς θα έκανε ένας πατέρας με το παιδί του ή καλύτερα όπως θα έκαναν δύο άνθρωποι της ίδιας νοητικής και συναισθηματικής ηλικίας: δυο παιδιά. Ανάμεσα στις δύο τραυματισμένες υπάρξεις δεν αργεί να αναπτυχθεί μια αγνή, ιδιαίτερη φιλική σχέση. Σε αυτήν βρίσκουν και οι δύο την τρυφερότητα και την αγάπη που έχουν στερηθεί από τον εχθρικό κόσμο γύρω τους. Επιπλέον ο Πιέρ βλέπει σε αυτήν την δυνατότητα να πάρει πίσω το χαμένο νόημα της ζωής του και να ξεμπλοκαριστεί νοητικά, ψυχολογικά και συναισθηματικά. Αθώοι αυτοί, αλλά όχι τόσο αθώος ο κοινωνικός περίγυρος, μαζί και η Μαντλέν, αναζητούν το σκάνδαλο πίσω από την αγνότητα, ψάχνουν τη σεξουαλική διάσταση εκεί που υπάρχει μόνον ρομαντισμός, δεν κατανοούν τις άδολες σχέσεις τους, παρερμηνεύουν τις επαφές τους προκαλώντας απρόβλεπτα τραγικές συνέπειες. Ο σκηνοθέτης Serge Bourguignon γύρισε μόνον έξι φιλμ, αλλά έμεινε στην ιστορία αποκλειστικά για αυτήν την ταινία του 1962, που θεωρείται ένα μοναδικό αριστούργημα, έγινε καλτ σε πολλές χώρες -και στην Ελλάδα- και αγαπιέται πολύ ακόμα και σήμερα. «Οι Κυριακές στην Πόλη Αβραί», είναι ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Bernard Eschassériaux, ο οποίος συμμετείχε και στην κινηματογραφική διασκευή. Ο Γερμανός Hardy Kruger αποδίδει συγκλονιστικά το ρόλο του Πιέρ. Η φωτογραφία, αν και ασπρόμαυρη, αποτυπώνει εξαιρετικά τις ιδιαίτερες ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων. Η αναπαράσταση της εποχής είναι αριστοτεχνική και χωρίς να κάνει το φιλμ ρετρό, προκαλεί στους θεατές έντονα αισθήματα νοσταλγίας. Υποδειγματική και διεξοδική είναι η διερεύνηση και απόδοση της μικροαστικής ιδεολογίας που κυριαρχεί στις επαρχιακές πόλεις. Ο συνθέτης Maurice Jarre ντύνει τη δράση με μια εκπληκτική, χαμηλότονη, διακριτική μουσική επένδυση. Έτσι η απλή, σχεδόν κοινότοπη ανθρώπινη ιστορία που πραγματεύεται το φιλμ μετεξελίσσεται σε παντοτινή, πανανθρώπινη και παγκόσμια. Στην εποχή της, εποχή που η γαλλική κινηματογραφική παραγωγή είχε να επιδείξει ταινίες που έμειναν στην ιστορία όπως το «Ζυλ και Ζιμ» του Τρυφώ και το «Ζούσε τη Ζωή της» του Γκοντάρ, αυτή η μελοδραματική και σχεδόν νεορεαλιστική ταινία δεν αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά από τους «αριστερούς» κυρίως κριτικούς που την θεώρησαν λιγότερο τολμηρή και καινοτόμο από τις προαναφερθείσες. Αλλά όπως παρατηρεί σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία κοινού και κριτικών, η ταινία, 55 χρόνια από την δημιουργία της, δεν έχασε τη δυναμική της και τη βαθύτατη επικοινωνία της με το κοινό. Αντίθετα όσο περνούν τα χρόνια φαίνεται να αγαπιέται όλο και πιο πολύ κυρίως επειδή, η σκηνοθετική και αφηγηματική προσέγγιση είναι αριστουργηματική. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι από αυτήν έχουν εμπνευστεί ποιητές και λογοτέχνες σε όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους οι δικοί μας, Οδυσσέας Ελύτης και Σπύρος Τζουβέλης, ποίημά του οποίου αναφέρουμε πιο κάτω. Το trailer εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=L2WPI41JY3g |
Πολίτης Κέιν (Citizen Cane)
HΠΑ, 1941. Διάρκεια: 119’. Σενάριο: Herman J. Mankiewicz, Orson Welles. Σκηνοθεσία: Orson Welles. Πρωταγωνιστούν: Orson Welles, Joseph Cotten, Everett Sloane, George Coulouris, Dorothy Comingore, Ray Collins. Η σαρωτική ταινία «Πολίτης Κέιν» γυρίστηκε από τον Όρσον Ουέλς το 1941 με σεναριογράφους τον ίδιο και τον Χέρμαν Μάντιεβιτς, οπερατέρ τον Γερμανό εξπρεσιονιστή Γκρέγκ Τόλαντ, σημαντικούς ηθοποιούς και πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Όρσον Ουέλς. Αναμφισβήτητα, αυτό το πολυεπίπεδο έργο ήταν και παραμένει κλασικό στην ιστορία του σινεμά. Εδώ και πολλά χρόνια βρίσκεται στην 1η θέση σε όλες τις λίστες των 100 καλύτερων ταινιών όλων των εποχών. Στην εποχή της προκάλεσε εντονότατες θετικές και αρνητικές αντιδράσεις από κοινό και κριτικούς και αποτέλεσε ιδεολογική και εκφραστική αμφισβήτηση στα μέχρι τότε πεπραγμένα του αμερικανικού σινεμά. Εισήγαγε νέες λέξεις και φράσεις στην γραμματική του παγκόσμιου κινηματογράφου οι οποίες θα σημαδέψουν στην πορεία την καταγωγή νέων καλλιτεχνικών ρευμάτων και θα επηρεάσουν την δημιουργία αναρίθμητων σκηνοθετών σε ολόκληρο τον κόσμο. Το δυναμικό σενάριο του φιλμ είναι εμπνευσμένο από τη ζωή του μεγιστάνα του Τύπου της εποχής Ρούντολφ Χιρστ και περιγράφει την άνοδο και την πτώση του τραγικού ήρωα Τσάρλς Φόστερ Kέιν. Για την ταινία έχουν γραφτεί πολλά και από πολλούς. Σπουδαίοι κριτικοί του κινηματογράφου, διεθνώς καταξιωμένοι σκηνοθέτες και συγγραφείς (Χόρχε Λουίς Μπόρχες), φιλόσοφοι (Ζαν Πολ Σαρτρ) έγραψαν κατά καιρούς κείμενα για τις εντυπώσεις και τα συναισθήματα που τους προκάλεσε η παρακολούθηση του φιλμ. Από όλα αυτά εμείς επιλέξαμε και σας παρουσιάζουμε παρακάτω την κριτική του Αργεντινού συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες. «Ο Πολίτης Κέιν» (λέγεται «Ο Πολίτης» στην Αργεντινή) έχει τουλάχιστον δύο πλοκές. Η πρώτη, αδιάφορα κοινότοπη, προσπαθεί να απομυζήσει χειροκρότημα από κουτεντέδες: ένας ματαιόδοξος εκατομμυριούχος συλλέγει αγάλματα, κήπους, παλάτια, πισίνες, διαμάντια, αυτοκίνητα, βιβλιοθήκες, άντρες και γυναίκες. Όπως ένας προηγούμενος συλλέκτης (οι παρατηρήσεις του οποίου αποδίδονται συνήθως στο Άγιο Πνεύμα), ανακαλύπτει πως αυτή η σύμμεικτη αφθονία αγαθών είναι μια υπέρτατη ματαιοδοξία: όλα είναι ματαιοδοξία. Τη στιγμή του θανάτου, επιθυμεί μόνο ένα από όλα τα πράγματα του κόσμου, το ταπεινό έλκηθρο με το οποίο έπαιζε όταν ήταν παιδί! Η δεύτερη πλοκή είναι κατά πολύ ανώτερη. Συνδέει τον Koheleth[1] με τη μνήμη ενός άλλου νιχιλιστή, του Franz Kafka. Ένα είδος μεταφυσικής ταινίας μυστηρίου, το θέμα της (και ψυχολογικό και αλληγορικό) είναι η διερεύνηση του εσώτερου εαυτού ενός ανθρώπου, μέσω των έργων που έχει σφυρηλατήσει, των λέξεων που έχει πει, των πολλών ζωών που έχει καταστρέψει. Η ίδια τεχνική είχε χρησιμοποιηθεί από τον Josef Conrad στο «Chance» (Τύχη, 1914) και σε εκείνη την όμορφη ταινία «Η Δύναμη και η Δόξα» (The Power and the Glory): μία ραψωδία διάφορων σκηνών χωρίς χρονολογική σειρά. Με σαρωτικό τρόπο, δίχως τέλος, ο Orson Welles δείχνει αποσπάσματα από τη ζωή του άντρα, του Τσαρλς Φόστερ Κέιν, και μας καλεί να τα συνδυάσουμε και να τον ανασκευάσουμε. Ένα στυλ πολλαπλότητας και ανομοιογένειας βρίθει στην ταινία: οι πρώτες σκηνές καταγράφουν τους θησαυρούς που συσσωρεύτηκαν από τον Κέιν· σε μια από τις τελευταίες, μια φτωχή γυναίκα, πληθωρική και ταλαιπωρημένη, παίζει με ένα τεράστιο παζλ στο πάτωμα ενός παλατιού που είναι επίσης μουσείο. Στο τέλος συνειδητοποιούμε πως τα κομμάτια δεν κυβερνούνται από κάποια μυστική ενότητα: ο απεχθής Τσαρλς Φόστερ Κέιν είναι ένα ομοίωμα, ένα χάος από επιφαινόμενα. (Μια φυσική απόρροια, όπως είχε προβλέψει ο David Hume, ο Ernst Mach, και ο δικός μας Macedonio Fernandez: κανένας άνθρωπος δεν ξέρει ποιος είναι, κανένας άνθρωπος δεν είναι οποιοσδήποτε.) Σε ένα διήγημα του Chesterton –«Το Κεφάλι του Καίσαρα» νομίζω- ο ήρωας παρατηρεί πως τίποτα δεν είναι τόσο τρομακτικό όσο ένας λαβύρινθος χωρίς κέντρο. Αυτή η ταινία είναι ακριβώς ένας τέτοιος λαβύρινθος. Όλοι ξέρουμε πως ένα πάρτι, ένα παλάτι, ένα μεγάλο εγχείρημα, ένα δείπνο για συγγραφείς και δημοσιογράφους, μια ατμόσφαιρα εγκάρδιας και αυθόρμητης συντροφικότητας, είναι ουσιωδώς φρικιαστικά. «Ο Πολίτης Κέιν» είναι η πρώτη ταινία που δείχνει τέτοια πράγματα με μια επίγνωση αυτής της αλήθειας. Η παραγωγή είναι, γενικά, αντάξια του αχανούς θέματος. Η κινηματογράφηση έχει εντυπωσιακό βάθος, και υπάρχουν πλάνα των οποίων τα πιο απομακρυσμένα στοιχεία (όπως οι προ-Ραφαηλικοί πίνακες) είναι όσο ακριβή και λεπτομερειακά όσο τα κοντινά. Τολμώ να μαντέψω, παρόλα αυτά, πως «Ο Πολίτης Κέιν» θα αντέξει στο χρόνο όπως έχουν «αντέξει» κάποιες ταινίες του Γκρίφιθ ή του Πουντόβκιν –ταινίες των οποίων η ιστορική αξία είναι αδιαμφισβήτητη… Δεν είναι ευφυής, αν και είναι το έργο μιας ιδιοφυίας –στην πιο σκοτεινή και Γερμανική έννοια αυτής της κακής λέξης. Βραβεία: ‘Όταν πρωτοπροβλήθηκε κέρδισε Oscar πρωτότυπου σεναρίου και είχε οχτώ ακόμη υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας. Έκτοτε έχει βραβευτεί σε πολλές διοργανώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο [1]Εβραϊκή λέξη που μεταφράζεται «Εκκλησιαστής» (όπως στη Βίβλο), με την έννοια του «συλλέκτη». Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=1KL6ktJ0eAA το trailer της ταινίας |
SOS, Πεντάγωνο καλεί Μόσχα
(Dr. Strangelove, Or How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb) ΗΠΑ, 1964. Διάρκεια 94΄. Σενάριο: Stanley Kubrick, Terry Southern, από το βιβλίο του Peter George «Red Alert». Σκηνοθεσία: Stanley Kubrick. Πρωταγωνιστούν: Peter Sellers, George C. Scott, Sterling Hayden, Keenan Wynn, Slim Pickens. Μουσική: Laurie Johnson. Φωτογραφία: Gilbert Taylor. Μοντάζ: Anthony Harvey. Πολυεπίπεδη, διασκεδαστική, καυστική, πολιτική σάτιρα γεμάτη κωμικοτραγικές καταστάσεις, το «Dr. Strangelove, Or How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb», που στη χώρα μας προβλήθηκε με τον άσχετο τίτλο «SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα» είναι αναμφισβήτητα η καλύτερη μαύρη κωμωδία όλων των εποχών. Ανατρεπτική και διασκεδαστική σάτιρα της παράνοιας του Ψυχρού Πολέμου και του ανταγωνισμού ΗΠΑ-ΕΕΣΔ σε αριστοτεχνική σκηνοθεσία από τον Stanley Kubrick και ρεσιτάλ ερμηνείας από τον ανεπανάληπτο Peter Sellers σε τριπλό ρόλο! Το φιλμ γυρίστηκε το 1964. Βρισκόμαστε στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου. Είχε προηγηθεί, το 1962, η κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ-Κούβας, που έφερε τις δύο υπερδυνάμεις στα πρόθυρα πολέμου και ολόκληρη την ανθρωπότητα πλησιέστερα από ποτέ στην πυρηνική καταστροφή. Τον επόμενο χρόνο, το 1963, εγκαταστάθηκε η «κόκκινη» γραμμή για αυτόματη τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα στο Κρεμλίνο και τον Λευκό Οίκο σε ανάλογες κρίσιμες περιπτώσεις. Την ίδια χρονιά η σύναψη της συμφωνίας για την απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών στην ατμόσφαιρα απηχούσε τις ανησυχίες των υπερδυνάμεων για την πιθανότητα απόκτησης πυρηνικών όπλων από μικρότερες, και ενδεχομένως περισσότερο ανεξέλεγκτες χώρες. Η δημιουργία της ταινίας σηματοδοτεί την έναρξη της έντονης δημόσιας συζήτησης αναφορικά με τα μεγάλα πολιτικά και ηθικά διλήμματα που συνδέονται με το κυνήγι των εξοπλισμών, και η συνυφασμένη με αυτό «ισορροπία του τρόμου», η οποία ζει και βασιλεύει ακόμα και σήμερα. Σε αυτό το κλίμα, ένας παράφρονας, μανιώδης αντικομουνιστής στρατηγός των ΗΠΑ, διοικητής μιας αεροπορικής βάσης, αποφασίζει ότι ο πόλεμος είναι μια πολύ σημαντική υπόθεση για να αφήνεται στα χέρια των επιπόλαιων πολιτικών. Εκμεταλλευόμενος ένα απόρρητο σχέδιο επίθεσης με πυρηνικά όπλα εναντίον της ΕΣΣΔ, για το οποίο δεν απαιτείται η έγκριση του αμερικανού προέδρου, στέλνει ένα βομβαρδιστικό Β52, να πλήξει με πυρηνικούς πυραύλους συγκεκριμένους στρατηγικούς στόχους της εχθρικής χώρας. Στη συνέχεια σφραγίζει το στρατόπεδο του και κλείνει όλες τις διόδους επικοινωνίας με το αεροσκάφος ώστε να μην μπορεί κανείς να ανακαλέσει την επίθεση. Οι υπεύθυνοι της αμερικάνικης κυβέρνησης, πληροφορούμενοι το γεγονός, καλούν έκτατο πολεμικό συμβούλιο και προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τη Σοβιετική Ένωση ώστε να αποκλειστεί η πιθανότητα πυρηνικού πολέμου. Οι υπεύθυνοι των δύο χωρών καταλήγουν σε συμφωνία, διαπιστώνουν όμως ότι δεν δύνανται να εμποδίσουν την καταστροφή, αφού, όπως αποκαλύπτεται οι Σοβιετικοί διαθέτουν έναν υπολογιστή, την «Μηχανή της Αποκάλυψης», προγραμματισμένο αυτόματα να πυροδοτήσει ένα σχέδιο αντεπίθεσης, στην περίπτωση που η χώρα τους κινδυνεύσει. Το σχέδιο περιλαμβάνει ολοκληρωτική πυρηνική καταστροφή του πλανήτη και από τη στιγμή που θα μπει σε εφαρμογή ούτε οι ίδιοι μπορούν να το ελέγξουν. Στην κρίσιμη αυτή φάση, ο Dr. Strangelove ένας μεγαλομανής ειδικός σύμβουλος των ΗΠΑ επί θεμάτων πυρηνικού εξοπλισμού, πρώην Ναζί, ανάπηρος πολέμου, με μηχανικό χέρι που συχνά-πυκνά αναπολεί τα μεγαλεία του παρελθόντος, καλείται να δώσει την ύστατη λύση. Ελάχιστοι σκηνοθέτες σημάδεψαν τόσο την ιστορία του κινηματογράφου, όσο ο Stanley Kubrick. Τελειομανής από τη φύση του πλούτισε την κινηματογραφική παραγωγή με φιλμ πρωτότυπα, προκλητικά, οραματικά όπως «Σταυροί στο Μέτωπο», «Σπάρτακος», «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος», «Λάμψη», «Μάτια Ερμητικά Κλειστά», «Λολίτα» και έμεινε στην ιστορία ως ο πλέον ολοκληρωμένος και καινοτόμος σκηνοθέτης. Η ταινία «SOS: Πεντάγωνο καλεί Μόσχα» βασίζεται στο βιβλίο «Red Alert» του Peter George, που κυκλοφόρησε στα 1958. Ο σκηνοθέτης αρχικά σκόπευε να γυρίσει ένα θρίλερ βασισμένο στην απειλή πυρηνικού ολοκαυτώματος, αλλά καθώς έγραφε το σενάριο συνειδητοποίησε τον παραλογισμό και το οξύμωρο των καταστάσεων και αποφάσισε να κάνει μια μαύρη, ανελέητα εφιαλτική σάτιρα που να προκαλεί έντονο προβληματισμό στο θεατή. Όπως και σε όλες τις ταινίες του, έτσι και εδώ όλα λειτουργούν και συνδυάζονται άψογα: το σενάριο, η σκηνοθεσία, η φωτογραφία, το μοντάζ, ο φωτισμός, η μουσική. Θεματολογικά επικεντρώνεται στην εύθραυστη ισορροπία στις σχέσεις ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης, τις ατέρμονες πολιτικές διαβουλεύσεις των δύο υπερδυνάμεων για τον έλεγχο των εξοπλισμών και την εξαιρετική ευκολία με την οποία θα μπορούσε να προκύψει ολική καταστροφή, αν έστω και από ατύχημα ξεκινούσε πολεμική σύγκρουση ανάμεσα τους. Επεκτείνεται όμως σε μια πικρή κριτική στο ανατολικό αλλά κυρίως το δυτικό-αμερικανικό σύστημα διακυβέρνησης τα οποία παρουσιάζονται αναποτελεσματικά, συχνά γελοία μέσα στις βεβαιότητές τους. Αξιοσημείωτα στοιχεία της ταινίας είναι η κριτική στο ξέπλυμα Γερμανών εγκληματιών πολέμου, μέσω της χρησιμοποίησης τους ως συμβούλων από τις δυτικές κυβερνήσεις, η στρατιωτικοποίηση του Ψυχρού Πολέμου με την αφαίρεση από τον Πρόεδρο και την ανάθεση στους στρατιωτικούς αποφάσεων για τους πυρηνικούς εξοπλισμούς. Η διακωμώδηση των αξιωματικών αποδομεί όλο το φάσμα της, κυρίαρχης τότε, πολεμοχαρούς στρατοκρατικής αντίληψης που περιείχε μεγάλο μέρος της παρανοϊκής ναζιστικής ιδεολογίας και του εθνικισμού. Εντυπωσιακή είναι και η προωθημένη για την εποχή της, άμεση σύνδεση της επιθετικότητας που οδηγεί σε πολεμικές συγκρούσεις με την ανάγκη του αντρικού φύλου για επίδειξη ισχύος. Πλήθος φαλλικών συμβολισμών διαπερνά την ταινία, η ατομική βόμβα είναι η ίδια ένα φαλλικό σύμβολο, η μοναδική γυναικεία παρουσία, προσωποποιεί το στερεότυπο της σέξι γραμματέως που έχει ερωτική σχέση με το προϊστάμενο της και δεν διαθέτει κανένα άλλο προσόν. Τέλος, στο σχέδιο για τη διαιώνιση του έθνους, οι γυναίκες που έχουν πιθανότητες να επιλεγούν για να διασωθούν θα πρέπει είναι όμορφες, ενώ η αντιστοιχία τους θα είναι δέκα γυναίκες για κάθε έναν άντρα. Στα προτερήματα της ταινίας οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών, αλλά το μεγάλο ατού της, που επισκιάζει τα πάντα, είναι το ανεπανάληπτο ρεσιτάλ ηθοποιίας του Peter Sellers, ο οποίος υποδύεται με πρότυπο τρόπο, τρεις ρόλους: του Dr. Strangelove, του Προέδρου των ΗΠΑ που είναι υποχείριο των στρατηγών του, και ενός Βρετανού στρατιωτικού συμβούλου, του μόνου που μιλάει τη φωνή της λογικής. Ο ηθοποιός είχε αρχικά συμφωνήσει με την εταιρεία παραγωγής Columbia, να ερμηνεύσει 4 διαφορετικούς ρόλους, ωστόσο ο τέταρτος ρόλος, μετά από ένα ατύχημα του δόθηκε τελικά στον Slim Pickens. Το φιλμ, η μοναδική κωμωδία στη φιλμογραφία του Kubrick , είχε τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, εξακολουθεί να παίζεται κατά καιρούς στις αίθουσες. Προτάθηκε για 4 Όσκαρ, είχε 13 νίκες σε κορυφαίες διοργανώσεις σε όλο τον κόσμο και 6 επιπλέον υποψηφιότητες. Το 1997, επιλέχτηκε μαζί με δύο ακόμα του σκηνοθέτη από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου για το κατάλογο των 100 καλύτερων ταινιών στην Αμερική. Συγκριμένα το «2001: A Space Odyssey» αναδείχτηκε στην 22η θέση, το «Dr Strangelove» στην 26η και το «A Clockwork Orange» στην 46η . Το trailer εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=1gXY3kuDvSU |
Η μαφία σκοτώνει μόνον το καλοκαίρι (La Mafia Uccide Solo d`Estate)
Ιταλία 2013. Διάρκεια: 93΄. Σενάριο: Michele Astori, Pierfrancesco Diliberto. Σκηνοθεσία: Pierfrancesco Diliberto. Πρωταγωνιστούν: Alex Bisconti, Cristiana Capotondi, Pierfrancesco Diliberto (Pif), Cristiana Capotondi, Ginevra Antona, Claudio Gioè, Barbara Tabita ,Enzo Salomone, Maurizio Marchetti, Antonio Alveario, Antonino Bruschetta, Domenico Centamore. Μουσική: Santi Pulvirenti. Φωτογραφία: Roberto Forza. «Η Μαφία Σκοτώνει Μόνο το Καλοκαίρι» είναι μια ρομαντική, κοινωνική, λαϊκή κωμωδία και ταυτόχρονα καυστική κριτική από τον Pierfrancesco Diliberto (Pif), τον πιο διάσημο σατιρικό παραγωγό της ιταλικής τηλεόρασης, για τον κυρίαρχο ρόλο της Μαφίας στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της γειτονικής χώρας, για τα ήθη του ίδιου του ιταλικού λαού που έμαθε να ζει με την απειλή της εγκληματικής οργάνωσης και την ανοχή και τον στρουφοκαμηλισμό με τον οποίο, περιβάλει την δράση της και την διαπλοκή της με την κυβερνητική εξουσία. O μικρός Αρτούρο γεννιέται στο Παλέρμο στην δεκαετία του '70, την ίδια ημέρα που ένας από τους πλέον διαβόητους μαφιόζους ο Βίτο Τσιαντσιμίνο, αρχηγός της τοπικής Κόζα Νόστρα, εκλέγεται δήμαρχος της σικελικής πρωτεύουσας και ο θρυλικός Σαλβατόρε Ρίνα οργανώνει ένα αιματοβαμμένο ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή της Σικελίας διεξάγεται ένας σφοδρός πόλεμος μεταξύ Μαφίας και δικαστικής εξουσίας. Μεγαλώνοντας σε αυτό το περιβάλλον, όπου τα εγκλήματα της Μαφίας είναι καθημερινότητα, γνωστή σε όλους που ρυθμίζουν ανάλογα τη ζωή τους, ο μικρός μαθαίνει να μην φοβάται τις συνεχείς αιματοχυσίες, βασισμένος σε δύο αστικούς μύθους. Ο ένας διαβεβαιώνει ότι η Μαφία σκοτώνει μόνο το καλοκαίρι και ο άλλος ότι δολοφονούνται μόνον οι ερωτευμένοι. O Αρτούρο, συνεσταλμένος και αφελής, ζει όλη του τη ζωή στο Παλέρμο. Στο σχολείο θα συναντήσει τη Φλόρα και θα την ερωτευτεί κεραυνοβόλα. Ταυτόχρονα ερωτεύεται παράφορα τη δημοσιογραφία, θαυμάζει τους θρυλικούς δημοσιογράφους που προσπαθούν να αποκαλύψουν την σκοτεινή διαπλοκή πολιτικών και Μαφίας και κυρίως (τι αντίφαση!) θέλει να μοιάσει στον Τζούλιο Αντρεότι. Ο Χριστιανοδημοκράτης, αυτός, πολιτικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας, διετέλεσε 3 φορές πρωθυπουργός της Ιταλίας και ηγήθηκε 7 συνολικά κυβερνήσεων. Στην διάρκεια, όμως, της τρίτης θητείας του, αποκαλύφθηκε τεράστιο σκάνδαλο διαφθοράς, στο οποίο διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο, κατηγορήθηκε πως είχε σχέσεις με την Κόζα Νόστρα και ότι είχε εμπλακεί σε μία τουλάχιστον δολοφονία, αυτή του δημοσιογράφου Μίνο Πεκορέλι, ο οποίος αποκάλυψε τις σχέσεις του με τη Μαφία. Η πολύκροτη δίκη του κράτησε χρόνια. Αθωώθηκε πρωτόδικα, για να καταδικαστεί, τον Νοέμβριο του 2002, από το Εφετείο της Περούτζια σε κάθειρξη 24 χρόνων ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας. Το 2003, απαλλάχτηκε οριστικά από τον Άρειο Πάγο, που τον έκρινε αθώο λόγω παραγραφής, βεβαιώνοντας, παράλληλα, ότι όντως είχε ισχυρούς δεσμούς με τη Μαφία, τους οποίους και χρησιμοποίησε για την προώθηση της πολιτικής του καριέρας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται και ο ίδιος όργανο της. Οι προσπάθειες του μικρού να κερδίσει την καρδιά της Φλόρα σκοντάφτουν κάθε καλοκαίρι, συνεχώς και με κωμικό τρόπο, σε κάποιους μαφιόζους ή δραστηριότητες της Μαφίας, που ανατρέπου τα μικρά ή μεγαλύτερα σχέδια του και σε κάποιες περιπτώσεις όλη του τη ζωή. Με αυτά και με άλλα τα χρόνια της αθωότητας περνούν. Ο Αρτούρο θα χάσει τη Φλόρα και θα την ξανασυναντήσει το 1992, όταν όλοι θα έχουν ωριμάσει, θα έχουν αποκαλυφθεί αλήθειες και ψέματα, θα έχουν απομυθοποιηθεί πράγματα και καταστάσεις και η ιταλική κοινωνία μαζί και η κοπέλα θα έχουν τώρα μία πιο ξεκάθαρη, πικρή ομολογουμένως, αντίληψη για αυτά που πραγματικά συμβαίνουν στη Σικελία και όλα όσα συνδέουν την Μαφία με το πολιτικό προσωπικό, τους δημοσιογράφους, τους δικαστές. Ο Pif με αυτό το φιλμ κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Συνυπογράφει το σενάριο με τον Michele Astori και πρωταγωνιστεί ως Αρτούρο. Τα γυρίσματα έγιναν στη γενέτειρά του, το Παλέρμο, χωρίς να πληρωθούν οι τοπικοί μαφιόζοι για να προσφέρουν προστασία στο συνεργείο και την παραγωγή, ως είθισται. Στα credits υπάρχει αναφορά συμπαράστασης στο «Addiopizzo» το κίνημα των επιχειρηματιών που αρνούνται να συνεργαστούν ή να υποκύψουν στα σχέδια της Μαφίας. Ο σκηνοθέτης ισορροπεί πετυχημένα ανάμεσα στην δύσκολη αλήθεια των όσων είναι πραγματικά συμβάντα και την επινοημένη ερωτική ιστορία και θίγει τελικά με απόλυτη σοβαρότητα για το δράμα της Ιταλίας. Αποκαλύπτει, σύνθετες, καυστικές αλήθειες για τη βαθιά διαφθορά και την πολιτική αφέλεια ενός ολόκληρου λαού. Η πολύ ενδιαφέρουσα εποχή και τα γεγονότα δεν δραματοποιούν την πλοκή καθώς παρουσιάζονται με το χαριτωμένο και «αφελές» βλέμμα του πρωταγωνιστή, που είτε σαν παιδί είτε σαν ενήλικας προσπαθεί να ζήσει απρόσκοπτα, στην αγκαλιά της πολυαγαπημένης του, της «πιο όμορφης κοπέλας του κόσμου», την ήρεμη ζωή που έχει ονειρευτεί. Η ταινία ξεκινάει ως ελαφριά κωμωδία, με έξυπνα στημένες καταστάσεις και διαλόγους, στην συνέχεια όμως παρεμβάλλονται πραγματικές σκηνές από ειδήσεις στην τηλεόραση και επίκαιρα της εποχής και τότε ξαφνικά ο θεατής συνειδητοποιεί ότι παρακολουθεί γεγονότα που έχουν συμβεί στην πραγματικότητα. Και είναι ακριβώς η ανάμιξη της προσωπικής εμπειρίας των δύο μυθοπλαστικών ηρώων με τη συλλογική τραυματική εμπειρία της χώρας, που κάνει ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα την ταινία. Το φιλμ είχε 20 υποψηφιότητες και κέρδισε 15 Βραβεία, ανάμεσά τους το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ του Τορίνο και το αντίστοιχο Καλύτερης Κωμωδίας από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου (2014). Το trailer εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=lAmm8dpKd1k |
Μάρνι (Marnie)
ΗΠΑ, 1964. Διάρκεια: 130'. Σενάριο: Jay Preston Allen, από τη νουβέλα του Winston Graham. Σκηνοθεσία: Alfred Hitchcock. Πρωταγωνιστούν: Tippi Hedren, Martin Gabel, Sean Connery, Louise Latham, Diane Baker, Alan Napier. Εντυπωσιακό, σκοτεινό και μυστηριώδες ψυχολογικό θρίλερ και μαζί ένα κυνικό σχόλιο πάνω στα παιχνίδια εξουσίας, από τον πιο θαρραλέο σκηνοθέτη της εποχής του και όχι μόνον, Alfred Hitchcock. Κλασικό, επίκαιρο και ριψοκίνδυνο κινηματογραφικό πείραμα το «Marnie», είναι σήμερα ένας κινηματογραφικός μύθος. Η Marnie ωραιότατη στην εμφάνιση, αλλά ψυχρή σαν κοφτερό λεπίδι, είναι ψεύτρα, κλέφτρα και απατεώνισσα. Αλλάζει συνέχεια ονόματα, αριθμούς κοινωνικής ασφάλισης, βλέμμα, χρώμα και στιλ μαλλιών για να μην αναγνωρίζεται και αναζητά δουλειά σε λογιστήρια μεγάλων επιχειρήσεων. Συνήθως προσλαμβάνεται λόγω της τέλειας εμφάνισης της και όταν αποκτήσει την εμπιστοσύνη του εκάστοτε αφεντικού της και πρόσβαση στους κωδικούς ασφαλείας, ληστεύει το ταμείο και στη συνέχεια εξαφανίζεται. Τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα πηγαίνουν στην αυταρχική μητέρα της που ζει σε μια συνοικία του λιμανιού της Βαλτιμόρης, η οποία δεν φαίνεται να αναρωτιέται από πού προέρχονται και της οποίας την αγάπη και την αποδοχή αναζητά, απεγνωσμένα η Marnie. Η τελευταία απάτη που οργανώνει, η νεαρή γυναίκα, αυτή τη φορά ως χήρα Mary Taylor, είναι σε μια εταιρία με έδρα τη Φιλαδέλφεια. Ο πρόεδρος της, ο γοητευτικός, πλούσιος χήρος Mark Rutland, τον οποίο εξιτάρουν οι προβληματικές γυναίκες θα την προσλάβει, παρόλο που δεν διαθέτει τα προσόντα για τη δουλειά, και ενώ αναγνωρίζει σε αυτήν τη νεαρή γραμματέα Marion Holland που έκλεψε δέκα χιλιάδες δολάρια από έναν συνεργάτη του. Σκοπεύοντας να την κατακτήσει θα υποκριθεί ότι την εμπιστεύεται. Η Marnie, που δεν τον αναγνωρίζει, θα πέσει στην παγίδα. Στην πρώτη ευκαιρία θα αδειάσει και το δικό του χρηματοκιβώτιο και θα εξαφανιστεί. Αλλά αυτός θα την εντοπίσει και θα της αποκαλύψει όσα μετά από έρευνα γνωρίζει για τις παραβατικές της δραστηριότητες. Δεν θα την καταδώσει στην αστυνομία, αλλά θα της προτείνει να τον παντρευτεί. Η κλεπτομανής γυναίκα βρίσκεται ξαφνικά ανάμεσα στην Σκύλλα και τη Χάρυβδη και ενώ αντιλαμβάνεται ότι αυτός ο γάμος θα είναι ένα είδος φυλακής, «παραδίδεται» στον άντρα που φαινομενικά θέλει να τη σώσει, με την ελπίδα ότι κάποτε θα καταφέρει να δραπετεύσει. Μετά από έναν καταστροφικό μήνα του μέλιτος ο Mark, θα έρθει πολύ σύντομα, αντιμέτωπος με το δύσκολο ψυχισμό της, τις νευρώσεις, την σεξουαλική και συναισθηματική της ψυχρότητα, την εχθρότητά της προς τους άντρες γενικά και τον ίδιο ειδικότερα, καθώς και το νοσηρό φόβο της για το κόκκινο χρώμα, τις καταιγίδες και τα αστραπόβροντα. Για τους δικούς του, όχι τόσο ξεκάθαρους λόγους, ίσως γιατί είναι παράφορα ερωτευμένος μαζί της, ίσως γιατί θέλει να είναι νικητής σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας, ή γιατί επιθυμεί την πλήρη σωματική και ψυχική υποταγή της, θα προσπαθήσει να την απαλλάξει από τους κακούς της δαίμονες. Την αντιμετωπίζει σαν ασθενή που έχει ανάγκη να βοηθηθεί, την περιβάλει με φροντίδα και κατανόηση και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να ανακαλύψει στο μακρινό παρελθόν της τις τραυματικές εμπειρίες που την βασανίζουν. Τα αισθήματα του, ότι και να είναι αυτά, αγάπη ή μια αρρωστημένη από την πλευρά του διάθεση κυνηγού, αντί να μαλακώσουν τις αντιδράσεις της νεαρής γυναίκας τη βυθίζουν σε ένα απύθμενο σκοτάδι, οπότε αυτός θα καταφύγει σε μια πιο ριζική λύση. Την αναγκάζει με το ζόρι να επισκεφτούν μαζί την μητέρα της. Αντιλαμβάνεται ότι η συνάντηση της με το παρελθόν και οι αποκαλύψεις για αυτό θα είναι βίαιες και τραυματικές, αλλά την επιλέγει ως τη μόνη ευκαιρία να ξυπνήσουν τα νεκρωμένα αισθήματα της ψυχρής γυναίκας του. Και όντως αυτή η επίσκεψη θα λειτουργήσει ως καταλύτης και θα ελευθερώσει την Marnie από τις κρυμμένες, βαθειά στο υποσυνείδητό της, ενοχές για πράξεις της μακρινής τραυματικής παιδικής της ηλικίας. Η «Marnie» ακολούθησε τα αριστουργήματα του Hitchcock «Vertigo», «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων», «Psycho», «Τα Πουλιά». Είναι η πιο παράξενη από όλα τα παραπάνω και δοκιμάζει τις αντοχές του κοινού. Βρισκόταν στα σκαριά πριν από τα «Πουλιά», αλλά μετά την άρνηση της αγαπημένης ηθοποιού του σκηνοθέτη, Γκρέις Κέλι να επιστρέψει στον κινηματογράφο, εγκαταλείποντας τα καθήκοντα της ως πριγκίπισσα του Μονακό, η σκέψη για τη δημιουργία της ατόνησε. Όταν ολοκληρώθηκαν τα «Πουλιά» η «Marnie» ξαναμπήκε στο πρόγραμμα. Ήταν η πρώτη ταινία του Hitchcock στην οποία η πρωταγωνίστρια είναι γυναίκα και η τελευταία που ο σκηνοθέτης γύρισε στην Αμερική πριν επιστρέψει στη Μ. Βρετανία. Επέλεξε ως πρωταγωνίστρια την τελευταία του «ξανθιά» ανακάλυψη Tippi Hedren, που είχε διακριθεί στα «Πουλιά». Αυτή, με τα μαλλιά της να αλλάζουν τόνους του ξανθού και το κρύο βλέμμα της να κρύβει μέσα του τον τρόμο, αποδείχτηκε ιδανική στο ρόλο της γυναίκας που κρατάει μέχρι το τέλος κλειστά τα χαρτιά της και δεν αφήνει κανένα μυστικό να της ξεφύγει. Η ερμηνεία της είναι έξοχη και σε κάποιες περιπτώσεις επισκιάζει τον συμπρωταγωνιστή της. Στο ρόλο του Mark βρίσκεται ο Sean Connery, στην μοναδική συνεργασία του με τον Hitchcock. Η επιλογή του, εξυπηρετούσε την επιδίωξη του Σκωτσέζου ηθοποιού να ξεφύγει από την ταύτισή του με τον Τζέιμς Μποντ (μόλις είχε τελειώσει την ταινία «Dr No») και την ανάγκη του σκηνοθέτη για έναν καταξιωμένο ηθοποιό που θα ανταποκρίνεται σε έναν από τους πλέον αμφιλεγόμενους αντρικούς ρόλους της φιλμογραφίας του. Η σκηνοθεσία είναι αριστουργηματική, Με γοργούς ρυθμούς και αρκετά κοντινά πλάνα, ο Hitchcock εμβαθύνει στους χαρακτήρες του. Με πλούσιες ανατροπές και σωστή δοσολογία σασπένς δημιουργεί ένα καλογυρισμένο, συγκλονιστικό και σαγηνευτικό αστυνομικό θρίλερ, που γοητεύει το κοινό και μένει αξέχαστο. Σκηνές όπως οι κρίσεις της ηρωίδας στην καταιγίδα, η ξέφρενη πορεία του αλόγου, αυτές πριν και μετά το σεξ στο κρουαζιερόπλοιο του «μήνα του μέλιτος», καθώς και η τελική σκηνή του φλας μπακ, αποτελούν μαθήματα σκηνοθεσίας και μοντάζ και θα κοσμούν για πάντα τις ανθολογίες του παγκόσμιου σινεμά. Σπάνια έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε μια τόσο σκοτεινή και έντονη εσωτερική μάχη συναισθημάτων και παιδικών τραυμάτων. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=QV_2-v_dsAU το trailer της ταινίας. |
«Τέλειοι Ξένοι» (Perfetti sconosciuti)
Ιταλία 2016. Διάρκεια: 97΄. Σκηνοθεσία: Paolo Genovese. Σενάριο: Filippo Bologna, Paolo Costella, Paolo Genovese, Paola Mammini, Rolando Ravello. Πρωταγωνιστούν: Giuseppe Battiston, Anna Foglietta, Marco Giallini, Edoardo Leo Valerio Mastandre Alba Rohrwacher, Kasia Smutniak Benedetta Porcaroli. «Οι τέλειοι ξένοι» του Paolo Genovese είναι μια έξυπνη, επίκαιρη και εξαιρετικά επιτυχής κωμωδία για την ειλικρίνεια, την εμπιστοσύνη, τα μικρά ένοχα μυστικά που ποτέ δεν αποκαλύπτονται στις σχέσεις των ανθρώπων, όσο βαθιές και μακρόχρονες να είναι αυτές, όσο «τέλειες» και αν παρουσιάζονται. Ένα φιλμ για το πόσο καλά γνωρίζουμε αυτούς που πλαισιώνουν την καθημερινότητά μας και ειδικά όσους έχουμε επιλέξει να είναι οι φίλοι μας, οι σύντροφοί μας, το άλλο μας μισό. Ένα φιλμ για τον τρόπο που οι νέες τεχνολογίες, εν προκειμένω τα κινητά τηλέφωνα, με τα θετικά και τα αρνητικά τους έχουν εισβάλλει, καθορίζουν τη ζωή μας και κυρίως κρατούν πάντα παγιδευμένο ένα κομμάτι από την ιστορία και την προσωπικότητα του καθενός μας. Οι «Τέλειοι Ξένοι» του σεναρίου είναι στην πραγματικότητα επτά πολύ στενοί φίλοι, γνωστοί από την παιδική τους ηλικία οι περισσότεροι, που μετά από πρόσκληση δύο εξ αυτών, του Ρόκο και της Εύας, συγκεντρώνονται να απολαύσουν όλοι μαζί στην βεράντα του διαμερίσματος τους την υπέροχη θέα από την ολική έκλειψη σελήνης που πρόκειται να συμβεί γύρω στα μεσάνυχτα. Αυτοί οι 7 άνθρωποι, 3 ζευγάρια και ένας χωρισμένος που μόλις έχει βρει ταίρι, αλλά προς απογοήτευση όλων προσέρχεται χωρίς την αγαπημένη του, ξεκινούν γύρω από το στρωμένο τραπέζι μια ήρεμη φιλική βραδιά, ανταλλάσοντας πειράγματα και συζητώντας τα προβλήματα και τις αναποδιές της καθημερινότητας. Ολόκληρη η ιστορία και το μυστήριο της ταινίας πυροδοτείται από μια συζήτηση για τα κινητά τηλέφωνα και το πόσο αυτά επηρεάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Με αφορμή αυτή την κουβέντα και για να γίνει η βραδιά πιο ενδιαφέρουσα, η οικοδέσποινα θα προτείνει να παίξουν όλοι μαζί ένα παιχνίδι. Σύμφωνα με την πρότασή της, θα πρέπει όλοι να βάλουν τα κινητά τους στο τραπέζι και να μοιραστούν το περιεχόμενο οποιασδήποτε κλήσης δεχτούν κατά τη διάρκεια της βραδιάς, είτε πρόκειται για συνομιλία, υπενθύμιση, μήνυμα ή email. Τα μηνύματα θα διαβάζονται φωναχτά σε όλους, ενώ τα τηλεφωνήματα θα απαντιούνται με ανοικτή ακρόαση. Η πρότασή της για αυτό το παιχνίδι που μόνον φαινομενικά είναι αθώο, αλλά στην πραγματικότητα είναι παγίδα αντιμετωπίζεται με αμηχανία. Κανένας δεν θα ήθελε να παίξει, αλλά και κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί, αφού μια άρνηση θα τον καθιστούσε ύποπτο έλλειψης ειλικρίνειας προς τους υπόλοιπους. Όσο και να διστάζουν, τελικά θα συμφωνήσουν να παίξουν παίρνοντας ο καθένας το «αθώο» ύφος αυτού που δεν έχει τίποτα να κρύψει από τους καλύτερους του φίλους και το σύντροφό του. Τα κινητά θα πάρουν τη θέση τους στην μέση του τραπεζιού, το παιχνίδι θα ξεκινήσει και από αυτή την στιγμή και μετά όλα θα πάνε κυριολεκτικά στραβά. Οι «τέλειες» σχέσεις ανατρέπονται. Άγνωστες σκέψεις, γνώμες, ασήμαντες ή σημαντικές αποφάσεις τώρα αποκαλύπτονται και φαίνονται συγκλονιστικές ή ακατανόητες για τους άλλους. Και όσο η σελήνη σκοτεινιάζει από τη σκιά της γης, αρχίζει να διαφαίνεται ότι κανένας δεν είναι απολύτως αθώος και οι φίλοι και τα ζευγάρια, παρά τη μακρόχρονη και στενή τους σχέση, έχουν σκοτεινές πλευρές που δεν υποψιαζόταν ποτέ ο ένας για τον άλλον. Η ροή απρόσμενων ειδήσεων είναι καταιγιστική, τα μικρά ή μεγαλύτερα, αθώα ή ένοχα μυστικά αρχίζουν να αποκαλύπτονται το ένα μετά το άλλο, η χαρούμενη παρέα βρίσκεται αναπόφευκτα σε μια εφιαλτικά άβολη κατάσταση, όπου από φίλοι μετατρέπονται σε αγνώστους και οι ευαίσθητες ισορροπίες ανάμεσά τους ισορροπίες αρχίζουν να κλονίζονται. Η ταινία διαθέτει ορισμένα από τα καλύτερα χαρακτηριστικά των φιλμ δωματίου, που ακριβώς επειδή δε προσφέρουν δράση προσπαθούν πολύ περισσότερο να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών μέχρι την τελευταία στιγμή. Το σενάριο είναι απλό αλλά αυθεντικό και πειστικό, οι ιδέες ενδιαφέρουσες, οι διάλογοι έξυπνοι και καλογραμμένοι και οι καταστάσεις οικείες για μεσογειακούς λαούς σαν εμάς που περνάμε ατελείωτες ώρες με φίλους ή οικογένειες γύρω από ένα τραπέζι συζητώντας για τα πάντα. Η αγωνία χτίζεται σιγά-σιγά μετά από κάθε χτύπημα του τηλεφώνου, προκαλώντας στο θεατή περιέργεια, έντονο προβληματισμό και αισθήματα που κυμαίνονται ανάμεσα στο γέλιο, τη θλίψη, το θυμό. Και παρόλο που κυριαρχεί η χιουμοριστική διάθεση, η ταινία επεκτείνεται και στη σκοτεινή διάσταση του σύγχρονου ανθρώπου, τα πάθη του, τις ενοχές του και τις αδυναμίες του. Το απρόσμενο φινάλε ανατρέπει με πολύ έξυπνο τρόπο τα δεδομένα κάνοντας το αποτέλεσμα πιο απολαυστικό για τον θεατή. Το καστ των πρωταγωνιστών είναι αξιόλογο, επιλεγμένο ανάμεσα στους καλύτερους ηθοποιούς της γειτονικής χώρας. Οι ερμηνείες, με προεξέχουσα αυτή της Alba Rohrwacher, φυσικές και άκρως ενδιαφέρουσες. Το «Perfetti Sconosciuti» κέρδισε κοινό και κριτικούς, αποδείχτηκε η πλέον εμπορική ταινία στην Ιταλία, κέρδισε 13 Βραβεία και είχε συνολικά 25 υποψηφιότητες σε διοργανώσεις σε όλο τον κόσμο. Σάρωσε κυριολεκτικά το 2016 στα Βραβεία David di Donatello (τα ιταλικά Όσκαρ) αποσπώντας μεταξύ άλλων το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερου Σεναρίου. Το φιλμ διασκευάστηκε στα ελληνικά από τον Θοδωρή Αθερίδη με πρωταγωνιστές ένα άκρως τηλεοπτικό καστ. Με τίτλο «Τέλειοι Ξένοι» κυκλοφόρησε στις ελληνικές αίθουσες τα περασμένα Χριστούγεννα και αυτός είναι ο λόγος που η πρωτότυπη ταινία δεν παίχτηκε στην χώρα μας. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=f7TahC1Upgw το trailer |
Καλώς ορίσατε κ. Μάρσαλ (¡Bienvenido, Mister Marshall!)
Ισπανία 1953. Διάρκεια: 75’. Σενάριο: Juan Antonio Bardem, Luis García Berlanga, Miguel Mihura. Σκηνοθεσία: Luis García Berlanga. Πρωταγωνιστούν: Lolita Sevilla, Manolo Morán, José Isbert, Elvira Quintillá, Alberto Romea, Luis Pérez de León. Αφηγητής: Fernando Rey. Η ταινία «Καλώς ορίσατε κ. Μάρσαλ», ένα από τα αριστουργήματα του ισπανικού κινηματογράφου, έχει παιχτεί στην Ελλάδα μόνον στα πλαίσια ισπανόφωνων φεστιβάλ. Στο Cine-Δράση παραχωρήθηκε, αφιλοκερδώς, από την Πρεσβεία της Ισπανίας και το Ινστιτούτο Θερβάντες. Είναι μια ξεκαρδιστική, χειμαρρώδης σάτιρα κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων, ένα σαρκαστικό σχόλιο για το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στη λαϊκή επιθυμία και την πραγματικότητα και μια προειδοποίηση για τους λαούς που αποτυγχάνουν πάντα να αλλάξουν τη ζωή τους προς το καλύτερο, όταν βασίζονται σε αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και φρούδες υποσχέσεις με τις οποίες διεφθαρμένες συνήθως ηγεσίες, επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την χειραγώγηση, το συμβιβασμό και την παθητικότητα τους. Το φιλμ γυρίστηκε το 1953, 14 χρόνια μετά το 1939, όταν ο στρατηγός Φράνκο έχοντας επικρατήσει επί της ισπανικής δημοκρατίας, με την ενεργή υποστήριξη του Μουσολίνι και του Χίτλερ, κατέλαβε την εξουσία και μέχρι το θάνατό του στις 20 Νοεμβρίου 1975, κυβέρνησε δικτατορικά τη χώρα του. Όπως επισημαίνει ο Βρετανός ιστορικός Πολ Πρέστον, συγγραφέας της πληρέστερης πολιτικής βιογραφίας του δικτάτορα «Ο Φράνκο είπε ψέματα για σχεδόν όλα». «Ένα από τα μεγαλύτερα ήταν ότι έσωσε την Ισπανία από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στην πραγματικότητα προσπάθησε με πάθος να συμμετάσχει σε αυτόν στο πλευρό των φασιστών». Αλλά τα ανταλλάγματα, που ζητούσε για την είσοδο της χώρας του στον πόλεμο, ήταν τόσο παράλογα που εξόργισαν τον Χίτλερ. Ως εκ τούτου η Ισπανία δεν ήταν επίσημα σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Συμμάχους, αλλά βοήθησε τις δυνάμεις του Άξονα παραχωρώντας την χρήση των λιμανιών της και παρέχοντας πρώτες ύλες απαραίτητες για στρατιωτικές εφαρμογές. Επιπλέον έστειλε στο Ρωσικό Μέτωπο την Ταξιαρχία Αζούλ, στην οποία συμμετείχαν «εθελοντικά» 47.000 Ισπανοί και η οποία συνετρίβη από τον Κόκκινο Στρατό στη μάχη του Κράσνι Μπορ, έξω από το Λένινγκραντ. Όταν διαφάνηκε η ήττα της Γερμανίας ο Φράνκο απέσυρε την Ταξιαρχία και άρχισε να διακηρύττει την δήθεν ουδετερότητά της χώρας του. Η όψιμη αυτή ουδετερότητά δεν βοήθησε την Ισπανία να αποφύγει ένα κλίμα εχθρότητας από τους νικητές του πολέμου, κλίμα που αντιστράφηκε γρήγορα εξ αιτίας της επικράτησης ψυχροπολεμικών πολιτικών. Όσο διατηρήθηκε όμως η διπλωματική απομόνωση του καθεστώτος, η χώρα αποκλείστηκε από κάθε βοήθεια που έστελναν τότε οι ΗΠΑ στην κατεστραμμένη Ευρώπη μέσω προγραμμάτων όπως το Σχέδιο Ευρωπαϊκής Ανασυγκρότησης (Μάρσαλ) με απώτερο στόχο να σταματήσει η προέλαση του κομμουνισμού. Η ταινία βασίζεται ακριβώς σε αυτό τον αποκλεισμό. Το Villar del Río είναι ένα μικρό, φτωχό και ξεχασμένο χωριό της Καστίλης όπου ποτέ και τίποτε δεν ταράζει την μονοτονία της καθημερινότητας. Μέχρι που ξαφνικά ένα πρωί συμβαίνουν όλα τα καλά μαζί. Αφενός η άφιξη της λαϊκής τραγουδίστριας Κάρμεν Βάργας και του ατζέντη της Μανόλο δίνουν μια καινούρια νότα στη βαρετή ζωή των κατοίκων, αφετέρου πληροφορούνται από απεσταλμένο της κυβέρνησης ότι πολύ σύντομα θα τους επισκεφτεί μια επιτροπή αμερικανών αξιωματούχων του Σχεδίου Μάρσαλ. Οι κάτοικοι ονειρεύονται ποταμούς δολαρίων και φαντασιώνονται ότι τους συμβαίνει το επόμενο καλό πράγμα μετά τον ερχομό του σιδηρόδρομου. Ο Μανόλο, που έζησε κάτι μήνες στη Βοστόνη, αλλά…ξέρει την Αμερική «σαν την παλάμη του χεριού του» ρίχνει την ιδέα ότι οι «ευγενικοί, αλλά παιδικής νοοτροπίας» αμερικανοί θα εντυπωσιαστούν και θα γίνουν πιο γενναιόδωροι αν τους παρουσιάσουν μια πιο οικεία σε αυτούς πλευρά του ισπανικού πολιτισμού. Έτσι, με δανεικά λεφτά, ξεκινούν τις προετοιμασίες για μια λαμπρή γιορτή υποδοχής. Σαν να ετοιμάζουν στούντιο για να γυριστεί ταινία μεταμφιέζουν το καστιλιάνικο χωριό τους σε κάτι τουριστικότερο, ένα τυπικό χωριό της Ανδαλουσίας, ντύνονται με αυθεντικές ανδαλουσιανές φορεσιές, συνθέτουν ένα τραγούδι προς τιμή της επιτροπής, προσλαμβάνουν μια φημισμένη χορεύτρια φλαμένκο για να διασκεδάσει τους επισκέπτες κλπ,κλπ,κλπ. Όταν έρχεται, η καθορισμένη ημέρα της επίσκεψης όλοι είναι έτοιμοι να δώσουν την παράστασή τους. Ωστόσο, η αμερικανική αυτοκινητοπομπή διασχίζει ταχύτατα το χωριό χωρίς να σταματήσει ούτε για νερό. Οι πονηροί χωρικοί προσγειώνονται ανώμαλα, αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχουν δολάρια, ούτε καν χάντρες και καθρεφτάκια. Τώρα πρέπει να αφαιρέσουν τα μασκαρέματα και το σπουδαιότερο να πληρώσουν το κόστος της ματαιωμένης γιορτής με προσωπικά τους αντικείμενα. Γιατί οι ονειροπολήσεις δεν είναι δωρεάν και πάντοτε στο τέλος οι λαοί καλούνται να πληρώσουν τον λογαριασμό της ευπιστίας στις υποσχέσεις των πολιτικών. Ο Luis García Berlanga (1921–2010), ανήκει στη γενιά ισπανών σκηνοθετών που στην διάρκεια της δικτατορίας υπερασπίστηκαν τη δημοκρατία, τις αξίες ενός ανεξάρτητου σινεμά και αγωνίστηκαν να παρακάμψουν τις απαγορεύσεις της λογοκρισίας. Στο «Καλωσορίσατε κ. Μάρσαλ», βασισμένος σε ένα πραγματικό γεγονός δημιουργεί μια αριστοτεχνική ψυχογραφική έρευνα για τα όνειρα και τις επιθυμίες του μέσου ανθρώπου, τα οποία μας παραθέτει μέσα από διασκεδαστικές σκηνές. Την παραμονή της επίσκεψης, τυπικοί χαρακτήρες της επαρχιακής κοινωνίας, ονειρεύονται την άφιξη με το δικό του τρόπο ο καθένας και με βάση τα στερεότυπα που έχουν διαμορφώσει για τους αμερικανούς και την κουλτούρα τους. Ο δήμαρχος ένας καλόκαρδος γέρος με προβλήματα ακοής την θέλει σαν μια ζωντανή μονομαχία της άγριας Δύσης. Ένας ξεπεσμένος ευγενής την φαντάζεται σαν την άφιξη των κατακτητών στις ακτές του Νέου Κόσμου. Ο ιερέας την βλέπει σαν εφιάλτη, όπου οι παραδοσιακές ενδυμασίες της Μεγάλης Εβδομάδας των Καθολικών μετατρέπονται σε κουκούλες της Κου Κλουξ Κλαν, μέλη της οποίας τον σέρνουν ενώπιον της Επιτροπής Αντι-Αμερικανικών υποθέσεων, συνοδεία μουσικής τζαζ. Τέλος ένας φτωχός πολίτης ονειρεύεται τους Αμερικανούς σαν τους Τρεις Μάγους, που πετούν πάνω από το χωράφι του και αφήνουν εκεί ένα καινούριο τρακτέρ. Είναι ακριβώς αυτές οι σκηνοθετημένες με τρυφερότητα ατελείωτες, διασκεδαστικές για το θεατή εικόνες και η επίγνωση της επερχόμενης αποτυχίας που κάνουν τους πονηρούτσικους ήρωες της ταινίας άξιους σεβασμού και συμπάθειας . Παρά την παρωδία της αγροτικής ζωής της μεταπολεμικής Ισπανίας, την διακωμώδηση του αποκλεισμού από το σχέδιο Μάρσαλ, την σατιρική κριτική στην ανικανότητα και τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος, την αδυναμία της Εκκλησίας να αποδεχτεί τις αλλαγές στη σύγχρονη κοινωνία και την αποδόμηση των προσπαθειών του Φράνκο να δημιουργήσει μια εθνική ταυτότητα πάνω στο τρίπτυχο πατρίς, θρησκεία, οικογένεια η ταινία πήρε την έγκριση της λογοκρισίας και προβλήθηκε στους κινηματογράφους αν και κουτσουρεμένη ωστόσο κατά 20΄. Το φιλμ κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο Καλύτερης Κωμωδίας και το Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών (1953), το Βραβείο της Ένωσης Σεναριογράφων Ισπανίας (1954) , καθώς και το Βραβείο Εθνικής Ένωσης Θεάματος (1953). Το trailer εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=pFcaobDW42g |
Γερμανία 2000. Διάρκεια: 105΄. Σκηνοθεσία: Christian Petzold. Σενάριο: Christian Petzold, Harun Farocki. Πρωταγωνιστούν: Julia Hummer, Barbara Auer, Richy Muller, Bilge Bingul Rogerio Jacques, Bernd Tauber, Günther Maria Halmer. Mουσική: Stefan Will. Φωτογραφία: Hans Fromm.
Η ταινία «Μια Ασυνήθιστη κατάσταση» δεν είναι μόνον μια πολιτική ταινία πολύ διαφορετική από τις συνηθισμένες, αλλά είναι κυρίως ένα ευαίσθητο και έξυπνο φιλμ για τις δυσλειτουργικές οικογένειες στο οποίο κυριαρχεί το ερώτημα αν έχουν δικαίωμα οι γονείς με τις επιλογές τους να σημαδεύουν αρνητικά και όχι σπάνια να καταστρέφουν τις ζωές των παιδιών τους. Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1970 η έντονη δραστηριότητα μιας σειράς ένοπλων οργανώσεων συγκλονίζει την Δυτική Γερμανία. Η σημαντικότερη από αυτές η Φράξια Κόκκινος Στρατός ( RAF), γνωστή και ως Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ, (από τα ονόματα των ιδρυτών της Αντρέας Μπάαντερ και Ουλρίκε Μάινχοφ) δημιουργήθηκε ως αντίδραση στην πολιτική εξουδετέρωσης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς από το γερμανικό κράτος, υιοθέτησε αρχές και πρακτικές του «αντάρτικου των πόλεων» και κήρυξε ένοπλο αγώνα με στόχο την εξουδετέρωση του κρατικού μηχανισμού της χώρας. Έδρασε από το 1970 έως το 1977 και σε αυτό το διάστημα τα μέλη της επιδόθηκαν σε διάφορες ένοπλες δράσεις όπως βομβιστικές επιθέσεις, ληστείες τραπεζών, κλοπές σφραγίδων δημοσίων υπηρεσιών, επιθέσεις σε κτίρια της αστυνομίας και εγκαταστάσεις μεγάλων εταιριών, απαγωγές δημοσίων προσώπων ή επιχειρηματιών κοκ. Οι βομβιστικές επιθέσεις στοίχισαν τη ζωή σε 69 συνολικά άτομα, ανάμεσα στα οποία ήταν ένας αμερικανός συνταγματάρχης που υπηρετούσε στο γενικό αρχηγείο των αμερικανικών δυνάμεων στη Φραγκφούρτη, διάφορα στελέχη κρατικών υπηρεσιών και 28 μέλη της οργάνωσης. Η δράση της τελείωσε ουσιαστικά με την σύλληψη και τον θάνατο, το 1977, τριών ηγετικών στελεχών της οργάνωσης μέσα στην γερμανική φυλακή του Σταμχάιμ. Οι απάνθρωπες συνθήκες απομόνωσης στις οποίες κρατούνταν προκάλεσαν το ενδιαφέρον και την κατακραυγή της παγκόσμιας της κοινής γνώμης. Ένα ευρύτατο κίνημα συμπαράστασης δημιουργήθηκε στο οποίο συμμετείχαν προσωπικότητες του πολιτισμού όπως ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο οποίος και επισκέφτηκε τους κρατούμενους. Πολλοί από αυτούς πέθαναν στις φυλακές και οι συνθήκες θανάτου τους παραμένουν ακόμα και σήμερα αδιευκρίνιστες. Οι αρχές τις απέδωσαν όλες σε αυτοκτονία, αλλά η κρατούσα άποψη είναι ότι πρόκειται για σκόπιμη εγκληματική ενέργεια από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Διεθνής επιτροπή από επιστήμονες και δημοσιογράφους προσπάθησε να διαλευκάνει τις συνθήκες του θανάτου τους Αν και το γερμανικό κράτος δεν της αναγνώρισε δικαίωμα έρευνας, η επιτροπή, στηριζόμενη στα επίσημα έγγραφα κατέληξε ότι τουλάχιστον η Μάινχοφ είχε πεθάνει πριν απαγχονιστεί. Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά, η Clara και ο Hans ένα φυγόδικο ζευγάρι, που είχε στο παρελθόν αναπτύξει τρομοκρατική δραστηριότητα μέσα από τις γραμμές της RAF, εξακολουθεί να καταζητείται από την αστυνομία και για αυτό ζει παράνομα, στις παραλίες της Πορτογαλίας. Έχει τηρήσει όλους τους κανόνες της παράνομης ζωής, αλλά έχει σπάσει ένα ταμπού που τηρούν όλοι οι επαναστάτες: Έχουν ένα παιδί που ζει μαζί τους σε αυτές τις αφύσικες συνθήκες. Και ενώ φαίνεται να βρίσκονται πολύ κοντά στο να εξασφαλίσουν μια νόμιμη ζωή στη Βραζιλία, ένα τυχαίο συμβάν, η κλοπή των προσωπικών τους αντικειμένων, τους φέρνει σε ακόμα δυσκολότερη από πριν θέση. Έτσι επιστρέφουν στην Γερμανία και κάνουν προσπάθεια να επανασυνδεθούν με τους παλιούς τους συντρόφους ώστε να εξασφαλίσουν την βοήθειά τους και να προχωρήσουν τα σχέδιά τους. Αλλά αυτό αποδεικνύεται πολύ δύσκολο, καθώς οι παλιοί συναγωνιστές ή δηλώνουν αδυναμία να βοηθήσουν ή έχουν «τελειώσει» με το παρελθόν και είναι πλέον συμβιβασμένοι, αξιοσέβαστοι πολίτες ή δεν έχουν αντοχή και διάθεση να ξαναμπλέξουν σε παράνομες δραστηριότητες. Το φιλμ διηγείται την ιστορία από τη σκοπιά της Jeanne, της έφηβης κόρης της οικογένειας η οποία σε όλη τη διάρκεια της ζωής της υφίσταται τις συνέπειες των επιλογών των γονιών της. Στην πραγματικότητα, ζώντας στο περιθώριο και την παρανομία, με μια οικογένεια που εξακολουθεί να κρατιέται από ένα όνειρο που έχει ξεθωριάσει, στερείται κάθε δυνατότητα φυσιολογικής ζωής. Δεν έχει πάει σε κανενός είδους σχολείο, δεν γνώρισε συγγενείς, δεν συναναστράφηκε παιδιά της ηλικίας της, δεν έπαιξε, ούτε έκανε ποτέ φίλους. Γενικά έζησε μια αποστειρωμένη ζωή. Αντικοινωνική εξ ανάγκης, αμήχανη και γεμάτη λαχτάρα να ζήσει την φυσιολογική ζωή που ζουν όλοι οι κανονικοί έφηβοι του κόσμου, θα ερωτευτεί τον Heinrich έναν νεαρό σέρφερ συμπατριώτη της που γνωρίζει στο τουριστικό θέρετρο που κρύβονται οι γονείς της. Καθώς αυτοί εξαντλούν όλες τις πιθανότητες βοήθειας και μηχανεύονται ένα νέο απεγνωσμένο σχέδιο σωτηρίας, η Jeanne τους προτείνει να κρυφτούν σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι που της έχει περιγράψει ο Heinrich. Για να μην τους εκθέσει τον αποφεύγει, αλλά κάποτε αναπόφευκτα θα συναντηθούν. Θα είναι ο έρωτας της για αυτόν, η δυσκολία να χειριστεί πρωτόγνωρα για αυτήν αισθήματα και κυρίως η αδυναμία της να τον αποχωριστεί που θα βάλουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της οικογένειας. Από μια απροσεξία και μια στιγμιαία παρόρμηση θα καταστραφούν τα πάντα. Ο ανατολικογερμανικής καταγωγής συγγραφέας και σκηνοθέτης Christian Petzold ("Yella" , «Barbara» «Το Τραγούδι του Φοίνικα»), του οποίου η «Μια Ασυνήθιστη Κατάσταση» αποτελεί το κινηματογραφικό ντεμπούτο, καταπιάνεται ειλικρινά και πειστικά με τις υπαρκτές σημερινές διαστάσεις ενός παρελθόντος θέματος τραυματικού για τη συλλογική μνήμη των Γερμανών. Δημιουργεί μια πρωτότυπη πολιτική ταινία με στοιχεία αστυνομικού θρίλερ και έντονες συγκινησιακές και δραματικές στιγμές. Αναπαριστά στην οθόνη με ειλικρίνεια και πειστικότητα την ταραγμένη ζωή ενός συνηθισμένου εφήβου που έχει όλους τους λόγους της ηλικίας του να βρίσκεται σε αναταραχή και του οποίου ο συναισθηματικός κόσμος επιβαρύνεται από την ιδιάζουσα οικογενειακή του κατάσταση. Αποσπά πολύ καλές ερμηνείες από όλους τους συμμετέχοντες, ιδιαίτερα από την Julia Hummer στο ρόλο της Jeanne. Ο ιδιαίτερα ασαφής τίτλος (στα γερμανικά σημαίνει «Εσωτερική ασφάλεια») αναφέρεται εν μέρει στην έλλειψη ασφαλείας στην Γερμανία εξαιτίας της δράσης της RAF, αλλά και στην ανυπαρξία συναισθηματικής για παιδιά που μεγαλώνουν σε τόσο ιδιαίτερο περιβάλλον. Η ταινία απέσπασε 10 Βραβεία, από τα 16 που είχε προταθεί, ανάμεσά τους το Βραβείο Σεναρίου για τους Christian Petzold και Harun Farocki καθώς και το Βραβείο FIPRESCI στο δικό μας 40ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (2000), το Βραβείο για την Καλύτερη Ταινία Μεγάλου Μήκους και την Καλύτερη Ηθοποιό για την Julia Hummer (Γερμανία 2001). Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=YETRP3s3WpU το trailer. |
Νοσταλγώντας το Φως (Nostalgia de la Luz)
Γαλλία, Χιλή, Γερμανία, Ισπανία, ΗΠΑ, 2010. Διάρκεια: 90΄. Σκηνοθεσία: Patricio Guzmán . Σενάριο: Patricio Guzmán. Πρωταγωνιστούν: Gaspar Galaz, Lautaro Núñez, Luís Henríquez, Miguel Lawner, Victor González, Vicky Saaveda, Violeta Berrios, George Preston, Valentina Rodríguez. Φωτογραφία: Katell Djian. Μουσική: Miguel Miranda, José Miguel Tobar. Ε το λοιπόν ότι κι αν είναι τ΄ άστρα εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω για μένα το λοιπόν, πιο εκπληκτικό και πιο επιβλητικό και πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο είναι ένας άνθρωπος που τον εμποδίζουν να βαδίζει είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουν (Απόσπασμα από το ποίημα «Μικρόκοσμος» του Τούρκου Ναζίμ Χικμέτ, απόδοση Γιάννη Ρίτσου) Όποιος παρακολουθεί την ταινία «Νοσταλγώντας το Φως», σε κάποια στιγμή της θα ταυτιστεί με τους παραπάνω στίχους. Και αν έχει διαβάσει λατινοαμερικανική λογοτεχνία θα ξανανιώσει πολλά από το μαγικό ρεαλισμό του Μαρκές, της Αλιέντε, του Γκαλεάνο. Γιατί το ντοκιμαντέρ του Χιλιανού Patricio Guzmán είναι ένας ποιητικός στοχασμός πάνω στη μνήμη, την ιστορία και την πολιτική. Μια μοναδική, καθηλωτική αλληγορία για τις αντιφάσεις του ανθρώπινου γένους που στρέφει τα μάτια του, αναζητώντας την αλήθεια στο ουρανό, αντί να την αναζητήσει στη γη και κοιτώντας εκεί να στοχαστεί πάνω στα λάθη του. Η έρημος Ατακάμα βρίσκεται στο βορειότερο άκρο της Χιλής, στα τρεις χιλιάδες μέτρα, κλεισμένη ανάμεσα σε δύο οροσειρές. Είναι το γεωγραφικό σημείο πάνω στο οποίο ξεκίνησε ο πρώιμος πολιτισμός που χιλιάδες χρόνια αργότερα θα συγκροτούσε το κράτος της Χιλής. Είναι, επίσης, η πιο άνυδρη και άγονη περιοχή στον κόσμο. Ο μέσος όρος βροχής είναι μόνον ενάμισι εκατοστό το χρόνο, ενώ σε κάποια τμήματά της δεν δημιουργούνται σύννεφα και περνάνε αιώνες χωρίς βροχόπτωση. Δεν υπάρχει επάνω της κανένα είδος ζωής και βλάστησης, αλλά ο ουρανός της είναι τόσο διαυγής που κάνει ορατά τα όρια του σύμπαντος. Το έδαφός της μοιάζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο με αυτό του πλανήτη Άρη. Παρόλο που φαίνεται να μην παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον για τον μέσο άνθρωπο, η περιοχή, με κέντρο τη μικρή πόλη-όαση Σαν Πέδρο ντε Ατακάμα, κοντά στα σύνορα με το Περού και τη Βολιβία είναι το τρίτο πιο τουριστικό σημείο της Χιλής. Εκεί έχει τοποθετηθεί ένα συγκρότημα 66 κεραιών και μερικά αστεροσκοπεία. Εκεί η NASA πειραματίζεται για την οργάνωση του ταξιδιού των ανθρώπων στον κόκκινο πλανήτη. Καθώς μάλιστα δεν πυκνοκατοικείται ώστε να υπάρχει φως τη νύχτα και ραδιο-παρεμβολές την ημέρα, αποτελεί το ιδανικό σημείο όπου συγκεντρώνονται αστρονόμοι από όλο τον κόσμου για να χαρτογραφήσουν το χάος, να αναζητήσουν εξωγήινη ζωή και λύση στα μυστήρια της ύπαρξης, να παρακολουθήσουν μακρινούς γαλαξίες και να συγκεντρώσουν λεπτομέρειες για συμβάντα όπως οι απαρχές του σύμπαντος, ο σχηματισμός πλανητών και άστρων, το τέλος της ανθρώπινης ζωής. Μαζί τους γεωλόγοι διαβάζουν στα πετρώματά τις γήινες γεωλογικές περιόδους και την ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης, αρχαιολόγοι και ανθρωπολόγοι μελετούν χαμένους πολιτισμούς. Στην ίδια έρημο η ύπαρξη κοιτασμάτων χαλκού και νιτρικού καλίου συγκέντρωσε από τον 19ο αιώνα μεγάλους πληθυσμούς ανθρακωρύχων. Για την εξυπηρέτηση τους δημιουργήθηκαν γύρω στις 170 πόλεις, που σήμερα είναι όλες φαντάσματα αφού από το 1940, όταν ανακαλύφθηκε εργοστασιακός και πολύ ευκολότερος τρόπος παραγωγής του νίτρου, οι εγκαταστάσεις εγκαταλείφτηκαν οριστικά και ολοκληρωτικά. Σε κάποιες από τις εγκαταλελειμμένες αυτές εγκαταστάσεις το δικτατορικό καθεστώς του Αουγκούστο Πινοσέτ (1973-1990) τοποθέτησε το στρατόπεδο συγκέντρωσης Τσακαμπούκο, μετατρέποντας αυτόν τον τόπο φωτός σε τόπο σκότους και μαρτυρίου για τους πολιτικούς αντιπάλους του. Οι κλιματολογικές συνθήκες της ερήμου, το άπλετο φως, οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται και το υφάλμυρο υπέδαφος ευνοούν τη μουμιοποίηση των κάθε λογής πτωμάτων. Είτε αυτά ανήκουν σε ιθαγενείς που σφαγιάστηκαν από τους κονκισταδόρες, τους πρώτους Ισπανούς αποίκους, είτε σε ανθρακωρύχους που έχασαν τη ζωή τους δουλεύοντας σε συνθήκες δουλείας, είτε σε αγωνιστές της δημοκρατίας. Έτσι, λίγο πιο κάτω από τα επιστημονικά παρατηρητήρια κάποιες τραγικές φιγούρες, κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες, σύζυγοι, αδερφές και μητέρες αναζητούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που αγνοούνται, αφού ακόμα και σήμερα ο στρατός αρνείται να δώσει πληροφορίες για τις συγκεκριμένες συνθήκες ψυχρής δολοφονίας τους και τα ακριβή σημεία ομαδικής τους ταφής. Με το κεφάλι ψηλά, με αξιοπρέπεια και υπομονή, κάνουν το ηθικό τους χρέος προς τους νεκρούς τους. Και σαν ένα διαφορετικό είδος επιστήμονα ανιχνεύουν την προέλευση του πόνου, της απώλειας, της αδικίας, της εκμετάλλευσης και αναζητούν τα απομεινάρια ενός άλλου φωτός, αυτού που κάποτε έλαμπε και φώτιζε τη ζωή τους. Ενώ όμως η επιστημονική αναζήτηση βρίσκει αναγνώριση, αυτή των γυναικών αντιμετωπίζεται με εχθρότητα και περιφρόνηση από τις αρχές και έναν περίγυρο που θα προτιμούσε να σβήσει από τη μνήμη του μια για πάντα τις ανοιχτές πληγές της πρόσφατης ιστορίας του και τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ο Χιλιανός κινηματογραφιστής Patricio Guzmán, ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους δημιουργούς ντοκιμαντέρ με παγκόσμια αναγνώριση, υπήρξε και ο ίδιος θύμα της δικτατορίας του Πινοσέτ από την οποία φυλακίστηκε και εξορίστηκε. Είναι ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό για το ιδιαίτερο στυλ ντοκιμαντέρ ("Σαλβαδόρ Αλιέντε", "Mαργαριταρένιο Κουμπί", "Μάχη της Χιλής", κ.ά.) στο οποίο συνδυάζει τεκμηρίωση και μυθοπλασία. Αν στο «Νοσταλγώντας το Φως» σκαλίζει αυτές τις σκοτεινές πτυχές της ιστορίας το κάνει στα πλαίσια μιας προσπάθειας να διατηρηθεί ζωντανή η ιστορική μνήμη και η συνείδησή των συμπατριωτών του. Γιατί λαός που ξεχνάει την ιστορία του, δεν έχει μέλλον. Όπως οι νεκροί πεθαίνουν πραγματικά μόνον όταν τους ξεχνάμε, μια εθνότητα αποσυντίθεται όταν χάνει τη συλλογική της μνήμη. Όπως τονίζει ο ίδιος "Δεν ήθελα να κάνω μία απλή περιγραφή της ερήμου. Ήθελα να ανακαλύψω στοιχεία από το παρελθόν που πρέπει να μάθει ο καθένας. Η εμμονή μου με την αστρολογία από την εφηβεία μου, με ωθεί να κινηθώ σε δύο άξονες, στα παρατηρητήρια των αστρονόμων και στον ανθρώπινο πόνο, που λαμβάνει χώρα κάτω απ΄ αυτά, εκεί που οι γυναίκες δίνουν τον δικό τους αγώνα για τους αγαπημένους τους». Αντιμετωπίζει την επιστημονική και την ανθρώπινη διάσταση ως δύο πλευρές του ίδιου θέματος και τις συνδυάζει με θαυμαστό τρόπο σε μια ευρηματική, αφηγηματικά και αισθητικά περιπετειώδη δημιουργία όχι στεγνής καταγγελίας ή απλού ρεπορτάζ αλλά ποιητικής ατμόσφαιρας. Μια πραγματικά μοναδική ταινία με έξοχη φωτογραφία και τον ίδιο στο ρόλο του αφηγητή. Ένα φιλμ που αποφεύγει αριστοτεχνικά κάθε διδακτική προσέγγιση και όπου οι πληροφορίες που παρατίθενται για τα ιστορικά, επιστημονικά και προσωπικά γεγονότα είναι τόσες όσο ακριβώς χρειάζεται για να γίνουν αντιληπτοί οι βασικοί προβληματισμοί του και να κινητοποιηθεί η σκέψη του θεατή. Και που μένει αξέχαστο στο θεατή γιατί κυριαρχούν η ελπίδα, η αισιοδοξία. Το φιλμ είχε 19 υποψηφιότητες και κέρδισε 9 Βραβεία στα Φεστιβάλ Καννών, Λος Άντζελες, Τορόντο, Σάντα Μπάρμπαρα, Άμπου Ντάμπι κοκ. |
Το Τελευταίο Μετρό (Le Dernier Metro, the Last Metro)
Γαλλία, 1980. Διάρκεια: 130'. Σκηνοθεσία: Francois Truffaut. Σενάριο: Francois Truffaut, Suzanne Schiffman, Jean-Claude Grumberg. Πρωταγωνιστούν: Catherine Deneuve, Gerard Depardieu, Jean Poiret, Andrea Ferreol, Paulette Dubost, Jean Louis Richard, Heinz Bennent. Φωτογραφία: Nestor Almendros. Μουσική: Georges Delerue. Ένα λαμπρό δείγμα συνδυασμού ποιοτικού και εμπορικού κινηματογράφου, στο οποίο, σύμφωνα με τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ, την ίδια στιγμή συνυπάρχουν η παρουσία με την απουσία, το κρυφό με το φανερό, η ευτυχία με την δυστυχία, το πρόσκαιρο με το εύθραυστο, το τρυφερό με το αψηλάφητο των ανθρώπινων σχέσεων. Ένα σχόλιο για το προσωπικό και το συλλογικό, την Ιστορία και τις μικρές καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων, το επάγγελμα του ηθοποιού, την πολύπλοκη αλληλεπίδραση θεάτρου-ζωής και φυσικά τον έρωτα, που υφαίνει τον συναισθηματικό ιστό της ταινίας. Ο τίτλος «Τελευταίο μετρό» παραπέμπει στο γεγονός ότι στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, λόγω των αυστηρών περιορισμών κυκλοφορίας, όλες οι έξοδοι των Παριζιάνων, για δουλειά ή διασκέδαση, ήταν υποχρεωτικό να τελειώνουν σε εύλογη ώρα ώστε να τους δίνεται η δυνατότητα να προλάβουν το τελευταίο μετρό. Επιπλέον αρκετοί πολίτες που αδυνατούσαν, στη διάρκεια αυτών των παγωμένων χειμώνων, να κρατήσουν τα σπίτια τους ζεστά, κατέφευγαν στα θερμαινόμενα θέατρα και παρακολουθούσαν τις παραστάσεις, συχνά και τις πρόβες, οι οποίες επίσης τελείωναν την προβλεπόμενη ώρα. Παρίσι, 1942. Στην κατεχόμενη από τους Ναζί γαλλική πρωτεύουσα, η Μαριόν, μια πρώην κινηματογραφική σταρ και τώρα διάσημη ηθοποιός του γαλλικού μπουλβάρ, διευθύνει μόνη το θέατρο «Μονμάρτη», που ανήκει στο σκηνοθέτη σύζυγό της. Αυτός, ένας Γερμανός Εβραίος, που εγκατέλειψε την πατρίδα του με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και βρήκε καταφύγιο στη Γαλλία, κρύβεται στο υπόγειο του θεάτρου, παρακολουθεί τα πάντα από έναν αεραγωγό και δίνει από εκεί σκηνοθετικές οδηγίες για το ανέβασμα των παραστάσεων. Η Μαριόν για να αποφύγει τις ενοχλήσεις από τις κατοχικές αρχές διαδίδει ότι έχει διαφύγει στην Νότια Αμερική, ενώ για να κρατήσει το θέατρο ζωντανό και να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της πτώχευσης προσπαθεί να ανεβάσει την παράσταση ενός νέου έργου με τίτλο «Οι εξαφανισμένοι». Βοηθοί της μια αμπιγέρ διφορούμενης σεξουαλικότητας, κρυφά ερωτευμένη μαζί της, ένας αντισημίτης κριτικός, μια νεαρή γυναίκα που κάνει οτιδήποτε για μια θέση στο θέατρο, ένας διασκεδαστικός σκηνοθέτης κοκ. Καταλύτης για τις εξελίξεις θα είναι ο νεαρός και προικισμένος ηθοποιός Μπερνάρ, που συμμετέχει στην Αντίσταση. Η πρόσληψη του στον θίασο για τις ανάγκες του έργου ανατρέπει τις ισορροπίες, αναστατώνει συναισθηματικά τη Μαριόν και επιφέρει απρόβλεπτες αλλαγές στη ζωή όλων. Όλοι οι χαρακτήρες είναι τραγικοί ήρωες. Ηθοποιοί στο θέατρο και στην πραγματική ζωή σε ένα έργο -τον πόλεμο- που επιλέχτηκε χωρίς να ζητηθεί η γνώμη τους, εγκλωβισμένοι, κυριολεκτικά και μεταφορικά στο κτίριο του θεάτρου και στο «θέατρο» της ζωής, όπου στερούνται την ελευθερία τους, καταπιέζουν τις επιθυμίες τους και προσπαθούν να καταλάβουν, να αντισταθούν, να ζήσουν. Η Μαριόν και ο Μπερνάρ είναι οι τραγικότεροι όλων. Δεν είναι ούτε στιγμή ο εαυτός τους, αλλά παίζουν ρόλους ακόμη και όταν δεν βρίσκονται στη σκηνή. Αυτή ισοπεδώνεται κάτω από το βάρος όσων προσπαθεί να κρύψει και των αισθημάτων που δεν θέλει να εκδηλώσει. Αυτός φλέγεται από όλα όσα θέλει αλλά οι περιστάσεις του απαγορεύουν να εκφράσει. Ο Τρυφώ, ένας από τους κορυφαίους ευρωπαίους σκηνοθέτες και αρχικά εκφραστής της γαλλικής νουβέλ βαγκ (στη συνέχεια διαφοροποιείται) δημιούργησε «Το τελευταίο Μετρό» ως δεύτερο μέρος μιας τριλογίας για τις παραστατικές τέχνες. Η πρώτη ταινία είναι η περίφημη «Αμερικανική Νύχτα» (1973), ενώ το τρίτο μέρος της που θα λεγόταν «L’ agence magique», δεν γυρίστηκε ποτέ, λόγω του πρόωρου θανάτου του σκηνοθέτη σε ηλικία 52 χρόνων, το 1984. Όπως λέει ο ίδιος ήθελε να ικανοποιήσει τρία "μακροχρόνια όνειρα" του γυρίζοντας αυτή την ταινία: να τραβήξει τον ενδιαφέρον των θεατών σε όσα συμβαίνουν στο παρασκήνιο ενός θεάτρου, να θυμηθεί το κλίμα της ναζιστικής κατοχής στη Γαλλία και να δώσει στην Deneuve το ρόλο μιας υπεύθυνης γυναίκας. Πραγματικά επιλέγοντας ως κεντρικό πρωταγωνιστικό δίδυμο την πάντα υπέροχη Κατρίν Ντενέβ και τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, του παλιού καλού καιρού, τότε που δεν γύριζε αρπαχτές για το χρήμα αλλά υπέροχες ταινίες, όπως το «1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, και με αρωγό την θαυμάσια φωτογραφία του σπουδαίου Νέστορ Άλμεντρος, δημιουργεί μια κορυφαία καλλιτεχνικά και την πιο επιτυχημένη εμπορικά ταινία του. Παρόλο που υπάρχουν άμεσες αναφορές, ακόμα και σε υπαρκτά πρόσωπα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, η ταινία δεν έχει ως θέμα την Κατοχή στη Γαλλία. Απλά αυτή αποτελεί το κατάλληλο φόντο πάνω στο οποίο ο σκηνοθέτης ξεδιπλώνει μελαγχολικά την αγάπη του για το σινεμά και αναπτύσσει με φρεσκάδα και συγκίνηση την προβληματική του για αγαπημένα του θέματα όπως οι ίντριγκες της σκηνής και των παρασκηνίων, η επιβίωση και ο έρωτας: αυτό το αέναο θεατρικό έργο του παραλόγου. «Το τελευταίο μετρό» κέρδισε 10 βραβεία Σεζάρ, ανάμεσά τους αυτά της καλύτερης ταινίας και καλύτερου σκηνοθέτη Είχε επίσης προταθεί για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας, αλλά έχασε από το σοβιετικό μελό «Η Μόσχα δεν πιστεύει στα Δάκρυα». Μια ακόμα πολιτική σκοπιμότητα για ένα θεσμό που δηλώνει «καθαρά απολιτικός»! Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=CkWxoDkbbNg, το trailer. |
Ταξίδι στο Τόκιο (Tokyo Story, Tokyo Monogatari)
«Για μένα, ο κινηματογράφος δεν ξαναβρέθηκε ποτέ πριν το Tokyo Monogatari και ποτέ πάλι μετά από αυτή, τόσο κοντά στην ίδια του την ουσία, την ύστατη ομορφιά του και τον ίδιο του τον "ορισμό": έδωσε μιαν ωφέλιμη και αληθινή εικόνα του ανθρώπου του 20ού αιώνα». Βιμ Βέντερς Ιαπωνία, 1953. Διάρκεια: 140'. Σκηνοθεσία: Yasyjiro Ozu. Σενάριο: Yasyjiro Ozu, Kogo Noda. Πρωταγωνιστούν: Chishu Ryu, Chieko Higashiyama, Setsuko Hara, So Yamamura, Haruko Sugimura. Μουσική: Takanobu Saito. Φωτογραφία: Yûharu Atsuta. Μοντάζ: Yoshiyasu Hamamura. Η επίσκεψη ενός ηλικιωμένου ζευγαριού στα παιδιά του στο Τόκιο, δίνει την ευκαιρία στον Ozu να κάνει ένα συγκλονιστικό σχόλιο πάνω στο εφήμερο των πραγμάτων, την θνητότητα, την χαμένη ανθρώπινη επικοινωνία, την αλλοίωση των συναισθημάτων με την πάροδο του χρόνου, την διάψευση των προσδοκιών, την σύγκρουση παράδοσης και μοντέρνου τρόπου ζωής, το χάσμα γενεών, την οικογενειακή αποξένωση, τη μοναξιά των ηλικιωμένων. Και όλα αυτά σε μία θρυλική, κλασική και ανεπανάληπτη ταινία που πάντα και όλοι την περιλαμβάνουν στις λίστες με τις δέκα καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Βρισκόμαστε στην Ιαπωνία μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου πολέμου, 8 χρόνια μετά την εκδικητική και απάνθρωπη επίδειξη δύναμης από τους αμερικανούς που ισοπέδωσαν την Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Η χώρα προσπαθεί να ξεπεράσει τον όλεθρο και να ορθοποδήσει, βοηθούμενη καθοριστικά και με το αζημίωτο από αμερικανικά κεφάλαια. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, ο Χιραγιάμα Σουκίτσι και η σύζυγός του Τόμι, από την πόλη Ονομίτσι κοντά στη Χιροσίμα, γεμάτο αγάπη και αισθήματα, πιστό στις κλασικές ιαπωνικές αξίες και παραδόσεις αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι από την γαλήνια επαρχία του στο πολύβουο Τόκιο για να επισκεφτεί τα παιδιά του που ζουν με τις οικογένειες τους και εργάζονται εκεί. Αυτά απορροφημένα ολοκληρωτικά από την ανάγκη να αποκατασταθούν επαγγελματικά, παρασυρμένα από το κυνήγι μιας οικονομικής επιτυχίας και τους φρενήρεις ρυθμούς μιας μεγαλούπολης που μετατρέπεται ραγδαία σε μεγάλο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο, δεν διαθέτουν τον ελάχιστο χρόνο για τους γονείς, τους οποίους αντιμετωπίζουν εγωιστικά ως ενοχλητικό μπελά. Αρχικά φιλοξενούνται από το μεγάλο τους γιο, το γιατρό Κόιτσι και τη γυναίκα του. Σύντομα, στέλνονται στην κόρη τους Σιγκέ, που διευθύνει ένα ινστιτούτο αισθητικής. Αλλά και εκεί βγάζουν τους πάντες από τη ρουτίνα τους και δεν είναι ευπρόσδεκτοι. Οπότε τα δύο αδέλφια συναποφασίζουν να τους στείλουν υποχρεωτικές διακοπές στο τουριστικό θέρετρο Ατάμι. Το ηλικιωμένο ζευγάρι, συνειδητοποιεί με τον πλέον δυσάρεστο τρόπο ότι σε ένα διαρκώς αστικοποιούμενο περιβάλλον, το διαχρονικό τελετουργικό της ιαπωνικής οικογένειας, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα πολυάσχολα νεαρά μέλη της. Ο νκαινούριος, πιο γρήγορος και απαιτητικός τρόπος ζωής, παρασύρει και απομακρύνει την νέα γενιά, αφήνοντας στο περιθώριο την τρίτη ηλικία που δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις αλλαγές και βλέπει τις προσδοκίες για επανασύνδεση της οικογένειας να πέφτουν στο κενό. Ο Χιραγιάμα και η Τόμι κουράζονται γρήγορα από την πολυκοσμία και το θόρυβο της λουτρόπολης και απογοητευμένοι επιστρέφουν στην πρωτεύουσα αναζητώντας κατάλυμα για μία νύχτα, προκειμένου την επομένη να γυρίσουν στην επαρχία. Το βράδυ εκείνο ο πατέρας βρίσκεται με παλιούς φίλους και μεθάει μαζί τους, ενώ η μητέρα συναντά την Νορίκο, τη χήρα του νεότερου γιου που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Η Νορίκο είναι η μόνη που δείχνει σεβασμό και αντιλαμβάνεται την ψυχική κατάσταση του ζευγαριού που βιώνει την αγένεια, την αδιαφορία και την απόρριψη των παιδιών του, η μόνη που παίρνει άδεια για να τους ξεναγήσει στην μεγαλούπολη, η μόνη που όταν, μετά την επιστροφή στην επαρχία, αρρωσταίνει και πεθαίνει ξαφνικά η μητέρα, παρηγορεί και φροντίζει τον ηλικιωμένο πεθερό της. O Ιάπωνας σκηνοθέτης Yasujiro Ozu, θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες μορφές του Παγκόσμιου Κινηματογράφου και μαζί με τους Akira Kurosawa και Kenji Mizoguchi αποτελούν τους θεμελιωτές της 7ης Τέχνης της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Και οι τρεις δημιουργούσαν την ίδια χρονική περίοδο, αλλά οι ταινίες τους διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την θεματολογία και το είδος της σκηνοθεσίας, γεγονός που τις καθιστά αφενός αναγνωρίσιμες, αφετέρου ξεχωριστά δείγματα κινηματογραφικής αισθητικής. Ο Kurosawa έχει μείνει στην ιστορία για ταινίες (όπως το επικό "Seven Samurai", 1954), που αναφέρονται σε απλούς, καθημερινούς ανθρώπινους χαρακτήρες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν ηθικές και αυτοθυσιαστικές καταστάσεις, μακριά από τα πολυτελή τελετουργικά των σαμουράι. Ο Mizoguchi δημιουργούσε χαρακτήρες που υποφέρουν βαθιά, φροντίζοντας να συνδυάζει τα φαντασιακά στοιχεία και την ιαπωνική παράδοση, όπως στην υπέροχη ταινία "Ugetsu Monogatari" (1953), στην οποία ο πρωταγωνιστής ερωτεύεται το φάντασμα μιας αριστοκράτισσας. Ο Ozu με την χαρακτηριστική λιτή και απέριττη κινηματογραφική του γλώσσα κρίνεται πάντα ως ο πλέον αυθεντικός εκφραστής της Ιαπωνικής σχολής και με τις ταινίες του εμβαθύνει στην δραματική καθημερινότητα, τις δυσκολίες και αντιξοότητες των ηρώων του, ανθρώπων, συνήθως, χωρίς ιδιαιτερότητες ή χαρακτηριστικά που να τους κάνουν ξεχωριστούς, οι οποίοι εμπλέκονται σε οικογενειακές προστριβές και βιώνουν απογοητεύσεις από τον κοινωνικό περίγυρο. Ο Ozu και στο «Ταξίδι στο Τόκιο», σκοπίμως επιλέγει να τοποθετήσει χρονικά την ιστορία του στην μεταπολεμική Ιαπωνία για να επισημάνει τις αλλαγές που έχουν σημειωθεί στην ιαπωνική οικογένεια, τις έντονες αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της ανάμεσα στις παραδοσιακές και τις νέες αξίες, αυτές που διαμορφώνονται κάτω από την επίδραση του εισαγόμενου δυτικού, κυρίως αμερικανικού τρόπου ζωής. Μεγάλο βάρος δίνει επίσης στην αρνητική επίδραση του βίαιου εκσυγχρονισμού της ιαπωνικής βιομηχανίας στην εθνική και πολιτιστική ταυτότητα των Ιαπώνων. Εν ολίγοις προβλέπει την διάρρηξη των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών που επήλθε ως συνέπεια του εκσυγχρονιστικής φρενίτιδας και του νεοπλουτισμού που ισοπέδωσαν τα πάντα στην δεκαετία του ΄80. Οι αρνητικές αυτές επιδράσεις γίνονται αμέσως εμφανείς στον θεατή με την υπέροχη φωτογράφιση, στα εισαγωγικά ακόμα πλάνα της ταινίας, καπνών που βγαίνουν από τις και ψηλές καπνοδόχους εργοστασίων και σκουριασμένων ικριωμάτων παλιών εργοστασίων που καταστρέφουν το περιβάλλον ή τις ενδυματολογικές προτιμήσεις της νέας γενιάς που στρέφεται στα δυτικής προέλευσης ρούχα, σε αντίθεση με τους ηλικιωμένους που προτιμούν τα παραδοσιακά γιαπωνέζικα. Σκηνοθετεί με γαλήνιο και ήρεμο βλέμμα μια ρεαλιστική ταινία, χαρίζοντας στους θεατές μεγάλες και αυθεντικές συγκινήσεις. Ο μεγάλος αυτός σκηνοθέτης, επιλέγει εδώ ένα ερμηνευτικό καστ από τα καλύτερα ονόματα των γιαπωνέζων ηθοποιών της εποχής από τους οποίους ξεχωρίζει η Setsuko Hara (Νορίκο), η οποία αποτελούσε για τρεις περίπου δεκαετίες μια από τις πιο αγαπημένες και ταλαντούχες ηθοποιούς της Ιαπωνίας. Η ανεπιτήδευτη ομορφιά της, η χάρη της και η απλότητα της ερμηνείας της, την καθιστούν ιδανική στην ενσάρκωση της καλής κόρης. Στο πλευρό της ο Chishu Ryu, στον ρόλο του πατέρα, ανθρώπου με αδυναμίες, σοφία χρόνων και μετρημένες κουβέντες βγάζει στην επιφάνεια την πιο συγκινητική πλευρά του θεατή. Το ταξίδι των ηρώων στο «Tokyo Story» με αυτό τον τρόπο δεν περιορίζεται σε ταξίδι τουριστικής γνωριμίας με την ιαπωνική πρωτεύουσα, αλλά γίνεται ταξίδι συνάντησης του καθένα με τον εαυτό του και κατανόησης της πραγματικότητας. Μια πικρή και βαθιά φιλοσοφημένη προσέγγιση του μεγάλου ταξιδιού της ζωής και του τέλους της. Η ταινία απέσπασε πολλές διακρίσεις και βραβεία, παρόλο που στην εποχή της ο ασιατικός και ειδικά ο γιαπωνέζικος κινηματογράφος δεν είχαν τη σημερινή αποδοχή. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στα British Film Institute Award, Βραβείο Καλύτερου υποστηρικτικού ρόλου για την Haruko Sugimura στα Mainichi Film Concours. Το trailer εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=0YZHlU8dd18 |
Νύχτες του Σαν Λορέντζο
(La notte di San Lorenzo, The night of the shooting stars) Ιταλία, 1992. Διάρκεια: 105’. Σκηνοθεσία: Paolo και Vittorio Taviani. Σενάριο: Paolo και Vittorio Taviani, Giuliani G. De Negri, Tonino Guerra. Μουσική: Nicola Piovani. Πρωταγωνιστούν: Omero Antonutti, Margarita Lozano, Claudio Bigagli, Miriam Guidelli, Massimo Bonetti, Enrica Maria Modugno, Sabina Vannucchi, Giorgio Naddi. Ένα λαϊκό παραμύθι, ένα εκθαμβωτικό, ολοζώντανο ανθρωπιστικό, φιλειρηνικό και αντιφασιστικό ποίημα, που συγκλονίζει τον θεατή, μένει για πάντα χαραγμένο στην μνήμη του και καθορίζει την ψυχή του. Φιλμ στο οποίο όλα τα κινηματογραφικά είδη: ηθογραφική κωμωδία, αρχαιοελληνική τραγωδία, επιθεώρηση, μελόδραμα, συνυπάρχουν με τον αριστοτεχνικό και πολυεπίπεδο τρόπο των αδελφών Paolo και Vittorio Taviani. Το θέμα εδώ δεν είναι ο πόλεμος αυτός καθαυτός, αλλά τις σχέσεις που οι άνθρωποι διαμορφώνουν σε πολεμικές συνθήκες όταν ο κίνδυνος φέρνει τον έναν πιο κοντά στον άλλον, αποκαλύπτοντας παράλληλα αντιπαλότητες που εμποδίζουν την αρμονική συνεργασία και ξεχωρίζουν τους αληθινούς χαρακτήρες από τους ψεύτικους. Η ταινία αρχίζει και τελειώνει με την ίδια σκηνή. Την νύχτα της 10ης Αυγούστου, την όμορφη και γλυκιά καλοκαιρινή νύχτα του Αγίου Λορέντζο, που σύμφωνα με την ιταλική λαϊκή παράδοση, η ατμόσφαιρα γεμίζει πεφταστέρια και πραγματοποιούνται όλες οι ευχές, μια νεαρή γυναίκα, κάθεται στο παράθυρο ενός δωματίου για να παρακολουθεί τον ουρανό και διηγείται στον εξάχρονο γιό της όσα συνέβηκαν μια τέτοια ίδια νύχτα, πριν από χρόνια στη διάρκεια του πολέμου. Αν και αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα, στη διήγησή της αναμιγνύει ιστορικά συμβάντα, μύθους, λαϊκούς θρύλους, δοξασίες, προκαταλήψεις χρωματισμένα με την προσωπική της εμπειρία, τις κοινωνικές της αρχές και τις πολιτικές της αντιλήψεις. Ιταλία, καλοκαίρι του 1944. Βρισκόμαστε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι σύμμαχοι έχουν ήδη αποβιβαστεί στη Σικελία και τα γερμανικά στρατεύματα οπισθοχωρούν λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα. Σε όλη την χώρα γίνονται μάχες παρτιζάνων και συμμαχικών δυνάμεων εναντίον των γερμανών και παράλληλα μαίνεται ένας ακήρυχτος εμφύλιος μεταξύ παρτιζάνων και φασιστών. Οι ναζί σχεδιάζουν να βομβαρδίσουν το χωριό Σαν Μινιάτο της Τοσκάνης. Διατάζουν τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στον καθεδρικό ναό. Οι μισοί από αυτούς ακολουθούν τις διαταγές και παραμένουν στην εκκλησία εν μέρει γιατί οι κατακτητές ισχυρίζονται ότι θα είναι ασφαλείς, εν μέρει ελπίζοντας ότι θα έχουν τη Θεία προστασία. Η εκκλησία βομβαρδίζεται και 55 κάτοικοι βρίσκουν φριχτό θάνατο. Οι υπόλοιποι αγνοούν τις εντολές και μέσα από σε μια δύσκολη πορεία σε δύσβατα βουνά και λαγκάδια, θα συναντήσουν τους παρτιζάνους και τα συμμαχικά στρατεύματα και όλοι μαζί θα πάρουν μέρος σε μια επική μάχη με τον εχθρό. Όπως λέει ο Βασίλης Ραφαηλίδης (Έθνος 23-1-83) οι αδελφοί Ταβιάνι μεταφέρουν στην οθόνη «…μια εντελώς εκπληκτική μυθικορεαλιστική μάχη όπου οι ιστορικοί χρόνοι μπλέκονται αδιάλειπτα σε μια αιματηρή φιέστα, ο λαός, όλος ο λαός όλων των εποχών, αποδύεται σ' ένα μέχρι θανάτου αγώνα μ' όλους τους καταπιεστές όλων των εποχών. Δεν είναι οι συγκεκριμένοι Ιταλοί αντιφασίστες που μάχονται εδώ, αλλά όλος ο καταπιεσμένος λαός, απανταχού της γης. Δεν είναι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος το ιστορικό σημείο αναφοράς σε αυτό το φιλμ, αλλά όλοι οι απελευθερωτικοί πόλεμοι … Όλες οι σκηνές που προηγούνται παραπέμπουν με συνέπεια στα πραγματικά ιστορικά περιστατικά, αλλά όλες είναι καθαρά μυθικές. Το ίδιο και οι σκηνές που έπονται, μέχρι το χάπυ-εντ της απελευθέρωσης και της λύσης του δράματος…». Τα πραγματικά γεγονότα καταγράφηκαν στην Ιστορία και έγιναν μέρος της ιστορικής μνήμης της γειτονικής χώρας. Στη συνείδηση του ιταλικού λαού πήραν μυθικές διαστάσεις, διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα, ενσωματώθηκαν στη λαϊκή παράδοση καθορίζοντας την ταυτότητα του, τις δημοκρατικές και φιλειρηνικές του αντιλήψεις. Οι αδελφοί Ταβιάνι, των οποίων το Σαν Μινιάτο είναι η γενέτειρα, κάνουν ταινίες σε ένα βαθμό αυτοβιογραφικές. Η «Νύχτα του Σαν Λορέντζο» έχει κάποια εντελώς προσωπικά στοιχεία, κυρίως όμως εδώ τους απασχολεί η συνολική ιστορία της πατρίδας τους. Εστιάζουν στα αγαπημένα τους θέματα, αυτά της βίας και της αδικίας προς τους αδύναμους και αθώους, του καθοριστικού ρόλου της θρησκείας και της παράδοσης στη ζωή των ανθρώπων. Με μια μοναδικά πολυεπίπεδη σκηνοθεσία ακροβατούν διαρκώς ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, την Ιστορία και τη μυθολογία, το σκληρό ρεαλισμό και την ποίηση, την πραγματικότητα και το όνειρο, την πεζή καθημερινότητα και το λυρισμό που αυτή κρύβει μέσα της. Η πολεμικού προσανατολισμού δράση εναλλάσσεται με τις σκέψεις, τους φόβους, τις αναμνήσεις και τις φαντασιοπληξίες των χαρακτήρων. Στη φρίκη του πολέμου αντιπαρατίθενται με φυσικότητα μικρές ανθρώπινες στιγμές: παιδιά που δεν αντιλαμβάνονται γιατί πρέπει να εγκαταλείψουν την ασφάλεια του σπιτιού τους, παπάδες που ορίζουν ως μοναδική σωτηρία για την ώρα της κρίσης την «επιβίωση», νεαρές γυναίκες που κάθονται στο ποτάμι και τσαλαβουτούν τα πόδια τους, χωρικοί που ικανοποιούν το στομάχι τους σε ένα χωράφι γεμάτο λαχταριστά καρπούζια, έφηβες παρθένες που αγωνιούν μήπως πεθάνουν πριν γνωρίσουν τον έρωτα, μια Σικελή που είναι ύποπτη για προδοσία, μια ομάδα Ιταλών φασιστών που συνεργάζονται με τους Γερμανούς, κάποιοι που αλληλοσκοτώνονται εξ αιτίας των πολιτικών τους διαφορών, δύο ηλικιωμένοι, ένας άντρας και μία γυναίκα που προσπαθούν να αναθερμάνουν μετά από 40 χρόνια τον καταδικασμένο από τις κοινωνικές συνθήκες έρωτά τους. Και όλα αυτά, αποτυπωμένα με καλαισθησία, ακρίβεια και καθαρή ομορφιά που μετατρέπουν την επώδυνη ιστορική μνήμη σε μια αριστουργηματική ταινία που λειτουργεί σαν τρυφερό νανούρισμα. Οι αδελφοί Ταβιάνι, έχουν ασχοληθεί με αυτό το θέμα και στην πρώτη τους ταινία, το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «San Miniato, Luglio ’44» (1954). Για την ολοκληρωμένη μεταφορά της ιστορίας στην ταινία «Νύχτες του Σαν Λορέντζο» συνεργάστηκαν για το σενάριο με τον Τονίνο Γκουέρα, έναν από τους σημαντικότερους σεναριογράφους του 20ου αιώνα, συνεργάτη των Ταρκόφσκι, Αντονιόνι, Αγγελόπουλου και τον Τζιουλιάνι Τζ. Ντε Νέγκρι, που πολέμησε τους ναζί και ως εκ τούτου πλούτισε την πλοκή με δικές του βιωματικές εμπειρίες. Η εκφραστική φωτογραφία του Φράνκο ντι Τζιάκομο, αναδεικνύει την φυσική ομορφιά της ιταλικής υπαίθρου, τα αξεπέραστα χρώματα της τοσκανικής γης, τον καταγάλανο γεμάτο αστέρια ουρανό και την αγωνία των ανθρώπων που ζουν τη φρίκη του πολέμου. Η νοσταλγική μουσική του θαυμάσιου Νικόλα Πιοβάνι δεν χρησιμοποιείται απλά σαν υπόκρουση, αλλά κατευθύνει τη δράση και κάνει την κάθε σκηνή ενδιαφέρουσα και ξεχωριστή. Η ταινία αγαπήθηκε πολύ από κοινό, δημοσιογράφους και κριτικούς των οποίων οι εθνικές ενώσεις σε ΗΠΑ, Γαλλία και Βοστόνη, την χαρακτήρισαν ως την καλύτερη ταινία του 1982. Το φιλμ κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών (1982). Η Ένωση Ιταλών Δημοσιογράφων την τίμησε με τα Βραβεία Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Σεναρίου και στα Εθνικά Βραβεία David di Donatello της Ιταλίας απέσπασε τα Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Παραγωγής, Μοντάζ και Φωτογραφίας. Το trailer εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=iCPhwNR9Fjg |
Είναι όλοι τους Βριλησσιώτες, άνδρες, γυναίκες, νέοι, ηλικιωμένοι και παιδιά. Όλοι τους έχουν πάθος με τον κινηματογράφο. Αλλά δεν αρκούνται στο να βλέπουν και να συζητούν με πάθος ταινίες. Παρακολουθούν παράλληλα μαθήματα κινηματογράφου και διδάσκονται την τέχνη και την τεχνική δημιουργίας μιας ταινίας. Βρήκαν στέγη στο Εργαστήρι «Κάνουμε Ταινία στα Βριλήσσια» και με την εμπνευσμένη καθοδήγηση των Αλέξανδρου Σιπσίδη, σκηνοθέτη και Απολλωνίας Τσαντά, σεναριογράφου, εδώ και τρία χρόνια διδάσκονται και δημιουργούν. Οι περισσότεροι ξεκίνησαν από το μηδέν. Δεν ήξεραν τίποτα από τα μυστικά της 7ης Τέχνης, αλλά δουλεύοντας συλλογικά και με μεράκι παρέδωσαν ήδη στο κοινό δύο φιλμ μικρού μήκους. Έγραψαν μόνοι τους το σενάριο, το σκηνοθέτησαν και το μετέφεραν από το χαρτί στο πανί, αρκετοί από αυτούς έπαιξαν κιόλας, άλλοι επέλεξαν τη μουσική, κάποιοι μοντάρισαν ή επιμελήθηκαν τον ήχο και
Το Cine Δράση, εκτιμώντας αυτή την συλλογική προσπάθεια προβάλει την Τετάρτη 26 Απριλίου στις 8:15΄μμ, στο ΤΥΠΕΤ αυτές τις δύο ταινίες. Τα φιλμ θα προλογίσουν οι Αλέξανδρος Σιπσίδης και Απολλωνία Τσαντά. Μετά το τέλος της προβολής θα ακολουθήσει συζήτηση με τους παρόντες μαθητές του Εργαστηρίου. Λίγα λόγια για τις ταινίες «Κανε μου Like» Ελλάδα, 2015. Μυθοπλασία. Διάρκεια: 20’:47΄΄. Σκηνοθεσία: Καρπουζάς Μιχάλης, Μπάτη Νίνα, Μυριδάκη Ελπίδα . Σενάριο: Μιχάλης Καρπουζάς, Νίνα Μπάτη, Ελπίδα Μυριδάκη. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ελένη Τζουμερκιώτη, Ευαγγελία Αντωνίου, Ηρώ Μαρία Αντωνίου. Μουσική: Βαγγέλης Γκούσκος. Ηχοληψία: Διονύσης Ανεμογιάννης. Μοντάζ-Σκηνικά-Κοστούμια: Μιχάλης Καρπουζάς, Νίνα Μπάτη, Ελπίδα Μυριδάκη. Πρωταγωνιστούν: Κωνσταντίνος Παπακώστας, Ουρανία Φουρλάνου, Αρετή Κυριώτου, Νίνα Μπάτη, Φίλιππος Μπούκης η μικρή Αφροδίτη και ο σκύλος Μπούμερ. Sound design: Καλλιόπη Φάρου. Μια ρομαντική αισθηματική κομεντί επιστημονικής φαντασίας που κριτικάρει την δεύτερη ζωή μας ή καλύτερα την απορρόφηση της πραγματικής και την επιρροή πάνω σε αυτήν από την εικονική πραγματικότητα του διαδικτύου και συγκεκριμένα του Facebook. Ο δύσκολος και μονόχνοτος 37χρονος Χάρης, λογιστής στο επάγγελμα πλήρως απορροφημένος από τα κοινωνικά δίκτυα έχει αρχίσει να απομακρύνεται συναισθηματικά από τη γυναίκα του, Εύα, καθώς πιστεύει ότι δεν του δίνει την απαιτούμενη προσοχή. Αλλά στον κυβερνοχώρο τα πάντα είναι δυνατά και τα όποια προβλήματα λύνονται μέσω κάποιας εφαρμογής με τις κατάλληλες επιλογές στον υπολογιστή. Έτσι ξαφνικά, ένα βράδυ, μετά από έναν ακόμη καυγά με την Εύα, ο Χάρης μέσω μιας τέτοιας μαγικής εφαρμογής, αποκτά τη δυνατότητα να φέρει το Facebook στην πραγματικότητα, αλλάζει τα πάντα και διαμορφώνει τη ζωή του όπως αυτός επιθυμεί. Η ταινία συμμετείχε στο Διεθνές φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες πρεμιέρας» και στο ετήσιο Φεστιβάλ Φανταστικού Κινηματογράφου "Βαγγέλης Κοτρώνης" που διοργανώνει ο Πολιτιστικός Όμιλος Φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΠΟΦΠΑ ΕΚΠΑ) στον κινηματογράφο "ΙΡΙΣ". Σε αυτό το φεστιβάλ η ταινία κατατάχτηκε μετά από ψηφοφορία στην 3η θέση των προτιμήσεων του κοινού. «Ο Θάνατος σου πήγαινε πολύ» Ελλάδα, 2016. Διάρκεια: 15’. Σενάριο: Βασίλης Καπράλος. Σκηνοθεσία: Μαρία Τάντουλα, Παυλίνα Δράκου, Νίνα Μπατή, Κώστας Χειλάς, Βασίλης Καπράλος, Γρηγόρης Μαλτέζος, Χριστόφορος Σεβαστίδης, Δημοσθένης Χατζηανδρέου. Πρωταγωνιστούν: Νίνα Μπατή, Κ. Χειλάς, Β. Καπράλος, Γρηγόρης Μαλτέζος. Δ. Χατζηανδρέου, Άννα Αλεξανδράκη, Πηνελόπη Πουλή, Ιωάννα Καλλιπολίτη, Θεόδωρος Σκληρός, Νίκος Σιδεράκης, Αλέξανδρος Γεωργίου, Ευρυπίδης Τσαούσογλου, Κώστας Πουλής, Ιωάννα Καλλιπολίτη, Εύη Μητσοπούλου, Σταμάτης Παπαευαγγέλου, Νικολέτα Βασιλάκου, Αναξαγόρας - Ιάκωβος Δέτσης. Ένα φιλμ νουάρ που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα πρέπει και τα θέλω των ανθρώπων. Όταν άγνωστοι σκοτώνουν τον αδέκαστο εισαγγελέα Μαρά και η συνάδελφός του Αιμιλία Φλωρά αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την υπόθεση, ο μεγαλογιατρός σύζυγός της αναγκάζεται να πάρει αποφάσεις με απρόβλεπτη τροπή για την ζωή του Οι υπεύθυνοι του Εργαστηρίου Νέος ταλαντούχος και πολυβραβευμένος ο Αλέξανδρος Σιπσίδης γεννήθηκε στη Ρωσία το 1984 και μεγάλωσε στα Βριλήσσια. Η πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο έγινε μέσα από σεμινάρια του δήμου Βριλησσίων όταν ήταν μαθητής. Το 2009 αποφοίτησε από το τμήμα Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου των ΙΕΚ ΑΚΜΗ με άριστα και πήρε υποτροφία για το Preston University του Los Angeles, από το οποίο αποφοίτησε ένα χρόνο αργότερα επίσης με άριστα στη σκηνοθεσία. Έχει σκηνοθετήσει ήδη τρεις ταινίες μικρού μήκους, οι οποίες έχουν βραβευτεί σε αναγνωρισμένα φεστιβάλ κινηματογράφου στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Διακρίθηκε από την πρώτη κιόλας σπουδαστική ταινία του, «Το Γάλα» (2008), η οποία απέσπασε πλήθος βραβείων, στο Φεστιβάλ Δράμας, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» (2008), στο Φεστιβάλ Φανταστικού Κινηματογράφου (Ίδρυμα Βαγγέλη Κοτρώνη 2008), στην Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας καθώς και στο Φεστιβάλ Πρώτη Ματιά (ΙΕΚ Ακμή). Η δεύτερη ταινία του, «Iris» (2011) τιμήθηκε επίσης με βραβείο καλύτερης ταινίας επιστημονικής φαντασίας (2012) από την Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας και με εύφημη μνεία στο Φεστιβάλ Δράμας (2011). Διακρίσεις στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, απέσπασε και η τρίτη του ταινία «Αν ήταν νόμιμος ο βιασμός» (2013), εμπνευσμένη από την ομότιτλη ιστορία του βιβλίου «Ο δήμιος του έρωτα» του Ίρβιν Γιάλομ. Ο Αλέξανδρος Σιπσίδης έχει εργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτη για την τηλεόραση, συμμετείχε σε περισσότερα από 60 διαφημιστικά ως steadicam assistant, καθώς επίσης και σε 20 ταινίες μικρού μήκους. Τέλος συμμετείχε στη δημιουργία ταινιών μεγάλου μήκους όπως το «Attractive Illusion» του Πέτρου Σεβαστίκογλου, το «J.A.C.E.» του Μενέλαου Καραμαγγιώλη και άλλες. Πρόσφατα, μέσα στο 2017, ολοκληρώθηκε η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, η αστυνομική περιπέτεια «Μπλε Βασίλισσα» (Blue Queen). Η Απολλωνία (Πωλίνα) Τσαντά έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στα Βριλήσσια, είναι σεναριογράφος, σκηνοθέτης, θεατρολόγος, ηθοποιός. Ακτιβίστρια στην Κίνηση Καλλιτεχνών με Αναπηρία έχει πάρει μέρος στους αγώνες για την κατάργηση του όρου της «αρτιμέλειας» που μέχρι πρόσφατα απέκλειε τους καλλιτέχνες με αναπηρία από τη φοίτησή τους στις Ανώτερες Σχολές Δραματικής Τέχνης στη χώρα μας. Έκανε θεατρικές σπουδές στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Έχει γράψει σενάρια γα το θέατρο ανάμεσα τους την ανατρεπτική κωμωδία «Μπλέ μπανάνα» και τον κινηματογράφο, ‘όπως η «Μπλε Βασίλισσα» , η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αλέξανδρου Σιπσίδη. Έχει κερδίσει το 2ο Βραβείο στο Διεθνές φεστιβάλ Κινηματογράφου της Πάτμου (IFFP, 2015) για το σενάριο της «Ξαναγνώρισε με» που έγραψε σε συνεργασία με τον Δημήτρη Ευλαμπίδη |
Το καλοκαίρι που έφυγαν οι γονείς μου (O an Oem Que Meus Pais Sairam de Ferias)
Βραζιλία 2006. Διάρκεια: 104΄. Σκηνοθεσία Cao Hamburger. Σενάριο: Cao Hamburger, Claudio Galperin, Bráulio Mantovani, Anna Muylaert. Πρωταγωνιστούν: Michel Joelsas, Germano Haiut, Paulo Autran, Simone Spoladore, Eduardo Moreira, Caio Blat, Daniela Piepszyk, Liliana Castro, Rodrigo dos Santos. Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται ακριβώς πενήντα χρόνια από την 21η Απριλίου του 1967, όταν διεθνείς και εσωτερικοί πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι ελέω αμερικανών συμμάχων, ελληνικής αστικής τάξης και με τις ευλογίες του παλατιού επέβαλαν στη χώρας μας τη 7χρονη στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών. Αν επιλέγουμε να δούμε μια βραζιλιάνικη ταινία είναι αφενός γιατί η αντίστοιχης θεματολογίας ελληνική καλλιτεχνική παραγωγή είναι σχεδόν ανύπαρκτη και αφετέρου γιατί οι δικτατορίες όπου γης, με όποιο μανδύα και να εμφανίζονται, στρατιωτικές ή οικονομικές είναι παντού και πάντα οι ίδιες και έχουν αντίστοιχες συνέπειες στους λαούς εναντίον των οποίων επιβάλλονται. «Το καλοκαίρι που έφυγαν οι γονείς μου» είναι μια τρυφερή, ήρεμη, ραφινάτη και στοχαστική δραματική κομεντί. Ένα φιλμ που με ένταση, πάθος, ηρεμία αλλά και γρήγορη γραφή μιλάει για την απουσία και τη μοναξιά μέσα από την ιστορία ενός 12χρονου αγοριού, «εξόριστου» στην ίδια του την πόλη, που προσπαθεί, μέσα σε ασταθείς κοινωνικά και πολιτικά συνθήκες, να διατηρήσει την παιδική του αθωότητα και να επιβιώσει στον κόσμο των μεγάλων. Στο φόντο των μικρών καθημερινών ιστοριών που συγκροτούν το σενάριο βρίσκονται το απάνθρωπο καθεστώς της δικτατορίας και ο πυρετός των βραζιλιάνων για τους αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 1970. Η συγκεκριμένη δικτατορία στη Βραζιλία (γιατί υπήρξαν και άλλες) κράτησε από το 1964-1985. Δεν ήταν όμως η μακροβιότερη στον κόσμο. Τα σκήπτρα εδώ τα κρατάνε δύο αυταρχικά φασιστικά καθεστώτα στο έδαφος της δημοκρατικής Ευρώπης. Η πορτογαλική δικτατορία που κράτησε 49 ολόκληρα χρόνια, από το 1926 έως τις 25 Απριλίου του 1975, από τα οποία τα 36 είχε επικεφαλής τον Αντόνιο Σαλαζάρ και η ισπανική δικτατορία του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο η οποία κράτησε από το 1936 έως το 1975. Στη Βραζιλία του 1970, το φασιστικό καθεστώς του Εμίλιο Γκαραστάζου Μέντιτσι, τυπικού λατινοαμερικανού δικτάτορα, ελέγχει τα πάντα στη χώρα. Πραγματοποιώντας μία σειρά από μεταρρυθμίσεις πετυχαίνει ιλιγγιώδη ανάπτυξη της οικονομίας σε ποσοστό 10% ετησίως με παράλληλη καταδίκη στην ανέχεια των εργαζόμενων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, που βλέπουν να χάνεται μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το 50% της αγοραστικής τους δύναμης. Οι εξελίξεις αυτές σε συνδυασμό με την κρατική τρομοκρατία και την απροσχημάτιστη καταστολή προκαλούν έντονη δυσαρέσκεια στους πολίτες που οργανώνουν την αντίσταση τους. Αριστεροί αντάρτες αναπτύσσουν ένοπλη δράση που δεν αφήνει σε ησυχία το καθεστώς, το οποίο μετά και την απαγωγή του Ιάπωνα πρέσβη, κλιμακώνει τις διώξεις και καταδικάζει τους αντάρτες ερήμην σε θάνατο. Στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό πληθαίνουν οι διαμαρτυρίες και οι καταγγελίες για τον εγκλεισμό στα κρατητήρια χιλιάδων ανθρώπων και τις απάνθρωπες μεθόδους βασανιστηρίων στις φυλακές. Το καθεστώς αναζητά τρόπο να αποκτήσει μια στοιχειώδη λαϊκή στήριξη και στρέφεται στο ποδόσφαιρο, το άθλημα που στη Βραζιλία λατρεύεται όσο και ο Θεός. Με κρατικό χρήμα κατασκευάστηκαν άμεσα 13 μεγάλα στάδια, γεγονός που θυμίζει έντονα την ελληνική χούντα και το σύνθημά της: «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο». Παράλληλα προσέγγισε ποδοσφαιριστές για να μεταφέρουν στο λαό το μήνυμα «μιας χώρας που πάει καλά». Έτσι όταν ο Πελέ, τον Νοέμβριο του 1969 συμπλήρωσε κατά δήλωσή του τα 1000 γκολ, παρασημοφορήθηκε, περιόδευσε όλη τη χώρα με ένα σπορ αυτοκίνητο (δώρο της χούντας) και αποθεώθηκε από τα συγκεντρωμένα πλήθη. Ο θρύλος αυτός των γηπέδων βρισκόταν και ο ίδιος υπό διαρκή στενή παρακολούθηση από το καθεστώς, παρακολούθηση που έγινε ακόμα πιο έντονη όταν αποδέχθηκε παράκληση αντικυβερνητικών να μεσολαβήσει για να απελευθερωθούν πολιτικοί κρατούμενοι. Ο προπονητής της εθνικής ομάδας που αρνήθηκε επεμβάσεις στα εσωτερικά του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος, απολύθηκε με την κατηγορία της συμπάθειας προς το κομμουνιστικό κόμμα Βραζιλίας (ήταν πράγματι κομμουνιστής) και το φόβο ότι στο Μεξικό, στη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου, θα προχωρούσε σε αποκαλύψεις για τις διώξεις και την καταπίεση στη χώρα του. Για κάποιους λόγους αθλητικούς και πολιτικούς αυτό το Μουντιάλ έμεινε θρυλικό στην ιστορία του θεσμού. Ήταν το πρώτο που μεταδόθηκε από την τηλεόραση έγχρωμο, το πρώτο στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν κίτρινες και κόκκινες κάρτες, το πρώτο στο οποίο επιτράπηκε η αντικατάσταση παίκτη. Νικήτρια αναδείχτηκε για τρίτη φορά, νικώντας την Ιταλία με 4-1, η Βραζιλία, η οποία περιελάμβανε στη σύνθεσή της τους Πελέ, Ριβελίνο, Τοστάο, Ζαϊρζίνιο και Ζέρσον. Η Εθνική Βραζιλίας θεωρείται η καλύτερη ομάδα που έχει αγωνιστεί ποτέ σε Μουντιάλ και έφτασε στον τελικό έχοντας προηγουμένως κερδίσει 6 στους 6 αγώνες (κάτι σαν τα δικό μας Euro και Γουέμπλεϊ). Ο διορισμένος από τη χούντα προπονητής Μάριο Ζαγκάλο, έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος στα χρονικά που κατέκτησε Παγκόσμιο Κύπελλο με την ιδιότητα του αθλητή (1958, 1962) και του προπονητή, ενώ ο Πελέ υπήρξε ο πρώτος παίκτης που συμμετείχε σε τρεις νίκες σε Μουντιάλ. Το τρόπαιο (Κύπελλο Ζιλ-Ριμέ) μεταφέρθηκε στα γραφεία της Βραζιλιάνικης Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, από όπου εκλάπη τον Δεκέμβρη του 1983 και δε βρέθηκε ποτέ. Στη διάρκεια του Μουντιάλ, 23 κατάδικοι απέδρασαν από μεξικάνικη φυλακή, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι όλοι οι φύλακες είχαν απορροφηθεί από το θέαμα, ενώ στην Ιταλία, πέντε φίλαθλοι δεν άντεξαν τη συγκίνηση της ήττας(!) και πέθαναν από καρδιακή προσβολή. Μέσα σε αυτό το κλίμα οι, αριστερών πεποιθήσεων, γονείς του 12χρονου Μάουρο υποχρεώνονται να φύγουν «για διακοπές» προκειμένου να αποφύγουν τη σύλληψη και αποφασίζουν να αφήσουν το παιδί στον παππού του. Βιαστικοί όπως είναι και καθώς αγνοούν ότι ο γέροντας έχει πεθάνει μερικές ώρες πριν, δεν ελέγχουν και αφήνουν τον μικρό στην είσοδο του σπιτιού, που βρίσκεται στη συνοικία Μπομ Ρετίρο του Σάο Πάολο, περιοχή που ακόμα και σήμερα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Βραζιλίας. Τότε εκεί κατοικούσαν μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς από πολλές εθνικότητες και κουλτούρες. Εκτός από μια πολυπληθή κοινότητα Εβραίων, συμβίωναν με τους ντόπιους, Ιταλοί, Έλληνες και Άραβες. Περιμένοντας τον παππού που δεν έρχεται, ο Μάουρο, σύντομα αντιλαμβάνεται την οδυνηρή πραγματικότητα. Αρχικά θα προσπαθήσει να επιβιώσει μόνος του, μέχρι που οι Εβραίοι της γειτονιάς θα πείσουν τον ηλικιωμένο Σλόμο, υπεύθυνο για τη συνοικιακή συναγωγή, να αναλάβει τη φροντίδα του. Άνθρωποι μοναχικοί και οι δύο που τίποτα κοινό δεν τους ενώνει, αλλά τους χωρίζουν η διαφορετική ηλικία, η κουλτούρα, τα ενδιαφέροντα και πολλά άλλα, αρχικά θα αντιμετωπίσουν ο έναν τον άλλο με καχυποψία και εχθρότητα, θα δυσκολευτούν να βρουν κοινή γλώσσα επικοινωνίας και θα αργήσουν να αποδεχτούν ο ένας στην φροντίδα του άλλου. Ο Μάουρο, μανιακός και αυτός με το ποδόσφαιρο, ξεγελιέται από τη δύναμη της μπάλας και αντέχει την αναμονή για τους γονείς του, που αργούν να επιστρέψουν. Αλλά και γενικότερα το ποδόσφαιρο παίζει μεγάλο ρόλο στην αποκατάσταση των κοινωνικών δεσμών που έχουν διαρραγεί δραματικά από τις πρακτικές «διαίρει και βασίλευε» του χουντικού καθεστώτος. Το όνειρο να δει τον Πελέ να σηκώνει για τρίτη φορά το τρόπαιο ενώνει την κοινωνία, που συγκεντρώνεται ομαδικά σε σπίτια, ταβέρνες, καφενεία, αυλές και πλατείες να παρακολουθήσει το θέαμα. Στο άκουσμα της λέξης «γκολ» όλοι γίνονται ένα και αισθάνονται ελεύθεροι από το καταπιεστικό καθεστώς. Το κλίμα αυτό της γενικά αναμενόμενης ευτυχίας κάνει πιο εύκολα τα πράγματα για το μικρό ήρωα μας, που τριγυρνώντας στην γειτονιά θα μάθει να συνυπάρχει με τους γύρω του, θα κάνει αρκετούς νέους φίλους και μαζί τους θα μοιραστεί την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και την επιθυμία του να ξαναβρεί την οικογενειακή ευτυχία που του στέρησε η δικτατορία. Ο Cao Hamburger εστιάζει κυρίως στις σχέσεις του παιδιού με το Σλόμο και την Χάνα, ένα πανέξυπνο κοριτσάκι, που «πουλάει» στους συνομηλίκους της την ευκαιρία να κρυφοκοιτάζουν τις γυναίκες που προβάρουν φορέματα στο κατάστημα της μητέρας της. Προσεγγίζει το θέμα της δικτατορίας έμμεσα, αφήνοντας να διαφανούν η σκληρότητα και η απανθρωπιά του καθεστώτος μέσα από μικρές, καθημερινές σκηνές, διανθίζοντας το μεγαλύτερο μέρος με χιούμορ και αποσπώντας υποδειγματικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του, ιδιαίτερα το δίδυμο Michel Joelsas και Germano Haiut, στους ρόλους του Σλόμο και του Μάουρο αντίστοιχα. Η μεγάλη του επιτυχία βρίσκεται στο γεγονός ότι καταφέρνει χωρίς ίχνος πολιτικής ρητορικής, προσκολλημένος συνεχώς σε μια προσωπική ιστορία, να δημιουργήσει μια βαθιά πολιτική ταινία και να προσφέρει στους θεατές έντονα αισθήματα αλληλεγγύης προς το δοκιμαζόμενο λαό του, χωρίς να καταφεύγει στην ευκολία, το κλισέ και την κοινοτοπία. Η ταινία ήταν υποψήφια για 59 βραβεία στα μεγάλα Φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο από τα οποία κέρδισε τα 29. |
Το Κεφάλαιο (Le Capital)
Γαλλία, 2012. Διάρκεια: 114'. Σκηνοθεσία: Κώστας Γαβράς. Σενάριο: Karim Boukercha, Κώστας Γαβράς, Jean-Claude Grumberg, Stephane Osmont (μυθιστόρημα). Πρωταγωνιστούν: Gad Elmaleh, Gabriel Byrne, Natacha Régnier, Katharine Bennett-Fox, Liya Kebede, Céline Sallette, Hippolyte Girardot , Raphaël Sieg, Philippe Duclos, Olga Grumberg, Jordana DePaula, Bruno Ricci, Bernard Le Coq, Paul Barrett, Eric Naggar. «Το Κεφάλαιο» είναι η τελευταία ταινία του βραβευμένου με Όσκαρ και Χρυσό Φοίνικα, Έλληνα δημιουργού, Κώστα Γαβρά που, χρόνια τώρα, ζει και διαπρέπει στη Γαλλία και όχι άδικα θεωρείται ένας από τους κορυφαίους πολιτικούς σκηνοθέτες των ημερών μας. Ένα ανθρώπινο, επίκαιρο δραματικό θρίλερ οικονομικής και ηθικής αγωνίας, που ασκεί καυστική κριτική στο διεθνές οικονομικό σύστημα και αποκαλύπτει τα μυστικά όσων κινούν τα νήματα της οικονομικής τρομοκρατίας. Αλλά το φιλμ μόνον εν μέρει ασχολείται με την κίνηση του χρήματος, αυτού του πραγματικού θεού της εποχής μας. Κυρίως, με αφορμή την προσωπική ανέλιξη ενός φιλόδοξου τραπεζίτη στην προεδρία μιας κορυφαίας τράπεζας παρακολουθεί σκοτεινές οικονομικές συναλλαγές, δολοπλοκίες, τραπεζικές απάτες μεγατόνων, οικονομικούς παράδεισους, «λύκους» των χρηματιστηρίων, hedge funds, σκηνοθετημένες ή πραγματικές χρεοκοπίες, αθέμιτα κέρδη, γυναίκες αρπακτικά σε ρόλο παγίδας που κινούνται στα σαλόνια μιας μοντέρνας αριστοκρατίας τα εύσημα της οποίας είναι η οικονομική κυριαρχία και η εξουσία. Όταν ο επί χρόνια πρόεδρός του γαλλικού τραπεζικού κολοσσού Phenix καταρρέει στο γήπεδο του γκολφ, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αναθέτουν την διεύθυνση της στο νεαρό, επικοινωνιακό και φιλόδοξο στέλεχος Marc Tourneuil. Δεν έχουν εμπιστοσύνη στις ικανότητες του, αντίθετα θεωρούν ότι πρόκειται για αντικαταστάτη – ανδρείκελο, ή έστω λύση ανάγκης, που για ένα μεταβατικό διάστημα θα καλύψει το κενό ηγεσίας, μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και θα έχει την αποδοχή όλων των μετόχων. Ο νέος πρόεδρος αντιλαμβάνεται από την αρχή την επισφαλή θέση του και έρχεται αντιμέτωπος με την υπεροψία, τα καπρίτσια, την απληστία, την πλεονεξία, τις ραδιουργίες, ορατές και αόρατες απειλές, μυστικές συναλλαγές και συμφωνίες του συμβουλίου, που σκοπό έχουν να τον βγάλουν από την μέση. Αλλά, προϊόν των καλύτερων Γαλλικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ο ίδιος, οπλισμένος με το ένστικτο του και τους κανόνες κίνησης του Κεφαλαίου, θα πάρει τα ηνία της επιχείρησης στα χέρια του και θα δείξει την αποφασιστικότητα του να κρατήσει την θέση του και να επιβάλει τους δικούς του κανόνες στο παιχνίδι. Σύντομα θα αποδειχθεί «καλύτερος» και από τους σκληρότερους αντιπάλους του, τους οποίους θα ξεπεράσει σε κυνικότητα και αμοραλισμό. Τις όποιες ηθικές αξίες είχε, αν είχε, τις θυσίασε στο κέρδος και την ηδονή της δύναμης. Με ετήσιο μισθό που πλησιάζει, τα τρία εκατομμύρια ευρώ χωρίς τα μπόνους, θα αγνοήσει τις εντολές των προϊσταμένων του, θα αδιαφορήσει επιδεικτικά τις οποιεσδήποτε ανθρώπινες ανάγκες και θα ποδοπατήσει οποιονδήποτε θα σκεφτεί, έστω, να του σταθεί εμπόδιο. Σύντομα θα εκτοξεύσει τα κέρδη της τράπεζας στον πίνακα του Χρηματιστηρίου, μαζί και τις απολαβές στελεχών και μετόχων και θα ανεβάσει το κύρος της στις διεθνείς αγορές μέσα από τις συνήθεις πρακτικές των ομαδικών απολύσεων και των όχι και τόσο καθαρών επενδύσεων. Οι επιτυχίες του θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον των γερακιών της σύγχρονης, παγκοσμιοποιημένης τραπεζικής αγοράς, ιδιαίτερα του απαιτητικού διευθυντή ενός τεράστιου hedge fund, με έδρα το Μαϊάμι, που επιθυμεί να εξαγοράσει για τους δικούς του λόγους την Phenix και για να το πετύχει θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο. Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο στο ομώνυμο σατιρικό βιβλίο του Stephane Osmont που εκδόθηκε το 2004. Όπως λέει ο σκηνοθέτης, απέκτησε την ιδέα ενός φιλμ με θέμα τα παιχνίδια εξουσίας στους διεθνείς οικονομικούς κύκλους, όταν διάβασε το «Total Capitalism» ένα δοκίμιο του πρώην πρόεδρου της Credit Lyonnais, Ζαν Πεϊρελεβάντ, το οποίο ισχυρίζεται ότι όχι γενικά το χρήμα, αλλά το συγκεκριμένο χρήμα ελάχιστων ανθρώπων που έχουν μετοχές στις μεγάλες τράπεζες, εξουσιάζει κυριολεκτικά τον κόσμο. Ο Γαβράς αντιμετωπίζει το θέμα του με σκωπτική διάθεση, ρεαλισμό και ψυχραιμία , δημιουργεί ένα καλοστημένο, ικανοποιητικό φιλμ που παρακολουθώντας τον παραλογισμό του σύγχρονου οικονομικού συστήματος και διαλύοντας τις όποιες αυταπάτες για το ρόλο των τραπεζικών ιδρυμάτων, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών από την αρχή έως το τέλος της. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκεται ο καλύτερος, σήμερα, Γάλλος κωμικός ηθοποιός Gad Elmaleh, που για πρώτη φορά στην καριέρα του αναλαμβάνει, με επιτυχία, δραματικό ρόλο. Με βοηθούς τον εξαιρετικό Gabriel Byrne, τις άψογες Selinne Salette και Natacha Regnier και ένα πρώτης επιλογής διεθνές καστ, αποδίδει πειστικά τον αδίστακτο και δολοπλόκο ήρωα του, εμπλουτίζοντας την ερμηνεία του με αρκετές νότες νότα χιούμορ. Η ταινία, συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα τον Σεπτέμβρη του 2012 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, ενώ στη χώρα μας, προβλήθηκε στο 53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=ZB7hwvpEVoA το trailer της ταινίας |
Το δέντρο που πληγώναμε
Ελλάδα 1986. Διάρκεια: 75’. Σκηνοθέτης: Δήμος Αβδελιώδης. Σενάριο: Δήμος Αβδελιώδης. Φωτογραφία: Φίλλιπος Κουτσαφτής. Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου. Ηθοποιοί: Γιάννης Αβδελιώδης, Νίκος Μειοτέρης, Μαρίνα Δεληβοριά, Τάκης Αγορής, Δήμος Αβδελιώδης Κατερίνα Γεωργακώδη. Σε όλους αρέσει να βυθιζόμαστε που και που σε ένα ταξίδι στην απόλυτη καθαρότητα των αναμνήσεων της παιδικής μας ηλικίας, να επιστρέφουμε στις πρωτογενείς πηγές των συγκινήσεων και των εμπειριών μας. Οι πρώτες επαναστάσεις, οι πρώτες αμφισβητήσεις, τα πρώτα όνειρα, το πρώτο τσιγάρο, η ελαφρότητα της παιδικής ψυχής, η ανεμελιά του παιδικού λάθους, η αίσθηση του παιχνιδιού στον δρόμο με την πάντα έτοιμη για σκανταλιές παρέα, κάτω από το εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού, όταν οι μεγάλοι ησυχάζουν, κάποιας αναμνήσεις από παιδικά καλοκαίρια στη θάλασσα, σε ελαιώνες, δάση, ποτάμια και χωράφια, κάποιες μακρινές αισθήσεις, κάποιες «περιπέτειες» ή καλύτερα η αμηχανία και η γοητεία που έχουν τα πρώτα σκιρτήματα για το άλλο φύλο, αναδύονται από τα βάθη του υποσυνειδήτου, προσφέρουν κάθαρση και μας απομακρύνουν από τα συσσωρευμένα προβλήματα και την συναισθηματική φόρτιση της καθημερινότητας. Με αυτό το κοινότοπο και λιτό υλικό από τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας στο γενέθλιο τόπο του, τη Χίο, ο Δήμος Αβδελιώδης φτιάχνει το θρυλικό φιλμ «Το δέντρο που πληγώναμε», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, μία από τις πλέον σπουδαίες και ποιητικές του ελληνικού και παγκόσμιου κινηματογράφου όλων των εποχών. Ιδιαίτερη, ιδιόμορφη, αντισυμβατική και αυθεντική, αγαπημένη κοινού και κριτικών, γεμάτη λυρισμό, ευαισθησία, δροσιά, αισιοδοξία και ουμανισμό, αντέχει στο χρόνο χάρη στην ειλικρίνεια, τον αυθορμητισμό και την αθωότητά της. Έχει τιμηθεί με πάρα πολλά βραβεία σε όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους με Ειδική Μνεία της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1986), Βραβείο Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ταινιών Νεότητας στο Φεστιβάλ Βερολίνου, Χρυσός Ελέφαντας Καλύτερης Ταινίας και Αργυρός Ελέφαντας Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Νέου Δελχί. Ήταν η Επίσημη ελληνική Συμμετοχή, στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Καννών (1987). Η ταινία έχει τη δική της ιστορία να την ακολουθεί. Ήταν η μεγάλη έκπληξη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1986), παρόλο που δεν είχε προκριθεί να προβληθεί στο διαγωνιστικό μέρος. Άλλωστε την εποχή αυτή κυριαρχούσαν ταινίες μεγαλόπνοων υπαρξιακών, ιστορικών και ιδεολογικών αναζητήσεων. Η απλότητα και η αμεσότητα του περιεχομένου και των ερμηνειών, η αναπόληση της μακάριας εποχής των παιδικών χρόνων κρίθηκε ταπεινή, αταίριαστη και κατώτερη να συγκριθεί με τις μεγάλες αφηγήσεις και τους μύθους της εποχής. Η οργή των θεατών για τον αποκλεισμό της την έφερε στο πληροφοριακό τμήμα, όπου αποθεώθηκε και αυτή και ο νεαρός, 34 χρόνων τότε, δημιουργός της. Το 1960, σε ένα γραφικό χωριό της Χίου, τις τελευταίες μέρες της πριν κλείσουν τα σχολεία για τις καλοκαιρινές διακοπές η φιλία δυο αγοριών, της τετάρτης τάξης του Δημοτικού, κλονίζεται εξαιτίας μιας παρεξήγησης. Το σχολείο κλείνει και τα δυο παιδιά περνούν μεγάλο μέρος του καλοκαιριού χώρια. Ο ένας από αυτούς βοηθά τη μητέρα του στα μαστιχόδεντρα, ενώ ο άλλος προσπαθεί να ξεφύγει από μια αυταρχική μάνα, που πάντα βρίσκει αφορμές να τον κυνηγά με τον πλάστη στα σοκάκια του χωριού. Στη διάρκεια μιας τέτοιας καταδίωξης, τα δύο παιδιά θα συναντηθούν και πάλι, θα επανασυνδεθούν, η σχέση τους θα αποκατασταθεί και θα περάσουν μαζί το υπόλοιπο καλοκαίρι, ελεύθερα και μακριά από την αυταρχική παρουσία των γονιών και την τυραννία του δασκάλου τους. Στο διάστημα που θα είναι μαζί θα εξερευνήσουν τη φύση και θα ζήσουν μια πρωτόγνωρη για αυτά περιπέτεια επαφής με τον ήλιο, το νερό, το χρώμα, τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά, τη θάλασσα, την Αγγελική. Αλλά όπως όλα τα όμορφα πράγματα, έτσι και η ελευθερία τους τελειώνει και όχι με τον καλύτερο τρόπο. Τα λυτρωτικό κλάμα τους συμπίπτει χρονικά με τα εύγεστα δάκρυα των μαστιχόδεντρων που οι άνθρωποι «πληγώνουν» ή «κεντούν» για να πάρουν το πολύτιμο προϊόν τους, την μαστίχα. Το καλοκαίρι τελειώνει βιαστικά και η ενηλικίωση έρχεται νωρίτερα από όσο περίμεναν. Αν και πιέζονται να προσαρμοστούν σε μια πεζή, προσγειωμένη πραγματικότητα, αντίθετη με όσα πίστευαν έως τώρα, δεν θα σταματήσουν να κάνουν όνειρα και να προγραμματίζουν το μέλλον. Ο Δήμος Αβδελιώδης κινηματογραφεί σαν σε ντοκιμαντέρ με τα δικά του εντελώς προσωπικά εκφραστικά μέσα, που δεν παραπέμπουν σε κανέναν άλλον Έλληνα ή ξένο σκηνοθέτη και φτιάχνει ένα φιλμ με παιδιά που δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά. Με λιτότητα και οικονομία, εικόνες αλήθειας και γνησιότητας, ερασιτέχνες ηθοποιούς που υπογραμμίζουν την αυθεντικότητα των καταστάσεων και πλάνα που μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής ισορροπεί με ζηλευτό τρόπο ανάμεσα στην ευαισθησία και τη σκληρότητα, τη δροσιά και το χιούμορ, στο γνωστό και άγνωστο, το οικείο και το μυστηριώδες, την τρυφερότητα και την ένταση και αποδίδει θαυμάσια το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία. Ο διευθυντής φωτογραφίας και σκηνοθέτης Φίλιππος Κουτσαφτής φωτογραφίζει ποιητικά, όπως μόνον αυτός μπορεί, το ελληνικό επαρχιακό τοπίο και τη ζωή σε ένα απομακρυσμένο νησί του Αιγαίου, που απέχει ελάχιστα από την Τουρκία. Στο νοσταλγικό κλίμα της συμβάλει η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Ο κόσμος που περιγράφει η ταινία δεν υπάρχει πια. Τα μαστιχόδεντρα, οι ήμεροι σκίνοι, που παράγουν τη «Χία ρητίνη» σε μια περιοχή της νότιας Χίου που λέγεται «άσπρα και κόκκινα χώματα», αυτό το υπέροχο δώρο της φύσης που βοήθησε να επιβιώσουν οι κάτοικοι του νησιού για αιώνες, μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2012 και του 2016 καταστράφηκαν, σε κάποιες μάλιστα περιοχές κατά 90%. Όσο η φύση να κάνει τη δουλειά της και τα δέντρα να αναγεννηθούν εκ του μηδενός, φιλμ όπως «Το δέντρο που πληγώναμε» και «Η εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων» (Δήμος Αβδελιώδης, 1999) θα είναι εδώ να μας θυμίζουν πως ήταν κάποτε η ελληνική ύπαιθρος και να υπογραμμίζουν την ανάγκη να προστατεύουμε τη γη, πηγή πλούτου, έμπνευσης και πολιτισμού που μας έκανε όλους αυτό που είμαστε. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=ovC_rrwRhjw το trailer της ταινίας |
Ο κ. Βερντού (Monsieur Verdoux)
ΗΠΑ, 1947. Διάρκεια: 124΄. Σκηνοθεσία: Charles Chaplin. Σενάριο: Charles Chaplin, βασισμένο σε μια ιδέα του Orson Welles. Πρωταγωνιστούν: Charles Chaplin, Mady Correll, Allison Roddan. Ένα μνημειώδες, κλασικό και καθηλωτικό αριστούργημα που κοσμεί τις λίστες των καλύτερων ταινιών όλων των εποχών. Μια σπάνια ψυχαγωγική ταινία, που συνδυάζει νουάρ στοιχεία, κοινωνική κριτική, μαύρη σάτιρα και συγκλονιστική τραγωδία. Πίσω από τη δημιουργία του κρύβονται δύο αληθινές ανθρώπινες ιστορίες. Η μία αφορά τον Γάλλο κατά συρροή δολοφόνο Henri Désiré Landru και η άλλη τον ίδιο τον Charles Chaplin. Ο Landru, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι το1919 σκότωσε 10 γυναίκες και τον έφηβο γιο μιας από αυτές, τις οποίες αφού είχε γνωρίσει βάζοντας αγγελίες στις εφημερίδες, στη συνέχεια εξαπατούσε και αφού αποκτούσε πρόσβαση στα περιουσιακά τους στοιχεία τις σκότωνε και έκαιγε τα πτώματα τους στον φούρνο του. Χωρίς πτώματα, τα θύματα καταχωρούνταν ως αγνοούμενες, συνεπώς ήταν αδύνατο για την αστυνομία να βρει τι ακριβώς τους είχε συμβεί. Η κατάσταση περιπλεκόταν περισσότερο από τις μεθόδους του δολοφόνου, που χρησιμοποιούσε μια μεγάλη ποικιλία ψευδωνύμων στις απάτες του και για να μην μπερδεύεται κρατούσε βιβλίο όπου κατέγραφε την ταυτότητα με την οποία επικοινωνούσε με κάθε ένα συγκεκριμένο θύμα του. Το 1919 η επιμονή της αδελφής ενός από τα θύματα να βρει την εξαφανισμένη οδήγησε την αστυνομία στα ίχνη του και την αποκάλυψή του. Ο δολοφόνος το 1921 δικάστηκε για τους 11 φόνους και την εξαπάτηση άλλων 300 γυναικών, κρίθηκε ένοχος για όλες τις κατηγορίες και καταδικάστηκε σε θάνατο δια αποκεφαλισμού. Μια τέτοια ιστορία δεν μπορούσε παρά να εμπνεύσει τον κινηματογράφο και γυρίστηκε πολλές φορές ταινία. Η πλέον επιτυχημένη από αυτές είναι πανθομολογουμένως η ταινία του Chaplin, «Monsieur Verdoux» (1947). Η αρχική ιδέα του σεναρίου ανήκει στο δαιμόνιο παιδί του Χόλυγουντ Orson Welles, που ζήτησε από Chaplin να υποδυθεί τον Landru. Αλλά αυτός, καθώς ήταν τελειομανής και ήθελε να παίζει μόνο σε δικές του ταινίες, αγόρασε το σενάριο από τον Welles (του οποίου το όνομα μνημονεύεται μόνον στους τίτλους αρχής) και την γύρισε ο ίδιος τροποποιώντας λίγο το θέμα. Έτσι το φιλμ διηγείται την ιστορία του Verdoux, ενός μέσου ανθρωπάκου, φιλήσυχου τραπεζίτη, που παρόλη την πίστη του στην επιχείρηση, την τιμιότητα και την ικανότητα στη δουλειά απολύεται μετά από 30 χρόνια απασχόλησης. Χωρίς πόρους, θα ψάξει απεγνωσμένα να βρει τρόπο να εξασφαλίσει στην οικογένεια του το επίπεδο ζωής που είχε όσο αυτός δούλευε. Όταν οι νόμιμοι δρόμοι εξαντλούνται στρέφεται στην παρανομία, οργανώνοντας ένα ευφυέστατο σχέδιο μέσω του οποίου γνωρίζει εύπορες χήρες, τις οποίες παντρεύεται και στη συνέχεια δολοφονεί και κληρονομεί. Ο Τσάπλιν σκηνοθετεί την ταινία 3 χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα σε ένα έντονα αρνητικό κλίμα σε βάρος του και ενώ διάφοροι συντηρητικοί πολιτικοί ζητούν την απέλασή του (είχε γεννηθεί στην Αγγλία). Ο ίδιος έχει καταλήξει στο απαισιόδοξο συμπέρασμα ότι τίποτα στην ανθρωπότητα δεν πρόκειται να αλλάξει ουσιαστικά προς το καλύτερο. Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι είχε απόλυτο δίκιο. Οι ισχυροί του κόσμου έγιναν ισχυρότεροι σε πλούτο και δύναμη, εκμεταλλευόμενοι όλο και σκληρότερα τους εργαζόμενους που αγωνίζονται, όσο αγωνίζονται για μια καλύτερη, ανέφικτη όμως, ζωή. Οι πολεμικές βιομηχανίες συνεχίζουν την παραγωγή όπλων μαζικής καταστροφής, το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, το τραπεζικό και χρηματιστηριακό κεφάλαιο εξακολουθούν να είναι οι πραγματικοί κυβερνήτες του κόσμου. Έτσι με αφορμή την ιστορία αυτού του Κυανοπώγωνα, ασκεί σκληρότατη κριτική στην πολιτική των ΗΠΑ. Ο ίδιος ο Verdoux πιστεύει ότι για τα εγκλήματα του έχει μια πολύ καλή δικαιολογία: πρέπει να δολοφονεί για να επιβιώνει. Όπως λέει στο δικαστήριο «Καταδικάζετε εμένα ενώ εσείς έχετε σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους με τα όπλα μαζικής καταστροφής, μπροστά σε σας είμαι ένας ερασιτέχνης» ή «Ένας φόνος κάνει κάποιον κακοποιό, ενώ εκατομμύρια φόνοι σε αναγάγουν σε ήρωα. Οι αριθμοί αγιοποιούν!». Αλλά βρισκόμαστε στην αρχή της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Η Αμερική δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί κανενός είδους κριτική για την πολιτική της. Αντίθετα μέσω της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Υποθέσεων του γερουσιαστή Μακάρθι, όποιος αρθρώνει κριτικό λόγο ή έστω έχει αρνητικές σκέψεις κατηγορείται ως εχθρός του έθνους, χαρακτηρίζεται ως κομμουνιστής, συνοδοιπόρος και πράκτορας της Μόσχας και όταν δεν καταδικάζεται ως προδότης σε θάνατο (ζεύγος Ρόζενμπεργκ), μπαίνει στη Μαύρη Λίστα, καταδιώκεται, χάνει δουλειά, φίλους, οικογένεια κοκ. Οι εφημερίδες και οι κριτικοί πλήρως ταυτισμένοι με την κυρίαρχη πολιτική, τρομαγμένοι μπροστά στην αναρχική εκδοχή του Βερντού που δημιουργεί ο Τσάπλιν, γράφουν καταδικαστικές κριτικές, μια μάλιστα αποκαλεί το φιλμ «προσβολή της ευφυΐας». Ιδιοκτήτες κινηματογραφικών αιθουσών πιέζονται να μην την προβάλλουν και έτσι εξελίσσεται σε παταγώδη εμπορική αποτυχία. Σύμφωνα με το Βασίλη Ραφαηλίδη «…ο κ.Βερντού είναι ένας Σαρλώ μεταμφιεσμένος: Ο τύπος του αλήτη Σαρλώ δεν είναι παρά το σύμβολο του μονίμως εξεγερμένου νοσταλγού μιας λευτεριάς χωρίς όρια, το άψογο μοντέλο του εκτός Νόμου που, ωστόσο, καταφέρνει πάντα και επιβιώνει χάρις σ’ έναν εγωισμό τροφοδοτούμενο από το ένστικτό της με κάθε τρόπο επιβίωσης, κι έναν απεριόριστο κυνισμό που τον βοηθάει να υπερπηδάει τα φράγματα που στήνουν στη ζωή οι πονηροί ηθικολόγοι». Και συνεχίζει: «Αυτό που λιγότερο απασχολεί εδώ τον Τσάπλιν…δεν είναι ο μεμψίμοιρος κλαυθμυρισμός του ηθικολόγου ή οι περίτεχνες πιρουέτες του ψυχαναλυτή, αλλά η πέρα και πάνω κι απ’ την ηθική κι απ’ την ψυχολογία κατάδειξη της λογικής του εγκλήματος (όχι του εγκληματία): Η εντιμότητα δεν είναι παραγωγική και οι νόμοι της συσσώρευσης του κεφαλαίου απέχουν έτη φωτός και απ’ την ηθική και απ’ την ψυχολογία. Το αν, για να πετύχει κανείς τη συσσώρευση σκοτώνει αργά (κεφαλαιούχοι) ή γρήγορα (δολοφόνοι) είναι, απλούστατα, θέμα ποσοτικής κλιμάκωσης και καθόλου ποιοτικής διαβάθμισης. Και οι δυο (κεφαλαιούχος και δολοφόνος) είναι το ίδιο εγκληματίες. Ωστόσο, το «νόμιμο» έγκλημα προτείνεται σαν «ιδανικό» και δοξολογείται σ’ όλους τους τόνους ενώ για το «παράνομο» οι αγχόνες είναι μόνιμα στημένες.» Με αυτή την ταινία ο Τσάπλιν αναποδογυρίζει ολόκληρο τον κόσμο του γελωτοποιού, αλητάκου Σαρλώ που τον είχε κάνει αγαπητό στην Αμερική και αστραπιαία από μάγος γίνεται απόβλητος. Το 1952, ταξιδεύοντας προς το Λονδίνο το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ του αφαιρεί τη βίζα, στερώντας του το δικαίωμα επιστροφής. Έκτοτε ζει μέχρι το θάνατο του (1977) στην Ελβετία. Δεν επιστρέφει στις ΗΠΑ παρά μόνον για ελάχιστο το 1972, για να παραλάβει το τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο. Η ταινία ξαναπροβλήθηκε μόλις το 1964, γνώρισε τεράστια επιτυχία, και σταδιακά πήρε την θέση της στην ιστορία του σινεμά ως «η κατ΄ εξοχήν τραγωδία του αιώνα μας» και η κορυφή του συνόλου του έργου του Chaplin. Παραμένει ακόμα και σήμερα επίκαιρη, γεγονός που οφείλεται όχι τόσο στην προνοητική πολιτική της τοποθέτηση, όσο στην αντιηρωική της στάση. Ο σκηνοθέτης στην ερμηνεία του, σαν δολοπλόκος και φιλόσοφος δολοφόνος, είναι εξαιρετικός, το ίδιο και οι ηθοποιοί που τον πλαισιώνουν, διαμορφώνοντας ένα υπέροχο αποτέλεσμα, με πνευματώδεις διάλογους. Το φιλμ προτάθηκε για Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου. Κέρδισε τη Γαλάζια Κορδέλα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (Τόκιο, 1953), το Βραβείο καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας Bodil (Δανία, 1949) και το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας από το National Bord of Reveur. |
Μεσοτοιχίες (Medianeras, Sidewalls)
Αργεντινή, Ισπανία, Γερμανία, 2011. Διάρκεια: 95'.Σκηνοθεσία- Σενάριο: Gustavo Tarettο.Πρωταγωνιστούν: Javier Drolas, Pilar López de Ayala, Inés Efron. Μια διαφορετική, πρωτοποριακή ερωτική κομεντί ευφάνταστα αισιόδοξου προβληματισμού που με λυρισμό, φρεσκάδα και ειλικρίνεια πραγματεύεται τις ανθρώπινες σχέσεις στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις και τα προβλήματα αποξένωσης, μοναξιάς και αλλοτρίωσης που το ασφυκτικό περιβάλλον τους προκαλεί στους νέους κυρίως ανθρώπους. Μια ταινία αρχικά μελαγχολική που σύντομα η χαλαρή, παιχνιδιάρικη και χιουμοριστική της διάθεση την μετατρέπει σε ένα τρυφερό, ευχάριστο ρεαλιστικό παραμύθι που κερδίζει τον θεατή από την πρώτη στιγμή. Μεσοτοιχίες είναι οι πιο άσχημες πλευρές των κτιρίων, οι συνήθως ανήλιαγοι και άχρηστοι τοίχοι που βλέπουν στους ακάλυπτους, σπάνια φιλοξενούν κάποια διαφήμιση, ακόμα πιο σπάνια κάποιο ατίθασο αγριόχορτο αποφασίζει να τις κοσμήσει με την παρουσία του, ενώ ελάχιστες φορές κάποιοι θαρραλέοι ανοίγουν παράθυρα στο φως, παράνομα μεν για την πολεοδομία, χρήσιμα δε για την ψυχική τους υγεία. Μεταφορικά εδώ, συμβολίζουν τους ψηλούς τοίχους απομόνωσης που υψώνουν οι άνθρωποι ανάμεσα τους για να εμποδίσουν κάθε επικοινωνία και να «προστατευτούν» από την επαφή με τους άλλους. Η Μαριάννα και ο Μαρτίν, δυο Αργεντινοί τριαντάρηδες, αυτή αρχιτέκτονας, αυτός web designer ζουν του Μπουένος Άιρες. Ο Μαρτίν γλυκός, φοβισμένος, σχεδιάζει ιστοσελίδες μέσα στο μικρό του διαμέρισμα. Η εγκατάλειψη από την Αμερικανίδα φίλη του, τον έχει κάνει υποχόνδριο στις σχέσεις του με το γυναικείο φύλο. Διαρκώς απομονωμένος, χωρίς παρέες ξεδίνει και διασκεδάζει τις φοβίες του παρακολουθώντας από ψηλά την ανθρώπινη κίνηση στους δρόμους της πόλης. Το διαδίκτυο είναι για αυτόν υποκατάστατο της ανθρώπινης επαφής, μέσω αυτού αποκτά μια πλασματική ζωή. Εκεί δουλεύει, παίζει, ερευνά, παραγγέλνει φαγητό, βλέπει ταινίες, ακούει μουσική, γνωρίζει γυναίκες. Η Μαριάννα, πτυχιούχος αρχιτεκτονικής που δεν έχει ποτέ ασκήσει την τέχνη της, διακοσμεί βιτρίνες σε πολυσύχναστα εμπορικά καταστήματα. Πανέμορφη, παγωμένη και αγοραφοβική, καπνίζει ασταμάτητα, δεν μπαίνει σε ανελκυστήρες λόγω κλειστοφοβίας δεν έχει φίλους, βγαίνει από το σπίτι για τα απολύτως απαραίτητα και μάταια προσπαθεί να σβήσει τις αναμνήσεις και τον πόνο που άφησε στην καρδιά της το τέλος μιας τετράχρονης ισοπεδωτικής σχέσης. Μετά το χωρισμό επιστρέφει να κατοικήσει στο παλιό της διαμέρισμα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από αυτό του Μαρτίν. Οι δύο νέοι, απόκοσμοι και μόνοι, τυπικές μορφές μιας κοινωνίας που φαινομενικά σφύζει από ζωή, αλλά στην πραγματικότητα ορθώνει αναρίθμητα εμπόδια στην ανθρώπινη επικοινωνία, νοιώθουν ξένοι στην πόλη τους και έχουν μεγάλη ανάγκη και έντονη επιθυμία να βρουν συντρόφους. Οι θεατές αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για αδελφές ψυχές, αλλά παρά το γεγονός ότι κατοικούν ο ένας απέναντι στον άλλον, περπατούν στους ίδιους δρόμους και πλατείες, ψωνίζουν στα ίδια μαγαζιά και κολυμπούν στην ίδια πισίνα, μοιάζει να μην πρόκειται να συναντηθούν ποτέ. Δευτερόλεπτα πριν φτάσει ο ένας έχει φύγει η άλλη και το αντίστροφο. Πάντα χάνονται, χάνουν χρόνο και σπαταλούν αισθήματα σε λάθος άτομα. Θα καταφέρουν κάποτε να ανοίξουν παράθυρα στις μεσοτοιχίες των διαμερισμάτων τους και της καρδιάς τους ώστε να βρει ο ένας τον άλλον; Ο Taretto σκηνοθετεί με αγάπη το πανέμορφο Μπουένος Άιρες. Με πρωτόγνωρη λυρική διάθεση και λεπτό χιούμορ, βοηθούμενος από απόλυτα ταιριαστή μουσική και καταπληκτική φωτογραφία τονίζει τις αντιθέσεις της αχανούς μεγαλούπολης. Για να περιγράψει την αποξένωση κινηματογραφεί ψυχρές επιφάνειες ενός χαοτικού αστικού τοπίου που καταβροχθίζει τον ελεύθερο χρόνο των ανθρώπων και κάνει ό,τι μπορεί για να εμποδίσει την επικοινωνία. Άλλοτε πάλι αποτυπώνει τόπους συνάντησης και ζεστά σημεία της πόλης για να υπογραμμίσει ιστορίες παράλληλες με αυτές των πρωταγωνιστών. Η σκηνοθεσία στρέφεται περισσότερο στο εσωτερικό των μικρών σαν σπιρτόκουτα διαμερισμάτων των δύο νέων για να επισημάνει την εσωστρεφή επικοινωνία της εποχής του διαδικτύου. Δεν βγάζει τους ήρωές του στα αρχιτεκτονικά σύμβολα της πόλης, τους περιορίζει στους τέσσερις τοίχους, σπάζοντας την κλειστοφοβική θλίψη με αισιοδοξία που κορυφώνεται στο αναπάντεχα απρόσμενο και φωτεινό φινάλε. Η πρωτοτυπία του σεναρίου βρίσκεται στο γεγονός ότι επιλέγει να διηγηθεί μια ερωτική ιστορία από πολύ πριν συναντηθούν οι δύο ήρωες. Με αγάπη σκηνοθετεί, επίσης, τους δύο ήρωες του. Διακωμωδεί τις εμμονές τους, αποδίδει χαριτωμένα και με βαθιά κατανόηση τις νευρώσεις τους, σέβεται την ανάγκη τους να σωπαίνουν. Ταυτόχρονα γράφει για αυτούς υπέροχους, λυρικούς μονόλογους που μια αντρική φωνή αφηγείται στην ταινία και με τους οποίους η Μαριάννα και ο Μαρτίν ανοίγουν τις κλειδωμένες καρδιές τους και δραπετεύουν από τις κρυφές τους ανασφάλειες. Οι πρωταγωνιστές φρέσκοι και συμπαθέστατοι ερμηνευτικά και φυσιογνωμικά, αποδίδουν τόσο ρεαλιστικά τους ρόλους τους που φαίνονται γνώριμοι σε κάθε θεατή. Είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας και ίσως είμαστε εμείς οι ίδιοι. Η ταινία του Gustavo Tarettο, έχει τιμηθεί με αρκετά βραβεία στα Φεστιβάλ όλου του κόσμου, ανάμεσά τους με την Χρυσή Αθηνά στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Νύχτες Πρεμιέρας της Αθήνας (2011). Βασίζεται στην ομότιτλη (Medianeras, 2005) μικρού μήκους δική του, η οποία έχει κατακτήσει περισσότερα από 40 διεθνή βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Γκραν Πρι στο Clemont Ferrand, το 2006. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=fPc9D5eLLig το trailer της ταινίας |
Ο Βούδας λιποθύμησε από ντροπή (Buddha Collapsed Out Of Shame)
Ιράν-Γαλλία, 2007. Διάρκεια: 81. Σκηνοθεσία: Hana Makhmalbaf. Σενάριο: Marzieh Meshkini-Makhmalbaf. Πρωταγωνιστούν: Abbas Alijome, Abdolali Hoseinali, Nikbakht Noruz. Μια αλληγορική ιστορία, ένα τρυφερό φιλμ για τη ζωή στις εμπόλεμες περιοχές τις Ασίας, τον παραλογισμό του οπισθοδρομικού θρησκευτικού φανατισμού, την αναπαραγωγή των έμφυλων ανισοτήτων που βαραίνουν το γυναικείο φύλο εξ απαλών ονύχων και το δικαίωμα στην μόρφωση δοσμένη με ευαισθησία, έμπνευση και ποιητικό ρεαλισμό από την Ιρανή σκηνοθέτρια Hana Makhmalbaf. Μια ταινία ύμνος στη γενναιότητα ενός εξάχρονου κοριτσιού που με όλη την αθωότητα και την άγνοια κινδύνου της ηλικίας της θα αξιοποιήσει κάθε μέσο για να φτάσει στην Ιθάκη του. Για δισεκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο το δικαίωμα στην εκπαίδευση είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εξασφαλισμένο. Το να πάνε σχολείο είναι μια καθημερινή, αυτονόητη, απλή και συχνά ανούσια ή βαρετή διαδικασία. Αλλά για κάποια άλλα, επίσης δισεκατομμύρια παιδιά, που ζουν σε υποανάπτυκτες χώρες, ή πολύ περισσότερο σε εμπόλεμες ζώνες αυτό είναι μια απλησίαστη δυνατότητα, ένα όνειρο που μένει για πάντα απραγματοποίητο ή υλοποιείται μέσα από απίστευτες μικρές καθημερινές οδύσσειες. Στα παιδιά της δεύτερης κατηγορίας ανήκει και η εξάχρονη Μπαχτάι που ζει στην ιστορική κοιλάδα Μπαμιγιάν του Αφγανιστάν. Η περιοχή έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο, το 2001 όταν οι Ταλιμπάν, υλοποιώντας την απόφαση τους να άρουν το δικαίωμα των Αφγανών στην ανεξιθρησκία, ανατίναξαν τα δύο τεράστια (ύψους 19 μέτρων το καθένα) και χαρακτηρισμένα ως μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, αγάλματα του Βούδα, που βρίσκονταν εκεί από το 507 μ.Χ.. Δεκαετίες τώρα ο πόλεμος είναι η κανονικότητα των κατοίκων αυτής της χώρας. Η στρατηγική του θέση της στο κέντρο ακριβώς της ασιατικής ηπείρου καθώς και η σύνδεσή του τα τελευταία χρόνια με την, κατά Μπους και Μπλερ, διεθνή τρομοκρατία, προκάλεσαν πολλαπλές εξωτερικές πολεμικές επεμβάσεις που προέρχονταν από την κομμουνιστική Ρωσία, τους Ταλιμπάν, την Αγγλία, την Αμερική. Η Μπαχτάι ζει με την οικογένεια της σε μια από τις σπηλιές που σχηματίστηκαν από τους βομβαρδισμούς που κατέστρεψαν τα αγάλματα. Ένα πρωί ακούει το αγόρι της διπλανής σπηλιάς να διαβάζει δυνατά τα μαθήματα του. Εντυπωσιάζεται, μαγεύεται από τις εικόνες και τα παράξενα σχήματα του σχολικού αναγνωστικού και αποφασίζει ότι το σχολείο είναι κάτι που οπωσδήποτε πρέπει να παρακολουθήσει για να κατακτήσει την ομορφιά του κόσμου της γνώσης. Αλλά, όπως όλοι οι Αφγανοί, στερείται τα βασικά και στοιχειώδη, το δικαίωμα στην παιδεία, την υγεία, τη σωστή διατροφή. Δεν έχει χρήματα για τετράδια και μολύβι. Καταφεύγει στην ανταλλαγή. Παίρνει τα αυγά από το κοτέτσι της οικογένειας και πάει στην αγορά όπου θα προσπαθήσει να τα πουλήσει ή να τα ανταλλάξει με είδος που μπορεί να πουληθεί ευκολότερα. Και θα τα καταφέρει. Θα αποκτήσει το πολυπόθητο τετράδιο και με το κραγιόν της μητέρας της για μολύβι θα πάρει το δρόμο για το υπαίθριο σχολείο. Η διαδρομή της από και προς το σχολείο θα είναι σκληρή και επικίνδυνη, όπως όλη η αφγανική πραγματικότητα. Στη διάρκεια της θα δει και θα μάθει πολλά. Θα διαβεί τους βομβαρδισμένους από τον πόλεμο λόφους της περιοχής. Θα συναντήσει τις διάφορες συμμορίες που λυμαίνονται τον πλούτο του τόπου και θα έρθει αντιμέτωπη με θρησκευτικές και κοινωνικές προκαταλήψεις. Θα «συλληφθεί» από μια ομάδα αγοριών που παίζουν το εμπνευσμένο από την πόλεμο παιχνίδι «Ταλιμπάν και Αμερικανοί». Σαν καλοί στρατιώτες, που θα γίνουν όταν μεγαλώσουν, συνεχίζοντας μια παράδοση που θέλει την κάθε γενιά παραδίδει στην επόμενη την πολεμική σκυτάλη και όλες μαζί να ποτίζουν με ποτάμια αίματος το σκληροτράχηλο έδαφος της χώρας τους, την ανακρίνουν, την κατακρίνουν που δεν φοράει μπούργκα, την ενημερώνουν ότι το σχολείο δεν είναι για τις γυναίκες των οποίων η θέση είναι στο σπίτι, κάνουν σαΐτες τα φύλλα του πολυπόθητου τετραδίου και γενικά την υποβάλουν σε διάφορα «βασανιστήρια» που έχουν μάθει παρακολουθώντας στον κόσμο των μεγάλων. Θα τους ξεφύγει, θα φτάσει επιτέλους στο υπαίθριο σχολείο του ονείρου της, αλλά και εκεί θα η δασκάλα και οι συμμαθήτριες της είναι εχθρικές. Κανένας δεν την θέλει στην τάξη, αλλά παρά την αδιαφορία και την απομόνωση δεν πτοείται και εξακολουθεί να διεκδικεί το όνειρό της. Η σκηνοθέτης, που έκανε αυτή την ταινία σε ηλικίας μόλις 20 χρόνων(!!!) είναι μέλος της οικογένειας Makhmalbaf μιας αποκλειστικά κινηματογραφικής οικογένειας από το Ιράν, που στερούνται το δικαίωμα να γυρίζουν ταινίες στην πατρίδα τους. Ο πατέρας Mohsen είναι από τους πλέον καταξιωμένους Ιρανούς σκηνοθέτες. Η σύζυγος του Marzieh Meshkini είναι παραγωγός ταινιών και σκηνοθέτης. Ο γιος Maysam ασχολείται με την συγγραφή σεναρίων και την φωτογραφία. Οι δύο κόρες Samira και Hana ξεκίνησαν την σκηνοθεσία, από υπερβολικά μικρές ηλικίες. Η Hana είναι μια από τις πιο πολυδιάστατες προσωπικότητες του παγκόσμιου κινηματογράφου: στα 15 της εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή. Η πρώτη της μικρού ταινία, «The Day My Aunt Was ll», την οποία γύρισε σε ηλικία 8 ετών, παίχτηκε στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, καθιστώντας την νεαρότερη σκηνοθέτη που συμμετείχε ποτέ σε φεστιβάλ. Εδώ με περισσή ευαισθησία χειρίζεται ένα οικείο σε αυτήν θέμα, αφού τα κοινωνικά προβλήματα που αφορούν τη θέση της γυναικείου φύλου που παραμένει στη σκιά της ανδροκρατίας, όπως επιβάλλει ο θρησκευτικός φανατισμός είναι ίδια σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες. Παρά το νεαρό της ηλικίας της ή ίσως εξ αιτίας του παρουσιάζει μία ολοκληρωμένη δουλειά που συγκινεί το θεατή με τα όμορφα πλάνα και τις περιπέτειες της ηρωίδας. Η μικρή Μπαχτάι συμβολίζει την αθωότητα ενός έθνους που αν αφήνονταν ανεπηρέαστο και ανεξάρτητο από εξωτερικώς επεμβάσεις θα μπορούσε να μεγαλουργήσει όπως η μικρή αν είχε τις ευκαιρίες και τα δικαιώματα που απολαμβάνουν τα παιδιά της ηλικίας της στις προηγμένες και δημοκρατικές χώρες (αν και τα τελευταία χρόνια τίθενται και αυτά εν αμφιβόλω). Η κραυγή του γειτονόπουλου προς την «αιχμάλωτη» Μπαχτάι «Πέθανε για να ελευθερωθείς» προφανώς απευθύνεται στο ίδιο το Αφγανιστάν που αδύναμο και μοναχικό όπως το κορίτσι πρέπει να πεθάνει για να ελευθερωθεί από την βία και τις ξένες παρεμβάσεις. Η ταινία τιμήθηκε με την Κρυστάλλινη Αρκούδα στο Φεστιβάλ Βερολίνου (2008) , το Βραβείο της FIPRESCI στο Ankara Flying Broom International Women's Film Festival (2008), το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν (2007) και πολλά ακόμα βραβεία στα Φεστιβάλ όλου του κόσμου. Εδώ : https://www.youtube.com/watch?v=S2pQUncRoOQ το trailer της ταινίας. |
Η Νοσταλγός (I Nostalgos)
Ελλάδα, 2004. Διάρκεια: 82΄. Σκηνοθεσία: Ελένη Αλεξανδράκη. Σενάριο: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (βιβλίο). Σεναριακή Διασκευή: Ελένη Αλεξανδράκη με συμβουλές του Κωστή Παπαγιώργη. Πρωταγωνιστούν: Όλια Λαζαρίδου, Γιώργος Τσούλαρης, Σπύρος Σταυρινίδης, Μαρία Μηνά, Μαρία Πασχαλίδου, Αντώνης Καρπάθιος, Γιάννης Σφακιανός, Βάνια Παρασκευοπούλου, Κλαυδία Ζαραφωνίτου, Τάσος Αναστασίου, Ανδρέας Ρούφος. Αφηγητές: Μαρία Μελαχροινάκη, Γιάννης Ορσάρης. Μουσική: Νίκος Παπάζογλου. Φωτογραφία: Βασίλης Καψούρος, Χρήστος Ασημακόπουλος. Είναι κάτι στιγμές, τρυφερές πινελιές ζωγραφιάς που δεν έχει τελειώσει λήγουν κάπου ακριβά των χρωμάτων νερά για να δώσουν του τόπου τη γνώση Για τους κήπους της γης, για το ροζ της αυγής για το κύμα που απόμεινε μόνο να χαϊδεύει με αφρούς τους πικρούς μας καημούς και να διώχνει της πίκρας τον πόνο Νίκος Παπάζογλου στίχοι από το τραγούδι «Είναι κάτι στιγμές» (περιλαμβάνεται στο CD «Μάγισσα Σελήνη») που έγραψε ειδικά για την ταινία. Ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας, το διήγημα «Η Νοσταλγός» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τα μαγευτικά Δωδεκάνησα και συγκεκριμένα η ηφαιστειογενής Νίσυρος και το Γυαλί, το απέναντι μικρό νησάκι, που ακόμα καταφέρνουν να μένουν ανέγγιχτα από την βίαιη ανθρώπινη παρέμβαση, η μαγεία μιας φεγγαρόλουστης βραδιάς, η γοητεία της ήρεμης θάλασσας, η σαγηνευτική μουσική του Νικόλα Παπάζογλου και οι ερμηνείες επαγγελματιών και ερασιτεχνών, είναι τα στοιχεία που χρησιμοποιεί η Ελένη Αλεξανδράκη (βραβευμένη το 1995 για τη «Σταγόνα στον ωκεανό», στο Φεστιβάλ Βερολίνου) για να κάνει μια από τις πλέον ευαίσθητες και ποιητικές ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου με θέμα το πόνο της νοσταλγίας και το πάθος του έρωτα. Ένα φιλμ στο οποίο συναντιούνται οι μύθοι και η πραγματικότητα του καθένα μας, όλα τα βιώματα μας, οι έρωτες και οι ξενιτεμοί μας, ιστορίες που ζήσαμε ή δεν ζήσαμε αλλά ακούσαμε ή διαβάσαμε και έπειτα δεν ξεχάσαμε ποτέ. Η Αννιώ μια γυναίκα παντρεμένη με ένα πολύ μεγαλύτερό και πλούσιο άντρα ζει στο αντικρινό νησί από αυτό που γεννήθηκε. Η γυναίκα «θύμα, θύτης κακής συγκυρίας» αισθάνεται τόσο δυνατή νοσταλγία που το μόνο που επιθυμεί είναι η επιστροφή στην ιδιαίτερη πατρίδα της, την οποία τα βράδια αγναντεύει από την ταράτσα του σπιτιού της. «Για όλα αυτά που ζητά, για πολλά που πονά, για το τίποτα μιας ευτυχίας» η αλλοπαρμένη Αννιώ, σε μια πράξη ύστατης γυναικείας απελευθέρωσης, μια νύχτα που η πανσέληνος φωτίζει το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου αποφασίζει να δραπετεύσει και πείθει τον Μαθιό, έναν ερωτοχτυπημένο μαζί της νεαρό βοσκό, να την οδηγήσει με την «Αρτεμη», ένα βαρκάκι με κουπιά, στον τόπο της και στους δικούς της. Αυτός δέχεται, το ταξίδι τους ξεκινάει και κρατάει μια νύχτα. Στο κατόπι τους ο σύζυγος με τους κατοίκους του νησιού να του παραστέκουν. Αρχικά τρυφερός και γεμάτος αγωνία την αναζητά και στη συνέχεια οργισμένος, πάνω σε μια μεγάλη σκούνα καταδιώκει το όνειρο και τον ανομολόγητο έρωτα. Με κίνδυνο να τους προλάβει και να ματαιώσει τα σχέδια τους το μικρό ταξίδι τους μετατρέπεται σε ταξίδι ζωής. Στη διάρκεια του ο νεαρός άντρας ελπίζει ότι θα την κατακτήσει και θα ζήσει μια ερωτική περιπέτεια. Αλλά αυτή, αν και τρέφει κάποια αισθήματα, έχει ως μοναδικό «θέλω» και οδηγό στο φευγιό της την νοσταλγία για τον τόπο που γεννήθηκε. Σε αυτόν δεν έχει να προσφέρει τίποτα άλλο, παρά το φουστάνι της ως αυτοσχέδιο πανί για τη βάρκα της απόδρασης της. Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη διασκεύασε σε σενάριο η ίδια η σκηνοθέτης, με τη βοήθεια του Κωστή Παπαγιώργη. Οι σεναριογράφοι το εμπλούτισαν με αποσπάσματα και από άλλα διηγήματα του συγγραφέα, μετέφεραν την πλοκή από τα τέλη του 19ου αιώνα στην σημερινή νησιωτική πραγματικότητα και από το σύνηθες σκηνικό της Σκιάθου στα Δωδεκάνησα. Αλλά διατήρησαν ανέπαφη τη μαγεία του κειμένου, την πλαστικότητα της έκφρασης και την γλαφυρότητα των λεπτομερειών της αφήγησης. Όπως λέει η ίδια η Αλεξανδράκη (συνέντευξη στον Παύλο Κάγιο, εφ. Τα Νέα, 26/5/2005): «…Μεγάλος Έλληνας συγγραφέας του τέλους του προπερασμένου αιώνα, ο Παπαδιαμάντης, παρατήρησε την ανθρώπινη συνθήκη γράφοντας κυρίως διηγήματα που αφορούσαν στον μικρόκοσμο του νησιού του, την Σκιάθο. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος μας λέει πως το μέγα θαύμα του συγγραφέα είναι που "ανέβηκε ως τον λαό"… Ο Παπαδιαμάντης ζει. Ό,τι είχε γράψει παραμένει και σήμερα τόσο αληθινό γιατί εκφράζει την πεμπτουσία της ανθρώπινης ψυχής και της αγωνίας της, και νιώθω ζωντανή την παρουσία του σ' αυτό το νησί, παντού, στα πρόσωπα, στα τοπία, στα ζώα, στις συνθήκες, στους χαρακτήρες… Με τη δύναμη που μου έδινε λοιπόν η παρουσία του, και ελευθερωμένη από την υποχρέωση να είμαι πιστή στο γράμμα (Σκιάθος, εποχή, ρούχα, ηλικίες των πρωταγωνιστών κ.ο.κ.), προσπάθησα να αφουγκραστώ την παπαδιαμαντική μελωδία και να δουλέψω την ταινία σαν ένα μουσικό κομμάτι και κάποιες στιγμές στο γύρισμα ένιωθα ότι οι εικόνες ηχούσαν και οι λέξεις ήταν ορατές…». Ως αποτέλεσμα ο θεατής παρακολουθεί την οθόνη να αποτυπώνονται με την ίδια δύναμη και πάθος τα συναισθήματα που ο μεγάλος αυτός μάστορας της πεζογραφίας μας, αποδίδει στο χαρτί. Η σκηνοθέτης επεδίωξε και κατάφερε να εμπλακούν στα γυρίσματα εκτός από επαγγελματίες του κινηματογράφου και κάτοικοι του νησιού. Έτσι, καταξιωμένους ηθοποιούς, όπως η Όλια Λαζαρίδου, συνοδεύουν επάξια ντόπιοι ερασιτέχνες που αποδίδουν τους διαλόγους στη διάλεκτο του τόπου τους. Η αφήγηση στην ιδιάζουσα καθαρεύουσα, αυτή την εντελώς προσωπική γλώσσα του Παπαδιαμάντη, μέσω της οποίας εκφράζει με ποιητικό τρόπο το βάθος των συναισθημάτων, τον πόνο, την ειρωνεία και το χιούμορ, γίνεται από τρία παιδιά της Νισύρου. Η μελωδική μουσική και οι ευαίσθητοι στίχοι του πρόωρα χαμένου Νίκου Παπάζογλου δένουν αρμονικά με την ανόθευτη ομορφιά του δωδεκανησιακού τοπίου, αποδίδουν με λόγια τη συνεχή αγωνία και νοσταλγία της γυναίκας και σφραγίζουν γλυκά το ταξίδι της φυγής. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=mmVyI10OaUE το trailer της ταινία |
Μια καλύτερη ζωή (Une meilleure vie)
Γαλλία, 2011. Διάρκεια: 110'. Σκηνοθεσία: Cédric Kahn. Σενάριο: Cédric Kahn, Catherine Paillé. Πρωταγωνιστούν: Guillaume Canet, Leïla Bekhti, Slimane Khettabi, Abraham Belaga. Μια γοητευτική, μελαγχολική και ρομαντική ταινία για το δικαίωμα και την δυνατότητα των μη προνομιούχων ανθρώπων να ονειρεύονται σε συνθήκες που είναι ευνοϊκές μόνον για προνομιούχους. Αντίθετα με τα συνηθισμένα, η οικονομική κρίση, η έλλειψη χρημάτων, οι τράπεζες, η γραφειοκρατία, η ελευθερία της αγοράς και ο τρόπος που αυτή επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων, δεν αποτελούν το κυρίως θέμα, αλλά το φόντο πάνω στο οποίο πλέκεται η ιστορία. Το φιλμ επικεντρώνεται σε κάτι περισσότερο πολύπλοκο από τα χρέη και τα οικονομικά προβλήματα, το ασίγαστο πάθος και την επίμονη προσπάθεια των ανθρώπων για επιτυχία. Προβληματίζεται για την ανθρώπινη επαφή και την ανάγκη διατήρησης της ενότητας της οικογένειας. Από αυτή την άποψη, η καλύτερη ζωή στην οποία αναφέρεται ο τίτλος δεν είναι κάτι ακατόρθωτο ούτε σε αυτό το απαγορευτικό περιβάλλον, αρκεί όσοι την επιθυμούν να προσδιορίσουν συγκεκριμένα το περιεχόμενο της και να κάνουν όλα όσα μπορούν για να την κατακτήσουν. Ο Γιαν και η Νάντια, δυο άνθρωποι με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα και κουλτούρα, εκείνος μάγειρας σε αναζήτηση εργασίας και αυτή σερβιτόρα, εκείνος Γάλλος, αυτή πρόσφυγας από το Λίβανο με ένα γιο αγνώστου πατρός σε προεφηβική ηλικία, γνωρίζονται στο Παρίσι της κρίσης και ερωτεύονται με την πρώτη ματιά. Στη συνέχεια με πείσμα και επιμονή διεκδικούν μια θέση στον ήλιο και μια καλύτερη ζωή. Με μόνα εφόδια το ταλέντο τους, τον αυθορμητισμό τους, το μεράκι και τη διάθεση τους για δουλειά θα επιδιώξουν να μετατρέψουν σε επιτυχημένο εστιατόριο ένα σχεδόν καταστρεμμένο κτίριο που η Νάντια ανακαλύπτει σε ένα προάστιο της πόλης. Σε αυτό το στόχο θα βάλουν όσα χρήματα έχουν, θα δανειστούν από φίλους και από τράπεζες με τους γνωστούς σκληρούς όρους, θα δουλέψουν σκληρά, αλλά δεν θα τα καταφέρουν. Μέσα από αλλεπάλληλες ατυχίες το όνειρό τους θα αποτύχει και η σχέση τους θα κλονιστεί. Τότε αυτή, θα πάρει τη βιαστική απόφαση να ξενιτευτεί πάλι, αυτή τη φορά στον Καναδά όπου της έχουν υποσχεθεί μια καλή δουλειά περιορισμένου χρόνου, με έξτρα χρήματα. Φεύγει αφήνοντας στον Γιαν τα χρέη και τον μονάκριβο γιο της για τον οποίο σε κάποια άλλη στιγμή, σε μια άλλη χώρα εγκατέλειψε τις σπουδές και τις φιλοδοξίες της. Έτσι και αλλιώς δεν πιστεύει ότι θα μείνουν για πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο. Αυτή θα διερευνήσει τις συνθήκες και θα τον καλέσει κοντά της. Το παιδί, στερημένο την αγάπη της μητέρας και με έναν ξένο στο ρόλο του πατέρα, που επιπλέον δεν φαίνεται να κατανοεί τις ανάγκες του και να μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την αναγκαστική πατρότητα, δεν θα αργήσει να μπλέξει σε μπελάδες. Αυτοί οι μπελάδες θα είναι και η αφορμή να αποδεχτούν ο ένας τον άλλον και να χτίσουν μια δυνατή σχέση. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν η Νάντια εξαφανίζεται και παύει να δίνει σημεία ζωής. Τότε αυτός θα την αναζητήσει, απλά γιατί αυτό που επιθυμεί είναι να την βρει, να την ξανακερδίσει, να σώσει την αγάπη και την οικογένεια τους. Και όταν την βρει, θα σταθεί δίπλα της και μαζί θα αντιπαλέψουν τις απρόσμενα και ίσως αδικαιολόγητα, αντίξοες καταστάσεις, στις οποίες αυτή είναι βαθιά μπλεγμένη. Η αισιοδοξία και η ελπίδα που αποπνέει η ταινία προέρχονται ακριβώς από τη δύναμη που διαθέτουν οι ήρωες, κυρίως ο Γιαν, να διεκδικήσουν, πέρα από τα υλικά αγαθά, το πλέον ουσιώδες και σημαντικό, το δικαίωμα να ζουν με αυτούς που αγαπούν και να παραμένουν ενωμένοι, σε ένα περιβάλλον που όλοι οι κοινωνικοί δεσμοί έχουν καταρρεύσει. Η ταινία μας ταξιδεύει σε ένα Παρίσι ξένο από αυτό που μας προσφέρουν οι τουριστικοί οδηγοί και οι ρομαντικές ταινίες. Εδώ είναι μια πόλη που ελάχιστα σέβεται και φέρεται σκληρά σε όσους είναι μόνοι και αδύναμοι και σε αυτούς που αναγκαστικά με την ελπίδα για μια καλύτερη τύχη, εγκαταλείπουν την πατρίδα τους γνωρίζοντας ότι πιθανότατα δεν θα την ξαναδούν ποτέ. Το σενάριο αντιμετωπίζει όλα τα θέματα με σοβαρότητα, προσοχή στη λεπτομέρεια και προσήλωση στην πραγματικότητα. Δεν ρέπει προς το δράμα, ούτε καταφεύγει σε καταγγελτικές εξάρσεις. Οι ερμηνείες και των τριών πρωταγωνιστών είναι εκπληκτικές. Ιδιαίτερα, η Leila Bekhti ως Νάντια, πρόσφυγας και ίδια, αφήνει έντονο στίγμα κυρίως με την παρουσία της στις σκηνές του τέλους. Ο ρυθμός αφήγησης και οι σεναριακές ανατροπές καταφέρνουν να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή κάνοντας την ταινία αρκετά ενδιαφέρουσα. Το φιλμ απέσπασε το Βραβείο κοινού στο 13ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας (2012), Βραβείο καλύτερου ηθοποιού στο Φεστιβάλ της Ρώμης (2011) για τον Guillaume Canet και συμμετείχε επίσημα εκ μέρους της Γαλλίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο (2011). Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=RVDHZRcwh6A το trailer. |
Το μέλι, (Bal)
Τουρκία-Γερμανία, 2010. Διάρκεια: 103΄. Σκηνοθεσία: Semih Kaplanoglu. Σενάριο: Semih Kaplanoglu, Orçun Köksal. Πρωταγωνιστούν: Bora Altas, Erdal Besikçioglu, Tülin Özen, Ayse Altay, Alev Uçarer, Özkan Akcay, Selami Gökce, Adem Kurkut, Kamil Yilmaz. Φωτογραφία: Baris Ozbicer. Ποίηση και λυρισμός, αντισυμβατική αφήγηση, εικαστική έκφραση, στοιχεία σπάνια στο σημερινό δυτικό κινηματογράφο, ιδίως τον αμερικανικό, χαρακτηρίζουν αυτό το μικρό κινηματογραφικό αριστούργημα του Τούρκου σκηνοθέτη Semih Kaplanoglu. Το «Μέλι είναι η ευαίσθητη και συγκινητική ελεγεία της καθημερινότητας μιας απλής, φτωχής οικογένειας που τις συνθήκες και τους κανόνες ζωής της έχουν καθορίσει, εκτός από τις πολιτικοοικονομικές συνθήκες της σύγχρονης Τουρκίας, η φύση και οι παραδόσεις άλλων εποχών. Ένας κοινωνικός στοχασμός για την παιδική ηλικία, τις στενές οικογενειακές σχέσεις, την σταδιακή απομάκρυνση του σύγχρονου ανθρώπου από τη φύση. Κυρίως όμως είναι μια ταινία για την ίδια την ουσία και το βαθύτερο νόημά των λέξεων. Ο Γιουσούφ, ένα 6χρονο ευαίσθητο και χαρισματικό αγόρι ζει σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό της Ανατολίας με τη μητέρα του που ασχολείται με τις αγροτικές δουλειές και τον μελισσοκόμο πατέρα του. Μόλις ξεκίνησε πηγαίνει σχολείο και προσπαθεί να μάθει να γράφει και να διαβάζει. Έχει προβλήματα με την ομιλία. Μιλά κανονικά όταν ψιθυρίζει, αντίθετα τραυλίζει όταν μιλά δυνατά, γεγονός που του προκαλεί δυσκολίες στο σχολείο και δυσάρεστες σχέσεις με τους συμμαθητές του. Παρόλα αυτά επιδιώκει να κερδίσει ένα από τα βραβεία που ο δάσκαλος μοιράζει καθημερινά σε όποιον διαβάσει σωστά το κείμενό του. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες με όνειρα και παιχνίδια, αφελή λάθη, ανταγωνισμούς, μικροπαρεξηγήσεις, καζούρες, πειράγματα αλλά και βοήθεια από τους συμμαθητές του και το δάσκαλο, διαμορφώνεται η προσωπικότητα του. Ο πατέρας του, ο Γιακούπ, κάνει μια άκρως σκληρή και εξαντλητική δουλειά, στενά συνδεδεμένη με την φύση. Παράγει μια ονομαστή ποικιλία μαύρου θεραπευτικού μελιού, το Αζνέρ, που θεωρείται από τα καλύτερα στον κόσμο και παράγεται από ένα περιορισμένο αριθμό μελισσοκόμων αποκλειστικά στην περιοχή που κατοικούν. Για να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα τοποθετεί τις ειδικά κατασκευασμένες κυψέλες σε ψηλά δέντρα στο γειτονικό τους δάσος. Πατέρας και γιος έχουν πολύ βαθιά σχέση, μοιράζονται τα ίδια όνειρα και έχουν τα δικά τους μυστικά. Στην ουσία είναι ο μόνος στον οποίο ο μικρός επιτρέπει να εισχωρήσει στον μοναχικό κόσμο του. Ο Γιουσούφ τον συνοδεύει καθημερινά στις εξορμήσεις και ξέρει πολλά για τη φύση και τις μέλισσες. Για αυτούς το ασυνήθιστο και παραμυθένιο δάσος κρύβει έναν κόσμο ομορφιάς, μυστηρίου και περιπέτειας. Σε όσα τους προσφέρει, στο μέλι, τα μεγάλα γέρικα δέντρα, τα ζωντανά πλάσματα, τα λουλούδια, τα ζώα και τα πουλιά που τους κρατάνε συντροφιά στις περιπλανήσεις τους, περιέχονται πολλά από τα μυστήρια του θαύματος της ζωής και η ίδια η ουσία του ανθρώπινου πολιτισμού. Καθώς οι οικονομικοί πόροι της οικογένειας λιγοστεύουν, λόγω της εξαφάνισης των μελισσών ο πατέρας κάνει ένα επικίνδυνο ταξίδι για να μεταφέρει τις κυψέλες του σε άλλο μακρινό δάσος. Οι μέρες περνούν, νέα του δεν έρχονται, ο Γιουσούφ και η μητέρα του ανησυχούν. Η εξαφάνιση του πατέρα του πατέρα βαραίνει τον μικρό με υποχρεώσεις δυσανάλογες για την ηλικία του, που τον αποξενώνουν από τη φύση. Καθώς η απουσία συνεχίζεται αποφασίζει να τον αναζητήσει. Ο σκηνοθέτης με το «Μέλι» ολοκληρώνει μια ενότητα που ο ίδιος αποκαλεί «Τριλογία του Γιουσούφ», στην οποία μας παρουσιάζει την ζωή του ομώνυμου ήρωα της αντίστροφα. Στο «Αυγό» (2007) ο Γιουσούφ είναι σαραντάρης και επιστρέφει στο πατρικό του για την κηδεία της μητέρας του. Στο «Γάλα» (2008) είναι ένας ανήσυχος έφηβος, ένας ποιητής που παλεύει με τις λέξεις και τη ζωή. Εδώ, στο τρίτο και τελευταίο μέρος, είναι ένα εξάχρονο παιδί, αντιμέτωπο με το θεμελιώδες πρόβλημα της ανακάλυψης και κατανόησης του κόσμου των μεγάλων. Η ταινία γυρίστηκε στα πυκνά και σχεδόν άγρια δάση που βρίσκονται γύρω από τη μικρή πόλη Camlihemsin, της επαρχίας Rize κοντά στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Ο Semih Kaplanoglou είναι σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός, ένας από τους γνωστότερους στη σύγχρονη τουρκική κινηματογραφική πραγματικότητα. Ο ταινίες του είναι πολυβραβευμένες σε όλες τις μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις (Κωνσταντινούπολη, Βερολίνο, Τεχεράνη, Χιλή, Μπανγκόκ). Στο «Μέλι» αντλεί υλικό από τις δικές του παιδικές εμπειρίες και φτιάχνει μια ταινία για έναν κόσμο μακριά από τον συνηθισμένο, που σταδιακά εξαφανίζεται. Όπως και στις προηγούμενες ταινίες του δουλεύει χωρίς μουσική. Το ρόλο της αναλαμβάνουν στην ταινία οι σιωπές και οι ήχοι που κυριαρχούν στο δάσος. Η επιλογή του να κρατήσει το φυσικό φωτισμό που αλλάζει ανάλογα με την ώρα, δημιουργεί στο θεατή αίσθημα μυστικισμού, φυσικό φόβο και αβεβαιότητα, αισθήματα που ο καθένας μας νοιώθει μπροστά στο μεγαλείο της φύσης. Οι διάλογοι είναι λιτοί και ρεαλιστικοί. Η ερμηνεία του Bora Altas, στο ρόλο του Γιουσούφ είναι ανεπανάληπτη. Η φωτογραφία προσφέρει στους θεατές ανεπανάληπτες εικόνες από την φύση της σύγχρονης Τουρκίας, τα ορεινά χωριά, που εγκαταλείπονται από τους κατοίκους τους, τα δάση με τα πανύψηλα δέντρα, τα βοσκοτόπια, τις καλλιέργειες ρυζιού, τα φαγητά, τα γλέντια, τους χορούς. Το «Μέλι» κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο και το Ειδικό Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ του Βερολίνου (2010), το Βραβείο της Unesco στο Asia Pacific Screen Awards (2010), το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Σινεφίλ (ICS Awards, 2011), καθώς και την Χρυσή Τουλίπα, το Βραβείο του Κοινού και το Ειδικό Βραβείο τη Κριτικής Επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης (2010). Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=1MEXIRcCCyA το trailer της ταινίας. |
Το τσεκούρι (Le couperet)
Γαλλία 2005. Διάρκεια: 122'. Σκηνοθεσία: Costas Gavras. Σενάριο: Donald E. Westlake (μυθιστόρημα), Costas Gavras, Jean Claude Grumberg. Πρωταγωνιστούν: Jose Garsia, KarinViard, George Monfils, Ulrich Tukur, Yolande Moreau. Το τσεκούρι είναι ένα συγκλονιστικό δείγμα ποιοτικού πολιτικού κινηματογράφου, ένα επίκαιρο σχόλιο για την εργασιακή και κοινωνική αλλοτρίωση του ατόμου μέσα στις συνθήκες μιας ανελέητης, άκρως ανταγωνιστικής και χωρίς νόμους ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας. Ένα θρίλερ, με στοιχεία μαύρης σατιρικής κωμωδίας στο οποίο η ανεργία είναι το κεντρικό θέμα, αλλά συνδυάζεται αριστοτεχνικά με την αγριότητα του καπιταλιστικού τοπίου, την ηθική κατάρρευση των δυτικών ανταγωνιστικών κοινωνιών, την απομάκρυνση και απομόνωση των ανθρώπων. Μια σαφής καταγγελία για τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που σπρώχνουν τους εργαζόμενους στα άκρα, την τρέλα, τον αλληλοσπαραγμό και την αυτοκαταστροφή. Κεντρικός ήρωας του φιλμ είναι ο Μπρουνό ένας ορθολογιστής, σοβαρός, συνηθισμένος άνθρωπος. Σαραντάρης, οικογενειάρχης, καλός σύζυγος και πατέρας δύο παιδιών. Εργάζεται δεκαπέντε χρόνια, χημικός σε μεγάλη χαρτοβιομηχανία, αλλά παρά την άψογη συνεργασία απολύεται ως πλεονάζον εργατικό δυναμικό. Η λογική «το κέρδος πάνω από τον άνθρωπο» του αφαιρεί ως δια μαγείας και αστραπιαία όλες τις ανέσεις με τις οποίες για ένα διάστημα τον είχε ανταμείψει. Αν και η ανακοίνωση της απόλυσης συνοδεύεται με την εκτίμηση ότι τα πολλά προσόντα θα του εξασφαλίσουν σύντομα δουλειά και παρά την αισιοδοξία του ίδιου, τα χρόνια περνούν και η εξασφάλιση μιας καινούριας θέσης στην αγορά εργασίας αποδεικνύεται μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Σταδιακά η ζωή του ανατρέπεται πλήρως. Χάνει την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση του, αισθάνεται να αναιρείται συνολικά, δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τα καταναλωτικά και στεγαστικά του δάνεια, δεν έχει πια τον σεβασμό των φίλων του, η αγαπημένη του γυναίκα απομακρύνεται και τα σχέδια για μια καλύτερη μόρφωση των παιδιών ναυαγούν ανεπιστρεπτί. Μέσα στο τέλμα και τον πανικό, συλλαμβάνει και βάζει σε εφαρμογή ένα σατανικό σχέδιο που θα του εξασφαλίσει όχι κάποια, αλλά τη συγκεκριμένη πολυπόθητη δουλειά, που θα του αποφέρει συγκεκριμένα έσοδα, αυτά με τα οποία θα διατηρήσει το επίπεδο διαβίωσης που έχει ήδη κατακτήσει. Βρίσκει μια θέση ιδανική. Αλλά είναι κατειλημμένη. Θα πρέπει να εξοντώσει αυτόν που την κατέχει. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Θα πρέπει στη συνέχεια να εξολοθρεύσει και τους πιθανούς ανταγωνιστές του, ανθρώπους με ίδια ή περισσότερα προσόντα από τα δικά του, που θα διεκδικήσουν στο σύμπαν της παγκοσμιοποιημένης εργασίας την ίδια θέση. Μόνον τότε θα να είναι σίγουρη η πρόσληψη του. Βρίσκει τρόπο και συγκεντρώνει τα βιογραφικά πέντε «υποψηφίων». Αυτοί είναι ο εχθρός του. Ο θάνατός τους, η ζωή του, ή όπως λέει ο ίδιος "Δεν είναι απλώς εχθρός μου, είναι κάτι χειρότερο: ανταγωνιστής μου!". Για να γίνει πάλι «άνθρωπος» πρέπει πρώτα να γίνει δολοφόνος. Και γίνεται. Ξεσκονίζει και οπλίζει το αντιστασιακό όπλο του πατέρα του και αδέξιος αρχικά, πιο σίγουρος και αποτελεσματικός στη συνέχεια, υλοποιεί το σχέδιό δολοφονίας των αντιπάλων του με απίστευτη ευκολία και μεταμορφώνεται από ήσυχος οικογενειάρχης σε κατά εξακολούθηση δολοφόνο. Ο ήρωας της ταινίας δεν είναι ο συνηθισμένος παρανοϊκός δολοφόνος των ταινιών τρόμου, αλλά ένας καθημερινός άνθρωπος. Ένας φυσιολογικός, απελπισμένος άντρας που προσπαθεί, μέσα σε αντίξοες συνθήκες να ζήσει την οικογένειά του. Οι βάρβαρες συνθήκες στην αγορά εργασίας τον οδηγούν στο έγκλημα, την ίδια στιγμή που αυτοί που έχουν ως καθήκον να προστατεύουν την κοινωνία, διαπράττουν μεγαλύτερης κλίμακας και πιο φριχτά εγκλήματα. Στην συνέχεια της ταινίας ο θεατής έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι όλη αυτή η εκτροπή στην βία είναι αδιέξοδη και δεν καθιστά τον ήρωα μας αντίπαλο του παρανοϊκού καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Δεν αποδυναμώνει, αντίθετα γίνεται μικρογραφία του, υποτάσσεται στο σύστημα του κέρδους, το υπηρετεί και το ισχυροποιεί. Διόλου τυχαία το «Τσεκούρι» είναι σκηνοθετημένο από τον Κώστα Γαβρά, έναν από τους λίγους πολιτικούς σκηνοθέτες της εποχής μας, που γνωρίζει πολύ καλά την ανθρώπινη φύση. Εδώ βρίσκεται σε μεγάλα κέφια, σκηνοθετεί με πρωτοτυπία και φρεσκάδα πρωτόγνωρη για την ηλικία του, ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στο βιτριολικό χιούμορ και το θρίλερ. Η κινηματογράφηση του, μέσα από τα γνώριμα στους θεατές στοιχεία, που διηγείται, τις οικείες και προσιτές καταστάσεις που πραγματεύεται διεγείρει την εσωτερική αγωνία τους, διαταράσσει τον εφησυχασμό τους, κάνοντας τους να αισθάνονται ότι κινδυνεύουν και οι ίδιοι να βρεθούν στη θέση του ήρωα. Ανησυχούν μήπως βρεθούν στην θέση του απολυμένου, αλλά πολύ περισσότερο προβληματίζονται για τον τρόπο αντίδρασης τους σε μια αντίστοιχη περίπτωση. Γιατί αν το αδιέξοδο της ανεργίας μετέτρεψε τον Μπρουνό, έναν χαρακτήρα σαν εμάς, σε ανθρωποφάγο τέρας γιατί εμείς να αντιδράσουμε διαφορετικά στην πιθανή περίπτωση που και η δική μας ζωή ανατραπεί από ανεξέλεγκτους παράγοντες; Αυτή η ταύτιση πολλαπλασιάζει την δυναμική της ταινίας και ο θεατής καθηλώνεται, δικαιολογεί τον ήρωα και εύχεται να μην καταφέρουν να τον συλλάβουν. Το σενάριο βασίστηκε στο ομώνυμο θρίλερ Donald E. Westlake από το οποίο ο Γαβράς αφαίρεσε φρίκη και προσέθεσε χιούμορ και σαρκασμό. Η άψογη φωτογραφία καταγράφει με λεπτομέρεια την απρόσωπη πόλη στην οποία κινείται ο ήρωας, αντιπαραθέτει την εικόνα μιας επιφανειακής ευημερίας σε αυτή της ανεργίας και της εξαθλίωσης. Το αριστοτεχνικό μοντάζ εξασφαλίζει γρήγορη εναλλαγή αγωνίας, σάτιρας και κοινωνικών σχολίων. Ο Jose Garcia αποδίδει χαρισματικά την μεγάλη γκάμα συναισθημάτων που απαιτεί ο ρόλος του Μπρουνό. Δίπλα του η Karin Viard (η κωφάλαλη μητέρα στην «Οικογένεια Μπελιέ») αποτελεί το ιδνικό συμπλήρωμα. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=j1r6kQI_BvE το trailer |
Το ανθρώπινο κεφάλαιο (Il capitale umano)
Ιταλία, 2013. Διάρκεια 111΄. Σκηνοθεσία: Paolo Virzì. Σενάριο: Paolo Virzì, Francesco Bruni, Francesco Piccolo, Stephen Amidon. Πρωταγωνιστούν: Fabrizio Bentivoglio, Valeria Bruni Tedeschi, Matilde Gioli, Fabrizio Gifuni, Guglielmo Pinelli, Valeria Golino, Luigi Lo Cascio, Giovanni Anzaldo, Gianluca Di Lauro. Μια κοινωνική και πολιτική σάτιρα, πρωτότυπη, εντυπωσιακή και κωμικοτραγική, πλούσια νοηματικά και απολαυστική συναισθηματικά. Μία εύστοχη κριτική ματιά των ημερών που διανύει η ιταλική κοινωνία, που η χρηματοπιστωτική κρίση την βρήκε πλήρως απροετοίμαστη και ανέτρεψε για πάντα τον τρόπο ζωής της. Το φιλμ χαρτογραφεί την κοινωνική ιεραρχία της γειτονικής χώρας που τη χαρακτηρίζουν τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και σχολιάζει καταλυτικά την καθημερινότητα φτωχών, μικροαστών και πλούσιων. Δεν περιορίζεται στο οικονομικό πεδίο, αλλά ο κεντρικός της πυρήνας επεκτείνεται στην σύγχρονη βαθιά κρίση αξιών των ημερών μας, τον αμοραλισμό, την απληστία και την ματαιοδοξία της μεσοαστικής τάξης και όχι μόνον. Ο όρος «Ανθρώπινο Κεφάλαιο» προσδιορίζει κυριολεκτικά, κατά τις ασφαλιστικές εταιρίες, την αξία της ανθρώπινης ζωής, ως μετρήσιμο ποσό αποζημίωσης σε περίπτωση ατυχήματος. Πέρα από αυτό, το «ανθρώπινο κεφάλαιο» του τίτλου σηματοδοτεί το βαθύτερο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και μετρά το κόστος των συνεπειών αυτής της πρωτόγνωρης κρίσης για τον καθένα από τους ήρωες. Μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα ένας σερβιτόρος σχολάει από την νυχτερινή βάρδια και φεύγει με το ποδήλατο για το σπίτι του. Σε μια κλειστή στροφή τον χτυπάει ένα τζιπ και τον εγκαταλείπει ετοιμοθάνατο στον παγωμένο δρόμο. Το τι συνέβη ακριβώς εκείνο το βράδυ δεν το μαθαίνουμε παρά στο τέλος της ταινίας, αλλά το τραγικό αυτό ατύχημα συνδέει τις τύχες και ανατρέπει ανεπανόρθωτα τις ζωές των οικογενειών Μπερνάσκι και Οσόλα. Δύο οικογενειών με διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο που και οι δυο βρίσκονται στα όρια της χρεοκοπίας. Οι σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα στο σύνολο των μελών τους, με φόντο το χρήμα, αποτελούν τον κύριο μοχλό της δράσης. Πρόκειται για χαρακτήρες που, ανεξάρτητα από την οικονομική τους επιφάνεια, ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν κάτι που τους λείπει. Κάποιοι προσπαθούν να ανέβουν οικονομικά και κοινωνικά, άλλοι επιθυμούν να ορίζουν τη ζωή τους και κάποιοι άλλοι απλά επιβιώνουν. Ο Οσόλα ο λιγότερο συμπαθής και περισσότερο ηθικά κατακριτέος, είναι ένας γλοιώδης μικροαστός κτηματομεσίτης που κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να αναρριχηθεί και να διεισδύσει στον κόσμο του εύκολου κέρδους των μεγιστάνων εκμεταλλευόμενος κάθε μέσο (χρήμα να είναι και ό,τι να είναι). Ο Μπερνάσκι ένας πλούσιος κυνικός επιχειρηματίας δε λογαριάζει τίποτα μπροστά στο γρήγορο και μέγιστο κέρδος, «βοηθάει» με το αζημίωτο τον πρώτο να «πετύχει» τους στόχους του. Η τρυφερή έγκυος και ξεχασμένη γυναίκα του πρώτου. Η γοητευτική, ανασφαλής και συναισθηματικά ευάλωτη σύζυγος του δεύτερου που κάποτε εγκατέλειψε τα όνειρα και τις προτεραιότητες της για να ζήσει μια εύκολη και πλούσια ζωή, αλλά σήμερα κυριαρχείται από απουσία νοήματος, κούραση, ανία και καταπιεσμένη επιθυμία για περιπέτεια. Και τέλος τα παιδιά των δύο ζευγαριών. Ο νεαρός Μασσιμιλιάνο, κακομαθημένος και καταπιεσμένος από τα σχέδια των γονιών του και η έφηβη Σερένα είναι συμμαθητές και έχουν στενή σχέση. Η δυναμική, ευαίσθητη και επαναστατημένη κοπέλα, διακρίνει καλύτερα από όλους πόσο μικρή αξία έχει, στις μέρες μας, το ανθρώπινο κεφάλαιο. Απορρίπτει την ψευδαισθητική ευδαιμονία των μεγαλοαστών, υποστηρίζει τις επιλογές της ως το τέλος, πληρώνει το τίμημά που της αναλογεί και χαρίζει στην ταινία μια καθαρά ανθρώπινη διάσταση. Ο Paolo Virzì, εδώ στην 11η ταινία του, προσαρμόζει στα δεδομένα της ιταλικής πραγματικότητας και διασκευάζει για τον κινηματογράφο το ομώνυμο μπεστ σέλερ του Αμερικανού Stephen Amidon. Τοποθετεί, σημειολογικά τη δράση σε ένα φανταστικό χωριό της Λομβαρδίας, περιοχή στην οποία κατοικούν μεγαλοκαρχαρίες επενδυτές και νεόπλουτοι, άνθρωποι που πλούτισαν κάνοντας χοντρά, βρώμικα παιχνίδια. «Ποντάρατε στην κατάρρευση αυτής της χώρας και νικήσατε!», ακούγεται κάπου στην ταινία και αυτό ισχύει για αρκετούς από τους ήρωές της. Ο σκηνοθέτης με έξυπνο αφηγηματικό τρόπο χωρίζει την ταινία σε τέσσερα κεφάλαια. Σε τρία από αυτά διηγείται την ιστορία του πάλι και πάλι, προσεγγίζοντας την από διαφορετική κάθε φορά οπτική γωνία, αυτή του ήρωα που αντίστοιχα φωτίζεται ο χαρακτήρας του. Σε κάθε κεφάλαιο αποκαλύπτει και ένα κομμάτι του πάζλ που συνθέτει το μυστήριο και συμπληρώνει ή ανατρέπει όσα έχουν παρουσιαστεί προηγουμένως. Με αυτό το τέχνασμα δημιουργεί στο θεατή την αίσθηση ότι παρακολουθεί ταυτόχρονα πολλές ιστορίες, του δίνει τη δυνατότητα, χωρίς να κουράζεται, να γνωρίσει σε βάθος τους χαρακτήρες και ανεβάζει διαρκώς το ενδιαφέρον και την ανυπομονησία του για την εξέλιξη της πλοκής. Η μετακίνηση της οπτικής γωνίας, επιπλέον αναδεικνύει την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στα πραγματικά γεγονότα και σε αυτό που το υποκειμενικό βλέμμα του κάθε ήρωα αντιλαμβάνεται ως πραγματικότητα. Στο τέταρτο κεφάλαιο, το φινάλε, αποκαλύπτει στο θεατή τι ακριβώς συνέβη το μοιραίο εκείνο βράδυ και τον υπεύθυνο της τραγωδίας. Η υπέροχη φωτογραφία, το μοντάζ, η μουσική, ο ήχος, η φωτογραφία και κυρίως οι υποκριτικές ικανότητες των πρωταγωνιστών συμβάλουν στη δημιουργία μιας πραγματικά σπουδαίας ταινίας. Από το καστ ξεχωρίζουν η Valeria Bruni Tedeschi στο ρόλο της μεγαλοαστής, ο Fabrizio Bentivoglio στο ρόλο του αχώνευτου Ντίνο, η Matilde Gioli, στο ρόλο της δυναμικής κόρης του και η Valeria Golino ως σύζυγος του. Η ταινία απέσπασε επτά Βραβεία (Καλύτερης ταινίας, Καλύτερου Σεναρίου, Α’ Γυναικείου Ρόλου, Β΄ Γυναικείου, Β’ Ανδρικού, Καλύτερου Μοντάζ, Καλύτερου Ήχου), στα Βραβεία της Ιταλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου «David di Donatello» (2014), το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στις Χρυσές Σφαίρες της Ιταλίας και ήταν η επίσημη υποψηφιότητα της χώρας της για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας (2015.) Η Valeria Bruni Tedeschi τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας, στο Tribeca Film Festival (2014) |
Ο Πιανίστας (The Pianist)
Πολωνία, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, 2002. Διάρκεια: 148'. Σκηνοθεσία: Roman Polanski. Σενάριο: Ronald Harwood από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του πιανίστα Wladyslaw Szpilman «Death of a city». Πρωταγωνιστούν: Adrien Brody, Thomas Kretschmann, Frank Finlay, Maureen Lipman, Ed Stoppard. «Ο Πιανίστας» είναι ένα αληθινό αριστούργημα, άψογο τεχνικά και ουσιαστικά, συγκινητικό, ρεαλιστικό με δόσεις αισιοδοξίας, αλλά κυρίως με σεβασμό στα εκατομμύρια θύματα του Ολοκαυτώματος. Ένας ύμνος στη δύναμη της μουσικής και του ανθρώπου που αντέχουν στη φρίκη του πολέμου. Ο μάστορας της 7ης τέχνης Roman Polanski, ασχολείται εδώ με την πλέον οδυνηρή περίοδο της πολωνικής ιστορίας και καταθέτει προσωπικές ανησυχίες, γνώσεις και εμπειρίες, από την σκοτεινή και τραυματική παιδική του ηλικία, όταν κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, ζούσε στο γκέτο της Βαρσοβίας. Ο Rajmund Roman Thierry Polanski, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στο Παρίσι από Πολωνούς γονείς στις 18 Αυγούστου του 1933. Όταν ήταν 3 ετών η οικογένειά του μετακόμισε στην Κρακοβία. Το 1941 ο πατέρας του εξορίστηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στην Αυστρία και η μητέρα του στο Άουσβιτς από όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Ο ίδιος μετά τον πόλεμο φιλοξενήθηκε από αρκετές Πολωνικές οικογένειες και αργότερα επανασυνδέθηκε με τον πατέρα του. Το φιλμ είναι βασισμένο στην ιστορία ενός από τους εκλεκτότερους βιρτουόζους πιανίστες του 20ού αιώνα, του 27χρονου, τότε, ιδιοφυή και χαρισματικού Πολωνο-εβραίου Βλάντισλαβ Στζπίλμαν, που όλη η οικογένειά εξοντώθηκε στο γκέτο και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, ο Χίτλερ κάνει το πρώτο βήμα για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εισβάλλοντας στην Πολωνία. Ο Στζπίλμαν εργάζεται στο Κρατικό Ραδιόφωνο της Βαρσοβίας. Το κτίριο καταστρέφεται από βομβαρδισμό της γερμανικής αεροπορίας την ώρα που εκείνος παίζει μια μελωδία του Σοπέν. Ο Βλαντισλάβ επιστρέφει σπίτι του όπου μαθαίνει ότι η Βρετανία και η Γαλλία έχουν κηρύξει ήδη τον πόλεμο στη Γερμανία. Πιστεύοντας ότι η αιματοχυσία θα τελειώσει σύντομα, αυτός και η οικογένειά του γιορτάζουν το γεγονός. Ωστόσο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής που ακολουθεί την ήττα της Πολωνίας οι συνθήκες διαβίωσης των Εβραίων σταδιακά χειροτερεύουν και τα δικαιώματά τους περιορίζονται. Κάθε οικογένεια επιτρέπεται να έχει ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό, όλοι πρέπει να φοράνε το διακριτικό περιβραχιόνιο με το Αστέρι του Δαβίδ. Το 1940, συγκεντρώνονται στο Εβραϊκό Γκέτο όπου οι στερήσεις, οι κακουχίες, η πείνα, η καταδίωξη, οι κάθε λογής εξευτελισμοί από τους ναζί και ο συνεχής φόβος των βασανιστηρίων και του θανάτου ταλαιπωρούν όλη την Εβραϊκή κοινότητα. Μετά τις 20 Ιανουαρίου του 1942, όταν οι χιτλερικοί κατέληξαν στην «Τελική λύση» του εβραϊκού ζητήματος, την εξόντωση δηλαδή όλων των εβραϊκών πληθυσμών που κατοικούσαν στις κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες, οι Εβραίοι της Πολωνίας μεταφέρονται μαζικά στις εγκαταστάσεις του στρατοπέδου εξολόθρευσης της Τρεμπλίνκα. Ο Βλαντισλάβ, την τελευταία στιγμή, δεν επιβιβάζεται στην μοιραία αμαξοστοιχία χάρη σε ένα οικογενειακό φίλο, αστυνομικό στο Γκέτο. Μακριά πλέον από την οικογένειά του, μεταφέρεται από κρυψώνα σε κρυψώνα στα ερείπια της βομβαρδισμένης πόλης και όποτε μπορεί εργάζεται ως εργάτης-σκλάβος στις γερμανικές μονάδες κατασκευής. Οι προπολεμικές γνωριμίες του με άτομα από μια ομάδα αντιστασιακών, η βοήθεια όσων μη-Εβραίων γνωστών του τον θυμούνται ακόμα και κυρίως η παρέμβαση ενός μουσικόφιλου γερμανού αξιωματικού, θα τον βοηθήσουν να επιβιώσει. Όλο το διάστημα μέχρι τη λήξη του πολέμου ο Στζπίλμαν αγωνίζεται με απίστευτο πόνο να επιβιώσει, χωρίς καμία διάθεση παθητικότητας ή μοιρολατρίας. Παράλληλα καταγράφει στη μνήμη του σκηνές από την κτηνώδη ανθρωποφαγία που συντελέστηκε στο όνομα μιας ανύπαρκτης ανώτερης φυλής τις οποίες αργότερα καταγράφει στο βιβλίο του «Death of a city». Το φιλμ, αγαπήθηκε πολύ από το κοινό. Η απήχησή του οφείλεται στο γεγονός ότι είναι από κάθε άποψη ένα αριστούργημα αλλά και τρεις σε επιπρόσθετους, επιμέρους λόγους. Ο πρώτος είναι η στενή σύνδεση του έργου με τη μουσική και πιο συγκεκριμένα με την κλασική μουσική του Σοπέν. Ο δεύτερος είναι ότι σε αντίθεση με άλλες ταινίες του είδους (ακόμα και της πιο γνωστής σε όλους της «Λίστας του Σίντλερ» του Στήβεν Σπίλμπεργκ) που εμφανίζουν τους Εβραίους να δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, εδώ παρουσιάζεται και η άλλη πλευρά, αυτή των Εβραίων που πίστεψαν πως αν πρόκειται να πεθάνουν, αυτό πρέπει να γίνει με αξιοπρέπεια και το κεφάλι ψηλά. Και η τρίτη είναι ότι η ταινία μεταφέρει ένα κλίμα ελπίδας, μια αίσθηση αισιοδοξίας: ακόμα και μέσα στην κτηνωδία και το ζόφο και όσο υπάρχουν άνθρωποι ,δίπλα στην βαρβαρότητα θα επιβιώνουν ο ηρωισμός, η ανθρωπιά και αλληλεγγύη. Και κάποτε θα είναι οι νικητές. Αυτή η διαφορά στην προσέγγιση διατυπώνεται στην απάντηση του ίδιου του σκηνοθέτη σε ερώτηση πως τολμάει και δείχνει άθλιους Εβραίους στο γκέτο της Κρακοβίας: «Μα είναι ιστορική αλήθεια. Η ταινία μου δεν είναι χολιγουντιανό παραμύθι. Υπήρξαν καλοί και κακοί Εβραίοι, όπως υπάρχουν καλοί και κακοί Γερμανοί, Γάλλοι, Πολωνοί. Υπάρχουν παντού και θα υπάρχουν πάντα. Είναι εντελώς ανθρώπινο». Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να δώσει το μέγεθος της καταστροφής της πόλης με τρόπο μαγευτικό. Παρουσιάζει ρεαλιστικά τις φρικαλεότητες που έζησαν και τις αγωνιώδεις προσπάθειες που έκαναν εκατομμύρια άνθρωποι, Εβραίοι και μη, για να επιβιώσουν κερδίζοντας το ενδιαφέρον, τη συγκίνηση και το θαυμασμό θεατή σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Το σενάριο είναι απόλυτα ισορροπημένο, κρατά καθηλωμένο το θεατή χωρίς να τον κουράσει ούτε για μια στιγμή. Η αγωνία κυριαρχεί, η δραματική ένταση κάνει τα συναισθήματα να εναλλάσσονται διαρκώς από την αγωνία, την θλίψη, τον φόβο και τον αποτροπιασμό στη χαρά τις στιγμές που ο ήρωας ξεφεύγει από βέβαιο θάνατο και τελικά στην ψυχική ηρεμία και την ανακούφιση στην αίσια κατάληξη του έργου, την νίκη του πρωταγωνιστή και την αποκατάσταση της ηθικής τάξης με την ολοκληρωτική συντριβή των ναζιστικών στρατευμάτων. Ο ηθοποιός Adrien Brody, στον οποίο ο σκηνοθέτης κατέληξε αφού προηγουμένως είχε κάνει δοκιμαστικά και είχε απορρίψει 1400 συναδέλφους του, δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες που έχουμε παρακολουθήσει σε ταινία, αποδίδοντας καταλυτικά το ρόλο του και το ίδιο συμβαίνει με όλους τους ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ή δευτερεύοντες ρόλους. Το φιλμ δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές, κερδίζοντας 52 βραβεία από 71 συνολικά υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων ο Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες (2002) και τρία Όσκαρ: Καλύτερου Ηθοποιού (Brody) Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου (Howard) και Σκηνοθεσίας (Polanski). Σε μια περίοδο που οι εθνικιστικές και ρατσιστικός απόψεις εμφανίζονται ιδιαίτερα ενισχυμένες στο δημόσιο λόγο, η προβολή τέτοιων έργων είναι μια μικρή, ελάχιστη ίσως, συμβολή στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και κυρίως στην αντιμετώπιση μισαλλόδοξων απόψεων. Εξάλλου ο κινηματογράφος, εκτός των άλλων, συχνά γίνεται ο φορέας της συλλογικής μνήμης και αφύπνισης ώστε να μην επιτρέψουμε να υπάρχουν πάλι τέτοια βάρβαρα φαινόμενα στην ανθρώπινη ιστορία. Γιατί, τελικά, το «Ολοκαύτωμα», η μεγαλύτερη γενοκτονία της παγκόσμιας ιστορίας συνέβη στην πραγματικότητα. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=u_jE7-6Uv7E το trailer της ταινίας |
Γαμήλιο Πάρτι (Xi Yan/ The Wedding Banquet)
Το «Γαμήλιο πάρτι» είναι μια σύγχρονη, πολυπολιτισμική, τρυφερή και ρομαντική κωμωδία λαθών, παρεξηγήσεων και εξαπατήσεων, που παρουσιάζεται με λεπτότητα, πάθος και χιούμορ από τον Ang Lee, έναν από τους καλύτερους σκηνοθέτες της ασιατικής ηπείρου. Μια εξαιρετική μελέτη για τις οικογενειακές σχέσεις, την αντίθεση παραδοσιακού και μοντέρνου, τις προσδοκίες των γονιών από τα παιδιά τους και την ελευθερία επιλογής στο πλαίσιο των κυρίαρχων κοινωνικών ηθών, εθίμων και παραδοσιακών αξιών. Αν υπάρχει ένας μετανάστης που μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει μια επιτυχημένη ζωή στον τόπο προορισμού του, αυτός είναι ο Wai-Tung, ένας νεαρός γκέι Κινέζος από την Ταϊβάν, ιδιοκτήτης ακινήτων, που στα τέλη της δεκαετίας του '20 συζεί με τον αμερικανό σύντροφό του Simon, σε έναν όμορφο πλακόστρωτο δρόμο στο Μανχάταν και βιοπορίζεται από τη διαχείριση των κτιρίων του. Όλα εξελίσσονται πολύ καλά στη ζωή του, εκτός από το γεγονός ότι οι γονείς του, με γράμματα και τηλεφωνήματα, τον πιέζουν να βρει μια όμορφη και καλή κινέζα να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί. Δεν περνά από το μυαλό τους ότι είναι ομοφυλόφιλος και ο ίδιος αδυνατεί να τους ενημερώσει. Όταν οι πιέσεις γίνονται υπερβολικές, ο Simon καταστρώνει ένα ευφυέστατο σχέδιο για να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι. Ο Wai-Tung θα πρέπει να κάνει έναν λευκό γάμο με την Wei-Wei, μια νεαρή Κινέζα ζωγράφο ενοικιάστρια σε μια από τις σοφίτες του, που τον φλερτάρει, είναι άφραγκη, αδυνατεί να πληρώσει το ενοίκιο και στην απόγνωση της σκέφτεται να επιστέψει στην Κίνα. Αυτή θα κερδίσει την υποχρεωτική για να μείνει στην Αμερική πράσινη κάρτα. Οι γονείς του θα ικανοποιηθούν, θα πάψουν να τον πιέζουν και το σπουδαιότερο θα μείνουν μακριά. Το γκέι ζευγάρι ανενόχλητο θα μπορεί να απολαμβάνει τον έρωτά του. Το σχέδιο μπαίνει σε εφαρμογή, οι γονείς ενημερώνονται για τον αρραβώνα, αλλά τα πράγματα παίρνουν απροσδόκητη τροπή όταν αποφασίζουν να κάνουν ένα ταξίδι έκπληξη στην Αμερική. Καταφτάνουν λάμποντας από ευτυχία και παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. Πιέζουν για την επίσπευση του γάμου. Λόγοι υπάρχουν. Ο πατέρας είναι γέρος και άρρωστος, ίσως δεν έχει άλλες ευκαιρίες για μακρινά ταξίδια και επιπλέον θέλει, πριν πεθάνει να κρατήσει εγγόνια στην αγκαλιά του. Ο πολιτικός γάμος δεν είναι το όραμά τους, επιθυμούν ένα κανονικό, παραδοσιακό κινέζικο γάμο. Σαν από μηχανής θεός ένας παλιός φίλος του πατέρα, τώρα επιτυχημένος ιδιοκτήτης ενός πολυτελούς εστιατορίου στη Νέα Υόρκη, προσφέρεται να οργανώσει μια σωστή κινέζικη γαμήλια δεξίωση. Η εκδήλωση περιλαμβάνει ένα πλούσιο μενού με όλες αυτές τις, χάρμα οφθαλμών, διακοσμήσεις και στην διάρκειά της παρουσιάζονται άπειρες ευκαιρίες για δραματική και κωμική ειρωνεία μεταξύ της νύφης και του γαμπρού, καθώς περιφέρουν την παρωδία τους μέσα σε ένα πλήθος τρισευτυχισμένων και ανυποψίαστων φίλων και συγγενών. Τελικά λίγο η παράδοση, λίγο το αλκοόλ θα βγάλουν τα πράγματα από την προγραμματισμένη πορεία τους και θα προκαλέσουν μεγάλες ανατροπές. Οι περισσότεροι φίλοι του κινηματογράφου γνωρίζουν τον Ang Lee από τις ταινίες «Το μυστικό του Brokeback Mountain» και «Η ζωή του Πι» για τις οποίες βραβεύτηκε με Όσκαρ σκηνοθεσίας και αγνοούν τις γλυκές μικρές, κλασικές σήμερα, δημιουργίες με τις οποίες ξεκίνησε την καριέρα του. Το «Γαμήλιο Πάρτι» μαζί με τις ταινίες «Φαί, ποτό, αρσενικό, θηλυκό» (που το Cine-Δράση πρόβαλε το καλοκαίρι) και «Μαθήματα Ισορροπίας» συγκροτούν μια τριλογία που ο ίδιος ο σκηνοθέτης αποκαλεί ειρωνικά «Ο πατέρας ξέρει καλύτερα» και αφορά την χαλαρότητα των οικογενειακών δεσμών στην σύγχρονη εποχή, τη διαρκή επίδραση της παράδοσης στην κοινωνία, την οικογένεια και τα άτομα, καθώς και τη δυσκολία συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών. Ο σκηνοθέτης προσεγγίζει τo ευαίσθητο θέμα της ομοφυλοφιλίας με σεβασμό και αξιοπρέπεια μέσα από ένα καθημερινό, ρεαλιστικό πρίσμα. Σκηνοθετεί το υλικό του με ηρεμία και χαμηλούς τόνους χωρίς να πιέζει για μεγάλες δραματικές ή κωμικές εξάρσεις. Βέβαια υπάρχουν ξεκαρδιστικές σκηνές όπως εκείνη που ο Wai-Tung, πιεσμένος από τους γονείς του χρησιμοποιεί μια υπηρεσία γνωριμιών, αλλά για να αποκλείσει την πιθανότητα να βρεθεί η τυχερή απαιτεί να είναι τραγουδίστρια της όπερας. Στην πορεία ανακαλύπτει με έκπληξη ότι η υπηρεσία μπορεί του παρέχει μία. Οι νεότεροι και σχετικά άγνωστοι ηθοποιοί αποδίδουν εύστοχα τα συναισθήματα και τους φόβους των ηρώων τους καθώς και το αμήχανο κλίμα της κατάστασης στην οποία τους οδήγησε η σκευωρία που οργάνωσαν. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Mitchell Lichtenstein, στο ρόλο του αξιαγάπητου Simon. Αλλά οι μεγαλύτερης ηλικίας ηθοποιοί, ιδιαίτερα ο Sihung Lung (μόνιμος συνεργάτης του σκηνοθέτη, πρωταγωνιστής και στις τρεις ταινίες της άτυπης τριλογίας του), είναι μαγευτικοί. Οι θεατές επίσης θα διαπιστώσουν ότι αυτός ο ταϊβανέζικος γάμος που γίνεται σε αμερικάνικο έδαφος έχει πολλά κοινά με τους γάμους εδώ στην Ελλάδα. Από την πίεση των γονιών στα παιδιά να παντρευτούν «για να δουν εγγόνια» μέχρι το χτύπημα των πιρουνιών (εδώ κινέζικα ξυλάκια) σε πιάτα και ποτήρια για να φιληθεί το ζευγάρι. Το φιλμ ήταν υποψήφιο για Οσκαρ και Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης ταινίας και κέρδισε 12 Βραβεία από 21 συνολικά υποψηφιότητες, ανάμεσα τους την Χρυσή Αρκούδα στο Φεστιβάλ Βερολίνου (1993) και το Μεγάλο Βραβείο και το Βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ της Ντωβίλ (1993). Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=5kVkRhXt3S4 το trailer της ταινίας |
Ένας χωρισμός (Jodái-e Náder az Simin)
Το φιλμ «Ένας χωρισμός» του Ιρανού Asghar Farhadi, είναι συνδυασμός δράματος χαρακτήρων και κοινωνικής τοιχογραφίας με στοιχεία θρίλερ. Ένα αριστουργηματικό πορτραίτο της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας και των ταξικών, οικονομικών, θρησκευτικών και ενδοοικογενειακών συγκρούσεων που συντελούνται εντός της, διαβρώνουν τον κοινωνικό ιστό, ψαλιδίζουν με κάθε τρόπο τις φιλοδοξίες και την ανεξαρτησία της σύγχρονης γυναίκας και οδηγούν κάθε άνθρωπο στην απώλειας της ασφάλειας, της αξιοπρέπειας και της ηθικής του. Ένα από τα πολλά θετικά της ταινίας είναι το γεγονός ότι χωρίς να χάνει σε ρυθμό και σασπένς δεν αφήνει ασχολίαστη καμία πλευρά της καθημερινής ζωής στο ισλαμικό αυτό κράτος. Η οικονομική κρίση, η αφόρητη νομοθεσία, η αίσθηση εγκλωβισμού από το πανταχού παρόν καταπιεστικό καθεστώς, η καταπάτηση των προσωπικών δικαιωμάτων, ο τρόπος που ο θρησκευτικός φανατισμός και οι συντηρητικές αντιλήψεις εισβάλλουν στην καθημερινότητα και επηρεάζουν τις επιλογές και τις αντιδράσεις των ανθρώπων, οι έμφυλες σχέσεις, οι ταξικές διακρίσεις, τα ηθικά διλήμματα, το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, η αντιμετώπιση των ηλικιωμένων, ο ρόλος των παιδιών και πάνω από όλα η ανυπαρξία κάθε δυνατότητας προσωπικής επιλογής. Το σενάριο περιστρέφεσαι γύρω από μια σειρά μικρές τραγωδίες που συμβαίνουν στα μέλη δύο συνδεδεμένων μεταξύ τους οικογενειών του σύγχρονου Ιράν. Η μία είναι κοσμική και ανήκει στο μικρομεσαίο κοινωνικό στρώμα. Οι δύο σύζυγοι, ο Ναντέρ και η Σιμίν, μετά από 14 χρόνια γάμου, βρίσκονται μπροστά στον δικαστή ζητώντας άδεια να πάρουν διαζύγιο. Εδώ τους έχει φέρει η επιθυμία της συζύγου, που δεν χάνει ευκαιρία να επαναλαμβάνει ότι αγαπά τον άντρα της και αν την διεκδικήσει θα επιστρέψει, να μεταναστεύσει κάπου στη Δύση γιατί δεν θέλει να μεγαλώσει η 12χρονη κόρη τους στο περιοριστικό για τις γυναίκες καθεστώς του Ιράν. Ο σύζυγος αρνείται να φύγει γιατί αισθάνεται την ανάγκη να φροντίζει τον ανήμπορο και πάσχοντα από Αλτσχάιμερ πατέρα του. Η Σιμίν φεύγει από τη συζυγική εστία και επιστρέφει στους γονείς της εν αναμονή της τελικής απόφασης για το μέλλον της οικογένειας, το βάρος της οποίας έχει αναθέσει στο ανήλικο παιδί τους. Αυτό πρέπει να διαλέξει με ποιον από τους δύο γονείς θα μείνει. Η δεύτερη οικογένεια είναι θρησκευτική και ανήκει στην εργατική τάξη. Ένας πατέρας με οικονομικά και ψυχολογικά προβλήματα, έμπλεος οργής την οποία τροφοδοτούν οι ενοχές που προκαλεί η αδυναμία του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Μια μητέρα, η Ραζιέ, καταπιεσμένη, ταλαιπωρημένη και τρομοκρατημένη, έγκυος στον 4ο μήνα γεγονός που κρύβει το φαρδύ μαύρο τσαντόρ της, και μια μικρή κόρη γεμάτη ήθος και ειλικρίνεια. Η Ραζιέ λέει ψέματα στον άντρα της και κρυφά, για να βοηθήσει τα οικονομικά της οικογένειας, αναλαμβάνει την φροντίδα του πατέρα του Ναντέρ, τις ώρες που αυτός λείπει στη δουλειά. Μια μέρα, επιστρέφοντας ξαφνικά στο πατρικό σπίτι, βρίσκει έντρομος τον ανήμπορο πατέρα του μόνο, σχεδόν ημιθανή, σωριασμένο στο πάτωμα. Επιπλέον ανακαλύπτει ότι λείπουν χρήματα. Ενοχοποιεί την Ραζιέ, διαπληκτίζονται και παρόλο που αυτή ισχυρίζεται ότι δεν έχει κλέψει δεκάρα, εξοργίζεται μαζί της, την σπρώχνει βίαια και την διώχνει. Την επόμενη μέρα μαθαίνει ότι από το σπρώξιμο η έγκυος γυναίκα απέβαλε. Σύμφωνα με το ιρανικό δίκαιο ο θάνατος εμβρύου είναι δολοφονία οπότε βρίσκεται κατηγορούμενος για φόνο και αντιμέτωπος με εξοντωτικές ποινές. Μια διαμάχη ξεσπά ανάμεσά τους η οποία γρήγορα συμπαρασύρει όλα τα μέλη και των δύο οικογενειών, ακόμα και τα παιδιά και γρήγορα μετατρέπεται σε ένα φρικτό πόλεμο αντιφάσεων, φόβων, κατηγοριών, ενοχών, ανακρίσεων, συγκρούσεων, που συνταράσσει και τελικά διαλύει τις δύο οικογένειες. Ο Asghar Farhadi προσεγγίζει το θέμα του ανθρωποκεντρικά και αφηγείται την ιστορία του με φυσικότητα, ρεαλισμό, δύναμη, ρυθμό, λεπτότητα, οξυδέρκεια και ισορροπία ανάμεσα στην αγωνία και την συγκίνηση, αποδεικνύοντας ότι είναι ένας ξεχωριστός σκηνοθέτης. Όλοι οι ηθοποιοί ενσαρκώνουν τους χαρακτήρες τους με φυσικότητα, χωρίς υπερβολές και ταιριάζουν απόλυτα στις αντιδράσεις και τα συναισθήματα των ηρώων που υποδύονται. Η μουσική είναι σπάνια, αλλά αυτό σχεδόν δεν γίνεται αντιληπτό γιατί η σκηνοθετική προσέγγιση την κάνει περιττή. Το αριστοτεχνικό σενάριο και οι πνευματώδεις διάλογοι παρασύρουν τους θεατές σε μια διαρκή αναζήτηση απαντήσεων σε αμείλικτα ερωτήματα γύρω από το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια. Συμβαίνουν στο Ιράν; Ναι. Αλλά μπορούσαν να συμβαίνουν και εδώ, μπορούσαν και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της γης. Απλά ο κάθε λαός καλείται να τα αντιμετωπίσει με όπλο την δική του διαφορετική από τις άλλες, κουλτούρα, τα δικά του ήθη, έθιμα και αντιλήψεις. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Το κάθε άτομο παίρνει τις αποφάσεις του με βάση αυτά που το καθορίζουν, το πως μεγάλωσε, τι πιστεύει, τι ανάγκες έχει, τι είδους κράτος τον συνδράμει στις δυσκολίες του ή του προσθέτει εμπόδια στο δρόμο του. Το φιλμ απέσπασε 53 Βραβεία από τα 71 που είχε προταθεί, ανάμεσα τους Χρυσή Σφαίρα και Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (2012), Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου (2012) Αργυρή Άρκτο Γυναικείας Ερμηνείας (από κοινού στις τρεις πρωταγωνίστριές της) και την Αργυρή Άρκτο Ανδρικής Ερμηνείας (επίσης από κοινού στους άνδρες πρωταγωνιστές). Η υποδοχή του κοινού ήταν ευρύτατη, αλλά στην χώρα του ήταν ιδιαίτερα αντιφατική. Στην αρχή λόγω και της διεθνούς αναγνώρισης του σκηνοθέτη απέσπασε μέχρι και την υποστήριξη της ιρανικής κυβέρνησης στην πραγματοποίηση της. Στην πορεία διάφοροι υπέρμαχοι του ιρανικού καθεστώτος, ταύτισαν την εικόνα που προβάλει η ταινία με «την βρώμικη εικόνα της ιρανικής κοινωνίας που επιδιώκει η Δύση». Η βράβευσή της στη δυτικά Φεστιβάλ αποδόθηκε αποκλειστικά και μόνον σε καθαρά πολιτικά κίνητρα. Από την άλλη διάφορες προοδευτικές φωνές στην πατρίδα του και στο εξωτερικό τον κατηγόρησαν ότι η έμμεση και ασαφής πολιτική προσέγγιση του αφήνει χώρο για διάφορες ερμηνείες. Επόμενα η κριτική του στην θεοκρατία είναι υποκριτική, αφού μπορεί κάποιος να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι μεν τον Ιράν συντηρητικό, αλλά ο φόβος απέναντι στην κρατική εξουσία και τον ισλαμικό φονταμενταλισμό αναγκάζει τους πάντες να είναι ειλικρινείς. Εμείς είδαμε την ταινία σαν μια υπόγεια και στοχευμένη κριτική στην σημερινή πραγματικότητα του Ιράν, όπου το θεοκρατικό καθεστώς καθορίζει τις ζωές των ανθρώπων αφαιρώντας τους κάθε δυνατότητα προσωπικής επιλογής. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=dgcd8ciqt9w το trailer της ταινίας |
Τόσο Μακριά, Τόσο Κοντά (In Weiter Ferne, So Noah!)
Γερμανία, 1993. Διάρκεια: 144'. Σκηνοθεσία: Wim Wenders. Σενάριο: Ulrich Zieger, Wim Wenders, Richard Reitinger. Μουσική: Laurent Petitgand. Φωτογραφία: Jurgen Jurges. Πρωταγωνιστούν:- Otto Sander, Horst Bucholz, Nastassja Kinski, Bruno Ganz, Solveig Domartin, Rudiger Vogler, Willem Dafoe, Peter Folk, Lou Reed, Mikhail Gorbachev. O Βιμ Βέντερς το 1987, στο διαιρεμένο σε Ανατολικό και Δυτικό Βερολίνο, σκηνοθέτησε «Τα φτερά του Έρωτα», μια ποιητική, ερωτική εξομολόγηση στη ζωή, τους ανθρώπους, την πίστη, την αμφιβολία, τον έρωτα, την αυταπάτη. Το 1993, τέσσερα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους και τρία από την Γερμανική ενοποίηση, σκηνοθετεί την άτυπη συνέχειά της, το φιλμ «Τόσο μακριά τόσο κοντά», μια φανταστική ιστορία για την αγάπη, την καλοσύνη, την αξία να είσαι άνθρωπος και να χτίζεις τη σχέση σου με τον σημερινό χαοτικό και καθόλου αγγελικό κόσμο. Βρισκόμαστε στο ενιαίο πλέον Βερολίνο. Η εποχή και η πόλη έχουν κυριολεκτικά αλλάξει. Πρωταγωνιστές είναι και εδώ οι άγγελοι, πλάσματα τελειότερα από τους ανθρώπους που πάντα στα μάτια τους αντιπροσωπεύουν αυτό που οι ίδιοι θα ήθελαν να γίνουν. Δύο από αυτούς, ο Gassiel που επίσης έχει εκφράσει την επιθυμία να γίνει άνθρωπος και η όμορφη Raphaella, καθισμένοι στην Πύλη του Βρανδεμβούργου παρακολουθούν με αγάπη- αυτή που, κατά τον σκηνοθέτη, λείπει από τον σύγχρονο κόσμο- την έντονη ζωή των κατοίκων της πόλης. Ενώ είναι αόρατοι στους ανθρώπους μπορούν να ακούν τις σκέψεις τους, γνωρίζουν τα πάθη και τις αδυναμίες τους. Αιωρούμενοι ψηλά ανακαλύπτουν τη νέα πραγματικότητα που γέννησε η κατάρρευση του Τείχους: απίστευτη πολυγλωσσία, πορνογραφία, γερμανο-αμερικανική γκανγκστερική δραστηριότητα, βία, εμπόριο όπλων και λογική της κατανάλωσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δείχνουν για την ζωή των πρώην αγγέλων Peter Folk και Dammiel. Ο τελευταίος είχε εκπέσει στη θέση του θνητού στα «Φτερά του Έρωτα», έχει παντρευτεί την Marion, την ακροβάτισσα του τσίρκου που είχε γνωρίσει ως άγγελος, έχει μαζί της μια κόρη, την Doria και διατηρεί πιτσαρία, προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα στον κόσμο των ανθρώπων. Παράλληλα ο Gassiel, παρακολουθεί έναν ντέντεκτιβ που δουλεύει για τον μαφιόζο, έμπορο όπλων και πορνογράφο Baker. Παρά την απαγόρευση να επεμβαίνει στις ζωές των ανθρώπων, σώζει ένα κοριτσάκι που κάνει βουτιά από το μπαλκόνι και αυτόματα μετατρέπεται σε θνητό. Αλλά καθώς είναι αθώος και αφελής δεν μπορεί να διαχειριστεί την ανθρώπινη υπόστασή στην οποία βρίσκεται τόσο ξαφνικά. Η αρχική χαρά του, οι καλές προθέσεις και η θέληση δεν τον βοηθούν να ενταχθεί στην κοινωνία. Ο άνθρωπος που προέκυψε από την έκπτωση του αγγέλου δεν έχει πατρίδα, όνομα, διαβατήριο. Αντίθετα είναι εξόριστος, μετανάστης, πρόσφυγας και ως τέτοιος καταφεύγει σε έναν πλαστογράφο για να αποκτήσει ταυτότητα. Μπλέκει σε διάφορες επιπόλαιες και παράνομες καταστάσεις, χάνεται μέσα στο περιθώριο και τελικά γίνεται μπράβος του Baker. Όντας αντίθετος με τις παράνομες δραστηριότητες του αφεντικού του σχεδιάζει με την βοήθεια των Damiel και Falk να κλέψει τα όπλα και να καταστρέψει τα μηχανήματα αντιγραφής πορνογραφικού υλικού. Αλλά μια αντίπαλη συμμορία τους συλλαμβάνει και ο Gassiel τους σώζει με αντάλλαγμα τη δική του ζωή. Την ποιητική σκηνοθεσία και το πρωτότυπο σενάριο πλαισιώνει ένα ιδιαίτερο καστ. Εκτός από τους επαγγελματίες ηθοποιούς, όλοι εξαιρετικοί στους ρόλους τους, υπάρχει ακόμα ο τραγουδιστής Lou Reed ο οποίος υποδύεται τον εαυτό του το ίδιο και ο Mikhail Gorbachev εμπνευστής της γκλάσνοστ και της περεστρόικα, τελευταίος πρόεδρος της άλλοτε κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης ο οποίος με ένα φύλακα άγγελο καθισμένο στους ώμους του αναρωτιέται: «Μπορεί να οικοδομηθεί με αίμα ένας ασφαλέστερος κόσμος;». Η φωτογραφία ασπρόμαυρη στο μεγαλύτερο μέρος όταν το φιλμ αναφέρεται σε αγγέλους, γίνεται έγχρωμη όταν καταπιάνεται με την ανθρώπινη υπόστασή τους, ενισχύει τη δύναμη του φιλμ. Η μουσική και τα τραγούδια των U2, Nick Cave και Lou Reed είναι από τα δυνατά σημεία της ταινίας. Ιδιαίτερα εκεί που ο Reed τραγουδά με την κιθάρα του: "Το Βερολίνο μετά το Τείχος / Είναι πολύ ωραίο, είναι παράδεισος" προσθέτουν λυρισμό στην ταινία. Και τέλος μπορεί ο τίτλος «Τόσο μακριά, τόσο μακριά» να μοιάζει ποιητικός αλλά αυτός που εκφράζει το περιεχόμενο της ταινίας είναι: "Τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά." Το φιλμ έχει αποσπάσει και εξακολουθεί να αποσπά πολλά Βραβεία στα Φεστιβάλ όλου του κόσμου ανάμεσά τους το Μεγάλο Βραβείο Επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών (1993), το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στα Bavarian Film Awards (1994) και το Χρυσό Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας για τον Jurgen Jurges στα German Film Awards (1994) Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=M9olJQYqYJg το trailer της ταινίας |