Βρετανία 2007. Διάρκεια: 123΄. Σενάριο :Ian McEwan (βιβλίο), Christopher Hampton (σενάριο). Σκηνοθεσία: Joe Wright. Μουσική και μουσική επένδυση: Dario Marianelli. Πρωταγωνιστούν: Keira Knightley , James McAvoy, Brenda Blethyn, Harriet Walter, Saoirse Ronan, Vanessa Redgrave. Το φιλμ με αφορμή το ανεκπλήρωτο πάθος δύο νέων ανθρώπων πραγματεύεται τα αιώνια προβλήματα του έρωτα και της προδοσίας, της οργής και της εκδίκησης, της απώλειας, της ζηλοτυπίας, του φθόνου που συνοδεύεται από κακεντρέχεια, ραδιουργία και εκδικητική μανία. Κυρίως όμως αναφέρεται στην ουσιαστική μεταμέλεια, την κάθαρση, την εξιλέωση και την ουτοπική δυνατότητα αναίρεσης των σφαλμάτων. Αποτελεί μεταφορά στον κινηματογράφο του αριστουργηματικού ομότιτλου βιβλίου του πολυβραβευμένου Άγγλου συγγραφέα Ian McEwan (εκδόσεις Νεφέλη, 2008). Χρονικά η ιστορία διαδραματίζεται στην Βρετανία λίγο πριν και κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το καυτό καλοκαίρι του 1935 η Σεσίλια, η μεγαλύτερη κόρη μιας αριστοκρατικής οικογένειας και ο Ρόμπι, γιος της οικονόμου και του κηπουρού τους, απελευθερώνουν τα αισθήματά τους και είναι έτοιμοι να ζήσουν το πάθος τους. Όμως η μοίρα, με τη μορφή της Μπριόνι της 13χρονης αδελφής της Σεσίλια, έχει άλλα σχέδια. Η μικρή, που τρέφει επίσης ένα εφηβικό έρωτα για τον αγαπημένο της αδελφής της, παρακολουθεί από κοντά και παρερμηνεύει τις περιπτύξεις των δύο ερωτευμένων. Μπερδεύοντας το ερωτικό πάθος με την βία, βρίσκει σε μια σειρά τυχαία γεγονότα την ευκαιρία να κατηγορήσει άδικα τον Ρόμπι για αποτρόπαιες ενέργειες, που αυτός δεν διέπραξε ποτέ, προκαλώντας ένα γαϊτανάκι καταστροφικών εξελίξεων. Η πειστικότητα της είναι τόσο μεγάλη- άλλωστε δεν διατάζει να ψευδομαρτυρήσει- που κανείς, εκτός από το ερωτευμένο ζευγάρι δεν αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της. Η αστυνομία επεμβαίνει, ο αθώος νεαρός συλλαμβάνεται, κρίνεται ένοχος και φυλακίζεται. Η οικογένεια του ισοπεδώνεται. Ο έρωτας του ζευγαριού σταματά πριν ανθίσει και οι ζωές τους καθορίζονται στο εξής από το ανεκπλήρωτο πάθος, τον πόνο της απώλειας και τις προσπάθειες να την διαχειριστούν. Όταν ξεσπά ο πόλεμος, ο Ρόμπι κατατάσσεται στο στρατό και υπηρετεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Η Σεσίλια αφήνει τις σπουδές της και ανταλλάσσει τα προνόμια της αριστοκρατίας με τη δύσκολη ζωή της εθελόντριας νοσοκόμας. Και οι δυο ζουν με την προσμονή της επανασύνδεσής τους, αλλά σταδιακά οι ελπίδες τους εξανεμίζονται. Από την άλλη η Μπριόνι ώριμη πια και γεμάτη τύψεις εκλιπαρεί για συγχώρεση, χωρίς να είναι σίγουρο αν η εξασφάλισή της, θα της προσφέρει την ποθητή εξιλέωση ή θα εξακολουθήσει να μεταφέρει το βάρος της εκδικητικής της μανίας σε όλη τη ζωή της. Τα κίνητρα της μικρής δεν αποκαλύπτονται ποτέ πλήρως. Οι θεατές αντιλαμβάνονται σοκαρισμένοι την παντελή έλλειψη αθωότητας, την ωμή εκδικητικότητα και την υπερβολική ζηλοφθονία που καθορίζουν τον ψυχισμό της έφηβης. Η διαπίστωση ότι οι ενέργειες της έχουν προκληθεί από ένα συνδυασμό παραγόντων όπως η γνωστή σε όλη την οικογένεια αντιπαλότητα προς την μεγαλύτερη αδελφή της, η αχαλίνωτη φαντασία που αργότερα θα την αναδείξει σε επιτυχημένη συγγραφέα και η ζηλοτυπία, απλά επιβεβαιώνουν αυτό που λέγεται συχνά: τα παιδιά είναι ενίοτε σκληρά, σχεδόν βάρβαρα και προς τους συνομηλίκους τους και προς τους μεγάλους. Επιπλέον, αν και είναι εμφανές ότι οι ενέργειες της κατέστρεψαν ανεπίστρεπτα και την δική της ζωή, δεν πείθονται για την ειλικρίνεια της Μπριόνι στην αναζήτηση άφεσης αμαρτιών καθώς δείχνει ότι αντιλαμβάνεται την ενοχή της, αλλά αδυνατεί να κατανοήσει το μέγεθος του κακού που προκάλεσε. Η ταινία είναι ένα κομψοτέχνημα, χάρμα οφθαλμών και πανδαισία αισθημάτων. Αναπαριστά έξοχα το κλίμα της εποχής του μεσοπολέμου. Ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος λειτουργούν με απόλυτο σεβασμό ως προ το πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο. Είναι, κατά γενική ομολογία μάλιστα, από τις λίγες περιπτώσεις που ο γραπτός λόγος μεταφέρεται ισορροπημένα στην μεγάλη οθόνη. Στα θετικά του σεναρίου η εμπνευσμένη επιλογή να δίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις ξεχωριστά η εκδοχή της Μπριόνι για τα γεγονότα και ξεχωριστά αυτή των δυο εραστών. Η χρήση της παράλληλης αφήγησης δεν μπερδεύει τον θεατή, αντίθετα τον βοηθά να κατανοήσει ότι σε κάθε ιστορία υπάρχουν περισσότερες από μία αλήθειες. Ή καλύτερα υπάρχουν τόσες αλήθειες όσοι και οι εμπλεκόμενοι. Το φιλμ διαθέτει εξαιρετική φωτογραφία, καταπληκτική μουσική επένδυση και εμπνευσμένες ερμηνείες από ηθοποιούς που συγκαταλέγονται στους καλύτερους κινηματογραφικούς και θεατρικούς του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Keira Knightley και ο James McAvoy στους ρόλους του ερωτευμένου ζευγαριού, η Brenda Blethyn σε αυτόν της μητέρας του Ρόμπι, οι Harriet Walter, Saoirse Ronan και Vanessa Redgrave στο ρόλο της έφηβης, ενήλικης και υπερήλικης, αντίστοιχα, Μπριόνι, πετυχαίνουν να αποδώσουν την ένταση και το πάθος των ηρώων που υποδύονται. Αλλά είναι ο συγκλονιστικός επίλογος που γράφεται με την περίπου 10λεπτη (και μόνον) ερμηνεία της Vanessa Redgrave που κάνει την ταινία ξεχωριστή και αξέχαστη. Είναι σε αυτό το σημείο, που η Μπριόνι, δια στόματος της εκπληκτικής ηθοποιού πείθει, ότι συνειδητοποιεί τις τρομερές του επιπτώσεις του ολέθριου σφάλματος της. Η «Εξιλέωση» αποτελεί μία από τις καλύτερες βρετανικές ταινίες όλων των εποχών. Δικαίως κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας και 49 ακόμα βραβεία, ενώ είχε συνολικά 147 υποψηφιότητες. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=nzWueRD3XC4 το trailer της ταινίας
0 Comments
Ιαπωνία, 2013. Διάρκεια: 121΄. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Hirokazu Kore-eda. Πρωταγωνιστούν: Masaharu Fukuyama, Machiko Ono, Yôko Maki, Rirî Furankî, JunFubuki, Shôgen Hwang, Arata Iura, Kirin Kiki, Jun Kunimura, Megumi Morisaki, Isao Natsuyagi, Keita Ninomiya. Η ταινία «Πατέρας και γιος» είναι μία τρυφερή, συγκινητική και πρωτότυπη ιστορία, σχετικά με οικουμενικά φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά ερωτήματα «γονιός γεννιέσαι ή γίνεσαι;» «παιδί σου είναι αυτό που γεννάς ή αυτό που ανατρέφεις;». Αφορμή για την ανάπτυξη της πλοκής είναι η ιστορία δύο οικογενειών στην Ιαπωνία οι οποίες ενημερώνονται 6 χρόνια μετά την ταυτόχρονη και στο ίδιο μαιευτήριο γέννηση των παιδιών τους, ότι από ένα «σκόπιμο» λάθος μιας νοσηλεύτριας, που επέλεξε αυτόν τον τρόπο για να εκδικηθεί την διοίκηση του ιδρύματος για μια αδικία σε βάρος της, έγινε ανταλλαγή των παιδιών τους και όλο αυτό το διάστημα μεγαλώνει η καθεμία το βιολογικό παιδί της άλλης. Ο Ριότα, ένας εύπορος, άκαμπτος και φιλόδοξος γιαπωνέζος γιάπης, ζει μια τέλεια, ατσαλάκωτη και αποστειρωμένη ζωή με τη γυναίκα του και τον 6χρονο «γιο» του. Ό,τι έχει το κέρδισε με σκληρή δουλειά, είναι σίγουρος για τις επιλογές και τις προτεραιότητες του και έχει διαμορφώσει την πεποίθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην ανοδική πορεία του στην επαγγελματική και οικογενειακή ζωή. Είναι αυστηρός και απαιτητικός με τη γυναίκα του και το παιδί, του προσφέρει τα καλύτερα από σχολεία έως εξωσχολικές δραστηριότητες ώστε να του εξασφαλίσει ένα λαμπρό μέλλον, αντίστοιχο με το δικό του. Το παιδί μεγαλώνει με αγγλικά, πιάνο, καλούς τρόπους και κάποια ψέματα όταν το απαιτούν περιστάσεις, όπως για παράδειγμα η εγγραφή σε ένα καλό ιδιωτικό σχολείο. Η εργασιομανία του και η πίστη ότι η τρυφερότητα προκαλεί στους αποδέκτες της, ιδίως τα παιδιά, μαλθακότητα έχουν σαν αποτέλεσμα ελάχιστη παρουσία στο σπίτι και ψυχική απόσταση από το παιδί. Στον αντίποδα ο πατέρας της μικροαστικής οικογένειας στην οποία μεγαλώνει ο πραγματικός του γιος δεν είναι τόσο πετυχημένος, ούτε τόσο καλλιεργημένος όσο ο Ριότα. Βέβαια εξασφαλίζει τα απαραίτητα σε όλη του την οικογένεια και το σπουδαιότερο βρίσκει χρόνο για κοινές δραστηριότητες με τα παιδιά (έχει άλλα δύο μικρότερα) και την γυναίκα του, είναι μαζί τους χαλαρός, αστείος, τρυφερός, δοτικός. Χωρίς κόμπλεξ και με απλότητα βρίσκει χρόνο να πετάνε μαζί χαρταετό ή να κάνουν όλοι μπάνιο στην μικροσκοπική μπανιέρα. Με πρωτοβουλία της διοίκησης του νοσοκομείου, που είναι διατεθειμένη να επωμιστεί το οικονομικό κόστος, οι δύο οικογένειες γνωρίζονται και αρχίζουν να περνούν χρόνο μαζί, ώστε από κοινού και σε εύλογο χρονικό διάστημα, να διευθετήσουν το πρόβλημα με τα λιγότερα ψυχικά τραύματα. Παράλληλα ξεκινούν οι νομικές διαδικασίες και η ψυχολογική υποστήριξη για την ανταλλαγή. Τα παιδιά αρχίζουν να περνούν λίγο χρόνο στο σπίτι των πραγματικών γονιών τους. Αλλά οι πρωτόγνωρες καταστάσεις που αντιμετωπίζουν επηρεάζουν το συναισθηματικό κόσμο όλων. Οι άντρες διαμορφώνουν μια ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους, οι γυναίκες γίνονται φίλες και εμπιστεύονται η μία την άλλη. Ο Ριότα ανησυχώντας για τη χαλαρή διαπαιδαγώγηση του γιου του, αμφισβητεί, αρχικά, την ορθότητα της ανταλλαγής και με Σολομώντεια λογική προτείνει να αναλάβει η δική του οικογένεια και τα δυο παιδιά. Στην πορεία αποφασίζει να κρατήσει το παιδί που ανέθρεψε και όχι αυτό που γέννησε, αλλά ούτε και αυτή η λύση θα προχωρήσει όταν διαπιστώσει την αφοσίωση της γυναίκας του στο βιολογικό τους παιδί. Θα την κατηγορήσει, βέβαια, για έλλειψη μητρικού ενστίκτου. Αν το διέθετε, θα έπρεπε κατά τη γνώμη του, αποκλειστικά αυτή, να έχει αντιληφθεί από την αρχή και το τραγικό λάθος. Αλλά στη συνέχεια η συμπεριφορά των ίδιων των παιδιών, η συναναστροφή με τον πατέρα και όλη την άλλη οικογένεια, η διαπίστωση ότι παρά το γεγονός ότι ζουν πιο φτωχικά και χαλαρά, όλα της τα μελή είναι ψυχικά υγιή, χαρούμενα και περισσότερο ευτυχισμένα από αυτά της δικής του, θα ανατρέψουν όλες του τις βεβαιότητες. Για πρώτη φορά στη ζωή του, αυτό το απρόσμενο εμπόδιο, θα τον βγάλει από το αποστειρωμένο κλουβί του και θα τον κάνει να αμφισβητήσει τις αξίες και τις προτεραιότητες του. Κυρίως όμως θα αναρωτηθεί για την ουσία της πατρότητας, το πρότυπο πατέρα που εκπροσωπεί και την βιολογική και ουσιαστική σχέση γονιών και παιδιών. Όπως λέει ο Hirokazu Kore-eda: «Σε ποιο σημείο, ένας πατέρας γίνεται πραγματικά γονιός; Όταν γεννήθηκε η κόρη μου...η σύζυγος μου μεταμορφώθηκε άμεσα σε μητέρα…Πέντε χρόνια αργότερα, πολύ συχνά ακούω να μου λένε πόσο μου μοιάζει…Συγκρίνοντας τα χαρακτηριστικά των προσώπων μας, διακρίνω όντως τις ομοιότητες, αλλά είναι η πατρότητα στο DNA ή στο χρόνο που περνάμε μαζί; Είναι το αίμα ή ο χρόνος; Κάπως έτσι ξεκίνησε το "Πατέρας και Γιος". Όλα μου τα διλήμματα, οι απορίες, και τα πράγματα που έχω μετανιώσει, είναι η πρώτη φορά που τα δίνω απλόχερα στον πρωταγωνιστή της ταινίας μου. Η ταινία τελείωσε, όσο για τον πρωταγωνιστή κι εμένα, τα ερωτήματα παραμένουν.» Ο Hirokazu Kore-eda, ένας από τους πλέον χαρισματικούς Ιάπωνες σκηνοθέτες, που εδώ υπογράφει και το σενάριο, παρουσιάζει μια ταινία, που συγκλονίζει τόσο με το θέμα όσο και με τον τρόπο κινηματογράφησης της. Ακολουθώντας την αναζήτηση των συμπατριωτών του για το ρόλο της οικογένειας σε μια κοινωνία που άλλαξε δραματικά μέσα σε λίγες δεκαετίες, προσεγγίζει το θέμα του με ευαισθησία απέναντι στον άνθρωπο, κατανόηση για την αδυναμία του απέναντι στα παιχνίδια της μοίρας και μας δίνει την προσωπική του εκδοχή για τους παράγοντες που διαμορφώνουν την σχέση Πατέρα-Γιου. Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι εξαιρετικές, ιδίως των δύο μικρών παιδιών που αποδίδουν τους ρόλους τους με ρεαλισμό και φυσικότητα. To φιλμ έχει κατακτήσει πολλά βραβεία στα Φεστιβάλ όλου του κόσμου με προεξάρχοντα το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών (2013), Ειδική Μνεία από την Οικουμενική Επιτροπή και Βραβεία Καλύτερου Α΄ και Β΄ γυναικείου ρόλου από την Ιαπωνική Ακαδημία. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=0--TNYW2dG4 το trailer της ταινίας. Ελλάδα, 2008. Διάρκεια: 125'. Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Σενάριο: Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Πέτρος Μαρκάρης, Tonino Guerra. Πρωταγωνιστούν: Willem Dafoe, Bruno Ganz, Michel Piccoli, Irène Jakob, Christiane Paul, Tiziana Pfiffner, Reni Pittaki, Kostas Apostolidis, Apostolos Mylonas. «Ο Αγγελόπουλος δεν κάνει «σινεμά. Ποίηση δημιουργεί. Αν δεν είχε την κάμερα και κρατούσε πένα, θα ήταν ίσως, ο Σεφέρης. Μόνο αν σταθείς έτσι απέναντι στη δουλειά του μπορείς να της επιτρέψεις να σε αγγίξει. Όλοι μιλάνε για το «υπερ-εγώ» του. Δεν ξέρω. Αυτό που γνωρίζω, είναι πως μια φορά τον συνάντησα τυχαία στο αεροδρόμιο και τον έπιασα διακριτικά από το μπράτσο για να του πω-ως θεατής των ταινιών του ή ως «αναγνώστης» της ποίησης του ένα «ευχαριστώ». Αντέδρασε σχεδόν σα ντροπαλό παιδί, κοίταξε κάτω και ψέλλισε ένα ξαφνιασμένο «εγώ ευχαριστώ». Ακριβώς όπως θα περίμενε κάποιος από έναν πραγματικό δημιουργό. Σπάνιο είδος στην Ελλάδα των ξιπασμένων φελών» Γιώργος Πήττας (σε ένα σχόλιό του στον Πολίτη). Στο χαμόγελο του Μπρούνο Γκανς (πέφτοντας από το πλωτό ταξί στο ποτάμι του Βερολίνου), νομίζουμε πως συμπυκνώνεται ο πλούτος και η ποικιλία των μηνυμάτων που μας στέλνει η νέα ταινία του Θ. Αγγελόπουλου. Ένα χαμόγελο γεμάτο, αποχαιρετισμός μιας γενιάς που δεν υπέκυψε, μιας γενιάς που μετρούσε το χρόνο με γεγονότα. Εμείς χάσαμε -σαν μας λέει- αλλά παίξαμε το παιχνίδι μέχρι τέλους, εσείς; Ένα χαμόγελο ειρωνικό προς την επόμενη γενιά, που ταλαντευόμενη ανάμεσα στο συλλογικό όνειρο και την ατομική καταξίωση, άφησε το ταξίδι στη μέση και έμεινε να μετρά τα γεγονότα με το χρόνο. Ο Γιάκομπ (Μπρούνο Γκανς σε μια ερμηνεία που θα μείνει στην ιστορία) τα έχει ζήσει και τα έχει χάσει όλα. Την κοινωνία που ονειρευόταν, τη χώρα του, τους φίλους του και το μεγάλο του έρωτα, την Ελένη. Αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να παλεύει. Ακόμα και τώρα που τα μαλλιά έχουν ασπρίσει και τα δάχτυλα υγραίνονται, συνεχίζει να διεκδικεί την Ελένη, να την προσκαλεί σε χορό στα σκαλιά του μετρό. Κι όταν αυτή καταρρέει, τότε μόνο συνειδητοποιεί πως ήρθε το τέλος, ενώ ο Σπύρος, έχει από καιρό αποδεχτεί παθητικά την απόφαση της ιστορίας «που μας έβαλε στο περιθώριο». Η Ελένη συλλαμβάνεται στη Θεσσαλονίκη στα χρόνια του εμφύλιου. Ο μεγάλος της έρωτας, ο Σπύρος (Μελισσοκόμος, Ταξίδι στα Κύθηρα), την αναζητά και την βρίσκει στην Τασκένδη. Είμαστε στο 1953. Εξορίζονται και οι δυο στη Σιβηρία, από όπου φεύγουν μετά το θάνατο του Στάλιν. Δυο πλάνα σεκάνς, αυτό της ανακοίνωσης του θανάτου του Στάλιν και αυτό στο βαγόνι (που αιτιολογεί συμβολικά την εξορία), δίνουν αριστουργηματικά το κλίμα της εποχής. Το ταξίδι συνεχίζεται, οι τόποι εναλλάσσονται, ο χρόνος γυρνά πίσω, όχι όμως με φλας μπακ, ο χώρος και ο χρόνος συμπλέκονται, διαστέλλονται και συστέλλονται, ο χρόνος γίνεται ο τόπος της ιστορίας, οι εποχές και οι γενιές συνομιλούν άμεσα, χωρίς διαμεσολαβήσεις. Φιλανδία, Αυστρία, Ρώμη, Νέα Υόρκη, Τορόντο, Βερολίνο, τα σύνορα έχουν πέσει, παγκοσμιοποίηση. Ο Νταφόε, γιος της Ελένης και του Σπύρου, γυρίζει ταινία την ιστορία των γονιών του (Ταξίδι στα Κύθηρα). Εκπροσωπώντας την επόμενη γενιά, ψηλαφεί τις ανοιχτές πληγές του παρελθόντος προσπαθώντας να ανιχνεύσει το παρόν (η σκηνή στο πιάνο με την Πιτακή είναι από τις ωραιότερες της ταινίας). Μένοντας άναυδος αλλά και μετέωρος απέναντι στα γεγονότα, αναζητά κι αυτός την Ελένη, την κόρη του, που παραπαίει στο φόντο ενός άγριου καπιταλισμού (πλάνο σεκάνς με τις μοτοσικλέτες). Την Ελένη που προσπαθεί να καταλάβει, αλλά δεν μπορεί, που το βάρος του παρελθόντος (σκηνικό του παιδικού δωματίου) την πλακώνει, αναζητώντας το τέλος στο κατειλημμένο από άστεγους κτίριο. (Ένας από τους άστεγους έρχεται από τη σκηνή του θανάτου του Στάλιν) Μετά το αρκετά επιτηδευμένο «Λιβάδι που δακρύζει», είναι φανερή η προσπάθεια του σκηνοθέτη να επικοινωνήσει με τον «παλιό» εαυτό του, κρατώντας μεν τον άξονα της νέας τριλογίας, (ατομικό-συλλογικό, έρωτας και επανάσταση, ως υποκείμενα και αντικείμενα της ιστορίας), αλλά αποφεύγοντας επιμελώς τόσο την τεχνική της συναισθηματικής ταύτισης, όσο και την οπτική της «αβάσταχτης ελαφρότητας» των πραγμάτων. Όπως είναι φανερή και η αγωνία του να ξαναβρεθεί με τους «κάτω», λέγοντας μας με λόγια, πως «κάποιοι βιάστηκαν να μιλήσουν για το τέλος της ιστορίας», αλλά και δείχνοντάς μας μέσα από μια προκάτ μεν, αλλά περίτεχνη σκηνή (αυτή του σκονισμένου παλιού μουσικού οργάνου), πως η ταξική πάλη συνεχίζεται και στο χέρι μας είναι να βγει ξανά στο προσκήνιο της ιστορίας. Αρκεί να διώξουμε τη σκόνη; Θα ρωτήσουμε εμείς. Όμως είναι και φανερή η αδυναμία του να προσεγγίσει τη νέα εποχή και τη νέα γενιά και να πιάσει τα σύγχρονα υπόγεια ρεύματα (η μορφή της μικρής Ελένης είναι μάλλον απλουστευτική και ξεπερασμένη από τις εξελίξεις). Κινηματογραφική γλώσσα σταθερή, όπου τα γεγονότα αναγγέλλονται από τους ηθοποιούς και τα μηνύματα αναδείχνονται μέσα από τα πλάνα σεκάνς. Τα αγάλματα (του Σεφέρη;) επαναφέρονται με τα κομμένα κεφάλια (Τοπίο στην ομίχλη, Βλέμμα του Οδυσσέα), μετά την κατάρρευση ίσως θα μπορούσε να προστεθεί κι αυτό του Λένιν (για να συνδιαλέγονται τα αίτια της ήττας;) Οι νεκροί χρόνοι κυριαρχούν ως σημείο τομής του ανθρωπολογικού και του φιλμικού, όπως και η φωνή οf και το espace of (σκηνή αναγγελίας του γάμου), ενώ στην πορεία μειώνονται τα πανοραμίκ εξωτερικά πλάνα και αυξάνονται τα κοντινότερα εσωτερικά, όπως και ο ρυθμός (η επικράτηση του ατομικού απέναντι στο συλλογικό;). Ιδανική η φωτογραφία του Α. Σινάνου και επιβλητική η μουσική της Ε. Καραϊνδρου. Τέλος ο σκηνοθέτης μας αφήνει ένα ανοιχτό παράθυρο με την αναφορά του στην επόμενη ταινία της τριλογίας. Θα είναι άραγε η «Αιώνια επιστροφή» η ανάκληση και ανάπλαση εικόνων -απόκρυφων πτυχών- της σύγχρονης ανθρώπινης ύπαρξης, πάνω στο έδαφος της νέας κοινωνικής πραγματικότητας και των μεγάλων αντιθέσεων (Το παραπάνω κείμενο είναι του Βασίλη Τσιράκη και δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ στις 30 Νοεμβρίου 2008). Όλα τα στοιχεία από το blog: camerastyloonline.wordpress.com Γαλλία 2008. Διάρκεια: 103'. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Sylvie Verheyde. Πρωταγωνιστούν: Léora Barbara, Mélissa Rodriguez, Laëtitia Guerard, Karole Rocher, Benjamin Biolay, Guillaume Depardieu, Jeannick Gravelines. Το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία, και οι ανισότητες σε δύο κοινωνικά διαφορετικές συνοικίες του Παρισιού στη δεκαετία του ΄70, δοσμένα με κριτικό βλέμμα, ευαισθησία, χιούμορ και πρωτοτυπία. Μια βαθιά ανθρώπινη ταινία που συγκίνησε βαθιά κοινό και κριτικούς, όπου κι αν προβλήθηκε. Κοινωνικό φόντο της ταινίας είναι η μετά τον Μάη του ΄68 εποχή, όπου από τη μια καυτά κοινωνικά προβλήματα της επικαιρότητας εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα και από την άλλη οι αγωνιστές έχουν πλέον παραιτηθεί, συμβιβαστεί ή επιλέξει την οδό της μοναχικής αναζήτησης. Σε μια εργατική συνοικία του Παρισιού η εντεκάχρονη Στέλλα, ένα κορίτσι με αισθήματα, προβληματισμό και συσσωρευμένη οργή, ζει με τους γονείς της που διατηρούν μπαρ. Στον όροφο του ίδιου κτιρίου είναι το σπίτι τους και ως εκ τούτου η νεαρή μαθήτρια περνάει τον περισσότερο χρόνο της σε αυτό το σκληρό, για ένα παιδί, περιβάλλον. Εκεί μελετάει τα μαθήματα της, συναναστρέφεται τους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, ζεστούς, με χιούμορ και κάποτε βίαιους θαμώνες του, γίνεται μάρτυρας των προβλημάτων, των αδυναμιών, των εκρήξεων και του αγώνα τους να επιβιώσουν. Παρατηρεί τις συμπεριφορές τους, θυμώνει με τις ενέργειες τους και τις σχολιάζει χωρίς φόβο ή συστολή. Οι γονείς της, δεν αποτελούν και το ιδανικό πρότυπο. Ψευτο-απελευθερωμένοι, προσαρμοστικοί και ανεκτικοί στα όρια της αδιαφορίας, ζουν απορροφημένοι από τα δικά τους προβλήματα και δεν δείχνουν να έχουν την δυνατότητα να μεγαλώσουν ένα παιδί, αν και τους απασχολεί η πρόοδος και η ζωή της. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, με τους θορυβώδεις θαμώνες του μπαρ και όχι παιδιά της ηλικίας της για φίλους, διαμορφώνεται ο χαρακτήρας της Στέλλας. Δεν είναι επιμελής και επειδή δεν της επιβάλλονται ποτέ οι συνήθεις απαγορεύσεις παίζει χαρτιά, μπιλιάρδο, σερβίρει καφέ ή βλέπει τηλεόραση ως πολύ αργά. Αυτή η καθημερινότητα αλλάζει όταν μεταγράφεται σε ένα διαφορετικό και «προσεγμένο» σχολείο για την τελευταία τάξη του δημοτικού. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων, αισθάνεται ξένο σώμα και αταίριαστη. Για πρώτη φορά συνειδητοποιεί ότι δεν ανήκει πουθενά. Ο ατίθασος χαρακτήρας της, σε συνδυασμό με τις αρνητικές εμπειρίες της από το μπαρ, προκαλεί προβλήματα στη συναναστροφή με τους συμμαθητές της και συχνά δέχεται τις επιπλήξεις των νέων της δασκάλων. Στο σχολείο γνωρίζει την Γκλάντις, κόρη διανοούμενων Εβραίων, εξόριστων από την Αργεντινή και πρώτη φορά κάνει μια φίλη της ηλικίας της. Η συναναστροφή της με την καινούρια της φίλη και οι συχνές επισκέψεις στο σπίτι της, οδηγούν την Στέλλα στην ανακάλυψη ενός καινούριου κόσμου, διαφορετικού από τον μικρόκοσμο του μπαρ των γονιών της. Έρχεται σε επαφή με τα βιβλία, τη μουσική και τα τραγούδια της εποχής, οι ορίζοντες της διευρύνονται, διαμορφώνει νέα ενδιαφέροντα, τα οποία μέχρι τότε δεν είχε καν υποψιαστεί ότι υπάρχουν. Στην γνώση και τον πολιτισμό βρίσκει το νόημα και τη διέξοδο που απεγνωσμένα ζητάει στη ζωή της, αρχίζει να κατανοεί διαφορετικά τον κόσμο γύρω της, μεγαλώνει και ωριμάζει, διατηρώντας την παιδικότητα και την αθωότητα της ηλικίας της. Η σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός Sylvie Verheyde, περιγράφοντας μια σχολική χρονιά από τη ζωή της Στέλλας, ουσιαστικά κάνει μια αυτοβιογραφική ταινία για την δική της παιδική και πρώιμη εφηβική ηλικία. Ακολουθώντας μια απλή και χαμηλών τόνων κινηματογραφική γραφή, διανθίζει τις σκηνές της με χιούμορ και όμορφα, συγκινητικά τραγούδια, χαρακτηριστικά της δεκαετίας του '70. Χωρίς ποτέ να καταφεύγει στο μελόδραμα μετατοπίζεται συνεχώς από το χιούμορ στο σχόλιο, από τη μελαγχολία στην χαρά, από την ανάγκη να ανήκεις κάπου στις τάσεις φυγής, εξασφαλίζοντας ζωντάνια και ρεαλισμό στην ταινία. Στα θετικά του φιλμ συγκαταλέγονται η όμορφη φωτογραφία, ο πολύ καλός συνδυασμός ερασιτεχνών και επαγγελματιών ηθοποιών, οι άψογες ερμηνείες όλων τους με κορυφαία την μικρή Leora Barbara, που εδώ, στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση, τονίζοντας με την εκπληκτική ερμηνεία της την εσωστρέφεια, την αθωότητα και την παιδική πονηριά της Στέλλας, του κοριτσιού, που αγωνίζεται με πάθος για να βρει στη ζωή τη θέση που του ανήκει. Όλοι οι συντελεστές προσφέρουν στον θεατή απόλαυση χωρίς διακοπή και μετατρέπουν την μεταμόρφωση της Στέλλας σε μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδας . Η ταινία απέσπασε βραβείο σεναρίου στο Διεθνές Φεστιβάλ της Φλάνδρας (Γάνδη, 2008) και στο Gijón International Film Festival (2008). Στη χώρα μας προβλήθηκε στο 49ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2008 ως τμήμα της ενότητας "Ημέρες Ανεξαρτησίας". Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=VaoesW5CCvQ το trailer της ταινίας. Ιταλία 1975. Διάρκεια 140΄. Σενάριο: Pietro Germi, Leonardo Benvenuti, Piero De Bernardi, Tullio Pinelli . Σκηνοθεσία: Mario Monicelli. Πρωταγωνιστούν: Ugo Tognazzi, Gastone Moschin, Philippe Noiret, Duilio Del Prete, Adolfo Celi, Bernard Blier, Milena Vukotic, Silvia Dionisio. Φωτογραφία: Luigi Kuveiller . Μουσική: Carlo Rustichelli. Μία από τις αριστουργηματικές μαύρες κωμωδίες στην ιστορία του κινηματογράφου που ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς. Ένα φιλμ ειρωνικό, αιχμηρό, δηκτικό και διακριτικό που σατιρίζει κάθε μικροαστική αντίληψη για τις σχέσεις, την κοινωνική αναρρίχηση, την απάτη, το λάθος, την αποτίμηση του έρωτα, τις παρασπονδίες και εκτροπές της πολιτικής. Εν ολίγοις όλα τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη εκείνης της εποχής στην Ιταλία και όλη την Ευρώπη. Την πλοκή της ταινίας πυροδοτούν οι περιπέτειες μιας αντροπαρέας αποτελούμενης από πέντε μεσήλικες, ευυπόληπτους άνδρες. Οι τέσσερις από αυτούς, φίλοι από τα παιδικά τους χρόνια, ζουν στην Φλωρεντία και περνούν κάθε ελεύθερη στιγμή τους μαζί. Πρόκειται για τον Νέκι ιδιοκτήτη μπαρ, τον Περότζι δημοσιογράφο, τον Μελάντρι, αρχιτέκτονα-μηχανικό και τον ξεπεσμένο αριστοκράτη Μασσέτι που τώρα ζει σε ένα υπόγειο με την γυναίκα και την κόρη του, παρασιτώντας με στυλ σε βάρος των υπολοίπων. Ο πέμπτος, ο μεγαλογιατρός Σασαρόλι, προστίθεται στην παρέα στη συνέχεια, όταν ένα από τα περιβόητα ταξίδια της αρχικής ομάδας καταλήγει στο νοσοκομείο που αυτός διευθύνει και όπου ο Μελάντρι, ερωτεύεται και κλέβει τη γυναίκα του, κληρονομώντας όλα τα συμπαρομαρτούντα: παιδιά, σκυλιά, νταντάδες. Αυτή η πενταμελής αντροπαρέα των αμετανόητων πλακατζήδων, που έχουν περάσει τα 50, αλλά αρνούνται να ωριμάσουν, διαθέτει ακόρεστη δίψα για ζωή και μεγάλη διάθεση για τρέλες. Σαν να βιώνουν ακόμα την ανεμελιά των εφηβικών τους χρόνων, διασκεδάζουν σε κάθε ευκαιρία με νεανικό πάθος, σχεδιάζουν και πραγματοποιούν τρομερές φάρσες σε βάρος γνωστών ή αγνώστων, υποψιασμένων και ανυποψίαστων. Η στάση τους αυτή, κρύβει στην πραγματικότητα μια τραγική αντίληψη για τη ζωή, που συνδυάζει απελπισία, μηδενιστικό χιούμορ, και αυτοσαρκασμό, χλευάζει τον Χάροντα ξορκίζοντας το φόβο του θανάτου και προκαλεί τη απονεκρωμένη κοινωνία που κλεισμένη στο καβούκι της δεν αντιδρά σε κανένα ερέθισμα. Η ταινία έχει μεγάλη ιστορία. Ξεκίνησε να γυρίζεται στην Γένοβα από τον καταξιωμένο σκηνοθέτη Πιέτρο Τζέρμι («Διαζύγιο α λα ιταλικά», 1961, «Κυρίες και κύριοι», 1966, «Ατιμασμένη και εγκαταλελειμμένη», 1964), έναν από τους ελάχιστους Ιταλούς που κατέκτησαν Όσκαρ καλύτερης ταινίας, Χρυσό Φοίνικα και Χρυσή Σφαίρα. Ο Τζέρμι είχε την αρχική ιδέα, συν-έγραψε το σενάριο, επέλεξε τους ηθοποιούς και τους χώρους των γυρισμάτων, αλλά αρρώστησε σοβαρά και πέθανε έχοντας όμως προλάβει να χρήσει διάδοχό του στην σκηνοθεσία τον Μάριο Μονιτσέλι, τον μόνον που εμπιστευόταν. Ο νέος σκηνοθέτης έκανε μόνο δύο αλλαγές σε συμφωνία με τον προκάτοχό του. Μετέφερε τα γυρίσματα στην Φλωρεντία, τόπο που γνώριζε καλά και αντικατέστησε τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι με τον Ούγκο Τονιάτσι. Έτσι στην ταινία υπάρχουν δύο σκηνοθετικές υπογραφές. Στους τίτλους αρχής διαβάζουμε: «Μια ταινία του Πιέτρο Τζέρμι» («Un film di Pietro Germi») και μόνον στο τέλος αναφέρεται ότι η σκηνοθεσία είναι του Μονιτσέλι. Και ο Μονιτσέλι είναι μια ξεχωριστή περίπτωση στην ιστορία του σινεμά. Σκηνοθετούσε 50 ολόκληρα χρόνια από το 1949 ως το 1998. Πέθανε το 1998 σε ηλικία 95 χρονών. Στην πραγματικότητα πήδηξε από το παράθυρο του νοσοκομείου που νοσηλευόταν για καρκίνο. Θιασώτης του νεορεαλισμού χαρακτηρίστηκε δικαίως ως ο κορυφαίος της ιταλικής σάτιρας, αλλά διέθετε το χάρισμα να χειρίζεται όλα τα κινηματογραφικά είδη. Στην χώρα μας ταινίες του όπως «Ο κλέψας του κλέψαντος», «Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε», η σάτιρα της ελληνικής δικτατορίας «Θέλουμε τους κολονέλους», αγαπήθηκαν με πάθος και ακόμα συγκινούν το κοινό. Με τους «Εντιμότατους φίλους» σκηνοθετώντας γρήγορα και δυναμικά δημιούργησε ένα τολμηρό αριστούργημα άρτιο σε όλα τα επίπεδα και καθιέρωσε τη λεγόμενη «πικρή» ιταλική κωμωδία. Λεπτό χιούμορ, εξαιρετικής ποιότητας και υψηλού επιπέδου με έντονες πολιτικές αιχμές και μακάβριες αναφορές, ακριβώς στον αντίποδα των κοινότοπων, γεμάτων άσκοπες βωμολοχίες φιλμ της αμερικάνικης κυρίως σχολής του είδους. Ξεχωριστά διασκεδαστικό και συνάμα τραγικό σενάριο που παρουσιάζει καταστάσεις τραγελαφικές και άκρως σουρεαλιστικές και κρατάει το θεατή συγκεντρωμένο στην οθόνη σε όλη τη σχετικά μεγάλη διάρκεια της ταινίας. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών εξαιρετικές. Ο καθένας χωριστά ερμηνεύει το ρόλο του με φυσικότητα και όλοι μαζί συνθέτουν μια εκπληκτική ομάδα, που ανταπεξέρχεται με πλήρη επάρκεια στις απαιτήσεις συνδυασμού δράματος και φάρσας. Η μουσική αναδεικνύει με τον πιο όμορφο τρόπο το σενάριο και όλα τα παραπάνω στοιχεία συνθέτουν μια ταινία που κινείται με αξιοθαύμαστη ακρίβεια ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, σημείωσε στην εποχή της τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία και ακολουθήθηκε από δύο συνέχειες. Το φιλμ κατέκτησε μεγάλο αριθμό Βραβείων στην Ιταλία και το εξωτερικό, ανάμεσά τους το Βραβείο Καλύτερης ταινίας και καλύτερου ανδρικού ρόλου για τον Ugo Tognazzi στα David di Donatello Awards, (1976), Χρυσή Σφαίρα καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού για τον Duilio Del Prete (1976) κ.ά. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=uPxsg_n5Pvk το trailer της ταινίας Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, 2011. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Jean-Pierre Dardenne, Luc Dardenne. Πρωταγωνιστούν: Thomas Doret, Cecile De France, Jeremie Renier, Fabrizio Rongione, Egon Di Mateo. Μια ταινία απλή και συγκλονιστική για τον τρόπο που τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, μέσα στη σύγχρονη, ραγδαία μεταβαλλόμενη και εξαιρετικά σκληρή πραγματικότητα, επιδρούν καταλυτικά στον πυρήνα των οικογενειακών σχέσεων, τις αποδιαρθρώνουν και διαλύουν τους οικογενειακούς δεσμούς. Ένα φιλμ που με συναίσθημα, ανθρωπιά και κυρίως αισιοδοξία για τη συντροφικότητα σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί ο ατομικισμός, πραγματεύεται ερωτήματα όπως η οικογενειακή γαλήνη, η αναζήτηση της αγάπης, η μεταμόρφωση του κόσμου μέσα από την δύναμη της θέλησης, η ανάγκη για εμπιστοσύνη και τα ταμπού που ρυθμίζουν υποκριτικά τις ανθρώπινες σχέσεις. Τρεις ανθρώπινες φιγούρες συναντώνται σε αυτή την ιστορία. Ένα πατέρας ανώριμος και απερίσκεπτος, που μοιάζει να μην έχει συναισθήματα, μια γυναίκα που επιβεβαιώνει ότι πάντα υπάρχει κάποιος που δίνει αγάπη στον καθέναν μας, ακόμα και όταν δεν είμαστε έτοιμοι ή αρνούμαστε να την εισπράξουμε και ένα παιδί που ψάχνει παντού και με κάθε τρόπο να βρει την φροντίδα, την παρέα και το ενδιαφέρον που στερείται. Ο δωδεκάχρονος Σιρίλ μεγαλώνει με τη γιαγιά και τον πατέρα του σε μια οικογένεια από την οποία απουσιάζει η μητέρα. Μετά το θάνατο της γιαγιάς, ο γονιός αδυνατώντας να ανταπεξέλθει οικονομικά, αλλά και να ανταποκριθεί στην ευθύνη της ανατροφής του, ευθύνη που άλλωστε ποτέ δεν ανέλαβε, τον βάζει «προσωρινά» εσωτερικό σε σχολείο της πρόνοιας, από το οποίο μένει εκτός μόνο τα Σαββατοκύριακα. Στη συνέχεια ο πατέρας, στερούμενος κάθε ίχνους πατρικού ενστίκτου, κάνει τα πάντα για να πετάξει από πάνω του τη θηλιά του παιδιού αυτού που θεωρεί λάθος των νεανικών του χρόνων. Σιγά-σιγά, μάλιστα απομακρύνεται από τη ζωή του, προσπαθώντας να χτίσει μια καινούρια δική του. Το παιδί αρνείται να πιστέψει τα σημάδια που πιστοποιούν το ολοφάνερο γεγονός της εγκατάλειψης και ζει με το όνειρο να τον ξαναβρεί και να ξανανεβεί στο ποδήλατό του, που εκείνος έχει κρατήσει. Σκαρφίζεται διάφορους τρόπους για να το πετύχει: το σκάει από το σχολείο, βρίσκει άδειο το πατρικό διαμέρισμα και συνεχίζει την μάταιη αναζήτηση στα στέκια του, ώσπου βλέπει σε μια γειτονική βιτρίνα το ποδήλατο με πωλητήριο γραμμένο από το χέρι του πατέρα. Τότε αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά και απογοητεύεται. Με όσο κουράγιο του μένει συνεχίζει να τον ψάχνει και όταν κάποτε τον βρει θα επιμείνει, παρά την πατρική άρνηση, να συναντηθούν για να μάθει τα κίνητρά του αλλά θα ακούσει τον πατέρα να εξομολογείται ότι δεν θέλει πλέον να τον βλέπει. Εισπράττοντας την πλήρη απόρριψη από αυτόν που θα έπρεπε να του προσφέρει ανυπόκριτη αγάπη και αφοσίωση ο Σιρίλ κλονίζεται, παρουσιάζει έλλειψη ενδιαφέροντος, αδυναμία συνεννόησης, τάσεις φυγής και δείγματα αλλοπρόσαλλης ή βίαιης συμπεριφοράς, ιδίως όταν θεωρεί πως οι «ρεαλιστές» ενήλικες επεμβαίνουν και καταστρέφουν το δικαίωμα του να ονειρεύεται. Γίνεται μέλος μιας συμμορίας εφήβων στους οποίους βρίσκει τη φιλία και καλύπτει την ανάγκη του να ανήκει κάπου. Μαζί τους κάνει διάφορες παρανομίες. Ληστεύει με βίαιο τρόπο έναν άνδρα και το μεγάλο χρηματικό ποσό που αποσπά παράνομα, το προσφέρει στον πατέρα που ξέρει ότι το χρειάζεται. Αυτός, ανίκανος να αντιληφθεί τη σημασία της γενναιόδωρης πράξης του παιδιού, αρνείται τα χρήματα και ασυγκίνητος τον διώχνει με άσχημο τρόπο. Με αυτό το τελειωτικό χτύπημα ο Σιρίλ αντιλαμβάνεται ότι με τίποτα δεν μπορεί να εξασφαλίσει την πατρική αποδοχή. Μόνη φωτεινή πλευρά στη ζωή του νεαρού, όλο αυτό το διάστημα, είναι η τρυφερή Σαμάνθα, μια ιδιοκτήτρια κομμωτηρίου που έχει συναντήσει τυχαία και η οποία τον συμπαθεί και συμφωνεί να τον φιλοξενεί τα Σαββατοκύριακα σπίτι της, ώστε να έχει την δυνατότητα να συγκεντρώνεται και να αναζητά τον πατέρα του. Μαζί με τις γενναίες, παράτολμες και θαυμαστές μάχες του δωδεκάχρονου να αποκρούσει τον προσχεδιασμένο κοινωνικό εξοστρακισμό, παρακολουθούμε την επίμονη και έντονη προσπάθεια της γυναίκας να μοιραστεί μαζί του την αγάπη και τη θαλπωρή που κρύβει στην καρδιά της, να κάμψει τις αντιστάσεις του και να το κάνει να αναγνωρίσει πως τελικά τα πράγματα δεν είναι τόσο σκληρά όσο φαίνονται και ότι είναι καλύτερα να αγωνιζόμαστε για κάτι απτό κι εφικτό, παρά για τις ψευδαισθήσεις μας. Η Σαμάνθα είναι εκείνη, που χωρίς να έχει κάποια συγγένεια μαζί του, τον καταλαβαίνει, τον φροντίζει, τον παρηγορεί, τον στηρίζει ή απλά περνάει χρόνο μαζί του κάνοντας όμορφα πράγματα όπως μια βόλτα με το ποδήλατο ή ένα πικνίκ στην εξοχή. Είναι εκείνη που διεκπεραιώνει τις δοσοληψίες του με την αστυνομία και τελικά κατακτά την εμπιστοσύνη του, τον βγάζει από τη βία που τον κρατά δέσμιο, καταπραΰνει τα νεύρα που τον κάνουν ράκος και τον μετατρέπει σε έναν άλλο, καινούριο άνθρωπο. Ο Σιρίλ αν και αρχικά αντιστέκεται σε μια αγάπη ξένη και μη αναγνωρίσιμη, θα βρει στην πορεία στο πρόσωπο της Σαμάνθα την πατρική φιγούρα που χρειάζεται και ψάχνει απεγνωσμένα και θα νοιώσει την αγάπη που του προσφέρει να απλώνεται ως δίχτυ ασφαλείας γύρω από τη δύσκολη ζωή του. Μέσα από αυτές τις δοκιμασίες θα ενηλικιωθεί απότομα και εκβιαστικά, τη στιγμή που οι ενήλικες γύρω του αδυνατούν να μεγαλώσουν και να αντιμετωπίσουν τις ευθύνες που φέρνει μαζί της η ενηλικίωση. Με το γνωστό κινηματογραφικό τους στυλ, που συνδυάζει αβίαστα την αγριότητα της καθημερινότητας με την αισιοδοξία και τον βαθύ ανθρωπισμό και λυτρώνει τις ψυχές των θεατών και των ηρώων τους, οι αδελφοί Jean-Pierre και Luc Dardenne, δύο φορές ήδη βραβευμένοι με τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών για τη «Ροζέτα» και το «Παιδί» (που το Cine-Δράση έχει προβάλει) φτιάχνουν μια ακόμα εξαιρετική ταινία και κατακτούν, το 2011, το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο ίδιο Φεστιβάλ, εξ ημισείας με το «Κάποτε στην Ανατολία» του Τούρκου Nuri Bilge Ceylan. Ενορχηστρωμένο και απλό σενάριο, αφαιρετική δομή, σύντομη διάρκεια (μόνον 80΄) λιτή και σφιχτή σκηνοθεσία, ρεαλισμός, βαθύς συναισθηματισμός, καθαρή ματιά γεμάτη νοήματα, είναι οι αρετές του φιλμ. Ο Τhomas Doret ζωγραφίζει στο ρόλο του εγκαταλελειμμένου από τον πατέρα παιδιού. Η υπερδραστήρια παρουσία του και η απίστευτη εκφραστικότητά του (ο θυμός, η απογοήτευση, η ελπίδα εναλλάσσονται εκφραστικά στο πρόσωπό του αστραπιαία), κάνουν την ερμηνεία του αξιομνημόνευτη και ανεβάζουν κατακόρυφα την ποιότητα της ταινίας. Ο μητρικός ρόλος ταιριάζει απόλυτα στην Γαλλίδα Cecile de France, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την ερμηνεία της σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Παράλληλα οι δυνατές ερμηνείες των υπόλοιπων χαρακτήρων απογειώνουν την ταινία και καθηλώνουν τον θεατή φέρνοντας τον αντιμέτωπο με τις δικές του αναζητήσεις και ανησυχίες . Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=PrwG4MlQF6s το trailer της ταινίας. Ελλάδα 1956. Διάρκεια: 105’. Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος. Σενάριο: Ιάκωβος Καμπανέλης. Φωτογραφία: Κώστας Θεοδωρίδης. Σκηνικά: Τάσος Ζωγράφος. Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις. Πρωταγωνιστούν: Ντίνος Ηλιόπουλος, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Γιάννης Αργύρης, Θανάσης Βέγγος, Μαρίκα Λεκάκη, Ανέστης Βλάχος, Φρίξος Νάσου. Πολιτική ταινία, κοινωνικό δράμα, φιλμ νουάρ, δαιμονική παραβολή, αλληγορία της πάλης ενάντια στη δεξιά μετεμφυλιακή καταπίεση είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που έχουν αποδοθεί στην ταινία. Σύμφωνα με το Μάριου Πλωρίτη «σηματοδοτεί το πέρασμα του ελληνικού κινηματογράφου από τη νηπιακή ηλικία στην ωριμότητα». Για τον ίδιο τον σκηνοθέτη: «…ο Δράκος ξεκίνησε σαν πολιτική ταινία, να ‘ναι καλά και το σενάριο του Καμπανέλλη. Βρίσκω ότι το κοινό σημείο του βιβλίου με την ταινία είναι η κριτική της αμερικανικής πολιτικής, τότε και τώρα. Ο Δράκος καταγγέλλει την Αμερική, που με τον τεράστιο όγκο της έπεσε πάνω στην πατριδούλα μας σαν να ήταν για τα σκουπίδια…» . Όταν ο Νίκος Κούνδουρος ολοκλήρωσε, το 1956, τα γυρίσματα της ταινίας του «Ο Δράκος», ήταν δεν ήταν τριάντα χρόνων και είχε ήδη περάσει 5 χρόνια εξορίας στη Μακρόνησο. Η κατάσταση στην μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν έχει ομαλοποιηθεί, ο λαός διχασμένος ασφυκτιά από την καταπίεση. Μεγάλος ηττημένος η Αριστερά και η πλειοψηφία του λαού που στήριξε το ΕΑΜ κατά την περίοδο της κατοχής, πληρώνει τώρα τα επίχειρα της τόλμης του στις φυλακές και στα ξερονήσια. Η διάχυτη φτώχεια, οι μαζικές διώξεις, η ανάγκη να ορθοποδήσει σπρώχνει τον κόσμο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Τελικά «Ο Δράκος» βασισμένος σε αυτό το κλίμα της εποχής είναι ένα πολιτικό δράμα με την έννοια του πολίτη, του ατόμου που ζει και βιώνει καθημερινά τα αποτελέσματα της πολιτικής και των πολιτικών. Εκτός από τον Κούνδουρο μερικά από τα πλέον δυνατά ονόματα της ελληνικής τέχνης: Ιάκωβος Καμπανέλλης στο σενάριο, Μάνος Χατζιδάκις στη μουσική με τον Βασίλη Τσιτσάνη στο μπουζούκι, Τάσος Ζωγράφος στα σκηνικά, Ντίνος Ηλιόπουλος, Θανάσης Βέγγος, Γιάννης Αργύρης στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συνεργάστηκαν αρμονικά και κατάφεραν να δημιουργήσουν αυτό που ο François Truffaut αποκαλεί στο Arts Magazine: «Φιλμ συναρπαστικό, με ποιητική έμπνευση, που φτάνει σε στιγμές αληθινής έκστασης». Η πλοκή της ταινίας εκτυλίσσεται στις φτωχογειτονιές του Πειραιά όπου συμβιώνουν φτωχοί με περιθωριακούς και παράνομους, των οποίων η παραβατικότητα συχνά εκλαμβάνεται ως ενέργεια που αποκαθιστά την κατάφωρη αδικία που επικρατεί στην κοινωνία. Ήρωας της είναι ο Θωμάς, ένας ασήμαντος, φοβισμένος, νομιμόφρων και φιλήσυχος μικροαστός με δημόσια θέση (δουλεύει σε τράπεζα) και χαμηλό μισθό, που ζει μια άχαρη, μίζερη και στερημένη ζωή. Είναι μοναχικός, ζει χωρίς οικογένεια, φίλους ή παρέες και περνά μόνος του την Πρωτοχρονιά. Γυρνώντας σπίτι, ανακαλύπτει ότι μοιάζει με έναν γνωστό εγκληματία, καταζητούμενο από την αστυνομία, τον «Δράκο». Δεν πρόκειται για έναν συνήθη κακοποιό αλλά ένα αριστερό άτομο που αντιδρά έντονα στο κατεστημένο και αντιτάσσεται στην άρχουσα τάξη με σκοπό να ωφελήσει το λαό, γεγονός που τον κάνει ιδιαίτερα συμπαθή. Την ομοιότητα με τον κακοποιό ανακαλύπτει και η αστυνομία και για να αποφύγει το κυνηγητό της ο Θωμάς καταφεύγει σε ένα καμπαρέ, το οποίο είναι στέκι μιας συμμορίας αρχαιοκαπήλων που ετοιμάζεται για το μεγάλο κόλπο. Αυτοί πιστεύοντας ότι έχουν απέναντι τους τον πραγματικό «Δράκο», από τις δραστηριότητες του οποίου εμπνέονται, τον δέχονται στις γραμμές τους και θέλουν να τον βάλουν επικεφαλής μιας επιχείρησης κλοπής αρχαιοτήτων. Στο ίδιο καμπαρέ συναντά τη Ρούλα μια γυναίκα που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις και θα του προσφέρει αγάπη. Η ύπαρξη του Θωμά αποκτά νόημα. Στην εγκληματικότητα βρίσκει την ελευθερία που στερείται στην ασήμαντη ζωή του, βολεύεται στις νέες καταστάσεις και αποδέχεται τον ρόλο που έχουν ετοιμάσει για αυτόν οι περιστάσεις και ο περίγυρος. Όταν μάλιστα διαπιστώνει ότι από την ταύτισή του με το Δράκο αντλεί κύρος, αίγλη και σπουδαιότητα ταυτίζεται και οικειοποιείται την προσωπικότητα του κακοποιού. Από εδώ αρχίζει η δοκιμασία και η τελική πτώση. Η αστυνομία τον συλλαμβάνει, αντιλαμβάνεται το λάθος της και διαπιστώνοντας την αθώα του φύση και την κακομοιριά του τον περιγελά για αυτά και τον αφήνει ελεύθερο. Την πραγματική του ταυτότητα ανακαλύπτουν και οι νέοι του σύντροφοι που εξοργισμένοι από την εξαπάτηση τον δολοφονούν, αναφωνώντας: «Παίζεις με τον καημό μας!» Οι μεταπολεμικές ταινίες στο σύνολό τους ήταν ταινίες εμπορικές, από την θεματολογία των οποίων απουσιάζει το ασφυκτικά καταπιεστικό περιβάλλον. Αξιοποιώντας ηθοποιούς με μεγάλη δημοτικότητα αποκτούν απήχηση στην κοινωνία εξασφαλίζουν τεράστια κέρδη και μεγάλη επιρροή στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η πρωτοποριακή ταινία του Νίκου Κούνδουρου, καινοτομώντας στα επίπεδα σκηνοθεσίας, σεναρίου φωτογραφίας και μουσικής, είναι η πρώτη που ξεφεύγει από τον καθαρά ψυχαγωγικό και εμπορικό χαρακτήρα των ταινιών της εποχής και σηματοδότησε την απαρχή του επονομαζόμενου νέου ελληνικού κινηματογράφου. Όταν πρωτοπροβλήθηκε προκάλεσε σκάνδαλο και ήταν τεράστια εισπρακτική αποτυχία. Το κοινό, απροετοίμαστο να διαβάσει τους συμβολισμούς ενός είδους κινηματογράφου που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την κυρίαρχη και στην Ελλάδα, αμερικανική κινηματογραφική κουλτούρα, προπηλάκισε και γιουχάισε την ταινία που κατέβηκε άρον-άρον από τις αίθουσες και καταγγέλθηκε από τον τύπο και τους κριτικούς δεξιούς ή αριστερούς. Οι πρώτοι τυφλωμένοι από τον εθνικισμό τους γράφουν: «Αυτή η ταινία, απίθανος και τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά, καθίσταται εντελώς γελοία, και δεν ηξεύρει κανείς τι πρώτον και τι ύστερον να οικτήρη εκεί μέσα…Την οικτράν εμφάνισιν και κατασυκοφάντησιν της Αστυνομίας; Ή τους αθλιεστέρους και βρωμεροτέρους συνοικισμούς των Αθηνών και του Πειραιώς, όπου εγυρίσθη το ελεεινόν αυτό κατασκεύασμα;» (Άδωνις Κύρου, «Εστία», 1956). Οι δεύτεροι εξαιτίας της άκριτης προσήλωσής τους στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, το ρεύμα τέχνης που τότε «μεγαλουργούσε» στις χώρες του «υπαρκτού» σοσιαλισμού σημειώνουν: «Αποτελεί, χωρίς άλλο, αίσχος για τη χώρα μας το γεγονός ότι θα εκπροσωπηθεί η κινηματογραφική μας παραγωγή στο Φεστιβάλ της Βενετίας με τη γνωστή ταινία “Ο Δράκος” - την αποθέωση δηλαδή του μπουζουκιού, του υπόκοσμου, του σαλταδορισμού και της ασυναρτησίας. Δεν υπάρχει, τέλος πάντων, κανένας αρμόδιος να συγκινηθεί;» (Κώστας Σταματίου, «Αυγή», 1956). Στον αντίποδα βρίσκεται ο διεθνής τύπος : «Πολλές σκηνές σ’ αυτό το περίεργο φιλμ αποδεικνύουν πως η Ελλάδα βρίσκει στο πρόσωπο του Νίκου Κούνδουρου έναν σκηνοθέτη με απεριόριστες δυνατότητες» (The Times, Λονδίνο) . Παρά τις αντιδράσεις «Ο Δράκος» προβάλλεται στο Φεστιβάλ Βενετίας όπου της επιφυλάσσεται εξαιρετικά μεγάλη τιμή και ο Κούνδουρος τοποθετείται στην κορυφή των σκηνοθετών της εποχής του. Είναι η πρώτη ουσιαστική νίκη του ελληνικού κινηματογράφου. Αλλά στη χώρα μας χρειάστηκαν δέκα χρόνια σιωπής και ο σκοταδισμός της χούντας για να βρει «Ο Δράκος» τη θέση του και να λειτουργήσει ως αφορμή αντίστασης στη σιωπή που είχαν επιβάλει οι Συνταγματάρχες, προσπαθώντας να πνίξουν στη γένεσή της κάθε ελεύθερη φωνή. Ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να επηρεάζει την παγκόσμια καλλιτεχνική παραγωγή. Αναφέρουμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα του συγγραφέα Jonathan Franzen που στο μυθιστόρημά του «Ελευθερία» (2011) αξιοποιεί το «Δράκο», για να παρουσιάσει την δική τοιχογραφία της Αμερικής του 20ου αιώνα. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να αναδείξει ρεαλιστικά αφενός το κλειστοφοβικό κλίμα της εποχής και αφετέρου την εσωτερική ιδεολογική σύγκρουση ενός φιλήσυχου ανθρώπου, που υπομένει την καταπίεση για να εξασφαλίσει την κοινωνική αποδοχή. Η σκηνοθεσία χαρίζει στη ταινία γνήσια αίσθηση φόβου, απειλής και μελαγχολίας για μια κοινωνία δύσκολη και άγρια, ενώ το τραγικό φινάλε δίνει πολλή τροφή για σκέψη. Ο Χατζιδάκις φτιάχνει ένα μουσικό θέμα-χαλί που ενισχύει την νουάρ αίσθηση, αποδεικνύοντας πόσο καλά ο μεγάλος αυτός συνθέτης γνώριζε τον κινηματογράφο και τους κανόνες του. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος πρωταγωνιστεί στον καλύτερο δραματικό ρόλο της καριέρας του, αποδίδοντας τον ερμηνευτικά με μοναδική ευαισθησία. Τα κοντινά πλάνα και οι σιωπηλές ματιές του, ειδικά όταν αφαιρεί τα δημοσιοϋπαλληλικά γυαλιά του, είναι τα κυριότερα εκφραστικά εργαλεία του. Η ταινία απέσπασε το 1ο Βραβείο στο φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και το Διεθνές Βραβείο Φεστιβάλ Βενετίας 1956, ήταν η πρώτη και για πολλά χρόνια η μοναδική ελληνική που αγοράστηκε από το Μουσείο Κινηματογράφου στο Παρίσι, θεωρείται μία από τις 100 καλύτερες ευρωπαϊκές ταινίες και για πολλά χρόνια (μέχρι το 2016 που την αντικατέστησε ο «Θίασος») η Πανελλήνια Ένωση κριτικών Κινηματογράφου την έχει πρώτη στη λίστα της με τις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=bGMVVERTBX0 το trailer της ταινίας. Γερμανία 2012. Διάρκεια: 105΄. Σκηνοθεσία: Christian Petzold. Σενάριο: Christian Petzold, Harun Farocki. Πρωταγωνιστούν: Nina Hoss, Ronald Zehrfeld, Rainer Bock. «Όταν χάνεις το παρελθόν σου, δε θα έχεις μέλλον» Άννα Σέγκερ Μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου το 1945, η ηττημένη Γερμανία χωρίζεται σε τέσσερις ζώνες κατοχής, τη διοίκηση των οποίων αναλαμβάνουν οι νικήτριες δυνάμεις, ΗΠΑ, Γαλλία, Μ. Βρετανία και ΕΣΣΔ. Με ανάλογο τρόπο χωρίζεται και το Βερολίνο, σε ανατολικό και δυτικό. Το Μάρτιο του 1948 οι Δυτικές δυνάμεις ενώνουν τους τομείς έλεγχου τους και δημιουργούν τη Δυτική Γερμανία. Το 1949 τα γερμανικά εδάφη που κατείχε η Σοβιετική Ένωση σχηματίζουν κρατική οντότητα με την ονομασία Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ). Σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πόλεμου, περισσότερο από 40 χρόνια, το έδαφος των δύο νέων κρατών αποτέλεσε, το πεδίο της λυσσαλέας πάλης ανάμεσα το δύο αντίθετα κοινωνικό-οικονομικά συστήματα. Ο σχηματικός αυτός διαχωρισμός μιας χώρας και μιας πόλης σε δύο κομμάτια που ολοκληρώθηκε με το Τείχος του Βερολίνου (ξεκίνησε να κτίζεται στις 13 Οκτώβρη του 1961) εκτός από τις δυσάρεστες πολιτικές, πολιτιστικές και οικονομικές συνέπειες, τις οποίες ακόμα η ιστορία δεν έχει αποτιμήσει, κατέστρεψε τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Οικογένειες χωρίστηκαν και δεν ξαναενώθηκαν ποτέ, δεσμοί διαλύθηκαν, άυλες κληρονομιές και υλικές περιουσίες χάθηκαν. Στις 9 Νοεμβρίου του 1989, η κυβέρνηση της ΛΔΓ αιφνιδιασμένη από τις εξελίξεις που προκλήθηκαν σε όλες τις τότε σοσιαλιστικές χώρες ως συνέπεια της σοβιετικής περεστρόικα, άνοιξε τα σύνορα της χώρας προς τη Δύση. Κατόπιν τούτου το 28χρονο πλέον Τείχος άρχισε να κατεδαφίζεται πάραυτα με πρωτοβουλία των Βερολινέζων. Ένα χρόνο αργότερα, στις 3 Οκτωβρίου 1990, η Γερμανία ξαναενώθηκε. Σήμερα οι μνήμες αυτής της όχι και τόσο μακρινής εποχής είναι ακόμα ζωντανές και οι τραυματικές εμπειρίες απασχολούν την ιστορία και την τέχνη. Για το θέμα έχουν γραφτεί αναρίθμητα μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, ενώ δεκάδες ταινίες («Τα φτερά του έρωτα», «Οι ζωές των άλλων», “Goodbye Lenin”) αντλούν την έμπνευσή τους από τις ανοιχτές ακόμα πληγές της διχοτόμησης, αλλά και τον άδικο σε βάρος των κατοίκων του Ανατολικού τμήματος της χώρας, τρόπο με τον οποίο ρυθμίστηκε η ενοποίηση. Συνήθως λέμε ότι «η ιστορία γράφεται από τους νικητές». Αυτό ισχύει και για το σινεμά. Η μεγαλύτερη κινηματογραφική παραγωγή με αυτή τη θεματολογία και κυρίως αυτή που χρηματοδοτείται από κρατικές πηγές, αν και συχνά είναι άρτια καλλιτεχνικά, προβάλει την άποψη των νικητών και κυρίως των απολογητών του συστήματος που επιβίωσε της μάχης. Η αλήθεια είναι ότι τα δύο τμήματα της ενιαίας σήμερα χώρας αποτελούσαν ταυτόχρονα σημείο τομής και σημείο συνάντησης του Ανατολικού με το Δυτικό κόσμο. Η ύπαρξη του κάθε ενός ασκούσε μεγάλη αλληλεπίδραση στους λαούς . Όπως λέει ο σκηνοθέτης «…στη Δυτική και στην Ανατολική Γερμανία ο καπιταλισμός με τον κουμμουνισμό είχαν μεταξύ τους μια φοβερή αλληλεπίδραση καθώς και μια σχέση μεγάλης αγάπης…Στην Ανατολική Γερμανία ο κόσμος ονειρευόταν να ζήσει με ό,τι θεωρούσε πως του είχε στερηθεί αλλά συνέβαινε και το αντίθετο…». Η προσέγγιση της ιστορίας με έναν τρόπο που παρουσιάζει τα πάντα μίζερα και σκοτεινά στην μια πλευρά και τα πάντα χαρούμενα και φωτεινά στην άλλη, είναι απλοϊκή και κατά τη γνώμη μας αδυνατεί να ρίξει φως στα γεγονότα και τις συνέπειές τους πάνω στις ζωές των ανθρώπων. Ο σκηνοθέτης Christian Petzold είναι ένας καλλιτέχνης ο οποίος προσπαθεί να σταθεί κατά το δυνατόν αντικειμενικά απέναντι στην ιστορία. Στην προηγούμενη από την «Barbara» ταινία του «Yella», πραγματεύεται την αποτυχία του καπιταλιστικού συστήματος να εξασφαλίσει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα τους πολίτες του. Στην Barbara το θέμα του διαίρεσης της Γερμανίας και το αναπόφευκτο τέλος αυτού του ακατανόητου διαχωρισμού, αντιμετωπίζεται μέσα από τη ιστορία μιας ερωτευμένης γυναίκας, στη ζωή της οποίας κυριαρχεί ο φόβος της επιτήρησης που διαπερνά ολοκληρωτικά τις διαπροσωπικές της σχέσεις. Καλοκαίρι στη ΛΔΓ το 1980. H γιατρός Μπάρμπαρα, επηρεασμένη από το γενικό κλίμα φυγής έχει κάνει αίτηση να μεταναστεύσει στο Δυτικό Βερολίνο όπου βρίσκεται ο αγαπημένος της. Για το λόγο αυτό τιμωρείται με δυσμενή μετάθεση σε ένα επαρχιακό παραλιακό νοσοκομείο. Εκεί συναντά τον Αντρέ, διευθυντή του νοσοκομείου ο οποίος ζει μια κατάσταση ανάλογη με τη δική της. Προφανώς για παρόμοιους πειθαρχικούς λόγους βρίσκεται καθηλωμένος στις ακτές της Βαλτικής, ενώ φαίνεται υποχρεωμένος να δίνει στην Υπηρεσία Ασφαλείας (Στάζι) πληροφορίες για τους ασθενείς, το προσωπικό και φυσικά την Μπάρμπαρα. Η ηρωίδα μας, σαν φάντασμα που παρασύρεται από τη ζωή, αρχικά θεωρεί την νέα κατάσταση ως παιχνίδι αναμονής μέχρι τη πολυπόθητη στιγμή που ο εραστής της θα οργανώσει την απόδρασή της. Απόμακρη και μελαγχολική, ζει απομονωμένη, κλεισμένη ερμητικά στον εαυτό της με τις αισθήσεις και τα συναισθήματά της νεκρωμένα. Το νέο της διαμέρισμα, οι γείτονες της, οι συνάδελφοι, οι ομορφιές της καλοκαιρινής υπαίθρου δεν της προσφέρουν ευτυχία ή έστω ανακούφιση. Πολύ καλή στο επάγγελμά της, προσέχει ιδιαίτερα τους νέους ασθενείς της και είναι ψύχραιμη με τους συναδέλφους της. Το ευγενικό πρόσωπο, το γεμάτο θέρμη και κατανόηση χαμόγελο του διευθυντή που αναγνωρίζει τις επαγγελματικές της ικανότητες, την συμπονά, την φροντίζει, την καλύπτει όταν βοηθά μια νεαρή να το σκάσει, την μπερδεύουν. Οι προθέσεις του είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό για αυτήν: την κατασκοπεύει ή είναι ερωτευμένος μαζί της; Και αυτή η ανασφάλεια την κάνει, όσο η ημέρα της προγραμματισμένης διαφυγής πλησιάζει, να χάνει την αυτοπεποίθησή της και την πίστη στα σχέδιά της. Τα πράγματα μπερδεύονται περισσότερο όταν βρίσκεται στην ανάγκη να πάρει επείγουσες αποφάσεις που ξεπερνούν τη δική της ζωή και ελευθερία και αφορούν ασθενείς της για τους οποίους προσωποποιεί τη μοναδική ελπίδα. Τότε για πρώτη φορά αποχωρίζεται το ψυχρό προσωπείο της, αφήνει ελεύθερα τα καλύτερα στοιχεία του χαρακτήρα της και παραδίδει μαθήματα αυταπάρνησης, θέλησης για ζωή, πραγματικής αγάπης, αυτοθυσίας και ηθικού σθένους. Ο Petzold, η ζωή του οποίου καθορίστηκε από το γεγονός οι γονείς του πέρασαν με νόμιμες διαδικασίες από την αριστερή πλευρά στη δεξιά, αλλά κράτησαν πάντα ζωντανές τις σοσιαλιστικές τους αναμνήσεις και δεν ενσωματώθηκαν στη νέα κουλτούρα, δείχνει εδώ να αναλογίζεται και για τη δική του τύχη. Με απλό, μινιμαλιστικό και παράλληλα γλαφυρό και ρεαλιστικό ύφος, αποτυπώνει μια δύσκολη εποχή της Γερμανίας και όχι μόνον. Μεταφέρει χωρίς διδακτισμούς ή δογματισμούς καθαρά τα αδιέξοδα της συγκεκριμένης κοινωνίας, το κλειστοφοβικό κλίμα, τον διαρκή εκφοβισμό, την παντελή στέρηση ατομικής ελευθερίας. Και μέσα σε όλα αυτά, καταφέρνει να περάσει, κυρίως στο ανατρεπτικό τέλος του φιλμ, με ευφυή τρόπο μηνύματα αισιοδοξίας, ρομαντισμού και ανθρωπιάς. Η ηρωίδα του δεν αποτελεί μόνον το σιωπηλό σύμβολο των καταπιεσμένων στις χώρες του αποκαλούμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, είναι το παγκόσμιο σύμβολο κάθε καταπιεσμένης ανθρώπινης ύπαρξης, άνδρα ή γυναίκας οπουδήποτε στη γη κυριαρχούν αυταρχικά και απολυταρχικά καθεστώτα. Η Νίνα Χος, μία από τις καλύτερες θεατρικές και κινηματογραφικές ηθοποιούς της σύγχρονης Γερμανίας, (εδώ στην πέμπτη της συνεργασία με τον σκηνοθέτη) αποδίδει εσωτερικά και αυθεντικά το ρόλο μιας γυναίκας διχασμένης ανάμεσα σε δύο άνδρες και δύο αντίπαλα κοινωνικά συστήματα. Μιας γυναίκας σε συναισθηματικό τέλμα που όποια απόφαση και να πάρει, θα είναι σε άμεση εξάρτηση από την κρατούσα πολιτική κατάσταση. Το δίλημμα μεταξύ της υπόσχεσης ευημερίας του καπιταλισμού και του σοσιαλιστικού ονείρου αποδεικνύεται οδυνηρό. Η ταινία τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο Σκηνοθεσίας στο 62ο Φεστιβάλ Βερολίνου (2012) και διεκδίκησε διεκδίκηση του Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, (2013), ενώ απέσπασε μεγάλο αριθμό διακρίσεων στα Φεστιβάλ όλου του κόσμου. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=eArFxiNyVfA το trailer της ταινίας Η "Ερωτική επιθυμία" έκανε παγκοσμίως γνωστό πανηγυρικά, τον αποκαλούμενο «Κινέζο Ποιητή του Κινηματογράφου», σκηνοθέτη Γουόνγκ Καρ Γουάι, αφού στο Φεστιβάλ των Καννών το 2000, κατάφερε να αποσπάσει ένα μεγάλο αριθμό βραβείων (αντρικής ερμηνείας, φωτογραφίας, μοντάζ, καλλιτεχνικής διεύθυνσης) και στη συνέχεια κατέκτησε κοινό και κριτικούς σε όποιο μέρος της γης προβλήθηκε. Το φιλμ αποτελεί το δεύτερο μέρος της άτυπης τριλογίας που ξεκίνησε με την ταινία "Οι άγριες μέρες μας" (1991) και τελείωσε με το "2046" (2004), κοινός θεματικός άξονας των οποίων είναι το ερωτικό πάθος και οι ανθρώπινες σχέσεις σε μια εποχή βαθιάς αποξένωσης, χωρίς έρωτα, ερωτισμό ή ερωτική διάθεση. «Η εποχή της Ανθοφορίας», (όπως είναι ο κινέζικος τίτλος) είναι μια ταινία που προσεγγίζει μαγικά και εσωτερικά, ευαίσθητα και ρομαντικά, ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς αλλά προσεκτικά την ανδρική και γυναικεία ψυχοσύνθεση, το ηθικό και το ανήθικο, το σωστό και το λάθος, την απώλεια, τη μοναξιά, την απελπισία, την τρυφερότητα και κυρίως τον έρωτα που εμποδίζουν να αναπτυχθεί οι ηθικές αγκυλώσεις και οι κοινωνικές συμβάσεις. Και καθώς διαδραματίζεται στο παρελθόν αποτελεί ευκαιρία για τον σκηνοθέτη να αποτυπώσει την νοοτροπία ενός ολόκληρου λαού σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, να κρίνει και να κατακρίνει τα ήθη και τις συνήθειες του. Χόνγκ Κόνγκ 1962. Δύο ζευγάρια της μεσαίας τάξης μετακομίζουν την ίδια μέρα σε ένα συγκρότημα ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων. Οι βασικοί ήρωες, ο δημοσιογράφος τοπικής εφημερίδας Τσόου και η υπάλληλος ναυτιλιακής εταιρίας Τσαν ανακαλύπτουν αργά και βασανιστικά, μέσα από ένα κυκεώνα συμπτώσεων πως οι σύζυγοί τους, που είναι «υποχρεωμένοι» για επαγγελματικούς λόγους να απουσιάζουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα από την οικογενειακή εστία, διατηρούν ερωτικό δεσμό. Σοκαρισμένοι από την ανακάλυψη εκλαμβάνουν την απιστία ως απόρριψη που προήλθε από τη ανεπάρκεια τους να ικανοποιήσουν τους συζύγους τους και αποφασίζουν να διερευνήσουν τις αιτίες της εξαπάτησής τους. Για το σκοπό αυτό επιλέγουν να αναπαραστήσουν αυτό που φαντάζονται ότι συμβαίνει ανάμεσα στους εραστές. Έτσι, ο καθένας υποδύεται τον σύζυγο του άλλου σχεδιάζοντας διαλόγους και σκηνές με έμφαση ακριβώς στη στιγμή που οι σύζυγοί τους υποκύπτουν στην επιθυμία τους. Αλλά επειδή οι φανταστικοί κόσμοι γρήγορα κατεδαφίζονται και οι τεχνητές άμυνες καταρρίπτονται, το όριο ανάμεσα στο παιχνίδι και το αληθινό ειδύλλιο χάνεται και οι δύο απατημένοι ερωτεύονται με πάθος. Αλλά αντί να προχωρήσουν σε έναν ερωτικό δεσμό παραμένουν προσκολλημένοι στο παράξενο παιχνίδι προσπαθώντας εμμονικά να εξασφαλίσουν την ακριβή, κατά τη γνώμη τους, αναπαράσταση της αμοιβαίας αποπλάνησης των συζύγων τους. Ο Τσόου μετά από μια ερωτική εξομολόγηση φεύγει για τη Σιγκαπούρη μη αντέχοντας τα κουτσομπολιά των γειτόνων και της σπιτονοικοκυράς και το προφανές ότι η Τσαν δεν πρόκειται να αφήσει τον άντρα της. Πριν φύγει της προτείνει να τον ακολουθήσει. Με άλματα στα επόμενα χρόνια, βλέπουμε τους πρωταγωνιστές να αναζητούν ο ένας τον άλλον, τόσο διακριτικά που μια συνάντηση δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Ο Γουόνγκ Καρ Γουάι παρουσιάζει μια ιστορία απόλυτου έρωτα που δεν είναι κλασική ούτε συνηθισμένη. Δεν υπάρχει εδώ όλη αυτή η τρέλα που συναντάμε στις ταινίες έντονου ερωτικού πάθους. Σε αντίθεση με την ιστορία των συζύγων τους, που στην ταινία μένουν σχεδόν στην αφάνεια ως απρόσωπες φιγούρες, αφού παρακολουθούμε μόνον ελάχιστα φευγαλέα πλάνα τους και τους ακούμε σαν φωνές που έρχονται από ένα ακουστικό τηλεφώνου, ακριβώς για να τονιστεί ότι είναι πολλές οι άγνωστες πλευρές τους, οι δύο πρωταγωνιστές, παρά την εμφανή έλξη μεταξύ τους, δεν θα περάσουν ποτέ τα ηθικά και ψυχολογικά τους όρια ώστε να μετουσιώσουν την ερωτική τους επιθυμία σε ερωτική πράξη: Δεν υπάρχουν φιλιά ή σεξ, απουσιάζει οποιαδήποτε ερωτική σκηνή, άγριοι καυγάδες ή έστω κάποια δυναμική κορύφωση με έναν οδυνηρό χωρισμό ή μια παθιασμένη συνεύρεση. Για άλλη μια φορά οι κοινωνικές συμβάσεις έχουν θριαμβεύσει πάνω στις αληθινές επιθυμίες των ανθρώπων και το πρωταγωνιστικό ζευγάρι υποκύπτει στους ηθικούς φραγμούς και εμπόδια που ορθώνονται μπροστά του: ποθεί αλλά δεν αγγίζει, αγωνιά αλλά δεν μιλάει, παθιάζεται αλλά δεν ολοκληρώνει. Οι υποσχέσεις υπάρχουν μόνο στα βλέμματα και τις κινήσεις. Αυτή η αντιμετώπιση καθιστά τον ερωτά τους αγνό και άδολο, περισσότερο ψυχική επαφή παρά στεγνή σεξουαλική πράξη, όπως κατηγορείται ότι συμβαίνει στο «παράνομο» ζευγάρι. Άλλωστε αυτοί αποτελούν και τη δικαιολογία για την συνειδητή επιλογή της μη ολοκλήρωσης. Η αποστροφή προς την ανηθικότητα των συντρόφων τους όπως διατυπώνεται στη φράση «εμείς να μην γίνουμε σαν αυτούς» είναι ο βασικός λόγος που ο δικός τους έρωτας μένει ανολοκλήρωτος Οχυρωμένοι πίσω από την ανηθικότητα αυτή, πληγωμένοι από την μοναξιά και την απόρριψη, διαλύουν τις καρδιές και τα αισθήματα τους, αποστρέφονται τον έρωτα τους και τον καταδικάζουν στην αποτυχία, πιστεύοντας ότι έτσι του εξασφαλίζουν την αθανασία. Η σκηνοθεσία του Wong Kar Wai πετυχαίνει να αποδώσει μια έντονα ερωτική ατμόσφαιρα, κινηματογραφώντας τα βλέμματα και τις εκφράσεις των δύο πρωταγωνιστών και όχι ερωτικές σκηνές ή βαρύγδουπους διαλόγους, αν και υπάρχουν εξαιρετικοί διάλογοι στην ταινία. Ο εγκλωβισμός των ηρώων στις συμβάσεις αποδίδεται με την άψογη εικαστικά φωτογράφηση από τον μόνιμο συνεργάτη του σκηνοθέτη Κρίστοφερ Ντόιλ. Η μουσική του Μάικλ Γκαλάσο και οι συγκινητικές ερωτικές μελωδίες, που ερμηνεύει ο Νατ Κινγκ Κόουλ, κρατούν την ανάμνηση και την επιθυμία ζωντανές. Οι δύο πρωταγωνιστές Maggie Cheung και Tony Chiu Wai Leung αποτελούν ένα από τα πλέον αξέχαστα κινηματογραφικά ζευγάρια, ερμηνεύοντας εσωτερικά τους ρόλους τους. Η χημεία μεταξύ τους είναι εμφανής στην οθόνη όπως και το ταλέντο τους να υποδύονται ανθρώπους άλλης εποχής. Εκείνη είναι πανέμορφη, λυγερόκορμη, θελκτική, τρυφερή, δυνατή, γεμάτη συναισθήματα και πάθος, εκείνος κομψός και τζέντλεμαν. Η «Ερωτική Επιθυμία» είναι ένα πραγματικό αριστούργημα, μια ολοκληρωτική επίθεση που συνταράσσει τις αισθήσεις και του πιο δύσκολου θεατή. Τον κερδίζει από την πρώτη στιγμή και τον μεταφέρει σε έναν κόσμο γεμάτο κρυφό ερωτισμό και παράξενο ρομαντισμό. Αυτός επί μιάμιση ώρα της παραδίδεται, επιστρέφοντας μετά το τέλος της με μεγάλη δυσκολία στη δική του πραγματικότητα. Το φιλμ κατέκτησε 31 Διεθνή Κινηματογραφικά Βραβεία σε όλα τα μεγάλα Φεστιβάλ και Ακαδημίες Κινηματογράφου: Κάννες, Γαλλία, Γερμανία Χόνγκ Κόνγκ, Ασία, Αργεντινή, Μεγάλη Βρετανία για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, κινηματογράφηση, ερμηνείες. Επίσης είχε 23 επιπλέον Υποψηφιότητες για άλλα βραβεία. Διάρκεια: 98'. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Wong Kar-Wai. Πρωταγωνιστούν: Maggie Cheung, Tony Chiu Wai Leung, Ping Lam Sui. ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 108΄. Σενάριο-Σκηνοθεσία: Thomas McCarthy. Πρωταγωνιστούν: Richard Jenkins, Haaz Sleiman, Danai Jekesai Gurira, Hiam Abbass, Marian Seldes, Maggie Moore, Michael Cumpsty, Bill McHenry Richard Kind. «Σ’ έναν κόσμο 6 δισεκατομμυρίων ανθρώπων, δεν χρειάζεσαι παραπάνω από έναν για να αλλάξει η ζωή σου» Μια ακόμα ταινία για τη μετανάστευση; Όχι, αλλά μια ταινία που με αφορμή τη συνάντηση «ντόπιων» και «ξένων» μιλάει για την μεταναστευτική πολιτική, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ξενοφοβία, την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα και τις ασυνήθιστες και απρόσμενες φιλίες ανάμεσα σε ανθρώπους που διαφέρουν στα πάντα: την καταγωγή και την εθνική τους κουλτούρα, την οικονομική και κοινωνική τους θέση, τον χαρακτήρα και τον τρόπο να εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους. Ένα φιλμ για την δυνατότητα να συναντήσει κάποιος τη χαρά και την ευτυχία στα πλέον απίθανα μέρη, στις πλέον δύσκολες καταστάσεις. Ως «επισκέπτες» (visitors) στην ταινία εννοούνται όλοι. Και ο βέρος αμερικανός που επιστρέφει μετά από μακρά απουσία στο σπίτι του στην Νέα Υόρκη, ως ξένος εξαιτίας των συνθηκών που τον υποχρέωσαν να ζει και να δουλεύει σε άλλη πολιτεία και ο καθένας από τους μετανάστες που συναντά. Είτε πρόκειται για αυτούς που, εν αγνοία του, έχουν εγκατασταθεί στο σπίτι του, είτε για αυτούς που γνωρίζει στην πορεία να αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον σε μια ξένη γη, για να παραμένουν πάντα «ξένοι» και «προσωρινοί». Ο Γουόλτερ είναι 62 χρόνων και διδάσκει Οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ. Είναι μονόχνοτος και κυνικός και μετά το θάνατο της γυναίκας του έχει χάσει το πάθος για τη ζωή, το γράψιμο και τη διδασκαλία. Βυθισμένος στη ρουτίνα της καθημερινότητας, αποπειράται να γεμίσει τη μοναξιά και το συναισθηματικό κενό του, μαθαίνοντας κλασικό πιάνο, τη μεγάλη αγάπη της νεκρής συζύγου. Όταν το πανεπιστήμιο τον στέλνει σε ένα συνέδριο στο Μανχάταν επιστρέφει στο διαμέρισμά του και αιφνιδιάζεται βρίσκοντας εκεί ένα νεαρό ζευγάρι μεταναστών. Ο Σύρος Τάρεκ ταλαντούχος μουσικός, που κερδίζει τα προς το ζην παίζοντας στο δρόμο και σε μπαράκια της Νέας Υόρκης και η Σενεγαλέζα Ζαϊνάμπ, δεν έχουν «καταλάβει» το σπίτι, απλά έχουν πέσει θύματα υπενοικίασης από τον άνθρωπο που ο Ουόλτερ είχε εμπιστευτεί τα κλειδιά του διαμερίσματος. Στην αρχή τους ζητά να φύγουν, αλλά όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν έχουν άλλη στέγη, τους επιτρέπει να μείνουν μαζί του μέχρι να βρουν μόνιμο καταφύγιο. Την αρχική αμηχανία και τις πρώτες δυσκολίες διαδέχεται μια ευχάριστη συμβίωση και σε αυτό θα παίξει καταλυτικό ρόλο ο ανοιχτόκαρδος Τάρεκ, που συγκινημένος από την φιλοξενία επιμένει να διδάξει τον καθηγητή αφρικανικό τύμπανο. Ο μεσήλικας και παραιτημένος καθηγητής ενθουσιάζεται από της ζωηράδα και το δυναμισμό αυτού του άγνωστου για αυτόν είδους μουσικής και η επαφή με τους καινούργιους φίλους ανοίγει μπροστά του ένα καινούργιο κόσμο γεμάτο ρυθμό και έντονα συναισθήματα, ενώ ξυπνά μέσα του το θαμμένο ενδιαφέρον για ζωή. Ο Ουόλτερ αφήνει το παρελθόν πίσω του, αναγεννιέται και για πρώτη φορά μετά από καιρό δείχνει πραγματικό ενδιαφέρον για κάτι, αρχικά για τη μουσική στη συνέχεια για τους ανθρώπους γύρω του. Στην πορεία, του δίνεται η ευκαιρία να γευτεί τη χαρά να βοηθάς τον εαυτό σου μέσα από τη βοήθεια στους άλλους. Γιατί έρχεται η μοιραία στιγμή που η αστυνομία θα ανακαλύψει τυχαία, πως ο Τάρεκ δεν διαθέτει άδεια παραμονής, γεγονός που ισχύει για τη Ζαϊνάμπ και τη μητέρα του νεαρού, οι οποίες κατά συνέπεια αδυνατούν να τον βοηθήσουν στην δύσκολη κατάσταση που βρίσκεται. Ο Τάρεκ κινδυνεύει με απέλαση και το δύσκολο έργο της αποτροπής της αναλαμβάνει με μεγάλη προθυμία ο Ουόλτερ. Ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος Thomas McCarthy, εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς παρουσιάζοντας την πρώτη του ταινία, «Station Agent», στο Φεστιβάλ του Sundance. Το φιλμ προβλήθηκε στη Μέση Ανατολή στο πλαίσιο ενός προγράμματος πολιτιστικής προσέγγισης στο οποίο συμμετείχε και ο σκηνοθέτης. Σε αυτό το ταξίδι ο McCarthy, είδε από κοντά το βαθύ χάσμα που χωρίζει τους Αμερικανούς πολίτες από τους Ασιάτες. «Έμεινα κατάπληκτος από το πόσα λίγα γνωρίζω, για την περιοχή, για τους ανθρώπους, τη κουλτούρα. Η χώρα μου έχει επηρεάσει τις κοινωνίες των τόπων αυτών, με τις συνεχείς στρατιωτικές επεμβάσεις. Με όλα τα θλιβερά νέα των ειδήσεων και το δράμα που εκτυλίσσεται, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι άνθρωποι υπάρχουν και από τις δυο πλευρές, που οδηγούνται στο μίσος με ανεπανόρθωτες συνέπειες. Έμεινα άναυδος από τους καλλιτέχνες που συνάντησα εκεί. Με το πάθος και το ταλέντο τους. Αυτοί αποτελούν τη μαγιά που έπλασε τον Τάρεκ». Αυτή ήταν και η αφορμή της δεύτερης σκηνοθετικής και σεναριακής του προσπάθειας, που είχε σαν αποτέλεσμα το «The Visitor». Η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία αποτελώντας στην αρχή την αποκλειστική, αλλά καθοριστική δίοδο επικοινωνίας ανάμεσα στον Ουόλτερ και τον Τάρεκ. Το μεγάλο ατού της ταινίας είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών, ιδιαίτερα Richard Jenkins (Ουόλτερ), Haaz Sleiman, (Τάρεκ) και Hiam Abbass (μητέρα του Τάρεκ, γνωστή σε εμάς από την ισραηλινή ταινία «Η λεμονιά»). Ειδικότερα ο Richard Jenkins βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα, ερμηνεύοντας ήρεμα και δυνατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Δικαίως τιμήθηκε με υποψηφιότητα για Oscar. Το υπόλοιπο καστ συνδράμει επαρκέστατα την προσπάθεια και έτσι παραδίδεται στο κοινό μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, ένα ρεαλιστικό, λεπτοδουλεμένο δράμα χαρακτήρων με χιουμοριστικές πινελιές και πλήρη αποφυγή μελοδραματικών εντάσεων. Ένα φιλμ κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού, το οποίο εστιάζει κυρίως στην αδικαιολόγητα αρνητική αντιμετώπιση που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι αραβικής καταγωγής κάτοικοι των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Το φιλμ απέσπασε 18 Βραβεία, ενώ ήταν υποψήφιο και για 39 ακόμα διακρίσεις στα Φεστιβάλ όλου του κόσμου. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=KY0FEt3mBog τοtrailer της ταινίας |