Γαλλία, Βέλγιο, 2014. Διάρκεια: 106′. Σκηνοθεσία: Eric Lartigau. Σενάριο: Victoria Bedos, Thomas Bidegain, Stanislas Carré de Malberg, Eric Lartigau. Πρωταγωνιστούν: Louane Emera, Eric Elmosnino, François Damiens, Karin Viard. Μια συγκινητική ιστορία οικογενειακής ενηλικίωσης, πρωτότυπη και πνευματώδης που ισορροπεί ευχάριστα ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, την αμεσότητα, την τρυφερότητα, τη δροσιά και τη συγκίνηση. Μικρή, σεμνή, ήρεμη, διακριτική, γενναία, και συναισθηματικά ευχάριστη, προσφέρει ισόποσες δόσεις γέλιου και συγκίνησης. Αυθεντική νότα αισιοδοξίας για τη ζωή και σπουδή για τις αξίες της αγάπης, της πρόκλησης, της τόλμης, της θέλησης και κυρίως της οικογενειακής δικαιοσύνης. Οι Μπελιέ είναι μια τυπική γαλλική οικογένεια που ζει με τον καλύτερα δυνατό τρόπο, δραστήρια και πληθωρικά τη ζωή της. Διαθέτει μια σύγχρονη κτηνοτροφική φάρμα, πουλάει τα προϊόντα της στις τοπικές αγορές με μεγάλη επιτυχία, ο πατέρας, με την υποστήριξη της υπερκινητικής και πρώην εστεμμένης σε καλλιστεία μητέρας, είναι υποψήφιος δήμαρχος, ο μικρός γιος είναι ερωτευμένος με την καλύτερη φίλη της 16χρονης αδελφής του Πολά. Η Πολά εκτός από τα τυπικά προβλήματα της ηλικίας της, την αναστάτωση και την ανασφάλεια της εφηβείας, έχει να διαχειριστεί ολομόναχη την οικογένειά της, αφού όλοι εκτός από αυτήν είναι κωφοί. Η καθημερινή ζωή στη φάρμα, οι αναγκαίες και απαιτητικές συνεννοήσεις στην αγορά, το δημόσιο, τις τράπεζες, τους γιατρούς και η συνολική επικοινωνία αυτής της τόσο αυτάρκους, κατά τα άλλα και κλειστής προς τον έξω κόσμο οικογενειακής μονάδας, βασίζεται στη συμμετοχή και τη διερμηνεία της, την οποία η Πολά τους προσφέρει απεριόριστα και με ευχαρίστηση. Η ηρωίδα μας προσπαθεί, παράλληλα, να είναι συνεπής στις μαθητικές της υποχρεώσεις, παρότι είναι σχεδόν πάντα κουρασμένη και έχει να διανύσει καθημερινά μεγάλες αποστάσεις από και προς το σχολείο. Τα πράγματα αλλάζουν όταν ο δάσκαλός της μουσικής αντιλαμβάνεται ότι το κορίτσι διαθέτει σπάνια φωνή και εντυπωσιακό ταλέντο στο τραγούδι, γεγονός που ούτε η ίδια υποψιάζεται. Την καλεί στη χορωδία, την υποστηρίζει με επιμονή και κάνει ό,τι μπορεί για να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στο Παρίσι, ένα θετικό αποτέλεσμα στον οποίο θα της δώσει τη δυνατότητα για μια λαμπρή καριέρα στο χώρο. Η Πολά θα θελήσει να κυνηγήσει αυτή την ευκαιρία, αλλά δεν είναι έτοιμη να αποχωριστεί τους τρυφερούς και τρελάρες συγγενείς της. Από την άλλη ούτε η οικογένεια κατανοεί την φιλοδοξία της και πολύ περισσότερο δεν μπορεί ακόμα να στερηθεί την ίδια και τις υπηρεσίες της. Το βασικό προνόμιο της ταινίας είναι ότι ο σκηνοθέτης δεν εκμεταλλεύεται, όπως γίνεται συνήθως σε τέτοια θέματα, άκομψα την ιδιαιτερότητα αυτής της τόσο διαφορετικής οικογένειας, ούτε περιορίζεται στο σχολιασμό της «αναπηρίας» της. Τοποθετεί τα μέλη της σε μια ενεργή και δυναμική στάση ζωής, με ενδιαφέροντα, σπαρταριστή σεξουαλική ζωή και φιλοδοξίες. Χειρίζεται με σεβασμό και αξιοπρέπεια τους χαρακτήρες, την πλοκή και την εκφραστική δύναμη της νοηματικής. Φτιάχνει μια ζωντανή κωμωδία, σατιρίζει τις καταστάσεις, χωρίς όμως να γίνεται ποτέ προσβλητικός. Οι ερμηνείες των δύσκολων ρόλων από τους ηθοποιούς είναι εξαιρετικές. Παίζοντας μόνο στη νοηματική, με εκπληκτική έμπνευση και μεγάλο κέφι, η Καρίν Βιάρ (υποψήφια στην κατηγορία καλύτερου πρώτου γυναικείου ρόλου ως Ζιζί Μπελιέ) και ο Φρανσουά Νταμιέν είναι απολαυστικοί ως παρορμητικοί γονείς. Η χαριτωμένη Λουάν Εμερά, κλέβει την παράσταση στο ρόλο της αμήχανης, αδέξιας, ερωτεύσιμης, και ταυτόχρονα ευαίσθητης Πολά. Η ταλαντούχα ηθοποιός ξεπήδησε από το γαλλικό The Voice και κατέκτησε το Σεζάρ πιο ελπιδοφόρας ηθοποιού το 2014. Τα τραγούδια του Μισέλ Σαρντού συνοδεύουν πότε διακριτικά και πότε με ένταση τις σκηνές της ταινίας και αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο την ευαισθησία και το χιούμορ της Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=PHr6h0gCjwU το trailer της ταινίας.
0 Comments
Η.Π.Α. 2005. Διάρκεια: 93΄. Σκηνοθέτης: George Clooney. Σενάριο: George Clooney- Grant Heslov. Πρωταγωνιστούν: David Strathairn, Robert Downey Jr., Jeff Daniels, Frank Langella, Patricia Clarkson, George Clooney, Alex Borstein . Μια απλή, ανθρώπινη και ειλικρινής ταινία, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα που πραγματεύεται τη σημασία της ανεξάρτητης ενημέρωσης, τη σπουδαιότητα της υπεύθυνης, αξιοπρεπούς και ψύχραιμης πολιτικής ερευνητικής δημοσιογραφίας. Ένα ατμοσφαιρικό φιλμ απέριττο και λακωνικό, με στοιχεία πολιτικού θρίλερ. Η μελέτη και η αξιολόγηση των στοιχείων τις εποχής στην οποία αναφέρεται είναι επίκαιρη όσο ποτέ και λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα από τα οποία ξεχωρίζουν δύο. Το ένα είναι το ζήτημα της "εθνικής ασφάλειας", που τότε χρησιμοποιείται εναντίον του κομμουνισμού, σήμερα εναντίον της "τρομοκρατίας", αλλά πάντα αποτελεί δικαιολογία των εκάστοτε κυβερνήσεων για να περιορίσουν τις ατομικές και συλλογικές ελευθερίες. Και από την άλλη ο έλεγχος της πληροφορίας και της ενημέρωσης ως μέσο για την προώθηση των στόχων κάθε εξουσίας. «…Η ιστορία μας είναι αυτό που κάνουμε. Αν υπάρξουν ιστορικοί σε 50 ή 100 χρόνια κι αν υπάρχουν αρχεία από εκπομπές των τριών δικτύων, θα βρουν καταγραμμένα μαυρόασπρα ή έγχρωμα στοιχεία παρακμής, φυγής και απομόνωσης από τις πραγματικότητες του κόσμου που ζούμε. Είμαστε τώρα εύποροι, παχείς, άνετοι και μακάριοι. Έχουμε έμφυτη αλλεργία σε δυσάρεστα ή ενοχλητικά νέα. Τα μαζικά μέσα μας αυτό αντανακλούν. Κι αν δεν αναγνωρίσουμε ότι η τηλεόραση χρησιμοποιείται κυρίως για να μας εξαπατά και να μας αποπροσανατολίζει, τότε η τηλεόραση, οι παραγωγοί, οι θεατές και οι εργάτες της ίσως δουν, πολύ αργά, μια ολότελα διαφορετική εικόνα…», δήλωνε στις 25/10/1958 ο τηλεοπτικός ρεπόρτερ του CBS Έντουαρντ Μόροου στην Ένωση Ραδιοτηλεοπτικών Ρεπόρτερ των ΗΠΑ. Η ταινία «Καληνύχτα και Καλή Τύχη» διηγείται την πραγματική ιστορία του παραπάνω δημοσιογράφου, που το 1953, στις ΗΠΑ τόλμησε να αμφισβητήσει την ψυχροπολεμική υστερία που καλλιεργούσε ο γερουσιαστής της Μινεσότα Τζόζεφ Μακ Κάρθι ως επικεφαλής της Επιτροπής κατά των Αντιαμερικανικών Ενεργειών (HUAC, House on Un-American Activities Committee). Τα πεπραγμένα του συγκεκριμένου γερουσιαστή είναι γνωστά, άλλωστε ο όρος Μακαρθισμός έχει καθιερωθεί πλέον διεθνώς και περιγράφει κάθε πρακτική διώξεων σε βάρος συγκεκριμένων πολιτικών πεποιθήσεων ή πολιτών μέσω του εκφοβισμού και της κατασυκοφάντησής τους. Στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ο Μακαρθισμός, βρήκε ευνοϊκό κλίμα σε μια κοινωνία μεθυσμένη από την πυρηνική της υπεροχή και τη νίκη της ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα. Έφερε στο προσκήνιο και νομιμοποίησε αυτόν τον αρχικά ακήρυχτο και σιωπηρό πόλεμο. Καθιέρωσε ένα εκτεταμένο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο του οποίου τα κύρια χαρακτηριστικά ήταν το στημένο κυνήγι μαγισσών, η κατασκευή ψευδών ειδήσεων, οι αυταρχικές ανακριτικές μέθοδοι, οι ατέλειωτες ακροάσεις, οι δίκες φρονημάτων, οι μαύρες λίστες αντιφρονούντων, οι μυστικές πηγές πληροφόρησης. Χιλιάδες αμερικανοί πολίτες καλούνται να αποκηρύξουν τα πιστεύω τους ή τους «κόκκινους» συγγενείς τους, χάνουν τη δουλειά τους, στιγματίζονται ως προδότες της πατρίδας, συνωμότες, κατάσκοποι και πράκτορες της Μόσχας, που επιβουλεύονται την ακεραιότητα του κράτους και του καπιταλιστικού τρόπου ζωής. Ο φόβος, οι υποψίες και η σιωπή κυριεύουν ολόκληρη τη χώρα και δηλητηριάζουν την αμερικανική κοινωνία. Τον Σεπτέμβριο του 1947, δεκαπέντε παράγοντες της αμερικανικής κινηματογραφική βιομηχανίας καλούνται να παρουσιαστούν ενώπιον της επιτροπής. Γνωστοί και διακεκριμένοι αμερικανοί ηθοποιοί, σκηνοθέτες, παραγωγοί, επιστήμονες, συνθέτες, πολιτικοί, στρατιωτικοί και πολίτες κάθε τάξης καλούνται να καταθέσουν τα αντικομουνιστικά φρονήματά τους. Μόνο για το Χόλυγουντ η μαύρη λίστα περιλαμβάνει 324 ονόματα. Περίπου 200 ακόμη άνθρωποι του κινηματογράφου αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την εργασία τους. Ορισμένοι «συμμορφώνονται», όπως ο δικός μας Ηλίας Καζάν. Κάποιοι εργάζονται με ψευδώνυμο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο Nτάλτον Tράμπο, που με το όνομα Pόμπερτ Pιτς κέρδισε δύο Όσκαρ σεναρίου. Άλλοι, όπως Τσάρλι Τσάπλιν, ο Zυλ Ντασέν, ο Tζόζεφ Λόουζι αυτοεξορίζονται. Στις 9 Φεβρουαρίου του 1950 ο Μακάρθι κατηγορεί, χωρίς στοιχεία, 205 υπαλλήλους του υπουργείου των Εξωτερικών ως κομμουνιστές, χρεώνοντάς τους τις αποτυχίες του υπουργείου. Το 1953, ο εξαιρετικά πετυχημένος πολιτικός αναλυτής Εντ Μόροου, που αποχαιρετά με το χαιρετισμό «Καληνύχτα και Καλή Τύχη» το τηλεοπτικό κοινό του σόου «See It Now», που παίζεται ήδη μια πενταετία με μεγάλη επιτυχία, αποφασίζει να διερευνήσει με την υποστήριξη μιας σπουδαίας δημοσιογραφικής ομάδας και του παραγωγού Φρεντ Φρέντλι, μια σκοτεινή υπόθεση αποπομπής από την πολεμική αεροπορία ενός ικανότατου πιλότου. Οι υποψίες του και η έρευνα τον οδηγούν στις περίφημες ακροάσεις του Μακάρθι, με τις οποίες διαπιστώνονται οι πολιτικές πεποιθήσεις των πολιτών. Καλεί τον γερουσιαστή σε ζωντανή εκπομπή και θέτει όλα του τα ερωτήματα σε σχέση με την υπόθεση του πιλότου, αναδεικνύοντας παράλληλα θέματα όπως το ότι η κατηγορία δεν σημαίνει απαραίτητα και ενοχή ή ότι η όποια καταδίκη οφείλει να ακολουθεί τις επιταγές του νόμου. Παρά το γεγονός ότι οι ιθύνοντες του καναλιού αναγκάστηκαν να μεταφέρουν την προβολή της εκπομπής και στην πορεία να την σταματήσουν η έρευνα αυτή ήταν η αρχή του τέλους του Μακάρθι, αποτέλεσε τεράστια δημοσιογραφική επιτυχία για τον Μόροου, ενώ ο τρόπος δουλειάς του έγινε πηγή έμπνευσης για πολλές γενιές δημοσιογράφων. Ο Clooney, στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα, κάνει μια εξαιρετική ταινία. Χρησιμοποιεί μία ομάδα γνωστών και καταξιωμένων ηθοποιών, κρατώντας για τον εαυτό έναν σχετικά μικρό ρόλο. Κινηματογραφεί σε άσπρο μαύρο, με ταχύτατους ρυθμούς, γρήγορες εναλλαγές εικόνας, πολύ κοντινά πλάνα, έντονο κοντράστ, εξαίρετο φωτισμό, τέλεια εναρμονισμένη, καθαρά τζαζ, μουσική. Σκόπιμα επιλέγει να μην υποδύεται κάποιος ηθοποιός τον γερουσιαστή αλλά χρησιμοποιεί επίκαιρα της εποχής και την αυθεντική του γλώσσα, όπως αυτή καταγράφεται στα ντοκουμέντα, επιλογή που του επιτρέπει να συνδυάσει αρμονικά την ιστορική εγκυρότητα με τη μυθοπλασία και να αποδώσει πειστικότερα το νοσηρό πνεύμα της δεκαετίας του ΄50 με την πόλωση ανάμεσα στο καλό και το κακό, τον εχθρό και το φίλο, τον πατριώτη και τον προδότη. Η ταινία κατέκτησε 41 Διεθνή Βραβεία και είχε ακόμα 65 υποψηφιότητες. Από τα βραβεία ξεχωρίζουν: Βραβεία σεναρίου, σκηνοθεσίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και α΄ ανδρικού ρόλου για τον Ντέιβιντ Στράδερν στο Φεστιβάλ Βενετίας (2005). Βραβείο καλύτερης μη ευρωπαϊκής ταινίας από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου. Ήταν υποψήφια για έξι Όσκαρ χωρίς να κερδίζει κανένα, ωστόσο αναδείχθηκε η καλύτερη ταινία της χρονιάς, από το Αμερικάνικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (AFI). Εδώ: http://www.cine.gr/trailer.asp?id=706492 το trailer της ταινίας Γαλλία-Βραζιλία, 2014. Ντοκιμαντέρ. Διάρκεια: 110'. Σκηνοθεσία: Juliano Ribeiro Salgado-Wim Wenders. Σενάριο: Juliano Ribeiro Salgado- Wim Wenders. Παίζουν: Sebastião Salgado, Wim Wenders, Juliano Ribeiro Salgado, η γη και οι λαοί όλου του κόσμου. Ο κορυφαίος Γερμανός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς αφού χάρισε στους φίλους του κινηματογράφου μερικές από τι πλέον αριστουργηματικές ταινίες μυθοπλασίας («Τα φτερά του έρωτα» «Τόσο μακριά, τόσο κοντά» «Παρίσι Τέξας» «Η Αλίκη στις πόλεις» κ.ά.), στράφηκε τα τελευταία χρόνια στην δημιουργία ντοκιμαντέρ για κορυφαίους καλλιτέχνες της εποχής μας όπως η πρωτοπόρος του μοντέρνου χορού χορογράφος και θαυμάσια χορεύτρια Πίνα Μπάους. Στο «The Salt of the Earth γης» αποτυπώνει τη συνάντησή του με τη ζωή και το έργο του Βραζιλιάνου ανθρωπολόγου-φωτογράφου και οικολόγου ακτιβιστή Σεμπαστιάο Σαλγκάδο και το συν-σκηνοθετεί με το γιο του Ζουλιάνο- Ριμπέιρο Σαλγκάδο. Ο Βέντερς, στην εισαγωγή του φιλμ εξηγεί πώς πρωτογνώρισε το έργο του φωτογράφου: 20 χρόνια πριν σε μία γκαλερί του Βερολίνου αγόρασε τη διάσημη φωτογραφία που αποτυπώνει ένα ορυχείο χρυσού στη Βραζιλία, μία τεράστια τρύπα στο έδαφος με χιλιάδες λασπωμένους εργάτες να φαντάζουν σαν μυρμήγκια ενός σύγχρονου πύργου της Βαβέλ. Ο γκαλερίστας τότε του έδειξε από το αρχείο του ακόμα ένα έργο του καλλιτέχνη: το πορτρέτο μίας τυφλής αφρικανής γυναίκας την περίοδο της ξηρασίας και της λιμοκτονίας εκατομμυρίων ανθρώπων. «Με έκανε να κλάψω την πρώτη φορά που την είδα. Και δε σταματώ να βουρκώνω, κάθε μέρα, έτσι όπως τη συναντώ μπαίνοντας στο γραφείο μου». «Με έπεισε ότι πέρα από τα κάδρα, πέρα από το μαγικό κιαροσκούρο, ο Σαλγάδο νοιαζόταν για τον άνθρωπο μέσα στη φωτογραφία. Έτσι και αλλιώς, οι άνθρωποι είναι “το αλάτι της ζωής”». Η κατανόηση, η ενσυναίσθηση, η ανάγκη να αποδώσει χαρακτήρα και αξιοπρέπεια σε όσους έχει συλλάβει ο φακός του είναι τα στοιχεία που κάνουν τον Σαλγκάδο να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους καλλιτέχνες του είδους και αυτό προσπαθεί να αποτυπώσει στην οθόνη ο Βέντερς. Και το καταφέρνει άριστα. Με την μειλίχια φωνή του, μία ταπεινότητα που διαθέτουν μόνο οι σπουδαίοι καλλιτέχνες και μία βαθιά φιλοσοφική κατανόηση των όσων έχει αποθανατίσει, ο 70χρονος σήμερα Σαλγκάδο μας μεταφέρει στις πιο απόκρυφες γωνιές της γης ως ένας σύγχρονος Οδυσσέας-παρατηρητής μιας ανθρώπινης φύσης ικανής για το πιο μαγικό, αλλά και για το πιο απάνθρωπο πράγμα. Μέσα από τις φωτογραφίες του που ο Βέντερς καδράρει με ευαισθησία και τελειότητα, συνταξιδεύουμε κι εμείς ανά τον κόσμο. Μέσα από τα χιλιάδες κλικ της φωτογραφικής του μηχανής ξαναζούμε πολέμους, τραγωδίες, αφανισμούς, φυσικές καταστροφές, τα εγκλήματα των ισχυρών στις χώρες του τρίτου κόσμου. Από την ξηρασία της Νιγηρίας και τη λιμοκτονία της Αιθιοπίας, μέχρι την ανελέητη γενοκτονία στη Ρουάντα και την αποτρόπαια καταστροφή του περιβάλλοντος με το κάψιμο των πετρελαιοπηγών στο Κουβέιτ (στη λήξη του πρώτου Περσικού πολέμου) ο Σαλγκάδο παίρνει φωτογραφίες που οφείλει όλος ο κόσμος να δει. «Πόσες φορές απελπίστηκα με την ανθρώπινη φύση; Πόσες φορές άφησα την μηχανή μου στο πάτωμα και έπιασα το κεφάλι μου με τα δυο μου χέρια κλαίγοντας με λυγμούς; Δε θέλετε να ξέρετε...» λέει Πρώην Οικονομολόγος ο ίδιος ξεκίνησε να παίρνει τη μηχανή της γυναίκας του στις αποστολές για λογαριασμό της World Bank στην Αφρική, μέχρι που αποφάσισε ότι αυτό ήταν το κάλεσμά του και παραιτήθηκε από τη σταθερή του δουλειά. Η πρώτη του συλλογή «The Other Americas» τον βρήκε να περιπλανιέται και να καταγράφει τη Λατινική Αμερική, τα δάση του Αμαζονίου, τις φυλές στα οροπέδια του Περού, τις συνήθειες των ιθαγενών, τον πολιτισμό μιας άλλης Αμερικής. Στη δεκαετία του ΄80 τον κέρδισε η Αφρική όπου ένιωσε την αναγκαιότητα να στήνει το τρίποδό του, εκεί που οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα έστηναν τα στρατόπεδα ανθρωπιστικής βοήθειας. Στα ΄90 ταξίδεψε παντού για να αποτίσει φόρο τιμής στους «Εργάτες» που έχτισαν τις ζωές που ζούμε. Στην αλλαγή του αιώνα μετακινήθηκε από τη λαβωμένη ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ξανά τη Ρουάντα για να καταγράψει την «Έξοδο» των εκατομμυρίων μεταναστών. Και εκεί, τον λύγισε ο αφανισμός. Δεν ξανάπιασε κάμερα για μία δεκαετία. Μέχρι που επέστρεψε με τη «Γένεση», μία έκθεση που αποκόπηκε από τη δυστυχία και το θάνατο, και υμνεί την αισθητική της ζωής, την μεγαλοπρέπεια της φύσης, την ομορφιά. Ο Βέντερς όταν κοιτά με το φακό του τις φωτογραφίες μελετά σχολαστικά και ο ίδιος το φως και τις γυαλάδες του. Όταν καταγράφει τον Σαλγκάδο να εργάζεται στη βραζιλιάνικη ζούγκλα ανοίγει τα πλάνα του σε ένα σεβάσμιο σινεμασκόπ. Και όταν τον έχει μπροστά του να αφηγείται τις ιστορίες του, εντείνει το focus του στο σκαμμένο πρόσωπο και το βλέμμα του Σαλγκάδο μαγεμένος. Όμως όσα συμπληρώνει ο λόγος του γέροντα είναι εξίσου δυνατά και ουσιώδη. Ο στοχασμός του καλλιτέχνη μας βοηθά να εστιάσουμε σε λεπτομέρειες που συγκινούν, ανοίγουν νέες πόρτες και ρίχνουν στην κυριολεξία άλλο φως στα μυστικά του κόσμου. Ενός κόσμου που εμείς δε θα έχουμε ποτέ την ευκαιρία να ταξιδέψουμε και να δούμε με τέτοια ευκρίνεια. Αλλά ταξίδεψε για εμάς ο Σαλγκάδο, ένας άνθρωπος με ευαισθησία, τρυφερότητα και οξεία πολιτική συνείδηση. «Κοιτάξτε αυτό το αγόρι» μας παρακινεί τρυφερά δείχνοντάς μας τις φωτογραφίες της Αιθιοπίας. Στην οθόνη ένα αποστεωμένο από την πείνα αγοράκι με μόνο ρούχο ένα κουρελιασμένο μπλουζάκι έχει γυρισμένη την πλάτη, κρατάει ένα άδειο τσουκάλι στο ένα του χέρι, το σκύλο του στο άλλο και κοιτάζει ένα καραβάνι στο βάθος του ορίζοντα. Το λυπάσαι εσύ ο δυτικός. Σπαράζεις. Μέχρι που ακούγεται ξανά η φωνή του Σαλγκάδο για να σου δείξει ότι δεν ξέρεις να κοιτάς. «Παρατηρήστε τη στάση του. Το παράστημά του. Πόσο αποφασισμένο είναι να επιβιώσει. Κοιτάξτε πόση δύναμη κρύβει ένα 8χρονο αγόρι...» Το «The Salt of the Earth» παρουσιάστηκε στο 67ο Φεστιβάλ των Καννών στο πλαίσιο του προγράμματος «Ένα Κάποιο Βλέμμα», όπου και απέσπασε το Special Prize Award. Παράλληλα ήταν και ένα από τα πέντε (5) υποψήφια φιλμ για το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=3cRMdbSCYHI το trailer της ταινίας (Τα στοιχεία για την παραπάνω παρουσίαση είναι από τους ιστότοπους www.flix.gr και www.tvxs.gr) Αγγλία, 1996. Διάρκεια: 127'. Σκηνοθεσία: Ken Loach . Σενάριο: Paul Laverty. Πρωταγωνιστούν: Robert Carlyle, Oyanka Cabezas, Scott Glenn, Salvador Espinoza, Richard Loza, Gary Lewis, Louise Goodall. Μια δυνατή, δοσμένη με ρεαλισμό, ιστορία αγάπης που ανθίζει στην καρδιά του πολέμου, σε μια ταινία που αποτελεί έξοχο δείγμα αλληλεγγύης, μάθημα αξιοπρέπειας και ουμανισμού, κουράγιο στους δοκιμαζόμενους λαούς όπου γης. Βρισκόμαστε στο 1987. Ο Τζορτζ, ένας οδηγός λεωφορείου συναντά την Κάρλα, μια διωγμένη από τη Νικαράγουα κοπέλα που ζει επικίνδυνα και άθλια στη Γλασκόβη. Η πλάτη της είναι γεμάτη σημάδια και έχει τάσεις αυτοκτονίας. Την ερωτεύεται με πάθος και ταξιδεύει μαζί της στη πατρίδα της προκειμένου να ανακαλύψει τι της συνέβη, να τη βοηθήσει να αντικρίσει το παρελθόν της και να ξεπεράσει τους δαίμονές της. Οι θεατές μεταφέρονται με απίστευτη μαεστρία και παραστατικότητα στην καρδιά της Νικαράγουας, την περίοδο που μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος (βοηθούσης της CIA) ανάμεσα στους Σαντινίστας και τους Κόντρας, συμπάσχουν με την ηρωίδα, βιώνουν τις δραματικές, τραγικές καταστάσεις και την τρομοκρατία ενός λαού μέσα στην ίδια του τη χώρα. Φτάνοντας στο σπίτι της κοπέλας βρίσκουν την οικογένεια της διασκορπισμένη. Οι εφιαλτικές μνήμες της ξυπνούν, ενώ κλειδί για την αλήθεια φαίνεται να είναι ο εξαφανισμένος Αμερικανός φίλος της, Μπράντλει. Μέσα από διάφορες προσπάθειες συναντούν την οικογένεια της, οι Κόντρας επιτίθενται και βρίσκονται όλοι μέσα στις φλόγες του πολέμου, αντιμέτωποι με τις επιλογές τους. Ως κατεξοχήν πολιτικός σκηνοθέτης ο Λόουτς έχει ως το κεντρικό θέμα της ταινίας την καταγραφή των κοινωνικών αγώνων στην Κεντρική Αμερική. Η καυστική του εντιμότητα και η ανηλεής πολιτική διερεύνηση του θέματος συμπληρώνονται με το αυξημένο ενδιαφέρον για την ψυχολογία των ηρώων του. Έτσι αυτό που προκαλεί θαυμασμό και συγκίνηση στους θεατές είναι η ανυπόκριτη αγάπη, τα αγνά γεμάτα ουμανισμό αισθήματα και το πάθος για ελευθερία του Τζορτζ, τον οποίο υποδύεται αριστοτεχνικά, ο εξαιρετικός ηθοποιός Ρόμπερτ Καρλάιλ. Ο κοινωνικός ρεαλισμός θριαμβεύει. Αλλωστε αν αγαπάς κάποιον πραγματικά, τον αφήνεις ελεύθερο ακόμη κι αν αυτό πονάει. Ο 79χρονος Λόουτς σπούδασε νομικά αλλά εγκατέλειψε πολύ σύντομα την καριέρα του δικηγόρου για να στραφεί αρχικά στο θέατρο ως ηθοποιός και αργότερα ως σκηνοθέτης στην αγγλική τηλεόραση, όπου γύρισε μια σειρά εξαιρετικών ντοκιμαντέρ, πριν σκηνοθετήσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Είναι ένας καινοτόμος σκηνοθέτης του free cinema γεμάτος ιδέες γύρω από την κινηματογραφική εικόνα, ένας, με τη βαθύτερη έννοια της λέξης, «στρατευμένος» δημιουργός με συνεπή στάση απέναντι στη ζωή και σε αυτό που αντιλαμβάνεται ως κοινωνική δραστηριότητα. Όλες του οι ταινίες είναι αριστουργηματικά κοινωνικά πορτραίτα των χαμηλών και μεσαίων τάξεων καθώς και των ασυμβίβαστων ανθρώπων που σε πείσμα των καιρών εξακολουθούν να διεκδικούν τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά τους δικαιώματα. Ενδιαφέρεται για την κατάσταση σε ολόκληρο τον κόσμο και σε κάθε ταινία του θίγει τα κακώς κείμενα του αγγλικού συστήματος είτε πρόκειται για την Αγγλία στην περίοδο της θατσερικής διακυβέρνησης, είτε για αυτήν της νεοφιλελεύθερης εποχής του Κάμερον. Η πρόταση του για το σινεμά, έχει επηρεάσει πολλές γενιές καλλιτεχνών στην Ευρώπη και αντλεί τη δύναμή της από το όνειρο της μεταμόρφωσης του κόσμου, και το τέλος των ανισοτήτων. Όπως λέει ο ίδιος η λύση μπορεί να εμπνευστεί από ένα φιλμ σε μια οθόνη, αλλά θα υλοποιηθεί μόνον μέσα από τη γενναία ανθρώπινη δραστηριότητα και τις οργανωμένες συλλογικότητες Ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι ο κινηματογράφος είναι μόνο ψυχαγωγία, οι ταινίες του προσφέρουν "αγωγή ψυχής" με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Κάθε φορά που βλέπεις ταινία του, βγαίνεις από την αίθουσα λυτρωμένος. Η αδικία που βλέπεις γύρω σου έχει αποκτήσει όνομα, ξέρεις που οφείλεται. Και' αυτό γιατί ο Λόουτς χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν αποκαλύπτει την αλήθεια που συχνά ο θεατής υποψιάζεται από πριν. Το έργο του Ken Loach έχει αποσπάσει αμέτρητα βραβεία σε όλα τα διεθνή Φεστιβάλ. Είναι ο μόνος που έχει βραβευτεί 4 φορές με το Βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ Καννών και έχει κατακτήσει 2 φορές το Χρυσό Φοίνικα. Μία το 2006 για το «Ο άνεμος Χορεύει το κριθάρι (2006) και τη δεύτερη, μόλις πριν από μία εβδομάδα, για την ταινία του «I, Daniel Blake». Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=3w_ZqZhr3Pg, το trailer της ταινίας |